Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Π Ρ Ο Σ Τ Ο Π Α Ρ Ο Ν

                  Π   Ρ   Ο   Σ       Τ   Ο       Π   Α   Ρ   Ο   Ν

         Περπατώ στο δρόμο κόβοντας βόλτες και μετρώντας  τα πεζοδρόμια. Και συναντιέμαι με πολλούς γνωστούς και φίλους. Τι συμβαίνει σε τέτοιες  στιγμές ; Συμβαίνει ότι ρωτάμε ο ένας τον άλλο - μάλλον τυπικά - πώς  τα πάει, πώς είναι  η  υγεία του και  τα παρόμοια. Με ρωτούν λοιπόν -συνήθως όπως είπαμε, τυπικά  -: « Τί κάνεις ; Πώς είναι τα πράγματα ; ». « Καλά, καλά » απαντώ, όπως κάμνουμε όλοι, κι όπως το σατιρίζει κι ο Σουρής σε ένα ποίημά του. Αλλά πολύ συχνά απαντώ, όχι όμως τυπικά  « Καλά, προς το παρόν  ».

Είμαστε λοιπόν καλά.  Αλλά αυτό το  « καλά », αφορά το παρόν, τη  συγκεκριμμένη εκείνη στιγμή, ούτε ένα λεπτό της ώρας παραπέρα. Μήπως δεν είναι αλήθεια αυτό. Μπορεί να πεί  κανείς ότι αυτό το  « καλά » θα ισχύει  και για τον  επόμενο μήνα, την  επόμενη βδομάδα, την επόμενη μέρα, την  επόμενη ώρα ; Οχι, ασφαλώς  όχι. Τι λέει το λαϊκό ρητό επί του προκειμένου ; « Οσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα  φέρνει η ώρα ». Και έτσι ακριβώς  είναι τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Όλα είναι  « προς το παρόν ».

Εκεί που μόλις είπες : « Καλά είμαι », σε δυό λεπτά σε πιάνει μια ξαφνική ζάλη, ένας σφοδρός πόνος στο στήθος, και μέχρι να καταλάβεις τι  γίνεται, μεταβαίνεις στας αιωνίους μονάς. Μα καλά, πριν  λίγα, ελάχιστα λεπτά, ήσουν  μιά χαρά, πώς  γίνεται τώρα  να έχεις  βγείς από το  σώμα σου και να περιπλανάσαι στους αιθέρες, προς το άγνωστο ; Απλώς, ήσουν « καλά », αλλά αυτό ήταν  « προς το παρόν », αυτό είναι όλο.

Πήρα μιά ακραία και  τελεσίδικη περίπτωση για παράδειγμα. Αλλά ας μην τρέχουμε τόσο πολύ, υπάρχουν και άλλα, αναρίθμητα  « προς το παρόν »  που δεν είναι ίδια και για το άμεσο ή κοντινό ή  κάπως μακρυνό  μέλλον. Περπατώ ήσυχα  και αμέριμνα στο δρόμο. Όμως, σκοντάφτω σε κάποιο σημείο σε κάποιο ασήμαντο εμπόδιο που δεν  κατάφερα να το προσέξω, και  v o i l a, να΄μαι φαρδύς - πλατύς πεσμένος στο δρόμο. Τρέχουν παρακείμενοι διαβάτες - αλλά πόσο λίγοι έχουν γίνει οι διαβάτες, όλοι  κινούνται  πάνω σε  ρόδες - και προσπαθούν  να μου προσφέρουν βοήθεια. Αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ απ΄τη θέση μου. Εχω ραγίσει το πόδι μου, αυτή είναι η  ιστορία. Ερχεται το ασθενοφόρο  και με μεταφέρει στο Νοσοκομείο. Αυτό ήταν  όλο. Ημουν καλά, αλλά  « προς το παρόν ». Κατόπιν δεν ήμουν καλά, τα πράγματα πήραν άλλη, διαφορετική τροπή. ( Αυτό δεν  είναι υποθετικό  επεισόδιο, έχει γίνει στην πραγματικότητα, μάλιστα έγινε δυό φορές, την πρώτη πέφτοντας απ΄τη σκάλα του σπιτιού μου και σπάζοντας το πόδι μου, τη  δεύτερη πραγματικά όπως την ανέφερα, στο δρόμο, ή μάλλον στο πεζοδρόμιο, όπου είχα έναν ελαφρό  τραυματισμό. Υπήρξε και  μιά ακόμα φορά - πάλι στο δρόμο - αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρξε  κανένας τραυματισμός.  Πρέπει να  ομολογήσω εδώ, ότι είμαι εξαιρετικά επιρρεπής στις πτώσεις στο έδαφος, δεν ξέρω που οφείλεται  αυτό το πράγμα,    υποθέτω - και αυτή πρέπει να είναι η αλήθεια - ότι οφείλεται σε απροσεξία.

Ξοδεύεις ένα σωρό χρήματα για να αγοράσεις ένα σπίτι, κατά κανόνα διαμέρισμα σε πολύκατοικία. Για  να το  αγοράσεις, παίρνεις  δάνειο  από μιά  τράπεζα. ( Ο Θεος να σε φυλάει να μην μπείς ποτέ σε τράπεζα, ακούστε με που σας το λέω ). Το επιπλώνεις, περνάς μιά χαρά κάτω απ΄ τη δική σου  στέγη κι όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά. Αλλά μιά μέρα - ή νύχτα -φοβερός σεισμός  ταρακουνάει την  περιοχή σου, και η  πολυκατοικία  παθαίνει αναπανόρθωτες  ζημιές, πρέπει να κατεδαφιστεί  και να χτιστεί  καινούργια  στη θέση της, όπου θα ξαναπάρεις - αφού όμως  ξαναπληρώσεις - το  διαμέρισμά σου. Και εννοείται ότι οι δόσεις του παλιού δανείου περιμένουν την εξώφλησή τους, και τώρα έρχονται και οι δόσεις του καινούργιου - άτοκου μεν αυτή τη φορά - δανείου, αλλά και πάλι δόσεις. Όλα ήσαν καλά - προς το παρόν - αλλά  μισού λεπτού ανατάραξη του φλοιού της γής, τα γκρέμισε όλα εκ θεμελίων.

Είσαι άριστα στην υγεία σου, φτού να μη σε βασκάνουμε. Και μίαν ωραίαν πρωϊαν ανακαλύπτουν οι γιατροί -μακρυά από τους γιατρούς, ακούστε με, ξέρω καλά τι σας λέω - ότι πάσχεις από σακχαρώδη  διαβήτη. Όλα  ήσαν καλά, περνούσες  κι απ΄ το ζαχαροπλαστείο και έτρωγες τακτικά  προφιτερόλ, ξέρετε  εκείνο που είναι  κάπως έτσι, και  από πάνω έχει σαντιγύ. Τώρα σου λένε ότι όλα αυτά  είναι πιά παρελθόν, ούτε ζωγραφιστά δεν  πρέπει πιά να τα βλέπεις.Και σου βάζουν ένα σωρό περιορισμούς και τακτική γευμάτων με τη μεζούρα, και σε βάζουν να περπατάς - βρέχει χιονίζει - πέντε έξι χιλιόμετρα τη μέρα, ακόμα  και μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Όλα ήσαν και εδώ καλά, αλλά μόνο προς το παρόν.

Εχεις μιά καλή επιχείρηση με υπάλλήλους και σημαντικό κύκλο εργασιών. Φυσικά και τα ανάλογα ετήσια κέρδη. Όλα πάνε καλά επί χρόνια, όμως κάποτε οι δουλειές - για κάποιο λόγο που δεν θα τον αναφέρω, δεν έχει και πολλή  σημασία - πέφτουν, και σε παίρνει ο κατήφορος. Χρεώνεσαι για να αντιμετωπίσεις  την κατάσταση, δεν τα καταφέρνεις, δεν μπορείς να ξεπληρώσεις τα χρέη σου, σού βγάζουν το σπίτι σου και ότι άλλο έχεις  στο σφυρί, και πάει, βούλιαξες και να ξανάβρεις τα χαμένα μεγαλεία σου δεν μπορείς. Όλα εκείνα ήσαν  « προς το πα-ρόν ». Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν και δεν ξαναγίνονται όπως ήσαν πρωτύτερα.

Εργάζεσαι σε μιά βιομηχανία ή κάτι τέτοιο, παίρνεις έναν καλό μισθό με τον οποίο περνάς ωραία εσύ κι η οικογένειά  σου. Όλα είναι καλά - προς το παρόν. Αλλά τι γίνεται την επόμενη  βδομάδα ή τον επόμενο μήνα ; Η  επιχείρηση κάμνει περικοπές προσωπικού, περνά δύσκολες στιγμές εξ αιτίας του ανταγωνισμού. Μέσα στις  « εκκαθαρίσεις », βρίσκεται  και το δικό σου όνομα. Πρέπει να μαζεψεις τα μπογαλάκια σου και να του  δίνεις. Θα πάρεις μιά καλή ίσως αποζημίωση, αλλά αν  ψάξεις για  καινούργια δουλειά, τα πράγματα  θα είναι μάλλον δύσκολα. Καλά πήγαινε η κατάσταση, αλλά δεν πηγαίνει τώρα. Ηταν κι αυτή  « προς το παρόν ».

Κάθεσαι γεμάτος ανησυχία στην εξέδρα του γηπέδου της ποδοσφαιρικής σου ομάδας. Δί-νει έναν κρισιμώτατο αγώνα, από το αποτέλεσμα του οποίου θα κριθεί αν θα παραμείνει στην κατηγορία της ή  αν θα πέσει στην παρακάτω. Πρέπει απαραιτήτως να  κερδίσει αυτό το παιχνίδι. Βλέπεις και  παρακολουθείς τα  τεκταινόμενα εντός του  αγωνιστικού χώρου, ανάβοντας  το ένα τσιγάρο μετά  το άλλο. Και ιδού, η  ομάδα σου κερδίζει με ένα γκολ, κι αυτό το αποτέλεσμα με το οποίο εξασφαλίζεται η παραμονή στην κατηγορία, εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι πέντε λεπτά πριν ο ρέφερης  σφυρίξει το τέλος του  παιχνιδιού και πάνε οι ομάδες στα αποδυτήρια. Αλλά - φεύ - στα τελευταία πέντε λεπτά, η  ομάδα σου  « τρώει » ένα γκολ και αμέσως μετά και δεύτερο. Και πέφτει  στην παρακάτω κατηγορία. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι το τελευταίο πεντάλεπτο. Αλλά μόνο ως εκεί.

Μιάς και μιλάμε γιά ένα αθλητικό παιχνίδι, ας μεταφερθούμε  σε ένα κλειστό γυμναστήριο, όπου η ομάδα σου παίζει ένα παχνίδι μπάσκετμπωλ, κρίσιμο για τη βαθμολογική κατάταξη. Λοιπόν, φτάσαμε στο τελευταίο λεπτό, μένουν περίπου εξήντα δευτερόλεπτα για να τελειώσει το παιχνίδι. Η ομάδα σου προηγείται με έντεκα πόντους διαφορά. Εχει σίγουρα κερδίσει το παιχνίδι, εκτός κι αν γίνουν  « σημεία και τέρατα », όπως λένε και οι σχολιαστές  του σπορ αυτού. Και ιδού, μέσα  σε ένα λεπτό, γίνονται αυτά τα  σημεία και τέρατα, και  στο τελευταίο  δευτερόλεπτο  η αντίπαλη  ομάδα  παίρνει το παιχνίδι. Μέχρι πριν ένα λεπτό όλα ήσαν καλά, τώρα δεν είναι καθόλου.

Λοιπόν, σ΄αυτόν τον κόσμο όλα είναι όπως  είπαμε  « προς το παρόν », το μέλλον - κοντινό ή μακρυνό - είναι άδηλον. Γι αυτό, ότι κάμνουμε, ότι λέμε, ότι σχεδιάζουμε, όλα αυτά είναι  « προς το παρόν », όσο κι αν δεν  θέλουμε να  το λάβουμε υπ΄ όψιν ή να το  ομολογήσουμε. Τι να κάνουμε όμως ; Ετσι είναι τα πράγματα, δεν μπορούν να γίνουν αλλοιώς.

" Ο Ι Κ Ο Ι Ε Υ Γ Η Ρ Ι Α Σ "

                   «  Ο   Ι   Κ   Ο   Ι       Ε   Υ   Γ   Η   Ρ   Ι   Α   Σ  »

        Όταν δεν θέλουμε  να ονομάσουμε  κάτι με το ακριβές  όνομά του για να μην θίξουμε κάποιους ή τα κακώς κείμενα, του δίνουμε  ένα διαφορετικό όνομα, ένα  όνομα που δεν σοκάρει ούτε εμάς, ούτε τους άλλους. Δεν είναι λ.χ. σωστό - η ευγένεια αυτό  υπαγορεύει - να λέμε σε κάποιον ότι είναι ψεύτης, πρέπει να του πούμε ότι  « λέει ανακρίβειες ». Βέβαια, και οι δυό ορισμοί είναι  ταυτόσημοι, όμως ο  δεύτερος δεν  « χτυπάει » άσχημα, είναι  πιο διακριτικός, κι αυτός προς  τον οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί  να αντιδράσει με τον  ίδιο τρόπο με τον οποίο θα αντιδρούσε  αν τον αποκαλούσαμε  κατάμουτρα ψεύτη. Αυτό είναι ένα παράδειγμα, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε  να αλλάξουμε έναν όρο με έναν άλλο ταυτόσημο, για κάποιους όμοιους λόγους, για να ωραιοποιήσουμε κάποια πράγματα που αν τα λέγαμε με το όνομά τους θα κάμναμε άσχημη εντύπωση.

Μετά από αυτή τη μικρή, αλλά νομίζω απαραίτητη, εισαγωγή, ερχόμαστε στο θέμα που θα μας απασχολήσει. Και  κάμνοντας την αρχή, λέμε  ότι οι άνθρωποι  κάμνουν παιδιά. Και γιατί κάμνουν παιδιά ; Υπάρχουν  διάφοροι λόγοι, που  δεν μπορώ να  τους απαριθμήσω όλους, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τους ξέρω  όλους. Κατ΄αρχάς, θέλουν να έχουν κάποιους που θα τους διαδεχτούν, όπως  ο βασιλιάς κάμνει  παιδιά για να κληρονομήσουν το θρόνο. Βέβαια, οι απλοί άθρωποι δεν έχουν θρόνους, έχουν όμως κάποιο όνομα, αυτό ίσως θέλουν να αφήσουν. Θα μου πείτε ότι  αυτό το όνομα  δεν μπορεί να  διατηρείται  εσαεί, κάποιοι από  τους απόγο -νους δεν θα κάνουν αγόρια, θα  κάνουν κορίτσια, που - παρά  το νόμο - δεν θα πάρουν το επίθετο των γονιών τους, και έτσι τέρμα τα δίφραγκα.

Εκτός από τους θρόνους και τα ονόματα, υπάρχουν και κάποιες περιουσίες, μικρές, μέτριες ή και μεγάλες. Σε ποιόν θα τις αφήσουν ; Αν δεν τις  πάρει κάποιος  πλάγιος συγγενής, θα τις πάρει το κράτος. Αυτό δεν  είναι δίκαιο, να παλεύεις μιά ολόκληρη ζωή να βάλεις ένα κεραμίδι στο κεφάλι σου ( που λέει  ο λόγος ), και να  έρχεται το  αδηφάγο  δημόσιο  να σου το παίρνει. Και πάλι θα  μου πείτε ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν να  αφήσουν απολύτως τίποτε στα παιδιά  τους, εκτός ίσως  από κάποια  χρέη. Μάλιστα, αντιλαμβάνομαι  την ένστασή σας. Αλλά καλύτερα  να παρακάμψουμε  το ζήτημα, δεν θα  κατάπιαστούμε  τώρα με ενοχλητικές λεπτομέρειες.

Ενας απώτερος λόγος - που συνήθως  δεν αναφέρεται - είναι  ότι μέσω των  παιδιών τους, οι γονείς  προσδοκούν  να αποκτήσουν  εγγόνια, είναι  αρκετά  σημαντική  αυτή η προσδοκία. Μπορεί τελικά να  μην αποκτηθούν τα εν λόγω εγγόνια, όμως η προοπτική  υπάρχει εξ αρχής. Τον είπαμε λοιπόν κι αυτόν το λόγο. Πάμε παρακάτω.

Ο παράγοντας  « φύση ». Όλα τα  έμβια όντα αποκτούν - ασυνείδητα βέβαια - απογόνους, αυτό πρέπει να ισχύει υπό ασυνείδητη ή συνειδητή μορφή και στο ανώτερο είδος, τον άνθρωπο. Η φύση έχει δώσει ακόμα και  στον άνθρωπο μερικά  στοιχειώδη ένστικτα - λιγότερα από  των ζώων, αλλά οπωσδήποτε  απαραίτητα - όπως  το ισχυρότατο  ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που  χωρίς αυτό θα  εξαφανίζονταν εν ριπή  οφθαλμού όλοι οι  άνθρωποι από προσώπου γής. Είναι λοιπόν κι αυτός ένας παράγοντας, η φύση επιθυμεί τη διαιώνιση του είδους, όχι την εξαφάνισή του. Τώρα, αν μερικά ή πολλά είδη έχουν εξαφανιστεί ή  κινδυνεύουν να εξαφανιστούν παρά τη θέληση  της φύσης, αυτό όπως  ξέρουμε οφείλεται στην επέμβαση του ανθρώπου, τι τα θέλουμε βρε αδερφέ τα  τόσα  πολλά είδη, ας είναι λιγότερα ώστε να λιγοστέψουμε και  τις σελίδες των σχολικών βιβλίων της ζωολογίας.

Ωραία τα είπαμε νομίζω ως εδώ. Τώρα θα πρέπει να αναφερθούμε στις σχέσεις μεταξύ γονιών και απογόνων. Ο  Οσκαρ Ουάϊλντ  έγραψε κάποτε το εξής : « Τα παιδιά  δεν μπορούν να αγαπούν τους γονείς τους. Πολλές φορές τους μισούν. Στην καλύτερη  περίπτωση απλώς τους  ανέχονται ». Είναι αλήθεια αυτό ; Ο  Σίγκμουντ Φρόϋντ έχει άλλη γνώμη. Λέει ότι υπάρχει ένα σύμπλεγμα ανάμεσα στον γιό και τη  μητέρα του, το λεγόμενο  « Οιδιπόδειο σύμπλεγμα ». Η μητέρα αγαπά ιδιαίτερα  το γυιό, κι απ΄την άλλη μεριά, η πρώτη  « ερωμένη » του αγοριού, είναι η μητέρα του. Κάτι  ανάλογο υπάρχει  και ανάμεσα σε πατέρα  και κόρη. Ο πατέρας έχει  ιδιαίτερη αδυναμία στη θυγατέρα του, κι από την άλλη μεριά,ο πατέρας είναι ο πρώτος « εραστής » της  θυγατέρας. Και αντί  για Οιδιπόδειο  σύμπλεγμα, εδώ έχουμε το  « σύμπλεγμα της Ηλέκτρας ». Όλα αυτά βέβαια με τις απαραίτητες εξαιρέσεις,που μπορεί να είναι και αρκετές.

Όπως και  να έχουν  τα  πράγματα, από τα πολύ παλιά - δεν ξέρω πόσο παλιά - χρόνια, όταν οι γονείς  έφταναν  σε μιά προχωρημένη  ηλικία, ήταν  κοινωνικό θέσφατο  να αναλαμβάνουν τα παιδιά τη συντήρησή τους, καθώς οι ίδιοι οι γονείς έβγαιναν έξω απ΄την  παραγωγική διαδικασία, και ήσαν ανήμποροι να προσφέρουν  υπηρεσίες, εκτός εξαιρέσεων. Το κοινωνικά αποδεκτό στις μικρές  τότε κοινωνίες, ήταν να  πάρει κοντά του  ο γυιός ή η κόρη, τους γονείς και να τους  « γηροκομήσει », για να  χρησιμοποιήσουμε  μιά μάλλον  πρόσφατη  έκφραση. Ο γυιός ή η  θυγατέρα που  δεν θα ακολουθούσαν αυτόν τον κανόνα, ήσαν αποδιοπομπαίοι τράγοι από την κοινωνία.

Αλλά όπως φαίνεται, υπήρχαν και εδώ εξαιρέσεις. Χαρακτηριστική είναι η ιστοριούλα που αναφέρεται σε μιά οικογένεια στο Ντέρμπυ της Κεντρικής Αγγλίας, που συνέβη στα τέλη του δέκατου όγδοου ή τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Ο πατέρας ήταν γέρος, και ο γυιός του  απόφάσισε να τον διώξει απ΄το σπίτι, ίσως παρακινούμενος από τη γυναίκα του, αυτό πάντως δεν αναφέρεται στο  ιστορικό. Σηκώθηκε  λοιπόν ένα πρωϊ, και ανακοίνωσε στον  πατέρα του ότι έπρεπε  να εγκαταλείψει  το σπίτι, προφασιζόμενος  κάποιους λόγους, ίσως οικονομικούς.

Ο πατέρας συγκατένευσε, δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει κι αλλοιώς. Υπήρχε κι ένας εγγονός, ονόματι  Τομ. Τη στιγμή που ήταν να φύγει ο πατέρας -ή παπούς - από το σπίτι, ο πατέρας του Τομ φώναξε  τον μικρό εγγονό και του  είπε : « Ξέρεις, ο παπούς  πρέπει να φύγει από το σπίτι. Να πάς κάτω στο κελλάρι και να φέρεις εκείνη την κόκκινη κουβέρτα, να του τη δώσουμε για να τυλίγεται μ΄αυτήν και να μην κρυώνει. » Ο  μικρός - αμίλητος - κατέβηκε στο κελλάρι, και ύστερα από λίγο  ανέβηκε κρατώντας την κουβέρτα και μαζύ ένα μεγάλο ψαλλίδι. Οταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι  το ήθελε το ψαλλίδι, ο εγγονός απάντησε : « Ξέρεις πατέρα, αυτή η κουβέρτα είναι  πολύ μεγάλη, σχεδόν διπλάσια απ΄ τις κανονικές. Ετσι σκέφτηκα να την κόψουμε στα δύο, να  πάρει  ο παπούς τη  μισή, και την άλλη μισή  θα τη δώσω σε σένα όταν μεγαλώσω και σε  διώξω απ΄ το σπίτι ». Ο  πατέρας του Τομ έμεινε  κεραυνόπληκτος όταν άκουσε αυτά  τα λόγια και μετανόησε  για την απόφαση που είχε πάρει. Η ιστορία αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη όπως φαίνεται στην  Αγγλία, και μεταξύ άλλων, δείχνει έντονα την αγάπη των εγγονιών στους παπούδες και τις γιαγιάδες τους.

Φαίνεται ότι συχνά τα παιδιά δεν τα πήγαιναν καλά με τους  γονείς τους. Στο Δεκάλογο, τις Δέκα εντολές που  συναντάμε στο βιβλίο της Εξόδου στην Παλαιά Διαθήκη, η Πέμπτη εντολή που δίνεται  από το Θεό λέει  « Να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου έτσι ώστε να ζήσεις πολλά  χρόνια στη  χώρα που σου  δίνω ». Εδώ  βλέπουμε  ότι δεν λέει  « Να αγαπάς τον πατέρα και τη μητέρα σου », αλλά  « να τους τιμάς ». Βλέπετε η αγάπη δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική, ούτε τα  Οιδιπόδεια συμπλέγματα και τα συμπλέγματα της Ηλέκτρας. Υποχρεωτική όμως είναι η απόδοση τιμής στους γονείς. Στην ίδια νομοθεσία  διαβάζουμε ότι  « όποιος  κακολογεί τον πατέρα ή  την μητέρα  του, να θανατώνεται  με λιθοβολισμό ». Όλα αυτά δείχνουν χωρίς  αμφιβολία, ότι  ο κανόνας  της περίθαλψης  των γερόντων  από τους  απογόνους τους, δεν εφαρμοζόταν πάντοτε κι από όλους.

Πάντως, μέχρι  πριν λίγες δεκαετίες, όντως τα παιδιά - είτε από κοινωνικούς είτε από θρησκευτικούς λόγους - αναλάμβαναν τη φροντίδα του « γηροκομείν » τους γονείς. Την εποχή εκείνη, ο ανήμπορος γονιός δεν είχε κανένα συνήθως πόρο ζωής, παρεκτός κι αν ήταν πλούσιος. Δεν είχε κανενός  είδους σύνταξη γήρατος ή  αναπηρίας, έπρεπε να τον περιθάλψει κάποιος. Κι αυτό το « καθήκον », έπρεπε να το αναλάβει ένα ή  εκ περιτροπής και  τα  άλλα παιδιά, έτσι έλεγε ο άγραφος κοινωνικός νόμος.

Θα ήταν μάταιο να περιμένουμε να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση και μετά την έναρξη παροχής συντάξεων στους ηλικιωμένους και απόμαχους της εργασίας. Ο γέροντας είχε ένα δικό του εισόδημα, έστω μικρό. Επρεπε  λοιπόν να χωρίσει  απ΄τα παιδιά  του, να μην συγκατοικεί  στο ίδιο σπίτι. Αυτό και φυσικό και λογικό ήταν. Δεν εφαρμόστηκε στην αρχή από όλους, αλλά όσο ο καιρός περνούσε, η  νέα κατάσταση όλο και  επικρατούσε. Εως ότου σήμερα να έχει γίνει πιά θεσμός, καθώς μάλιστα  και οι ιδιοι οι  γονείς δεν θέλουν να  αναμιγνύονται στα των παιδιών  τους, πράγμα που αποφεύγει και τις κάποιες λίγες ή και πολλές προστριβές.

Οι γονιοί λοιπόν μένουν στο δικό τους σπίτι. Αλλά έρχεται και η περίπτωση που ο γονιός - που ενδεχομένως  έχει μείνει μόνος - είναι σε  αληθινή ανημποριά λόγω ασθενείας ή αναπηρίας. Τι γίνεται τότε ; Αυτό που επικρατεί - όχι κατά κανόνα βέβαια - είναι να εισαχθεί σε ένα  ευαγές ίδρυμα όπου να μένει και να του προσφέρονται και ιατρικές φροντίδες. Ψάχνουμε λοιπόν και  βρίσκουμε  ένα τέτοιο  ίδρυμα που  φέρει  το κατ΄ ευφημισμόν  όνομα  « Οίκος ευγηρίας », τουτέστιν μεθερμηνευόμενον  « Ένα σπίτι όπου περνάς όμορφα γηρατειά ».

Μερικοί από αυτούς τους « Οίκους » είναι αρκετά καλοί ή και καλοί πραγματικά. Φαίνεται  όμως ότι - κυρίως στις μεγάλες πόλεις  της δικής μας  χώρας - πολλοί από  αυτούς τους οίκους δεν παρέχουν ευπρεπή  διαβίωση στους ενοίκους τους. Εχουμε δεί κάποιες φορές στην τηλεόραση, κάποιους τέτοιους  οίκους, βρώμικους, με κακές υπηρεσίες, παρά το ότι  πέφτουν αρκετά χρήματα από μέρους  των ενοίκων τους. Και  στην περίπτωση  αυτή, αντί να μιλάμε για οί-κους ευγηρίας », θα  έπρεπε να τους ονομάζουμε  « οίκους δυσγηρείας », άκου ορισμό να σου πετύχει !

       Το « κλείσιμο » των ηλικιωμένων σε Γηροκομεία, ( ας χρησιμοποιήσουμε επί τέλους τον αληθινό όρο αντί του κατ΄ ευφημισμόν ), δεν  αντιστρατεύεται πιά  τους κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας. Πήρε τη συνταξή του ο άνθρωπος, καλό είναι να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου θα αισθάνεται πιό άνετα, συντροφιά με ομήλικούς του, όπου θα βλέπει ανενόχλητος την τηλεόρασή του και θα ακούει το ραδιόφωνό  του, θα διαβάζει  την εφημερίδα ή το βιβλίο του, κι όλα αυτά χωρίς να ενοχλεί τα παιδιά και τα εγγόνια του, όμορφα δεν είναι  έτσι ; Συμφωνώ  απόλυτα ότι είναι  πράγματι - μα ποιός το έλεγε αυτό το « πράγματι », δεν μπορώ να θυμηθώ - ότι είναι πράγματι καλύτερα να είναι έτσι τα  πράγματα, αυτό  επιβάλλει ο σύγχρονος  τρόπος ζωής που είναι πολύ διαφορετικός από άλλοτε.

Εκείνο που κάμνει θλιβερή την κατά τα άλλα καλή αυτή προσαρμογή της κατάστασης, είναι η αδιαφορία και η εγκατάλειψη που νοιώθουν οι ηλικιωμένοι και  έγκλειστοι στα Γηροκομεία. Τους έχουμε  ακούσει στις δηλώσεις  που καμνουν στα τηλεοπτικά κανάλια. « Με εγκαταλείψανε όλοι. Δεν έρχεται να με  δεί κανείς. Ο γυιός μου  και οι κόρες  μου, κατοικούν εδώ, στην Αθήνα, κι όμως δεν έρχονται ούτε στις μεγάλες γιορτές να με δούνε ». Λοιπόν, δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο  καλύτερος τρόπος  εφαρμογής του  « τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου ».

Πάντως, όλα αυτά τα πράγματα γίνονται κατά κανόνα τις πολύ μεγάλες πόλεις, τα ακούμε για την Αθήνα αλλά όχι και για τις επαρχιακές πόλεις, όπου ο κύκλος  είναι μικρός, και αυτού του είδους οι  συμπεριφορές κρίνονται  άσχημα από το  μικρό περιβάλλον της πόλης. Υπάρχει  ακόμα και η περίπτωση να θέλουν τα παιδιά να κρατούν στο σπίτι τους τους γονείς - συνήθως τον ένα εναπομείναντα - αν έχουν αρκετό χώρο βέβαια, τα σημερινά  σπίτια είναι ως γνωστόν  « κοτέτσια »  κατά το  πλείστον. Υπάρχει και η  οικονομική πλευρά  του θέματος. Ο γέροντας γονιός έχει ένα εισόδημα  από τη σύνταξή του και ίσως και από άλλες πηγές, είναι πολύ φυσικό να μετέχει στα έξοδα της οικογένειας με το μεγαλύτερο αν όχι όλο το εισόδημά  του. Είναι λοιπόν σε τέτοιες περιπτώσεις ευπρόσδεκτος.

ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ, ΗΡΘΑΜΕ ΓΙΑ ΛΗΣΤΕΙΑ

       Ε Δ Ω   Ε Ι Μ Α Σ Τ Ε,   Η Ρ Θ Α Μ Ε    Γ Ι Α    Λ Η Σ Τ Ε Ι Α

        Ακουγα πριν από  λίγο καιρό τα  παράπονα που  διατύπωναν  σε τηλεοπτική  κάμερα ή σε ραδιοφωνικό μικρόφωνο - δεν θυμάμαι ακριβώς ποιό από τα δυό, μάλλον το πρώτο - κάποιους  κατοίκους της  Θεσσαλονίκης , που ανέφεραν  ότι μέρα μεσημέρι  μπαίνουν στο σπίτι τους κάποιοι κλέφτες, ανοίγοντας με κάποιο απλό αντικλείδι  την πόρτα, και ενώ οι ένοικοι του σπιτιού κάθονται μακαρίως στις πολυθρόνες τους, τους  δηλώνουν- όχι βέβαια επί λέξει - αυτά που αναφέρονται στον τίτλο. Ερχονται με  λίγα λόγια για να  ληστέψουν το σπίτι, όχι με τον παλιό και « ορθόδοξο » τρόπο, δηλαδή τα μεσάνυχτα, όταν όλ΄ η φύσις ησυχάζει, ( κατά το πώς έλεγε το τάνγκο  του Θέμη Νάλτσα τη  δεκαετία  του 30 ), αλλά  στο καταμεσήμερο, στο   h i g h   n o o n  των  αγγλοσάξωνων, χωρίς να  φοβούνται, χωρίς να  ντρέπονται, όπως  ακριβώς κάμνουν και οι ληστές των τραπεζών. Βέβαια, τα παράπονά τους  απευθύνονταν στους αρμόδιους  κρατικούς φορείς, τις αστυνομικές υπηρεσίες, που χρέος τους -έλεγαν - είναι να διαφυλάττουν την ασφάλεια και  την περιουσία των πολιτών της χώρας, γι αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν ;

Βρίσκετε άραγε ότι τα παράπονα αυτά είναι δικαιολογημένα ; Νομίζετε ότι είναι αυθάδεια το να μπαίνουν οι  κλέφτες στο διάστημα της ημέρας, και χωρίς να  ενοχλούνται καθόλου από  την παρουσία σας, να επιδίδονται στη θεάρεστη εργασία του ξαλαφρώματος των υπαρχόντων  σας ; Και γιατί παρακαλώ θα πρέπει να μας ενοχλεί αυτό το πράγμα, δεν ξέρουμε ότι ο αρχαίος ημών πρόγονος, ο  Ηράκλειτος, είχε  πεί το γνωστό  απόφθεγμά του : « Τα πάντα ρεί », δηλαδή τα πάντα  μεταβάλλονται ; Και ότι  μέσα στα  « πάντα », είναι και  οι τρόποι συμπεριφοράς  μας ; Και ακριβώς περί αυτού πρόκειται. Και εξηγούμαι για να γίνω κατανοητός.

Θα  εχετε  ασφαλώς παρατηρήσει, ότι στις σημερινές  « δυτικές » κοινωνίες - και η  Ελληνική είναι κι αυτή μια δυτική κοινωνία - τους τελευταίους καιρούς έχει επικρατήσει σε όλη του τη              μεγαλοπρέπεια το θράσος. Το θράσος του ανθρώπου που δεν γνωρίζει τίποτε από ντροπή, αυτήν που οι παλαιότεροι ονόμαζαν « αίσθημα αιδούς ». Που δεν νοιάζεται για το ποιά εντύπωση θα κάνει ο ανθρωπος στους διπλανούς του, που αδιαφορεί  για τα σχόλια που ίσως  γίνουν για  τους τρόπους και τη συμπεριφορά του. Που δεν του καίγεται καρφί γι αυτό που άλλοτε λέγαμε στα γαλλικά « σαβουάρ  βιβρ », και που αποτελούσε  έναν κώδικα  κοινωνικής συμπεριφοράς - υποκριτικό βέβαια - αλλά που έσωζε τα προσχήματα.

Θυμάστε σε  παλιά χρόνια, καμμιά περίπτωση ληστείας τράπεζας ή ενός καταστήματος ή ότιδήποτε άλλου, στη διάρκεια  της ημέρας υπό  την απειλή όπλου ; Προσωπικά δεν θυμάμαι, αν εσείς θυμάστε κάτι τέτοιο, να το δηλώσετε αμέσως, θα πρέπει να έχετε καταπληκτική μνήμη. Και όταν μιλάμε για τέτοιου είδους ενέργειες, εννοούμε να έχουν γίνει στη  χώρα μας, όχι στην Αμερική των  κινηματογραφικών  ταινιών. Που να έχουν γίνει στις μικρές μας πόλεις, ακόμα και στην  πρωτεύουσα. Εχω την εντύπωση, ότι κι αν έχουν  γίνει στο  παρελθόν - όχι  το πολύ μακρυνό - δεν  θα θυμηθήτε καμμιά  περίπτωση, τόσο σπάνιες θα πρέπει να ήσαν.

Εκδήλώση θρασύτητας είναι και η έλλειψη της τυπικής ευγένειας που χαρακτήριζε παλιές και λησμονημένες- φοβάμαι για πάντα -εποχές. Το  « συγγνώμην », το « παρακαλώ », το « ευχαριστώ » και άλλα παρόμοια  « κατά  συνθήκην ψεύδη », ( όπως τα χαρακτήριζε στο ομώνυμο βιβλίο  του ο Εβραίος κοινωνιολόγος Μαξ Νορντάου).Θρασύτητα  είναι το να μιλάς στον ενικό σε άτομα που δεν τα γνωρίζεις ή σε άτομα μεγαλύτερης από  σένα  ηλικίας. Θρασύτητα  είναι να σπρώχνεις στη στάση του λεωφορείου για να μπής  μέσα, θρασύτητα προδίδουν ακόμα και πολλές άλλες  πράξεις και εκδηλώσεις μας  σε διάφορους άλλους τομείς της καθημερινότητας.

Για το θράσος των  « πολιτικών », ( όπως  βλέπετε, τους έβαλα μέσα σε εισαγωγικά, αυτό το  είδος έχει εκλείψει στην πραγματικότητα την τελευταία εικοσαετία, το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ), το  θράσος των κατ΄ όνομα πλέον  πολιτικών, δεν χρειάζεται να το περιγράψω, όλοι βλέπετε  τα καμώματά τους  που προκαλούν μόνο τη θυμηδία σε κάθε σοβαρό και εχέφρονα άνθρωπο, αλλά - ευτυχώς - και στον κοινό  πολίτη. Που ξέρει ότι με  την κατάργηση των ιδεολογιών που κάποτε υπήρχαν και έδιναν έναν ξεχωριστό τόνο στις πολιτικές θέσεις, έπαψε και το ενδιαφέρον του κόσμου γι αυτούς τους αστείους τύπους που παρελαύνουν από τα παράθυρα των τηλεοπτικών πομπών με την ιδέα που φιλοξενούν στα άδεια κεφάλια τους. Οτι κάτι παριστάνουν κι αυτοί με τις ανοησίες που λένε και που έπαψαν  να έχουν τον παραμικρό αντίκτυπο στις μάζες, και προκαλούν την αδιαφορία  του κοινού και  ιδιαίτερα των  νέων, που απαλλαγμένοι από  προκαταλήψεις του παρελθόντος, βλέπουν με καθαρώτερο μάτι την κατάσταση.

Για το θράσος  των υπηρετών του  δημόσιου τομέα  στην Ελλάδα, τα  έχουμε πεί σε άλλο σημείο, δεν  χρειάζεται  να παλιλλογούμε.Υπάρχει  και το θράσος  πολλών  επωχούμενων επί μηχανοκίνητων οχημάτων, αυτό το βλέπουμε καθημερινώς. Περισσότερο οι νέοι, κάπως λιγότερο οι παλαιότεροι, δε δίνουν δεκάρα τσακιστή για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους δρόμους. Είναι αναιδείς  και πρόστυχοι, άλλωστε  πάντοτε ο χαρακτήρας  των ανθρώπων φαι-νόταν καθαρά όταν καθόντουσαν στη θέση  του οδηγού, αυτό  είναι πασίγνωστο. Τώρα, με τη μεγάλη διάδοση των τροχοφόρων - αυτής της πληγής του σύγχρονου κόσμου που πολλά δεινά προκαλεί στην ανθρωπότητα, τα έχουμε πεί  κι αυτά σε άλλες  περιπτώσεις - το κακό έχει παραγίνει. Αλλοτε ήσαν  κάποιοι  μεμονωμένοι  τύποι που  διέσχιζαν με  υπεροπτικό  ύφος τους δρόμους, χαιρετώντας με αλαζονικά νεύματα τους καϋμένους  τους πεζούς που  είχαν μόνο τα  πόδια τους  για να μετακινούνται. Τώρα που έχει ρόδα και η κουτσή Μαρία, η  αναίδεια και η  αγένεια έχουν πλημμυρίσει τα πάντα.

Αυτό θα μου πείτε υπάρχει μόνο στην Ελλάδα, οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι δεν συμπεριφέρονται έτσι, είναι ευγενείς  αληθινά. Εχετε  εν μέρει δίκαιο, μην ξεχνάμε όμως ότι στην Ευρώπη οι ανθρωποι - και  συνεπώς και οι  οδηγοί - φοβούνται πολύ  την αστυνομία και ο φόβος αυτός τους συγκρατεί από το να κάμνουν πολλά στραβοπατήματα. Είναι γνωστό σε όλους μας :  Οι μπάτσοι στην Ευρώπη δεν αστειεύονται καθόλου.

Υστερα απ΄ όλ΄αυτά, γιατί να μας παραξενεύει το γεγονός ότι μπαίνουν στο σπίτι μας μεσημεριάτικα, και ενώ εμείς - παραβλέποντας την  αγένειά  τους - καθόμαστε  αναπαυτικά στις πολυθρόνες μας και  παρακολουθούμε το  μεσημβρινό δελτίο  ειδήσεων, ετούτοι μαζεύουν τα πράγματα που τους ενδιαφέρουν, τα κατεβάζουν απ΄τις σκάλες ή με το ασσανσέρ, και τα φορτώνουν  στο φορτηγό  τους που  περιμένει  κάτω ; Οχι, δεν  πρέπει  να μας  ξενίζει  ένα τέτοιο πράγμα, το αντίθετο  μάλιστα, θα έπρεπε να  παραξενευόμασταν αν  δεν ενεργούσαν οι καλοί αυτοί άνθρωποι μ΄αυτόν τον τρόπο.

Ετσι, βρίσκω ότι τα παράπονα των ανθρώπων που τους επισκέπτονται οι κλέφτες στο σπίτι τους την ώρα που  τρώνε, είναι τελείως  αδικαιολόγητα. Μήπως θα προτιμούσαν να έλθουν στα άγρια μεσάνυχτα, όταν λυσσομανά έξω ο άνεμος, να διαρρήξουν  άγαρμπα την εξώπορτα και να τους τρομάξουν  νυχτιάτικα ; Κάτι  τέτοιο δεν θα  ήταν καθόλου  ευχάριστο, σκεφτείτε την τρομάρα που  θα έπαιρναν οι κλεπτόμενοι μιά τέτοια ώρα. Αλλά αυτοί οι κλέφτες που τόσο πολύ νοιάζονται μήπως μας τρομάξουνε σε κάποια ακατάλληλη  ώρα, θα  έπρεπε να έχουν τις ευχαριστίες  μας για τον  τρόπο με  τον οποίο  ενεργούν, ψέμματα ; Αλλωστε, οι άνθρωποι φροντίζουν να μας απαλλάξουν από μερικά πράγματα που δεν είναι πιά της μόδας και έτσι να αναγκαστούμε να προμηθευτούμε καινούργια, τελευταίας μόδας και τεχνολογίας πράγματα.

Εκτός απ΄όλα αυτά, θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στους συμπαθέστατους κατά άλλα αυτούς διαρρήκτες ή κλέφτες, επειδή  δεν κουβαλούν  μαζύ τους και  καμμιά χατζάρα, που΄μ΄ αυτήν θα μπορούσαν μιά χαρά να μας κόψουν το κεφάλι σαν τυρί. Οπως  γινότανε τη μακαρία  εκείνη εποχή της  Γαλλικής επανάστασης - και κυρίως της εποχής του Ροβεσπιέρρου - όταν κόσμος πολύς μαζευότανε  στην πλατεία  Γκρεβ, και  χειροκροτούσε θερμά  και με ανείπωτο ενθουσιασμό, όταν έβλεπε τη γκιλλοτίνα να πέφτει μ΄ορμή μεγάλη και να κόβει ένα κεφάλι που κατόπιν έπεφτε μέσα στο καλάθι που ήταν εκεί δίπλα. Όμως αυτοί  οι καλοί άνθρωποι δεν είναι τόσο κακοί όσο οι Γάλλοι επαναστάτες, και μας προτιμούν με το κεφάλι μας επάνω στους ώμους. Βέβαια, τελευταίως  παρουσιάζονται και διάφοροι τύποι που μαζύ με τα πράγματα και τα χρήματα που  παίρνουν, κόβουν και κανένα κεφάλι πάνω στη φούρια  τους. Αλλά αυτοί είναι οι εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Θα αναφερθούμε  και στο ρόλο  της αστυνομίας, ή μάλλον στην  απουσία της αστυνομίας σε τέτοιους είδους επιχειρήσεις. Αγαπητοί  μου, ο αστυνομικός  στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να αναμιγνύεται σε  τέτοιου είδους υποθέσεις, το καθήκον  του είναι να μένει άγρυπνος φρουρός στο αστυνομικό  του τμήμα  και να μην  ανακατεύεται  σε ξένες  υποθέσεις. Αλλά, ας τον φανταστούμε προς στιγμή  να επεμβαίνει σε μιά  υπόθεση ληστείας  αυτού ή άλλου τύπου, ειδοποιημένος από  κάποιους περίοικους. Τί πρόκειται  να προσφέρει  εκεί ; Τίποτε  απολύτως, και το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι να του ρίξουν στο ψαχνό οι ασχολούμενοι εκείνη την ώρα με την επιχείρησή τους, καθώς είναι γνωστό ότι κλέφτες και αστυνόμοι δεν επιδεικνύουν και πολλή μεγάλη  συμπάθεια μεταξύ  τους. Προς τί λοιπόν  μιά κινητοποίηση  των αστυνομι-κών αρχών, όταν αυτή  πιθανόν να καταλήξει  σε άσκοπη αιματοχυσία, πολλώ μάλλον που απαγορεύεται αυστηρότατα και διά ροπάλου στους αστυνομικούς να κάνουν χρήση των όπλων τους, εκτός και αν τους πυροβολήσουν οι άλλοι πρώτοι, οπότε χαιρέτα μας τον πλάτανο.

Είπαμε απ΄ την αρχή ότι σήμερα επικρατεί απ΄ ακρου εις άκρον το θράσος, και τίποτε δεν μπορείς να πετύχεις χωρίς αυτό το σπουδαίο προτέρημα που συμβαδίζει με πολλά άλλα παρόμοια της σύγχρονης εποχής. Ετσι, γιατί θα  περιμέναμε αβρότητες  πολλές από διαρρήκτες και κλέφτες, είναι λογικό αυτό ; Ετσι, εκείνο που μου έκανε μεγάλη κατάπληξη, ήσαν οι ληστείες των τραπεζών που  έκαμνε εκείνος ο  ευγενέστατος ληστής - θα τον θυμάστε βέβαια - που ζητούσε από  τους ταμίες των  τραπεζών με  πολύ ευγενικό  τρόπο να  του γεμίσουν  την τσάντα του με χρήματα. Και όταν έφευγε απ΄ την τράπεζα, τους  ευχαριστούσε και τους ευχότανε καλό Πάσχα. Όμως, τον πιάσανε τον ανθρωπο οι  άθλιοι οι αστυνομικοί. Τι κρίμα ! Είχαμε τόσο  πολύ συνηθίσει να ακούμε γι΄αυτόν τον πραγματικά  θαυμάσιο άνθρωπο - και εδώ δεν γίνεται  χιούμορ, είναι η πάσα  αλήθεια - ώστε πολύ  στεναχωρηθήκαμε όταν τον  έπιασαν και τον έκλεισαν μέσα, και μάλιστα  όταν μπήκε στη φυλακή δεν έδειξε καθόλου κακία. Συνέχισε να είναι το ίδιο αβρός  και ευγενής  ακόμα  και τότε. Ηταν ο ανθρωπος που βρέθηκε έξω απ΄την εποχή του, του έλειπε το θράσος.

Ο Νόμος του Μέτσνικωφ.

       Τώρα, ποιός είναι πάλι αυτός ο  Μέτσνικωφ ; Μήπως είναι  κανένας μαθηματικός, κανένας αστρονόμος ; Μήπως είναι κανένας από τους ηγέτες της  Οχτωβριανής επανάστασης της Ρωσίας μαζύ με τον Λένιν, τον Μπουχάριν, τον Τρότσκυ και τους άλλους ; Οχι, δεν είναι τίποτε από αυτά. Πάντως φαίνεται  πως είναι  Ρώσος, έτσι μοιάζει το όνομά του αν και οποιοσδήποτε Σλάβος θα  μπορούσε να  έχει ένα τέτοιο όνομα. Λοιπόν, ο  Μέτσνικωφ δεν  είναι Ρώσος, είναι Ουκρανός, πράγμα που  όμως είναι το ίδιο, κι αυτοί πρέπει να θεωρούνται  κατά κάποιo  τρόπο Ρώσοι, αλλά ας μην  χρονοτριβούμε πάνω σ΄ αυτό το θέμα. Ομως δεν είναι ούτε μαθηματικός ούτε αστρονόμος, ούτε  επαναστάτης. Εξ άλλου - εκτός από επαναστάτες - οι Ρώσοι δεν έχουν  και πολύ σπουδαία  παράδοση πάνω  στις επιστήμες που αναφέρθηκαν. Εχουν όμως σπουδαία  παράδοση πάνω σε μιά  άλλη επιστήμη,τη Βιολογία, όπου μάλιστα θεωρούνται πρωτοπόροι. Ο Μέτσνικωφ λοιπόν ήταν βιολόγος, πάει το ξεκαθαρίσαμε αυτό.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία δεν θα έβλαπταν εδώ αναφορικά με τον Ρώσο- ή Ουκρανό - αυτό ζωολόγο και βιολόγο. Ο Ηλίας λοιπόν Μέτσνικωφ  έζησε ανάμεσα  στο 1845 και στο 1916, και τόπος καταγωγής του  ήταν η Οδησσός που είναι καπως και Ελληνική πόλη, γιατί εκτός από το ότι ένα πλήθος Ελλήνων  κατοικούσε σ΄ αυτήν την  πόλη, εκεί είχε ιδρυθεί και η Φιλική Εταιρεία. Ο Ηλίας αυτός υπήρξε  κορυφή στον τομέα του, και έγραψε μερικά πολύ σημαντικά συγγράμματα. Από το 1887 και ύστερα διέμενε στο Παρίσι όπου έγινε διευθυντής του  Ινστιτούτου  Παστέρ. Το 1908, πήρε το  βραβείο Νομπέλ  Ιατρικής μαζύ με τον Γερμανοεβραίο  Πάουλ Ερλιχ. ( Αυτόν  που ανακάλυψε το  πρώτο χημειοθεραπευτικό φάρμακο, το Σαλβαρσάν - γνωστό και σαν  « 606 » - που αντιμετώπιζε με επιτυχία τη μάστιγα  των αιώνων, τη σύφιλη ).

Αυτό που ονομάζω  « νόμο του Μέτσνικωφ », είναι μιά θεωρία που διατύπωσε ο Ουκρανός αυτός βιολόγος, και που νομίζω ότι δεν είναι απλώς μιά θεωρία, αλλά μιά πραγματικότητα. Ο Μέτσνικωφ είχε παρατηρήσει ότι όλα  τα θηλαστικά - στα οποία  όπως ξέρουμε υπάγεται και ο άνθρωπος, αυτό το ζώο - έχουν μιά διάρκεια ζωής  επτά φορές μεγαλύτερη από το χρόνο  της ανάπτυξής τους. Με λίγα λόγια, να τι ακριβώς λέει ο Μέτσνικωφ : Αν ένα θηλαστικό μεγαλώνει σε μήκος και  ύψος επί λ.χ. τρία χρόνια  και  κατόπιν πάυει να με-γαλώνει, η διάρκεια της  ζωής του - εκτός απροόπτου, αρρώστειας  ανίατης ή ατυχήματος - θα είναι επταπλάσια σε διάρκεια, δηλαδή είκοσι περίπου χρόνια. Βάσει της θεωρίας αυτής, ο σκύλος που τελειώνει την ανάπτυξή του σε δυό χρόνια, ζεί κατά  προσέγγιση δεκατέσσερα χρόνια. Το  ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα θηλαστικά.

Καλά, θα  μου πείτε, αυτό ισχύει και για τον άνθρωπο, πρέπει  να ζεί κι αυτός το επταπλάσιο της  περιόδου της ανάπτυξής του; Είναι  δυνατόν να  ζούνε οι άνθρωποι  τα εκατόν εικοσιπέντε χρόνια  που προβλέπει ο νόμος του Μέτσνικωφ, που σημειωτέον - αν δεν το έχετε προσέξει στην αρχή  του χρονικού -έζησε μόνο  εβδομήντα ένα  χρόνια ; Η απάντησή μου είναι ναι, οπωσδήποτε  ναι. Και μάλιστα να  περνά ίσως κατά πολύ  και την ηλικία αυτή, να φτάνει τα εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια.

Πολύ ωραία λοιπόν, και γιατί παρακαλώ δεν μπορεί να φτάσει ούτε  τα μισά από αυτά τα χρόνια, τί τον  εμποδίζει να ακολουθήσει αυτόν τον νόμο που  διατύπωσε ο Ηλίας Μετσνικωφ πριν από σχεδόν ένα αιώνα, γιατί βιάζεται να εγκαταλείψει τον μάταιο αυτό κόσμο τόσο νωρίτερα  από το κανονικό ; Ποιά κατάρα τον βαραίνει, ώστε να μην μπορεί να πετύχει αυτό που μιά  γάτα ή ένας αδέσποτος  σκύλος το πετυχαίνει  και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια των γιατρών και των νοσοκομείων που δεν έχει στη διάθεση του ο αδέσποτος ;

Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε εν συντομία και χωρίς  να μακρυγορήσουμε, την ανάλυση των αιτίων που εμποδίζουν τον άνθρωπο να ακολουθήσει τις επιταγές  του νόμου για τον οποίο γίνεται λόγος. Είναι φυσικό ότι όσο και να κάνουμε βαθειά την ανάλυσή μας, θα παραλείψουμε  αναγκαστικά κάποια  ή πολλά στοιχεία που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε, και  καλό θα  ήταν να έκαμνε  και ο αναγνώστης  μιά προσπάθεια  να βρεί κι αυτός κάποια  επιπρόσθετα τέτοια στοιχεία, σίγουρα θα εύρισκε μερικά.

Θα ήταν ίσως άσκοπο να αναφερθεί - το ξέρουν αυτό όλοι - ότι ο άνθρωπος έχει πολλά βάσανα σ΄αυτή την ζωή, καμμιά φορά μάλιστα τόσο πολλά, που απορεί κανείς πώς  τα αντέχει. Περνά τα πρώτα πέντε - έξι χρόνια  της ζωής του πλέοντας σε πελάγη απέραντης ευτυχίας. Ως εκεί όμως. Στα έξι του χρόνια, τον στέλνουν θέλει δε θέλει στο σχολείο. Πρέπει να ξυπνά νωρίς το πρωϊ, ενώ ο ίδιος θέλει  να κοιμηθεί καμμιά δυό ώρες  παραπάνω, πίεση που είναι  καθημερινή, αν αργήσει, ο δάσκαλος  θα τον επιπλήξει, θα του βάλει κάποια  τιμωρία, θα καλέσει τον κηδεμόνα του και θα του τα ψάλει εξ αμάξης.

Αλλά το  πράγμα δεν σταματά  εκεί, πρέπει  κάθε μέρα να διαβάζει  τα μαθήματά  του, αν δεν ετοιμαστεί για την επόμενη μέρα θα πάρει χαμηλό βαθμό, οι γονείς του θα του τραβήξουν  το αυτί, θα έχει κακά  ξεμπερδέματα. Αυτή η  ιστορία με το καθημερινό διάβασμα είναι αφάνταστα κουραστική, του σπάζει κυριολεκτικά τα νεύρα, κι από την άλλη μεριά δέ θέλει να είναι απ΄τους τελευταίους στην τάξη, προτιμά να είναι απ΄τους πρώτους, είναι και το φιλότιμο στη μέση. Με  τον καθημερινό  αυτό εφιάλτη περνούν τα χρόνια της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Επί τη ευκαιρία  θα αναφέρω κι ένα νόστιμο απόφθεγμα που είπε κάποτε ένας αμερικανός  συγγραφέας : Οι πίθηκοι - είπε ο  συγγραφέας μας - θα  μπορούσαν να μάθουν γράμματα, αλλά δεν το κάνουν, επειδή ξέρουν ότι θα τους βάλουν να δουλέψουν.

Βγάλαμε το δημοτικό, έρχεται η σειρά της Μέσης εκπαίδευσης. Μεταξύ μας, δεν πρόκειται για εκπαίδευση, πρόκειται  για παιδεμό, αυτό είναι όλο. Οι ώρες των μαθημάτων είναι τώρα πολύ περισσότερες, δεν μένει καθόλου ώρα για παιχνίδι ενώ είναι γνωστό ότι γενικώς τα παιχνίδια - πάσης  φύσεως - είναι το μόνο ευχάριστο πράγμα για όλες  τις ηλικίες. Και εκτός από τα σχολικά  μαθήματα, έχουμε και άλλες επιβαρύνσεις. Κάτι τα φροντιστήρια, κάτι οι ξένες  γλώσσες, κάτι οι μουσικές  σπουδές, άντε τώρα να βρείς κάποια ώρα ησυχίας και  περισυλλογής. Ενα είναι  βέβαιο : Όλ΄αυτά  φθείρουν τον  άνθρωπο, τον φθείρουν πολύ, τον κάμνουν να γεράσει πριν την ώρα του, ψέμματα ;

Πάει, τέλειωσε και η Μέση εκπαίδευση, τώρα τι γίνεται ; Ολο και κάτι γίνεται. Θα πάμε σε  μιά ανώτερη ή ανώτατη σχολή, άλλα  κάμποσα χρόνια, πτυχίο, μετεκπαιδευτικά μαθήματα στο εξωτερικό, ντοκτορά και τα παρόμοια. Επί τέλους  τα κάναμε όλα  αυτά, αν είμαστε άνδρες θα πάμε και στο  στρατό, άλλους δεκαοχτώ  μήνες με καψώνια και  άλλα βάσανα, πάνε  κάποτε κι αυτά. Και τώρα που φτάσαμε σε μιά αρκετή ηλικία, πρέπει να μπούμε  στον αγώνα  για τον επιούσιο, έναν αγώνα  που δεν είναι καθόλου  εύκολος, που συνήθως μας τσακίζει ψυχικά και σωματικά.

Τώρα είναι η σειρά να  αποκτήσουμε  και μιά  οικογένεια, δεν θα μείνουμε  μαγκούφηδες, μπορεί άλλωστε να  αποφύγει κανείς τη  φυσική ροπή που έχει  ο άνθρωπος - αλλά όχι και τα υπόλοιπα θηλαστικά - να κάμνει  οικογένεια, να αποκτά απογόνους και τα συναφή ; Οχι, δεν μπορεί, κι αυτό πρέπει να γίνει. Η οικογένεια θέλει φροντίδα, θέλει και πολλά άλλα που όλοι τα  ξέρουμε, οι αγελάδες όμως δεν  τα ξέρουν, δεν τα  υποψιάζονται καθόλου, κι αυτό τις βοηθά να επαληθέψουν το νόμο του Μέτσνικωφ. Τα χρόνια περνούν το ένα μετά από το άλλο. Η κούραση  αθροίζεται, ο  καθημερινός μόχθος τσακίζει τον άνθρωπο που έχει μπεί μεσα σε έναν  λαβύρινθο, και δεν διαθέτει τον μίτο της Αριάδνης που κάποτε βοήθησε τον Θησέα, τι να  κάνει όμως ; Θα χορέψει το χορό που και όλοι οι άλλοι άνθρωποι χορεύουν, είτε τον  ξέρουν καλά είτε δεν τον ξέρουν. Εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να χαλάει και η υγεία του, κάτι το τσιγάρο, κάτι το πολύ έντονο καθημερινό άγχος για ασήμαντες αιτίες, κάτι το αυτοκίνητο που τον  αναγκάζει να  πέφτει  σε μιά πλαδαρότητα  που τίποτε το καλό δεν υπόσχεται. Αντε τώρα  στους γιατρούς, στις δίαιτες  - έχουμε βάλει και τα σχετικά κιλά μας - άντε στα φάρμακα και πάει λέγοντας.

Σας είπα τίποτε για την Εφορία ; Οχι, δεν σας είπα, την ξέρετε όμως  αυτή την αντιπα-θητική κυρία, κάθε τόσο σάς ενοχλεί, σάς έχει γίνει τσιμπούρι. Κι όσο κι αν θέλετε να την ξεχάσετε, αυτή δεν  σας ξεχνά ποτέ, σάς είναι μιά πολύ πιστή ερωμένη, από τα « χάδια » της δεν μπορείτε  να απαλλαγείτε. Κάθε  τόσο κάμνει αισθητή την παρουσία της με όχι και πολύ διακριτικό τρόπο, και όπως συμβαίνει με όλες τις ερωμένες, είναι κι αυτή πολύ δαπανηρή.

Όλα αυτά τα ξέρατε και προτού σας τα απαριθμήσω λεπτομερώς. Αλλά θα ξέρετε ακόμα και διάφορα που συμβαίνουν εκτάκτως, και που όχι μόνο μας αυξάνουν τα βάσανα, αλλά και μας βυθίζουν και σε βαθειά θλίψη.Είναι η απώλεια προσφιλών προσώπων που τσακίζει  την καρδιά, είναι  οι πόλεμοι με τις καταστροφές  που φέρνουν  μαζύ τους, τις πείνες και τα άλλα δεινά. Όλα αυτά  είναι φθορά, αντέχει  κανείς όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, αλλά αυτές οι δυνάμεις του δεν είναι ανεξάντλητες.

Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν  και πολλά άλλα που έχουν  παραλειφθεί, και που με λίγη προσπάθεια μπορείτε να βρείτε, όλο και θα ξέρετε κάποια από αυτά. Όταν τα προσθέσετε κι αυτά, θα δείτε ότι ο κατάλογος θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Και όταν  σκεφθείτε ότι οι γάτες, οι σκύλοι, τα βώδια και τα λοιπά θηλαστικά δεν έχουν τίποτε, απολύτως τίποτε από αυτά τα βάσανα, θα  εννοήσετε γιατί ο νόμος του Μέτσνικωφ  δεν μπορεί  να εφαρμοστεί στον άνθρωπο.

Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που επαληθεύουν το νόμο αυτό και στον άνθρωπο.Σε μια ορεινή περιοχή του Καυκάσου, υπάρχει ή τουλάχιστον υπήρχε μέχρι πρόσφατα μιά φυλή, τα μέλη της οποίας ζούσαν  πολύ πέραν των εκατό  ετών, μέχρι εκατό πενήντα τέσσερα όπως αναφέρεται σε ημιεπίσημα αρχεία. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν ανεπηρέαστοι από κάθε είδους στενοχώρια - αυτό ήταν ζήτημα νοοτροπίας -παντρεύονταν στα σαράντα τους  χρόνια,  « επισκέπτονταν » τη  γυναίκα τους  μιά φορά τον μήνα. Το υπόλοιπο διάστημα  έμεναν  στο βουνό με τα  κοπάδια των ζώων  τους, και γενικά ζούσαν  κατά τον τρόπο των  Πατριαρχών  της Παλαιάς  Διαθήκης, που  όπως  αναφέρεται, ήσαν  εξαιρετικά μακρόβιοι.

Μπορούμε να  αναφέρουμε ακόμα και  την περίπτωση του Περουβιανού Περέϊρα, που έζησε στις Περουβιανές  Ανδεις επί εκατον εξήντα οκτώ χρόνια, από την εποχή του Ναπολέοντα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα αν δεν κάνω λάθος. Αλλά ακόμα και σήμερα, υπάρχουν στον κόσμο άτομα  που έχουν ξεπεράσει  το όριο των εκατόν είκοσι χρόνων, δηλαδή το όριο που καθορίζει ο νόμος  του Ηλία Μέτσνικωφ.

Τι κάμνει αυτά  τα άτομα να φτάνουν σ΄ αυτές τις υψηλές ηλικίες που δεν μπορούν να φτάσουν οι συνήθεις  άνθρωποι οι          o r d i n a r y    p e o p l e ; Εχει  εξακριβωθεί ότι αυτού του  είδους οι άνθρωποι, χαρακτηρίζονται  από αυτό  που θα μπορούσαμε να  ονομάσουμε  « απάθεια στα γεγονότα ». Δεν στενοχωρούνται από τίποτε, δεν τους καίγεται καρφί για το τι συμβαίνει στους ίδιους, στις οικογένειές τους, στον  υπόλοιπο κόσμο, έχουν  μιά στωϊκή αντίληψη για  τα πάντα, μ΄ άλλα  λόγια  συμπεριφέρονται  και αισθάνονται  ακριβώς όπως  και οι αγελάδες. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό να « υπακούουν »απόλυτα στον νόμο του Μέτσνικωφ, οι  υπόλοιποι όμως  άνθρωποι είναι  αδύνατον να  έχουν τις  ίδιες αυτές  ιδιότητες και συμπεριφορές.

Ο Μέτσνικωφ  είχε προβάλει και μιά  άλλη ιδέα του  σχετικά με  τη μακροζωϊα : Υποστήριζε ότι η  κατανάλωση σημαντικών  ποσοτήτων  γιαουρτιού, αυτού  του γαλακτοκομικού προϊόντος που μας έφεραν οι Τούρκοι απ΄ την Κόκκινη Μηλιά, από τα  βάθη της Κεντρώας  Ασίας, προσθέτει  αρκετά χρόνια  στον άνθρωπο. ( Τα  άλλα θηλαστικά  νομίζω ότι δεν τρώνε γιαούρτι ). Πάντως αυτή η θεωρία του περί γιαουρτιού δεν έχει επαληθευτεί μέχρι σήμερα, δεν  ξέρουμε καν αν ο ίδιος ο μεγάλος βιολόγος είχε εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή στον  εαυτό του. Όμως, δεν βλάπτει να την χρησιμοποιήσουμε, δεν ξέρει  κανείς τι μπορεί να προκύψει. Και στο κάτω κάτω της γραφής, το γιαούρτι - που  μπορεί  να μην  προσθέτει χρόνια - είναι μιά από τις υγεινότερες τροφές. Και σε μιά περίοδο που οι υγεινές τροφές έχουν τόσο πολύ λιγοστέψει και  που δεν ξέρουμε πιά τι πρέπει να τρώμε και τι πρέπει  να  αποφεύγουμε, το  να έχουμε στο  καθημερινό μας  διαιτολόγιο  ένα κεσεδάκι  γιαούρτι, δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα. Νομίζω ότι δεν θα υπάρχει καμμιά διαφωνία πάνω σ΄αυτό το ζήτημα.

 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Μ Π Η Κ Ε Ο Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ

              Μ   Π   Η   Κ   Ε      Ο     Χ   Ε   Ι   Μ   Ω   Ν  Α  Σ                              Σαν πολύ νωρίς μας  ήλθαν οι κρύες  μέρες αυτή τη χρονιά, κάτι αρχίζει να μυρίζει σαν τον πριν από τρία χρόνια χειμώνα, κι ας ελπίσουμε  ότι δεν θα προχωρήσει  έτσι ο καιρός, ότι θα έλθουν και  πάλι οι γνωστές  από δεκαετίες ζεστές μέρες  του τέλους του  φθινόπωρου και της αρχής του χειμώνα. Πάντως, αφού τα πήγε αρκετά καλά ο καιρός μέχρι τις αρχές του Νοεμβρίου - και μάλιστα  είχε και αρκετή  ζέστη για την  εποχή - άρχισε κατόπιν να κάμνει κουτρουβάλες. Και εδώ  και λίγες μέρες, το θερμόμετρο κατέβηκε σε επίπεδα που δεν τα συνήθιζε καθόλου για τέτοια εποχή.

Λετε να έχει αρχίσει  ο χειμώνας από τόσο  νωρίς, πριν τα  μέσα Νοεμβρίου ; Το πράγμα μου φαίνεται πολύ παλαβό, αλλά ας μην ξεχνάμε  ότι ο καιρός έχει  παλαβώσει αυτές τις επο-χές, εδώ και  καμμιά τριανταριά  χρόνια, και  περισσσότερο την  τελευταία πενταετία. Ζεστές μέρες τις εποχές που  έπρεπε να έχει  κρύο και το  αντίθετο, βροχές σε καιρούς που άλλοτε υπήρχε μεγάλη ξηρασία, πλημμύρες πολύ περίεργες και ένα σωρό αλλόκοτα καιρικά φαινόμε-να. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, μόλις και είδα τις χαμηλές θερμοκρασίες αυτές, μου ήλθε στο νού το  παλιό εκείνο  ρεμπέτικο που γράφτηκε το χειμώνα του 194 1, και  « δισκογραφήθηκε » το 46 ή το 47. Που το είχε γράψει ο Παναγιώτης Τούντας - ένας συνθέτης πολλών  ειδών μουσικής, μέχρι και ελαφράς - και είχε τραγουδήσει  η μεγαλύτερη φωνή που έβγαλε  το ρεμπέτικο τραγούδι, ο Στράτος ο Παγιουμτζής. Ο επιλεγόμενος και  « τεμπέλης », για προφανείς λόγους. Και που έλεγε τα παρακάτω στην πρώτη του στροφή :

Μ π ή κ ε   ο   χ ε ι μ ώ ν α ς,  κ ι  ο   κ ο σ μ ά κ η ς   τ ά ΄χ ε ι   χ ά σ ε ι

κ α ι   π α λ τ ο υ δ ι ά   κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α   τ ρ έ χ ει   ν΄ α γ ο ρ ά σ ε ι,

μ ά   τ ο   δ ι κ ό   μ ο υ   κ ι   α ν   ε π ά λ ι ω σ ε   π α λ τ ό,

φ ρ ά γ κ ο   δ ε ν   δ ί ν ω,  κ ι   ο ύ τ ε   ν ο ι ά ζ ο μ α ι   γ ι   α υ τ ό.

Τις εποχές εκείνες τις παλιές στις οποίες γράφτηκε  αυτό το άσμα, δεν  μπορούσες να περιμένεις να μπή  ο χειμώνας για να κάνεις  τις ετοιμασίες  σου γι αυτόν. Πολύ πριν να έλθουν οι ψυχρές  μέρες, ο  κόσμος  λάβαινε  υπ΄όψιν του  τη γνωστή  παροιμία  « Aπό Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα ». Μπά, από Αύγουστο  χειμώνα, μέσα στη βράση του καλοκαιριού ; Μάλιστα, τουλάχιστον  από μιά  άποψη : Την πρόνοια  για την προμήθεια καυσόξυλων που θα χρειαζότανε η μιά - συνήθως - και μοναδική  σόμπα που θέρμαινε  έναν και μόνο χώρο του σπιτιού, το καθημερινό δωμάτιο. Μέσα στο οποίο ήταν και η κουζίνα, και η τραπεζαρία, και γενικά ήταν το μέρος όπου καθόντουσαν οι άνθρωποι όλη τη μέρα.

Και γιατί μόνο μιά  και μοναδική θερμάστρα σε  ολόκληρο σπίτι, δεν  μπορούσαν να βάλουν από μιά σε κάθε  δωμάτιο, σαλόνι, κρεββατοκάμαρες, ακόμα και  στην τουαλέττα ; Φυσικά και μπορούσαν, δεν υπήρχε  κανένας νόμος που  να το απαγορεύει. Κανένας ; Οχι ακριβώς, υπήρχε ένας νόμος στον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι - εκτός από τους πολύ πλούσιους - έπρεπε  να υπακούουν. Ο νόμος  που αφορά τον οικογενειακό προγραμματισμό, τον οικογενειακό  προϋπολογισμό. Που άντεχε τη  θέρμανση ενός  μόνο χώρου, όχι περισσότερων. Ή το πολύ και ενός  δεύτερου, που όμως  θερμαινότανε  σε εξαιρετικές  περιστάσεις, κι αυτό όχι για όλους. Οι φτωχοί  ποτέ δεν έχουν  δικαίωμα  στο κάτι  παραπάνω, γνωστό αυτό απ΄τα παλιά.

Λοιπόν, αυτά τα καυσόξυλα περί  των οποίων έγινε λόγος, και τα οποία είναι μάλλον άγνωστα στους νεώτερους, έπρεπε  να τα αγοράσεις  τον Αύγουστο, όσο  ο καιρός ήταν ζεστός. Κι αυτό, επειδή έπρεπε  να είναι εντελώς  ξερά, και έπρεπε  να είναι ξερά για δυό βασικά λόγους. Ο ένας ήταν για να ανάβουν εύκολα ( τα υγρά  δεν μπορούσαν  να καούν με καμμιά κυβέρνηση ), και ο άλλος, για να μην ζυγίζουν πολύ. Το ξερό ξύλο  είναι ελαφρύ, το υγρό είναι βαρύ, καθώς περιέχει  και μπόλικο νερό  μέσα του. Και με τον τρόπο αυτό, σου έρχεται ακριβώτερο, πολύ ακριβώτερο. Και όπως είπαμε, δεν παίρνει και μπουρλότο όπως το ξερό.

Η επόμενη φάση της προετοιμασίας για  το χειμώνα, ήταν  να στηθεί η θερμάστρα. Αυτή η δουλεια έπρεπε να γίνει  μέσα στον Οκτώβριο, ίσως και νωρίτερα. Αυτό το στήσιμο της ξυλόσομπας, ήταν  ολόκληρη  « ιεροτελεστία ». Εβαζαν τη θερμάστρα  στην πιό κατάλληλη θέση στο χώρο, έτσι ώστε να μην εμποδίζει την κίνηση μέσα στο χώρο αυτό. Κατόπιν, ερχόταν η σειρά να τοποθετηθούν  οι αγωγοί του  καπνού, οι  σωλήνες που είχαν  το μάλλον τουρκικό όνομα  « μπουριά », που έβγαζε η θερμάστρα. Και που  αυτός ο καπνός  που παραγότανε από την καύση των  ξύλων, έπρεπε να  απομακρυνθεί  με ειδικούς σωλήνες έξω από το σπίτι. Και επειδή μπορούσε  να πέσει νερό της  βροχής μέσα  στο τελικό τμήμα  του αγωγού, καλό ήταν να έβαζαν και ένα κάλυμμα πάνω από το τελευταίο κομμάτι των σωλήνων που οδηγούσε τον καπνό μακρυά και ψηλά, έτσι ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να εισδύσουν τα βροχόνερα στο  « μπουρί ». Όταν τέλειωνε κι αυτή η δουλειά, η σόμπα ήταν έτοιμη για λειτουργία.

Θα ξαναγυρίσουμε όμως  στον Αύγουστο. Ξεχάσαμε κάτι εντελώς ουσιώδες, χωρίς αυτό οι ιστορίες με τις ξυλόσομπες θα ήσαν ανάπηρες. Πρόκειται για την αγορά των καυσόξυλων, που όπως είπαμε, γίνεται αυτόν  τον μήνα, και μάλλον προς τα τέλη του μήνα. Λοιπόν, υπάρχουν κάποια ξυλεμπορικά καταστήματα, κάτι σαν αποθήκες  καυσόξυλων, που διαθέτουν μιά ειδική  « κορδέλλα » που  κόβει τους  κορμούς  των δέντρων και  των κλαδιών  τους, και όλα αυτά τα αποθηκεύει ο ξυλέμπορος στήν ευρύχωρη  αυλή του. Ο πελάτης - που συνήθως είναι τακτικός για την κάθε χρονιά - πηγαίνει εκεί  και παραγγέλνει  μιά ποσότητα, που υπολογίζει ότι με αυτή θα βγάλει όλο το χειμώνα.

Υπολογίζει βέβαια έναν συνηθισμένο χειμώνα, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος ότι έτσι θα πάνε τα πράγματα. Λέει λοιπόν  στον ξυλέμπορο : « Θα μου δώσεις τρεις  χιλιάδες οκάδες ξύλα ( ας  πούμε κάπου  στα τέσσερις χιλιάδες  κιλά ), κι αν  δεν φτάσουν για  να βγάλουν το χειμώνα, εδώ  είμαστε και τα  ξαναλέμε ». Τα ξύλα  ζυγίζονται στην  αυλή, και  φορτώνονται στο αυτοκίνητο που  θα τα μεταφέρει. ( Μερικές  φορές, μεταφέρονται και με κάρρα, αυτό ήταν άλλωστε το συνηθισμένο σε πιό παλιές εποχές ). Και φτάνουν στον προορισμό τους, έξω από το σπίτι του πελάτη, όπου γίνεται και η εκφόρτωσή τους.

Τώρα μένει να μεταφερθούν μέσα στο σπίτι, δεν μπορούν  να μείνουν έξω, όχι επειδή θα τα κλέψουν - κι αυτό θα μπορούσε  να γίνει - αλλά για να  τοποθετηθούν στην κανονική θέση τους μέσα στην  αποθήκη, στην οποία δεν μπαίνει  νερό της βροχής. Πρέπει  να μείνουν ξερά μέχρι να καταναλωθούν  όλα, αν βραχούν, ή υπόθεση  είναι χαλασμένη. Και το λοιπόν, μεταφέρονται από τους ανθρώπους του σπιτιού, που συχνά  συνεπικουρούνται  και από παιδιά της γειτονιας ( συνήθως έναντι μικρής αμοιβής ), και τοποθετούνται στην αποθήκη. Εννοείται, ότι το  σπίτι είναι  μονοκατοικία  και διαθέτει  και τον  κατάλληλο  αποθηκευτικό  χώρο, αν τα σπίτια ήσαν σαν τα σημερινά διαμερίσματα, τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει.

Φτάνουμε έτσι στις πρώτες μέρες στις οποίες έχει αρχίσει να πέφτει η θερμοκρασία. Καιρός είναι να δοκιμάσουμε τη θερμαντική μας εγκατάσταση, θα βάλουμε μπρος την ξυλόσομπά μας. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, ότι η θέρμανση γίνεται με θερμάστρες διαφόρων κατηγοριών, από τις πιό  φτωχικές, τις γνωστές  τότε  « πάπιες », μέχρι τις θερμάστρες από πορσελάνη, με  ενδιάμεσο τύπο  τις συνηθισμένες για όλο  τον κόσμο σόμπες, κατασκευασμένες με σκληρά μέταλλα, καλύμματα με χυτοσίδηρο και εσωτερική επένδυση της σόμπας με τούβλα, που κρατάνε τη θερμότητα, ίσως και μέχρι το πρωϊ. Υπάρχουν και  οι λεγόμενες « μασίνες », - μάλλον ρωσικής προέλευσης - με φούρνο στο πλάϊ της θερμαντικής  εστίας. Ταξικές λοιπόν διαφορές στο θέμα της  θερμάστρας, όποιος είναι πλούσιος, έχει πορσελάνη, η μεγάλη πλειοψηφία έχει τις συνηθισμένες καλές θερμάστρες, η  φτωχολογιά τις  « πάπιες », ιδού και εδώ ο διαχωρισμός σε τάξεις, που ήθελε να καταργήσει με την πάλη των τάξεων ο Μαρξισμός.

Αυτά για τη θερμάστρα που την τοποθετήσαμε, και σε λίγο μπάινει σε λειτουργία. Θα βάλουμε από πάνω τα καυσόξυλα, και θα  τα βάλουμε  φωτιά. Αλλά για  σταθείτε λίγο, τα ξύλα αυτά δεν παίρνουν  εύκολα φωτιά, ακόμα κι αν είναι  εντελώς ξερά. Πρέπει να ανάψει ένα ειδικό ξύλο πρωτύτερα, που αφού ζεστάνει τα παρακείμενα ογκώδη καυσόξυλα, θα μεταδώσει τη φωτιά και σ΄αυτά. Πρόκειται για το προσάναμμα, ένα εύφλεκτο ξύλο, που μπορεί να ήταν το δαδί, μπορούσαν να είναι και λεπτά κομμάτια καυσόξυλων. Και ιδού, η φωτιά  φουντώνει, και οι παγωμένοι από τη  χαμηλή θερμοκρασία του σπιτιού άνθρωποι, κάθονται τριγύρω από τη θερμάστρα, και απλώνοντας προς αυτήν τα χέρια τους, προσπαθούν να  « αρπάξουν » κάτι  από τη ζέστη που  εκπέμπει. Μέχρι να ανάψει στα γερά, και να ζεστάνει ολόκληρο το χώρο.

Αλλά τα πράγματα  κάποτε δεν  πηγαίνουν και τόσο  ομαλά. Ενας  ανάποδος άνεμος που πνέει έξω, εμποδίζει τη φωτιά να ανάψει κανονικά, κάνει τον αέρα που βρίσκεται μέσα στους σωλήνες - τα μπουριά - να επιστρέφει προς τα πίσω, οξυγόνο δεν υπάρχει με την παλινδρόμιση του αέρα, και ιδού η δυσκολία που ανέκυψε. Αλλά  υπομονή, με  κάμποσες απόπειρες που θα κανουμε, η φωτιά θα πάρει μπρος, πού θα πάει ; Ξέρουμε ότι ο επιμένων νικά, έτσι λέει το ρητό. Αν και δεν γίνεται αυτό πάντοτε.

Όλα λοιπόν είναι εν τάξει. Η θερμάστρα θα λειτουργεί καλά όλο τον χειμώνα. Αλλά συχνα, χρειάζεται και  κάποιο  « μερεμέτισμα », πρόκειται για  τους σωλήνες απαγωγής του καπνού προς τα έξω - τα  μπουριά - που από την  πολλή κάπνα που  μαζεύουν, παρουσιάζουν σημεία  « έμφράγματος », όπως συμβαίνει  στα στεφανιαία αγγεία  της καρδιάς. Λοιπόν, τί κάμνουμε τότε ; Πολύ απλό, τα βγάζουμε  από τη θέση τους, τα αποσυνδέουμε το ένα από το άλλο, τα καθαρίζουμε - κάτι σαν  το μπαλλονάκι που  κάμνουν οι καρδιοχειρουργοί - και τα ξαναβάζουμε στη θέση τους. Και είναι πάλι έτοιμα για να βγάλουν και το υπόλοιπο της σαιζόν.

Εκτός όμως από τη θερμάστρα, υπάρχει  και ένα άλλο μέσον  θέρμανσης, όταν βέβαια το κρύο δεν είναι πολύ έντονο. Είναι το τουρκιστί ονομαζόμενο « μαγκάλι », το λεγόμενο ελληνιστί  « πύραυνον ». Πρόκειται για  ένα κυκλικό  ορειχάλκινο σκεύος, πλατύ  προς τα επάνω, και στηριζόμενο σε ειδικό  « βάθρο » για να  ισορροπεί. Εκεί μέσα, τοποθετούνται ξυλάνθρακες, τα γνωστά  και μη εξαιρεταία  ξυλοκάρβουνα, που  τα βάζουμε φωτιά, τα  αφήνουμε στο ύπαιθρο να ανάψουν  και να  « χωνέψουν » καλά - για να μην  παράγεται μονοξείδιο του άνθρακα με την  ατελή κάυση  τους και μας  δηλητηριάζει - και το  φέρνουμε μέσα στο δωμάτιο. Καθόμαστε τριγύρω του, απλώνουμε  τα χέρια μας  προς αυτό, και παίρνουμε έτσι μιά ζεστασιά, αρκετή για να αντιμετωπισθεί το μέτριο κρύο που επικρατεί έξω.

Αυτά υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1950, τον  καιρό δηλαδή που  έκαναν την εμφάνισή τους οι επαναστατικές για την εποχή εκείνη  πετρελαιόσομπες. Θερμάστρες που έκαιγαν αντί για καυσόξυλα, πετρέλαιο. Ηταν κάτι το  επαναστατικό, που  όμως προκαλούσε  και κάτι που δεν το ξέραμε τότε, τη μόλυνση του περιβάλλοντος με τα προϊόντα της καύσης του πετρελαίου. Πάντως, τα πράγματα - σιγά σιγά  βέβαια, αυτά δεν γίνονται  εν μία νυκτί - άλλαξαν ριζικά, πάνε τα ξύλα και τα δαδιά, πάνε κι οι αποθήκες καυσόξυλων, τώρα  έρχεται το πετρέλαιο  με τα βυτία που μεταφέρουν το υγρό καύσιμο από το βενζινάδικο στο σπίτι. Εκεί, μπαίνει μέσα σε βαρέλια, και από αυτά στη θερμάστρα για τα περαιτέρω.

Βέβαια, πολύ πριν  κάνουν την εμφάνισή  τους οι θερμάστρες  πετρελαίου, υπήρχαν στις μεγάλες πόλεις τα γνωστά μας καλοριφέρ, που συνήθως λειτουργούσαν με τα παλιά μεσα, τα ξύλα και τα πετροκάρβουνα, λιγνίτης, κωκ, ανθρακίτης και τα λοιπά. ( Οι λιθάνθρακες αυτοί, ήσαν σε χρήση και σε θερμάστρες σπιτιών πρωτύτερα, αλλά συνήθως σε σπίτια εύπορων ανθρώπων ). Για τα  καλοριφέρ, τους  έκαιγαν σε ειδικούς χώρους  στα υπόγεια των πολυκατοικιών ( σ΄αυτές υπήρχαν  τα καλοριφέρ ), και  το νερό που  ζεσταινόταν  με την καύση των λιθανθράκων  αυτών, κυκλοφορούσε  σε όλους  τους χώρους  του κτιρίου. Που ήταν  συνήθως ένα ξενοδοχείο, μιά κρατική υπηρεσία και κάποια άλλα κτίρια, μεγάλα σχεδόν όλα.

Ξαναγυρίζουμε όμως στις θερμάστρες πετρελαίου, προχωρήσαμε  πολύ γρήγορα, όλα τα πράγματα με τη σειρά  τους. Κι αυτές  οι σόμπες είχαν  τους ίδιους  σωλήνες  « αποκομιδής » του καπνού, τα μπουριά, που όμως δεν γέμιζαν τόσο γρήγορα όσο  με την καύση  των ξυλανθράκων. Εβαζες το πετρέλαιο με το ειδικό  « κλειδί » στον πάτο της θερμάστρας, και του έδινες φωτιά, όπως γινόταν προηγουμένως και μετα καυσόξυλα, αλλά τώρα χωρίς το προκαταρκτικό προσάναμμα με το δαδί. Το πετρέλαιο ζεσταινότανε σιγά  σιγά, και κατόπιν ξεπηδούσε η φλόγα. Και σε λίγη ώρα, άρχιζε να ζεσταίνεται  ο χώρος. Πρέπει να  προσθέσουμε εδώ, ότι και πάλι λίγοι ήσαν οι χώροι που ήσαν θερμαινόμενοι, δεν υπήρχε σε κάθε χώρο και μιά θερμάστρα. Όπως γινότανε πρωτύτερα και με τις ξυλόσομπες.

Πρέπει να ήταν ένα πρωϊνό πριν από καμμιά σαρανταριά χρόνια. Από μιά αβλεψία - όλοι κάμνουμε λάθη, έτσι δεν είναι ; - αφήσαμε στη θερμάστρα του σπιτιού από  βραδύς να τρέξει πετρελαιο, χωρίς να θυμηθούμε να κλείσουμε τη  στρόφιγγα. Ετσι, η θερμάστρα πλημμύρισε από πετρελλαιο, και όταν άναψε η φωτιά το επόμενο πρωϊ, άρχισαν να  ακούγονται εκρήξεις, η μιά μετά από την άλλη. Κίνδυνος να γίνει μιά μεγάλη έκρηξη υπήρχε, και κλήθηκε αμέσως η πυροσβεστική υπηρεσία. Που κατέφθασε  μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αλλά ήδη το πράγμα είχε αρχίσει να  αποκαθίσταται  αυτόματα, δεν  χρειάστηκε να  γίνει κάποια  επέμβαση από μέρους των πυροσβεστών.  Λοιπόν, προσοχή  στις καινούργιες ανακαλύψεις, μέχρι να μάθουμε τα μυστικά της λειτουργίας τους.

Αυτά για τις πετρελαιοθερμάστρες, που  δημιούργησαν μιά  μικρή  επανάσταση στη θέρμανση πριν από αρκετές  δεκαετίες. Για να  έλθει με τη σειρά  της και η εποχή  της κεντρικής θέρμανσης, όχι μόνο  στις μεγάλες πόλεις  και στα μεγάλα  κτίρια που  είπαμε, αλλά στις καινούργιες κατοικίες που χτίστηκαν με την κατασκευή των κλουβιών που ονομάζουμε « διαμερίσματα ». Που άλλαξαν τελείως και την εμφάνιση  των πόλεων, αλλά ως ένα μέτρο, και των χωριών ακόμα. Και που  έχουν δημιουργήσει  καινούργιους τρόπους  θέρμανσης, καινούργια θερμαντικά σώματα και καινούργιους τρόπους  πληρωμής των εξόδων, που  δεν γίνεται τώρα με τους παραδοσιακούς παλιούς τρόπους, αλλά με τους διαχειριστές των διαμερισμάτων.

Οι χειμώνες τους παλιούς εκείνους  καιρούς, ήσαν  κατά  κανόνα  βαρείς, έκαμνε μεγάλο  κρύο και για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αν και έχω αναφερθεί και σε  άλλη περίπτωση στον χειμώνα του 1941, θα ξαναπώ κάποια πράγματα και τώρα. Ηταν ο πρωτος χειμώνας της κατοχής. Οι θερμοκρασίες - που δεν  μπορούσαμε να τις μετρήσουμε λόγω έλλειψης θερμομέτρων - ήσαν πολύ χαμηλές, θα μπορούσαμε να τις υπολογίσουμε  στους είκοσι και πολύ πιό κάτω βαθμούς κάτω από το μηδέν. Και να υπάρχουν πολλές  ελλείψεις, τόσο σε τρόφιμα, όσο και σε θερμαντικές ύλες, τα πράγματα  ήσαν πάρα πολύ άσχημα για τους  περισσότερους ανθρώπους, λίγοι ήσαν εκείνοι που μπορούσαν να τα φέρουν βόλτα εκείνη την εποχή.

Χιόνια πολλά δεν έπεσαν εκείνο το χειμώνα, που ήταν ίσως ο βαρύτερος ολόκληρου του εικοστού αιώνα. Αλλά  η παγωνιά φοβερή. Οι δρόμοι έμειναν παγωμένοι επί πολύ μεγάλο διάστημα, και όπου  υπήρχαν κατηφορικά  σοκκάκια, οι  άνθρωποι της πόλης  μας έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, σπάζοντας και  κανένα χέρι ή πόδι  μερικές φορές. Και πολλοί μπήκαν σε γύψινους νάρθηκες που τοποθετήθηκαν από τους γιατρούς που βέβαια είχαν φέρει  οι κατοχικές αρχές μέσα στο νοσοκομείο  της πόλης. Και από το πολύ  κρύο, έβλεπες  να κρέμονται οι σταλακτίτες - όπως αυτοί που υπάρχουν στα σπήλαια - από τις στέγες των σπιτιών. Και αυτοί οι σταλακτίτες, μήκους  μεγάλου, πάνω  από ένα δύο μέτρα  κάποτε, κράτησαν  επί βδομάδες πολλές μέχρι να λυώσουν, ήταν ένα θέαμα που δεν το βλέπεις σχεδόν καθόλου σήμερα.

Αυτά  μου ήλθαν  στο νού με τα  πρώτα κρύα  της χρονιάς αυτής. Που όπως όμως φαίνεται, θα  υποχωρήσουν  σε κάποιο βαθμό  σε λίγο, για να  ξαναρχίσουν μετά από  άγνωστο επί του παρόντος διαστημα, που ας ελπίσουμε ότι θα έλθει αργά. Και ότι δε θα κρατήσει το κρύο για πολύ καιρό, γιατί  δεν πρέπει  να ξεχνάμε  και την τιμή των  καυσίμων, που  είναι μάλλον αρκετά υψηλή, τουλάχιστον για μεγάλο πλήθος ανθρώπων.

Με τον ερχομό της κεντρικής θέρμανσης, επαυσε και η θέρμανση του ενός και μόνου χώρου σ΄ολόκληρο το  σπίτι, που κρατούσε  μέχρι τον ερχομό  του καλοριφέρ  επί χιλιάδες χρόνια. Του ενός χώρου, όπου μαζευόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας, γονιοί, τα κάμποσα παιδιά - τότε υπήρχαν πολλά παιδιά - και ενδεχομένως και του παππού και της γιαγιάς. Κατάσταση που προκαλούσε μιά πιό στενή σχέση ανάμεσα στα μέλη της φαμίλιας. Αλλαγή ριζική λοιπόν και σ΄αυτόν τον τομέα, τώρα έχει ο καθένας το δικό του  δωμάτιο, στο οποίο πηγαίνει και απλώνει την αρίδα του, μέσα σε μιά όμορφη θερμοκρασία. Διαβάζει -αν διαβάζει βέβαια,  πράγμα που δεν συνηθίζεται και πολύ στις μέρες αυτές - κοιμάται το μεσημέρι, ακούει το ραδιόφωνο που υπάρχει σε όλους τους χώρους  του σπιτιού. Ακόμα, βλέπει  και τηλεόραση στη μικρή συσκευή  που έχει τοποθετήσει στο  δωμάτιο. Και το έτι  σημαντικότερο. Δεν πηγαίνει στο παγωμένο  υπνοδωμάτιό του, όπως στα  παλιά χρόνια  της θέρμανσης του ενός χώρου, όταν για να ζεσταθεί  το κρεββάτι του, περνούσε  πολλή ώρα. Στο διάστημα  της οποίας, τουρτούριζε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα και χτυπούσαν τα δόντια του από το κρύο.

Ετσι έχουν τα πράγματα σήμερα. Αλλά όχι σε  όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχει ακόμα πλήθος από  κατοικίες - τόσο  στις πόλεις, όσο  και πολύ περισσότερο  στις αγροτικές  περιοχές - που θερμαίνονται με θερμάστρες πετρελαίου, αλλά και με τις πιό παλιές σόμπες με καυσόξυλα. Όπως και πριν από δεκαετίες. Που μπορεί να είναι η θέρμανση  σε έναν μόνο χώρο, μπορεί να είναι και σε  άλλους, το  να μην έχει κανείς καλοριφέρ, δεν  σημαίνει  ότι πρέπει σώνει και καλά να μένει στον ένα  και μοναδικό  θερμαινόμενο  χώρο, και να  πηγαίνει τη νύχτα να κοιμηθεί τρέμοντας από το κρύο.

Και λοιπόν, υπάρχουν και θερμάστρες πετρελαίου, και  οι παλιότερες ακόμα θερμάστρες με καυσόξυλα.Υπάρχουν και προμηθευτές καυσόξυλων. Για να μας θυμίζουν για κάποιο διάστημα, τις παλιές μέρες με  τις πάπιες, τις  σιδερένιες  και τις πορσελάνινες  θερμάστρες. Που αν τις εχεις σήμερα, να  τις κρατάς σαν κόρη οφθαλμού, σε λίγο καιρό θα έχουν γίνει  « αντίκες », και η αξία  τους μπορεί να είναι πολύ μεγάλη, όπως συμβαίνει με όλες τις παλιατσαρίες που έχουμε από τα παλιά χρόνια, από τις παλιές εποχές.

 

O " B Λ A X O Σ "

                         Ο       «   Β   Λ   Α   Χ   Ο   Σ  »

      Κοντεύουν ογδόντα χρόνια που έπεσε πάνω στο κεφάλι μας μιά από τις μεγαλύτερες καταστροφές που  έχουμε πάθει  στην τεσσάρων  χιλιάδων  περίπου  χρόνων ιστορία  μας. Ηταν το 1922, ο  Ελληνικός στρατός είχε  νικηθεί από τον  Τουρκικό στρατό  του Κεμάλ στον  ποταμό Σαγγάριο, κάπου κοντά  στην Αγκυρα. Βέβαια, φταίγαμε  κυρίως εμείς  που μας ήλθε κατακέφαλα αυτό  το κακό, τι δουλειά  είχαμε  να πάμε  στη Μικρασία, να  διώξουμε τους Τούρκους  στην Κόκκινη Μηλιά, ένα μυθικό μέρος στο Τουρκεστάν από το  οποίο λέγει ο λαϊκός θρύλος ότι μας ήλθαν οι καλοί αυτοί γείτονές μας.

Λοιπόν, ο  Ελληνικός στρατός έφευγε τρεχάτος μετά την ήττα, και επιβιβαζόταν σε όποιο πλωτό μέσο έβρισκε για  να περάσει σε ελληνικό έδαφος. Το ίδιο έκαμναν και οι Ελληνες κάτοικοι  των παραλίων της Μικράς Ασίας, όχι πάντα με επιτυχία. Είναι πασίγνωστες οι σφαγές της Σμύρνης και άλλων πόλεων της Ιωνίας  και των πέριξ. Εν πάσει  περιπτώσει, αρκετοί από  τους Ελληνες των περιοχών αυτών, κατάφεραν με χίλια βάσανα να φτάσουν σε ελληνικό έδαφος, και να γνωρίσουν μετά από χιλιάδες χρόνια την προσφυγιά.

Οι άνθρωποι που ήλθαν από τη Σμύρνη, κατοίκησαν κατά το πλείστον στην Αθήνα και την περιοχή της. Δεν ήλθαν  όμως μόνοι τους, έφεραν  μαζύ τους  και τον αστικό  πολιτισμό τους, τα έθιμά τους, και μεταξύ πολλών  άλλων, και  τα τραγούδια τους, τα  « Σμυρναίϊκα ». Τέτοια τραγούδια δεν ήξεραν οι κάτοικοι της μητέρας Ελλάδας. Οι Σμυρνιοί  αναπτύξανε τη μουσική τους και έμαθαν και στους ντόπιους να τα  τραγουδάνε. Ηταν κάτι που  φρέσκαρε τη μουσική  της χώρας, κάτι το αλλοιώτικο.Θυμάμαι στην πολύ μικρή ηλικία μου να τραγουδιούνται αυτά  τα τραγούδια και στην  πόλη μας, αν και οι Σμυρνιοί ήσαν μάλλον λίγοι στην περιοχή μας. Ένα πολύ γνωστό απ΄αυτά που θυμάμαι, ήταν και το « Και τι σε νοιάζει εσένανε, από πού ΄μαι ΄εγώ », πασίγνωστο άσμα που ακόμα το ακούς σε κάποιες ευκαιρίες.

Κατά σύμπτωση, την ίδια εποχή  στον Πειραιά, υπήρχε μιά  μερίδα ανθρώπων, που είχαν την κάπως γενικόλογη ονομασία  « ρεμπέτηδες ». Τι σημαίνει ο όρος  ρεμπέτης ; Το έψαξα σε κάποια άλλη  περίπτωση, και βρήκα  ότι ρεμπέτης, ή ρεμπέτας ή ρεμπεσκές, σημαίνει : Οκνηρός ( μ΄άλλα λόγια τεμπέλης ), ανεπρόκοπος, αχαϊρευτος.Και κατ΄επέκτασιν : Μόρτης, Μπερμπάντης.

Ησαν τέτοιοι τύποι οι ρεμπέτες  της εποχής εκείνης ; Νομίζω ότι εν μέρει τουλάχιστον, ήσαν. Θα έλεγα ότι ήσαν ένα είδος  « μποέμ », σαν κι εκείνους  τους τύπους  που ανθησαν στο Παρίσι στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του  εικοστού αιώνα. Νεαροί που δεν έδιναν πολλή  σημασία  στους καθώς πρέπει  τρόπους των  κοινών αστών, άλλοτε  τρόφιμοι των  φυλακών για  μικρά συνήθως  παραπτώματα, γενικά  περιθωριακοί  τύποι. Αυτοί οι ρεμπέτες, που είχαν πολύ πιό μακρυνή  καταγωγή, ίσως από το Ναύπλιο  και τις φυλακές της Ακροναυπλίας, είχαν αναπτύξει  ένα δικό τους είδος  μουσικής, που δεν έμοιαζε με καμμιά άλλη ελληνική μουσική.

Οι δυό αυτές μουσικές τάσεις, η Σμυρναϊκή και η ρεμπέτικη - που ήσαν ολωσδιόλου διαφορετικές μεταξύ τους - επικρατούσαν  στα τέλη  της δεκαετίας  του 1920 και στις αρχές της  δεκαετίας του 30. Αλλά κάποια στιγμή, κάποια εποχή, οι Σμυρνιοί μπήκαν και στο χώρο αυτό  που ήταν όπως είπαμε, αλλοιώτικος  από τον δικό τους. Και πρώτα απ΄ όλα, τα μουσικά όργα-να που χρησιμοποιούσαν  οι Σμυρνιοί, ήσαν τα  κλασσικά της Μικράς  Ασίας, το βιολί, το λαούτο, γνωστό πιό πολύ σαν « ούτι », και  το σαντούρι. Οι ρεμπέτες αντίθετα, δεν είχαν  βιολιά και λαούτα, υπήρχε  ένα όργανο που το  ονόμαζαν μπουζούκι, και μερικές παραλλαγές του, όπως το  μικροσκοπικό  οργανάκι  που  λεγόταν  μπαγλαμάς. Φαίνεται  ότι τόσο  το  μπουζούκι ( στα τουρκικά Mπουζγκούκ ), όσο και τα παράγωγά του, είναι όργανα που προήλθαν από μεταποιήσεις  μουσικών  οργάνων  που χρησιμομοποιούσαν  οι Τούρκοι, μπορεί όμως να μην έχει βάση αυτή η άποψη, οι ειδικοί ξέρουν καλύτερα ποιά είναι η αλήθεια.

Η επίδραση του Σμυρναίϊκου τραγουδιού πάνω στο ρεμπέτικο, δεν μπορώ να πώ ότι είναι ξεκαθαρισμένη, πάντως έχω την εντύπωση ότι υπήρξε  κάποια τέτοια. Τώρα, αν με ρωτήσετε, πού βασίζω αυτή τη γνώμη μου, θα απαντήσω ότι δεν τη βασίζω πουθενά, απλώς έτσι νομίζω.

Οι χορευτικοί ρυθμοί του ρεμπέτικου τραγουδιού, έχουν κι αυτοί τουρκικά ονόματα, όπως  ζεϊμπέκικος, καρσιλαμάς και  τσιφτετέλι. Ο ζεϊμπέκικος είναι προφανώς σχετικός με τους ζεϊμπέκους, που ανήκαν σε ειδικά τουρκικά στρατιωτικά σώματα.Ο καρσιλαμάς είναι χορός που έχει στοιχεία από τον αρχαίο  ελληνικό Πυρρίχειο, ανάμικτα με στοιχεία των ζεϊμπέκικων χορών. Ο αργός χασάπικος είναι  ελληνικός χορός της  Κωνσταντινούπολης, υπάρχει  και ο γρήγορος χασάπικος - ο  λεγόμενος  και χασαποσέρβικος, που δεν ξέρω  αν έχει καμμιά σχέση με τους Σέρβους - δεν είναι  τουρκικός, αυτό είναι βέβαιο. Αυτά για το χορευτικό μέρος του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Η πρώτη « επίσημη » ορχήστρα ρεμπέτικου τραγουδιού, σχηματίστηκε το 1934 στον Πειραιά, και έφερε τον  καθαρευουσιάνικο  τίτλο « Η τετράς του Πειραιώς ». ( Οι ρεμπέτες - όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο - είχαν μιά έφεση προς καθαρευουσιάνικες εκφράσεις ). Το κουαρτέττο αυτό  το αποτελούσαν οι  Μάρκος  Βαμβακάρης, ο  Μπάτης, ο  Ανέστης Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής, που εθεωρείτο - και δικαίως - ο καλύτερος εκτελεστής των ρεμπέτικων τραγουδιών, και πιθανώς  υπήρξε η καλύτερη φωνή που έβγαλε το λαϊκό τραγούδι. ( Δεν πρέπει να ξεχνάμε  ότι τις παλιές  εποχές, οι τραγουδιστές  όλων των ειδών  τραγουδιού, τραγουδούσαν χωρίς κανένα τεχνικό μέσο στις ηχογραφήσεις  που έκαμναν, σήμερα « τραγουδούν » τα μηχανήματα ).

Το φθινόπωρο του 1936, ήλθε στην Αθήνα ένας νεαρός από τα Τρίκαλα, για να δώσει εξεξετάσεις στη Νομική σχολή του  Πανεπιστημίου  της Αθήνας. Αντί να πάει όμως στα Νομικά, βρέθηκε να κάμνει παρέα με τους Πειραιώτες που  « έγραφαν » ρεμπέτικα  τραγούδια. Ο νεαρός είχε μεγάλη κλίση στη μουσική, αν ήταν  στον προηγούμενο  αιώνα, ίσως θα έγραφε συμφωνίες ή όπερες. Στον Πειραιά έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια, είναι βλέπετε ζήτημα εποχής και περιβάλλοντος η πορεία που ακολουθεί ο καθένας, ανεξάρτητα από την τέχνη ή το επάγγελμα που θα ακολουθήσει. Κάποιος που άλλοτε  θα γινόταν άριστος  πεταλωτής αλόγων, σήμερα ίσως θα είναι άριστος ηλεκτρολόγος.

Ο νεαρός από τα Τρίκαλα, ήταν ο  Βασίλης Τσιτσάνης, τότε  δεκαεννιά χρονών. Την  επόμενη χρονιά - 1937 - « γραμμοφώνησε » το πρώτο του τραγούδι στην  « Οντεόν », το  « Σ΄ένα τεκέ μπουκάρανε ».( Ο τεκές - τουρκικά  t e κ κ e - είναι χώρος όπου οι Μουσουλμάνοι καλόγεροι, οι δερβίσηδες, χορεύουν επί  ώρες συνεχώς, έναν κυκλικό και μονότονο χορό. Στην ελληνική απόδοση του όρου, σημαίνει καταγώγιο όπου γίνεται  κατανάλωση  ινδικής κάνναβης, δηλαδή χασίς ). Την ίδια χρονιά, ηχογράφησε πάλι στην  « Οντεόν », που τότε διευθυντής της  ήταν ο συνθέτης Σπύρος  Περιστέρης, το δεύτερο τραγούδι του με τον τίτλο « Να γιατί γυρνώ μεσ΄την Αθήνα ».

Την επόμενη χρονιά - 1938 - πήγε στρατιώτης  και υπηρέτησε και  στη Θεσσαλονίκη, και συνέχισε να γράφει  τραγούδια. Η « Αρχόντισσα » -ένα από τα πιό σημαντικά τραγούδια του - γράφτηκε εκείνη  τη χρονιά, όταν ο  Τσιτσάνης ήταν εικοσιενός χρονών. Την περίοδο της κατοχής, ο Τσιτσάνης  την πέρασε στη  Θεσσαλονίκη, όπου  έγραψε πολλά  τραγούδια, τα οποία όμως για τεχνικούς λόγους τα έκανε δίσκους μετά τον πόλεμο.

Μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έγινε γνωστός με το παρατσούκλι  « ο βλάχος », καθώς όπως  ξέρουμε, τα  Τρίκαλα  έχουν πολύ  βλάχικο πληθυσμό. Την εποχή  εκείνη, όλοι σχεδόν οι ασχολούμενοι με  το ρεμπέτικο τραγούδι, ήσαν γνωστοί με τα παρατσούκλια τους, αν  αναφερόσουν στα  ονόματά τους, ίσως  δεν θα  καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο. Ο πολυγραφώτατος στιχουργός πάμπολλων ρεμπέτικων τραγουδιών Βασιλειάδης, ήταν γνωστός με το όνομα « Τσάντας », επειδή κυκλοφορούσε όλη μέρα με μιά  τσάντα όπου είχε τα  χειρόγραφα των στίχων  του που τα  περιέφερε από συνθέτη  σε συνθέτη, και τα  πουλούσε για εκατό δραχμές το καθένα, τόσο  νομίζω ότι τα έδινε. Ο  Στράτος Παγιουμτζής - για τον  οποίο έγινε πιό πάνω λόγος - είχε το παρατσούκλι  « τεμπέλης », για λόγους που είναι ευνόητοι. Ο  « Μπαρμπαγιάννης », ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Και ούτω καθ΄εξής.

Ο Βασίλης  Τσιτσάνης υπήρξε ο  κορυφαίος  συνθέτης στο  ρεμπέτικο τραγούδι, κανένας δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος του, ούτε καν  να τον πλησιάσει. Κι αυτό, γιατί  ο άνθρωπος απ΄τα Τρίκαλα, ήταν πάστα μεγάλου  μουσικού, ήταν  φύσει αδύνατον να γράψει κάτι μέτριο. Η μουσική του δείχνει  γνώστη μυστικών  της μουσικής  που θα έπρεπε  να είχε σπουδάσει σε ωδεία, ενώ δεν  πάτησε ποτέ το πόδι  του σε κανένα  από αυτά. Και  κάτι ακόμα : Κοντά στον « βλάχο », αναδείχτηκαν τα περισσότερα από τα αστέρια του λαϊκού τραγουδιού.

Ο  Τσιτσάνης  έγραψε τραγούδια  σε όλους  τους  χορευτικούς  ρυθμούς, ακόμα  και στον « ελαφρό » τύπο του « μπολέρο », όταν  ήθελε να  γράψει κάτι με  ανατολίτικο χαρακτήρα. Οι πιό μεγάλες  όμως επιτυχίες  του, γράφτηκαν  σε αργό χασάπικο, γνήσιο  ελληνικό  ρυθμό. Το όντως  εξαιρετικό  ταλέντο του, φαίνεται  ολοκάθαρα  στις λεγόμενες  « εισαγωγές » των τραγουδιών του, έτσι λέγονται τα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στον στίχο που τραγουδιέται,και που παίζονται απ΄την ορχήστρα. Ο  « βλάχος » απ΄τα Τρίκαλα, άφησε αυτό τον κόσμο το 1984, σε ηλικία εξήντα επτά χρονών.

Δεν θα μακρυγορήσουμε  πάνω στα βιογραφικά του Τρικαλινού συνθέτη, άλλοι είναι αρμοδιότεροι γι αυτή την υπόθεση. Θα παραθέσουμε όμως - αυτό το  κρίνουμε αναγκαίο - μερικούς από τους  τίτλους από  τα αναρίθμητα  « σουξέ » του, που  θα εξακολουθούν - κατά την ταπεινή μας γνώμη - να τραγουδιούνται επί πολλές δεκαετίες ακόμα, κι όταν θα έχουν ξεχαστεί τραγούδια  τρανταχτών ονομάτων της  σημερινής  « έντεχνης » λαϊκής μουσικής. Κι αυτό, επειδή τα έντεχνα βγαίνουν μέσα από τον εγκέφαλο, ενώ τα γνήσια λαϊκά από την καρδιά.

Μέχρι το 1960, ο Τσιτσάνης - όπως και όλοι οι λαϊκοί συνθέτες - ήσαν περίπου άγνωστοι  στα  « ανώτερα » στρώματα της κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, ο Μάνος Χατζηδάκης, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη μουσική του  « βλάχου », παρουσίασε στο Αθηναϊκό  κοινό, μιά διασκευή αρκετών τραγουδιών του Τρικαλινού, σε μιά ειδική συναυλία που μάλιστα ηχογραφήθηκε. Κι από τότε, το ρεμπέτικο τραγούδι έγινε πλατειά γνωστό και στις « ανώτερες » τάξεις και στους  « διανοούμενους », που μέχρι τοτε το σνομπάριζαν.

Χαρακτηριστικό είναι κι αυτό που έλεγε περίπου τα χρόνια εκείνα  ο Μίκης Θεοδωράκης :« Θα ήθελα πολύ  να έγραφα εγώ ο ίδιος  τα τραγούδια που  έγραψε ο Τσιτσάνης ». Οι θέσεις που πήραν οι δυό αυτοί πολύ σημαντικοί συνθέτες του έντεχνου « λαϊκού » τραγουδιού σχετικά με τον  Βασίλη Τσιτσάνη, δείχνει  το πόση αξία απέδωσαν  στο όλο έργο του.

Παρακάτω παρατίθενται μερικά από τα τραγουδια του « βλάχου » που έγιναν επιτυχίες, με τη χρονολογία  σύνθεσής  τους . Το 1938 : Εκτός απ΄ την « Αρχόντισσα ». « Καλαμπακιώτισσα ».  « Θα πάω εκεί  στην Αραπιά ». 1940 : « Στα Τρίκαλα, στα δυό στενά ». « Ότι  κι αν πώ, δεν σε ξεχνώ ». 1946 :  « Μπαξέ τσιφλίκι ».  « Όταν ιδείς στα πέριξ ». « Αθηναίϊσσα ». « Βάρκα  γιαλό ».  1947 :  « Αραπίνες ».  « Αχάριστη ». 1948 : « Συννεφιασμένη  Κυριακή ».  « Ακρογυαλιές, δειλινά ». « Ο  τραυματίας ». 1949 :  « Αργοσβύνεις μόνη ». « Κάνε λιγάκι υπομονή ».  « Ντερμπεντέρισσα ».  « Η σατράπισσα ». 1950 : « Γκιουλ  Μπαχάρ ».  « Ομορφη Θεσσαλονίκη ».« Απόψε κάνεις μπαμ ». « Σε τούτο το παλιόσπιτο ». « Αράπικο λουλούδι ». « Πέφτουν της βροχής οι στάλες ».  « Και στρώσε μου να κοιμηθώ ». « Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα ».  « Ελα όπως  είσαι ». 1951 : « Οι φάμπρικες ». « Αντιλαλούνε  τα βουνά ».  « Είμαστε αλάνια ». « Γιατί με ξύπνησες πρωϊ ». « Η Σεράχ ».  1952 : « Χωρίσαμε ένα δειλινό ». « Θα κάνω ντού βρε πονηρή ».« Το σκαλοπάτι ».« Παίξε Χρήστο το μπουζούκι ». « Γεννήθηκα για να πονώ ». « Γλυκοχαράζουν  τα βουνά ».  1953 : « Tα  καβουράκια ». « Ζαϊρα ».

Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει πάμπολλες φορές κάποια - τα περισσότερα - από αυτά τα τραγούδια. Και αν τα  έχετε ακούσει, θα  καταλάβετε για ποιό  λόγο ασχολήθηκα με τον « βλάχο » από τα Τρίκαλα. Το άξιζε.

 

ΕΝΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΑΘΛΗΜΑ

      Ε Ν Α    Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α    Κ Α Ι Ν Ο Υ Ρ Γ Ι Ο    Α Θ Λ Η Μ Α

Δεν μπορεί κανένας εκτός από  τους ειδικούς  πανω σ΄αυτά τα  θέματα να τα υπολογίσει. Τί να υπολογίσει ; Τον αριθμό  των αθλημάτων που υπάρχουν και αναπτύσσονται σ΄ολόκληρο τον  κόσμο στις μέρες  μας. Οι πολλοί  γνωρίζουν έναν αριθμό  από σπορ, που όμως είναι πολύ μικρός από εκείνον που υπάρχει στην πραγματικότητα. Παράδειγμα, το  άθλημα της πελότας, που παίζεται  νομίζω μονάχα  στην Ισπανία, δεν  έχω ακούσει να το  παίζουν πουθενά άλλού στον κόσμο. Ακόμα και  ολυμπιακά αθλήματα  υπάρχουν που δεν  είναι καθόλου γνωστά, που καλλιεργούνται από ένα περιορισμένο αριθμό αθλητών και σε πολύ λίγες χώρες.

Όμως, υπάρχει και ένα άθλημα, που εδώ και δεκαετίες έχει τους περισσότερους οπαδούς και αθλούμενους σε  όλο τον κόσμο, ακόμα  και στις πιό  υποανάπτυκτες  αθλητικά περιοχές. Οχι, δεν πρόκειται για το ποδόσφαιρο που έχει εκατοντάδες εκατομμύρια αθλούμενους μ΄αυτό, και άλλες εκατοντάδες  εκατομμύρια που το  παρακολουθούν. Ούτε  φυσικά για  το μπάσκετμπωλλ, που έχει  σαφώς λιγότερους αθλούμενους και θεατές. Ούτε για τον αθλητισμό στίβου, το γνωστό περισσότερο  σαν κλασσικό  αθλητισμό, που είναι το  αρχαιότερο από όλα τα σπορ επάνω στον πλανήτη.

Η ιστορία του αθλήματος στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, είναι σχετικά μικρή, πολύ μικρότερη από  των άλλων αθλημάτων. Αρχισε στα τέλη της δεκαετάς του 1920, και άρχισε σε δυό αγγλοσαξωνικές  χώρες, τις Ενωμένες Πολιτείες και  τη Βρεττανία. Ηταν η μεταβίβίβαση εικόνας, κινούμενης  εικόνας, από ένα μέρος σε άλλο. Στην εποχή που αναφέθηκε, ήταν απλώς σε πειραματικό στάδιο, χρειάστηκε να περάσουν περίπου είκοσι ακόμα χρόνια για να πάρει τη μορφή που έχει και τώρα. Λοιπόν, πρόκειται για την τηλεόραση, αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε το καινούργιο μεν, αλλά δημοφιλέστερο όλων άθλημα.

Μπά, είναι λοιπόν άθλημα και η τηλεόραση ; Αυτό θα πεί - και δικαιολογημένα άλλωστε - ο καθένας που  ακούει αυτή  την παραδοξότητα. Εχει  τίποτε το  « σπορτίβο » η  παρουσίαση πάνω σε μιά μικρή οθόνη  διαφόρων προγραμμάτων, άλλα από  τα οποία είναι ειδησεογραφικά, άλλα κινηματογραφικά  με την προβολή  φιλμς παλιών και  καινούργιων, άλλα πολιτιστικού ενδιαφέροντος και άλλα ποικίλα, μεταξύ των οποίων και κουτσομπολίστικα ;

Από πρώτη  όψη, όχι. Δεν είναι  αυτή καθ΄εαυτή  η τηλεόραση  άθλημα, και πώς θα μπορούσε να  είναι, μιάς και  δεν έχει καθόλου  αθλούμενους ; Οχι, δεν είναι  η ίδια η τηλεόραση κανενός είδους σπορ, αλλού βρίσκεται η αθλητική της υπόσταση. Το πού  ακριβώς, θα προσπαθήσουμε να το αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω.

Για να δεις ένα πρόγραμμα τηλεοπτικό, πρέπει κατά πρώτο λόγο να βρίσκεσαι στο χώρο ενός δωματίου, ενός σαλονιού, ενός οποιουδήποτε κλειστού χώρου, και βέβαια ακόμα και σε ανοιχτό χώρο, προκειμένου περί παρακολουθήσεως ορισμένων -κυρίως αθλητικών προγραμμάτων - από μιά γιγαντοοθόνη στημένη σε έναν  ανοιχτό χώρο. Αυτή είναι  η πρώτη προϋπόθεση για την παρακολούθηση ενός τηλεοπτικού προγράμματος.

Η δεύτερη προϋπόθεση που θα σε βάλει να ασκηθείς σ΄αυτό το άθλημα, είναι πολύ απλά ένα κάθισμα, όχι ένας στίβος, ούτε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου ή αθλοπαιδιών κλειστού χώρου, όπου παίζονται  βόλλεϋμπωλλ, μπάσκετμπωλλ  και χάντμπωλλ. Μόνο το  κάθισμα και τίποτε  άλλο - προς το παρόν - χρειάζονται. Και βεβαια, απέναντί σου, στημένη  μιά συσκευή τηλεόρασης, χωρίς  αυτήν το  παιχνίδι που λέγαμε  δεν γίνεται. Που το όνομά  του - άγνωστο μέχρι τώρα - είναι  « άλμα επί καθίσματος ».

Αυτό το άθλημα, έχει από δεκαετίες επικρατήσει σε όλα τα μέρη του κόσμου, είναι το δημοφιλέστερο όλων  των αθλημάτων. Στη χώρα μας, τη χώρα που γέννησε τον αθλητισμό, ήλθε κάπως καθυστερημένα, δεν μπορούν  να τα περιμένουν  όλα από μας. Όπως δεν περίμεναν  εμάς για να  δημιουργήσουμε  το τέννις, το  μπάσκετ, το βόλλεϋ, το  γουώτερ πόλο  και άλλα καινούργια αθλήματα. Εμείς αρχίσαμε τα σπορ, άλλοι τα συνεχίζουνε.

Υπάρχει και μιά παραλλαγή του αθλήματος αυτού εκτός από το « άλμα επί καθίσματος ». Είναι το  « άλμα επί καναπέ », κι όπως  παίρνεις  φόρα και πηδάς πάνω στο κάθισμα, έτσι κάνεις και με τον καναπέ, ορμάς ακάθεκτος και προσγειώνεσαι πάνω στο έπιπλο αυτό, ακριβώς όπως προσγειώνονται οι αθλητές στο σκάμμα  των αλμάτων  στον κλασσικό  αθλητισμό. Και το μεν άλμα επί  καθίσματος είναι  αρκετά κουραστικό  άθλημα, το άλμα όμως επί καναπέ είναι λιγότερο κουραστικό, ιδίως αν ο καναπές είναι αρκετά άνετος.

Μιά τρίτη παραλλαγή του αθλήματος, είναι το άλμα επί πολυθρόνας, αυτό κι αν είναι ξεκούραστο  για τους  ασχολούμενους με  το άθλημα  αυτό. Παίρνεις κι εδώ μεγάλη φόρα, και προσγειώνεσαι πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα. Και στην τρίτη  παραλλαγή του σπορ αυτού, μπορείς να  συνεχίσεις να  αγωνίζεσαι επί  πολλές, πάρα πολλές  ώρες, μέχρι που θα καταρρίψεις όλα τα μέχρι τώρα ρεκόρ.

Αυτή είναι η πρώτη  φάση στη διεξαγωγή  του αθλήματος αυτού, όπως γίνεται με την πιστολιά του αφέτη στους  αγώνες δρόμου  στον αθλητισμό  στίβου. Και έπεται  η δεύτερη και πιό ουσιώδης φάση. Αφού στρογγυλοκαθήσεις  στο  κάθισμα, στον καναπέ ή  στην πολυθρόνα, παίρνεις ανα χείρας το χειριστήριο της  τηλεόρασης, διαλέγεις το  πρόγραμμα που θέλεις να παρακολουθήσεις, και ξαπλωμένος με όλο το ραχάτι σου παρακολουθείς τα τεκταινόμενα πένω στην μικρή οθόνη. Κι αν δεν σ΄αρέσουν αυτά που  βλέπεις, πατάς ένα άλλο  κουμπί και ευθύς αμέσως και  ως δια μαγείας, ιδού ένα άλλο  πρόγραμμα  εμφανίζεται  μπροστά στα μάτια σου. Το αγώνισμα αυτό, μπορεί να κρατήσει επί ώρες, επί πολλές ώρες. Ακόμα και τη νύχτα μπορείς να συνεχίσεις να αθλείσαι σ΄αυτό το πολύ εξαιρετικό και ενδιαφέρον σπορ.

Αυτό σε λίγες γραμμές  είναι το πιό  δημοφιλές σπορ σ΄όλο  τον κόσμο. Μπορείς να περνάς μ΄αυτό σχεδόν όλη σου τη ζωή - τις ώρες που  δεν εργάζεσαι  βέβαια, ή όταν είσαι εκτός εργασίας, άδεια, σύνταξη  και λοιπά. Ένα μόνο  μειονέκτημα έχει η εντατική ενασχόληση με αυτό το άθλημα. Όταν το παρακάνεις και  δεν το κουνάς απ΄ τη θέση  σου, και ειδικά όταν το συνδυάσεις με ένα άλλο πολύ σημαντικό άθλημα, το κάπνισμα - μάλιστα κι αυτό είναι ένα άθλημα υπό την ευρεία έννοια του όρου - υπάρχει  κίνδυνος να περάσεις  γρηγορότερα από όσο θα  έπρεπε σε ένα  άλλο σπορ που  μόνο μιά φορά  θα ασχοληθείς μ΄αυτό, το άλμα εις βάθος, βάθος  ενάμισυ μέτρου. Κι από αυτό  το βάθος, δεν βγαίνεις  ποτέ πιά. Καταλαβαίνει βέβαια κανείς, ποιά η έννοια σ΄αυτό το συμπέρασμα.

 

MEΡIKEΣ .......MANIEΣ THΣ EΠOXHΣ

Μ  Ε  Ρ  Ι  Κ  Ε  Σ ......Μ  Α  Ν  Ι  Ε Σ     Τ  Η  Σ     Ε  Π  Ο  Χ  Η  Σ    

        Τα πάντα ρεί, έτσι έλεγε ο μεγάλος Ιωνας φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος. Και  ανάμεσα σ΄αυτά που ρέουν, που  τρέχουν και  αλλάζουν - αυτά  εννοεί μετάξύ  άλλων ο Ηράκλειτος - είναι και οι εποχές, που  η μιά διαδέχεται την άλλη. Οχι, δεν εννοούμε τις κλιματικές εποχές του έτους, τις τέσσερις εποχές του χρόνου, πάνω στις οποίες έγραψε  το γνωστό μουσικό του έργο ο Βιβάλντι, τις  γνωστές  « Τέσσερις  εποχές ». Εποχές  δηλαδή του έτους, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνα, που άλλωστε τους τελευταίους καιρούς δεν αλλάζουν  όπως άλλοτε, έφτασε να μην ξέρουμε αν έχουμε άνοιξη ή καλοκαίρι, αν έχουμε φθινόπωρο ή χειμώνα.

Εποχές με την έννοια στις  οποίες συνήθως  αναφερόμαστε, είναι οι  καιροί. Και πάλι όχι όπως  μιλάμε  για τον καιρό  με τις καιρικές  συνθήκες, βροχές, ζέστη, χιόνια  και τα σχετικά, αλλά τους καιρούς με  την έννοια  των χρονικών  περιόδων. Στους  παλιούς καιρούς - λένε οι άνθρωποι - τα πράγματα  ήσαν διαφορετικά, εννοώντας  πάλι τις εποχές. Γι αυτούς  τους καιρούς και  αυτές τις εποχές  θα πούμε μερικά  πράγματα, και  με τα φαινόμενα  που παρουσιάζουν στη διαδοχή  τους. Τρόπους  ζωής, αλλαγές  συνηθειών, καινούργιες  τάσεις, διαφορετικούς τρόπους σκέψης και  πολλά άλλα  που από  εποχή σε εποχή αλλάζουν, και μάλιστα συχνά αλλάζουν  ριζικά, αναποδογυρίζουν  κάποια  παλιά και  έρχονται  κάποια  καινούργια που πρωτύτερα δεν τα ξέραμε καθόλου.

Η κάθε λοιπόν  εποχή, έχει  σαν χαρακτηριστικά  σημεία για τους  ανθρώπους διαφορετικούς τρόπους, ήθη, έθιμα  και συμπεριφορές από τις παλιές - τις προηγούμενες δηλαδή - εποχές. Αυτά που τα συνηθίζανε να τα κάμνουν προηγουμένως, τα αφήνουν στην μπάντα, και με καινούργια πράγματα αρχίζουν να  ασχολούνται. Αυτό  συνήθως ισχύει για μιά περιορισμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ σε άλλες κοντινές ή μακρυνές περιοχές, άλλες  συνήθειες έρχονται και παρέρχονται. Κάποτε  όμως, μερικά  πράγματα μεταδίδονται από μιά περιοχή σε άλλη, από έναν λαό σε άλλους γειτονικούς λαούς, όταν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους.

Στο τίτλο του κομματιού  αυτού, αναφέρονται  αόριστα και  γενικευμένα κάποιες ανώνυμες -μανίες. Τί σημαίνει  ακριβώς ο όρος  « μανία » ; Μιά ανώμαλη ψυχική κατάσταση, με εκρήξεις έντονες, ένα είδος ψυχοπάθειας. Γνωστή είναι  και η μανιοκαταθλιψία, που είναι μιά εναλλαγή μανίας και  κατάθλιψης. Σαν δεύτερη ερμηνεία  όμως, ο όρος  « μανία », μπορεί να σημαίνει άλλα  πράγματα και  καταστάσεις. Την έντονη  αγάπη σε κάτι, το  πάθος για κάποιο είδους δραστηριότητες, το  πάθος και για άλλα  πράγματα. Παραδείγματος  χάριν, μιλάμε για κάποιον μανιώδη καπνιστή, ιδού μιά μορφή τέτοιας μανίας που δεν έχει καμμιά σχέση με νοσηρή ψυχική κατάσταση. Αυτού του είδους οι -μανίες, είναι  χαρακτηριστικές των διαφόρων εποχών, έχουν θέση σαν έθιμα, σαν συνήθειες της κάθε εποχής σε μιά περιοχή ορισμένη. Και αλλάζουν με  την αλλαγή των  καιρών, όπως  προσφυώς τόνισε  ο Ηράκλειτος με το αποκλειστικά δικό του  « τα πάντα ρεί ».

       Κάποιες τέτοιες  μορφές  « μανίας », βρίσκουμε  στις διάφορες  χρονικές περιόδους, στις εποχές που λέγαμε, και σε κάθε μέρος του κόσμου. Μιά τέτοια μανία, ήταν και η παρακολούθηση από τον Ρωμαϊκό όχλο των μονομαχιών στα αμφιθέατρα της Ρώμης και  άλλων πόλεων της ιταλικής  χερσονήσου. Μας ανακατεύει  το στομάχι μιά τέτοια  μανία, που  όμως μ΄αυτήν διασκέδαζαν μέχρι  παραληρήματος  οι τότε κάτοικοι της Ρώμης. Τα ίδια και πολύ χειρότερα, συμβαίνουν και σήμερα στην  « πολιτισμένη » Ισπανία και  μερικές παλιές ισπανικές κτήσεις - όπως το Μεξικό - όπου  βάζουν έναν  ταύρο μέσα σε μιά  αρένα, τον  τραβολογούν  και τον βασανίζουν, και στο  τέλος τον αποτελειώνουν υπό τις ιαχές των παρακολουθούντων φιλοθεάμονων θεατών. Που όμως, μερικές  φορές βλέπουν τον εξαγριωμένο ταύρο να ξαπλώνει στο έδαφος τον ταυρομάχο, τον σκοτώνει σε μιά στιγμή απροσεξίας του. Και τοτε το όλο αμφιθέατρο παγώνει από τη εξέλιξη αυτή.

Πριν και από  αυτή τη μανία, υπήρχε  και μιά  άλλη πολύ παλιά -μανία - όσο παλιός είναι και ο άνθρωπος - αυτή που  θα μπορούσαμε  να την  ονομάσουμε  « μοιχειομάνία », κάπως αδόκιμος όρος που δηλώνει τη  ροπή του ανθρώπου  σε ένα σπορ που διατηρείται σ΄όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους. Τη ροπή για σύναψη παράνομων σχέσεων  ενός αντρα με τη γυναίκα ενός άλλου άντρα ( και αντίστροφα  βέβαια ), που  σαν συνέπεια έχει  να μετατρέπει το σύζυγο της κυρίας που  ξενοκοιμάται σε  κερασφόρο ζώο. Αυτή η μανία δεν πρόκειται να λείψει ποτέ, αυτό είναι σίγουρο, είναι  παγκόσμια  συνήθεια που δεν υπόκειται  στο νόμο του Ηράκλειτου. Κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του.

Μιά μανία - αληθινή τοξικομανία, από τις πρώτες που φάνηκαν στον κόσμο - ήταν και είναι πάντοτε η  « αλκοολομανία ». Από τις  εποχές που  οι άνθρωποι  ανακάλυψαν  τα αλκοολούχα ποτά, από αμπέλια  ή από άλλες φυτικές  πηγές, η μανία αυτή  δεν έλειψε ποτέ. Και σέ πολύ εκτεταμένη διάδοση είναι και στο σημερινό κόσμο, παρά τις πάμπολες άλλες « μανίες » που έχουν κατακλύσει  τη σύγχρονη  εποχή, πολλά  εκατομμύρια  είναι πιασμένα  στα δίχτυα της. Και φυσικά, δεν εννοούμε μανιακούς αυτούς που καταναλώνουν λογικές ποσότητες από αλκοόλ, αυτοί δεν έχουν αυτή τη συνήθεια σαν μανία.  

Κάποιου  βαθμού -μανία  τυχερών  παιχνιδιών, φαίνεται  ότι υπήρχε και  στους αρχαίους χρόνους σε διάφορα μέρη του  κόσμου. Χρησιμοποιούσαν  ζάρια - τους λεγόμενους κύβους - χρησιμοποιούσαν τους αστράγαλους ζώων, και βλέπουμε ζωγραφισμένες σε αγγεία, κόρες αστραγαλίζουσες. Και αυτές μεν  δεν έπαιζαν επί  χρήμασι ( που δεν τα είχαν άλλωστε ), έπαιζαν όμως κάποιοι ενήλικες.

Εδώ και έναν αιώνα όμως, άρχισε το τυχερό παιχνίδι να γίνεται συστηματικό σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Αρχικά σαν λαχείο που το κυκλοφορούν οι κυβερνήσεις για να εισπράξουν κάποια ποσά αντί φόρων από  τους πολίτες, και  τις πιό πρόσφατες  εποχές, σαν παιχνίδι προγνωστικών  των  πάντων. Κυρίως  αθλητικών  παιχνιδιών, αλλά  και διαφόρων  άλλων μη  « σπορτίβων »  εκδηλώσεων, όπως  το δικό  μας  « κίνο », που  πρόσφατα  εγκαινιάστηκε στη χώρα μας, και επί  του παρόντος δεν έχει αρκετούς οπαδούς. Και είναι ακόμα και τα ιπποδρομιακά στοιχήματα, γνωστά από  τον δέκατο ένατο  αιώνα, που κι αυτά  κατέχουν περίλαμπρη θέση σε άλλες χώρες, κυρίως Ευρώπης και Αμερικής.

Μιά επίσης πολύ διαδεδομένη -μανία, είναι η επαγγελματική χαρτοπαιξία. Οχι, δεν μιλά-με για το  « χαρτάκι », το πινάκλ, τη μπιρίμπα και τα άλλα παίγνια, που παίζονται ερασιτεχνικά στα σπίτια μανιωδών  επίσης χαρτοπαικτών. Που συχνά όμως μεταβάλλονται σε επαγγελματικά παιχνίδια, στα οποία ξενυχτούν σοβαροί κύριοι και κυρίες του καλού λεγόμενου κοσ-μου, δαπανώντας ουκ ολίγα  χρήματα πάνω στην  πράσινη τσόχα. Μιλάμε κυρίως για παιχνί-δια χοντρά, που  παίζονται είτε  σε επίσημες  χαρτοπαικτικές  λέσχες  υπό τας  ευλογίας των κρατικών αρχών, που  κερδίζουν τα νόμιμα  από τις λέσχες  αυτές, αλλά και  στις παράνομες λέσχες, που και σ΄αυτές τα ίδια γίνονται, με τη διαφορά  ότι γίνεται εκεί  και φοροδιαφυγή σε βάρος του κράτους. Χρήματα πολλά παίζονται και χάνονται, και μπατίρηδες  εντελώς μένουν συχνά οι ασχολούμενοι με το ευγενές αυτό άθλημα.

Μιά πολύ διαδεδομένη -μανία, η πιό συχνή από όλες τις -μανίες που υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη  του πλανήτη, είναι  το κάπνισμα. Εχεις ένα πακέτο τσιγάρα στην τσέπη σου, έχεις και τα απαραίτητα για να ανάψεις το κυλινδρικό αυτό πραγματάκι, και ιδού είναι όλα έτοιμα να πάρει μπρός αυτή η πιό διαδεδομένη - όπως είπαμε - μανία. Η τσιγαρομανία, που τα αποτελέσματά της  είναι πασίγνωστα σήμερα σε όλους, αλλά η άτιμη δεν  κόβεται με κανένα τρόπο, όσο κι αν πασχίζει κανείς, αποτέλεσμα μηδέν.

Το αλκοόλ το είπαμε, άλλη  μιά -μανία  που δεν κόβεται  ούτε σε ειδικά κέντρα αποτοξίνωσης. Και πάμε στα  άλλα φυτικά παρασκευάσματα, που από  τα πρώτα χρόνια που βρίσκεται ο άνθρωπος πάνω στη γη, υπήρχαν άλλά δεν ήσαν και τόσο  σε χρήση. Και θα αρχίσουμε με το πιό γνωστό, την  παπαρούνα. Οχι τη  συνηθισμένη παπαρούνα που βγαίνουμε την πρωτομαγιά και τη  μαζεύουμε απ΄τα χωράφια. Οχι, δεν εννοούμε αυτήν, πρόκειται για μιά παπαρούνα, που όταν την καταναλώσεις - ωμή, βραστή ή υπό μορφή ποτού - σε κοιμίζει παρευθύς και παραχρήμα. Και όχι μόνο σε κοιμίζει, αλλά αν έχεις έναν σφοδρό πόνο, τον κάνει να εξαφανιστεί μέσα σε λίγα λεπτά,

Μά τί να έχει μέσα  της αυτή η παπαρούνα, που να  φέρνει όλα αυτά τα θαυμάσια αποτελέσματα ; Διάφορες ουσίες, που στη  φαρμακολογία  ονομάζονται αλκαλοειδή του οπίου, αυτού που στα τουρκικά το λένε  « αφιόνι ». Ανάμεσα σ΄αυτά που περιέχει, είναι η παπαβερίνη, είναι η μορφίνη  και μερικά άλλα. Αυτή τη  μορφίνη την  χρησιμοποιούσαν  στην ιατρική για να καταπολεμούν  τους σφοδρούς πόνους  πάσης φύσεως. Και αυτή  την ίδια τη μορφίνη, την χρησιμοποιούσαν  και γιατροί και  νοσοκόμοι, για να  τους φεύγουν τα ντέρτια τους. Η σε μικρή διάδοση αυτή -μανία της χρήσης αυτής, είναι η γνωστή μορφινομανία. Ηταν σε χρήση από δυό περίπου αιώνες μέχρι και πρόσφατα.

Από αυτήν τη μορφίνη που καταπολεμά σφοδρούς  πόνους αλλά που  όμως καταλήγει σε -μανία, με μιά χημική επεξεργασία, προκύπτει μια άλλη ουσία, η ηρωϊνη. Που είναι τρεις φορές πιό δυνατή σαν φάρμακο κατά των πόνων, αλλά και πολύ πιό δυνατή σαν ουσία που προκαλεί εθισμό, μιά φοβερή -μανία, για τα  αποτελέσματα της οποίας -μανίας όλοι μας είμαστε ενήμεροι. Είναι ένας εθισμός, που  χρειάζεται αγώνας  πολλών χρόνων σε  ειδικά κέντρα για  να τον διακόψεις. Πρόκειται γα μιά αληθινή μάστιγα στον σύγχρονο  κόσμο, κι αυτά είναι τα  « θαύματα » της  χημείας και της  φαρμακοβιομηχανίας, ας μην ξεχνάμε  ότι έναν καιρό ήταν και επίσημο παυσίπονο φάρμακο σε μερικές χώρες του κόσμου.

Και να ήταν μόνο αυτή ! Πριν από πεντακόσια χρόνια, όταν έφτασαν οι Ισπανοί στη Νότια Αμερική - συγκεκριμένα  στην Κολομβία - είδαν τους  ιθαγενείς Ινδιάνους  της περιοχής, να μασσάνε κάτι φύλλα δέντρων. « Ρε σεις, γιατί τα μασσάτε αυτά τα φύλλα ; » ρώτησαν παραξενεμένοι. Και πήραν τη απάντηση : « Μας φέρνει στο κέφι, αυτός είναι  ο λόγος ». Πήραν κι αυτοί μερικά  φύλλα και τα  μάσσησαν, και τους φάνηκε καλό το πράγμα. Αλλά έμειναν εκεί, δεν το προχώρησαν το ζήτημα. Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες, για  να γίνει και η κόκα μιά επί πλέον -μανία. Η γνωστή κοκαϊνομανία.

Ινδική κάνναβη ονομάζουν ένα φυτό που στην Ινδία - όπως το λέει και το όνομα - φυτρώνει. Και πλήθος από Ινδούς τη χρησιμοποιούσαν επί αιώνες για να κάνει τη σκλήρή ζωή τους πιό εύκολη. Υστερα, ήρθε  και στην Ευρώπη, αλλά  πολύ λίγοι την  κάπνιζαν μέχρι  πριν από μερικές δεκαετίες. Και τότε πήρε μπρος η καλλιέργεια του φυτού  αυτού, και πολλοί ζήτησαν να γίνουν μανιακοί  μ΄αυτή την  κάνναβη. Βλέπεις, σκληρή είναι  η ζωή - ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται - για πολλούς που δεν την αντέχουν. Και ιδού μιά ουσία που τους δίνει ανακούφιση, και ολημερίς καπνίζουν αυτό το τσιγαράκι.

Δεν είναι μονάχα  οι πάσης μορφής και είδους ουσίες που  προκαλούν  διάφορες -μανίες. Είναι πολλές συνήθειες που παίρνουν μιά τέτοια εξέλιξη. Αρχίζουν αλλοιώς, και πάνε σε άλλα μονοπάτια. Και δεν είναι λιγότερο εξαρτησιογόνες αυτές οι συνήθειες -μανίες, από τις άλ λες που είναι  φαρμακευτικές  ή φυτικές  ουσίες, πιό εύκολα  απομακρύνεται  κανείς από την κάνναβη παρά  από τη ρουλέττα, πολλές φορές έχουμε ακούσει ιστορίες με ρουλέττα, χαρτοπαίγνιο και άλλα παρόμοια, που επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα αυτό.

Είπαμε ότι κάθε εποχή έχει και τις αλλαγές της σε ήθη, σε έθιμα και σε συνήθειες διαφόρων ειδών. Και ιδού  ακόμα μερικές  από τις  καινούργιες  « εξαρτήσεις » που  έχουν εμφανιστεί πριν από λίγες δεκαετίες ή πριν από  μερικά χρόνια. Μιά έντονη  εξάρτηση του εικοστού αιώνα, είναι αυτή  που συνδέεται με  τα τροχοφόρα. Τους τουρκιστί ονομαζόμενους αραμπάδες, πολύ μου αρέσει  αυτή η έκφραση. Ειδικά  στα καθ΄ημάς, αυτή η αραμπαδομανία έχει οδηγήσει σε πολύ μεγάλη εξάρτηση. Να πούμε  και για την μικρή  οθόνη, μπροστά στην οποία μένουν καθηλωμένοι  επί πολλές ώρες πολλοί άνθρωποι τις μέρες αυτές ; Εστω κι αν δεν παίζει τίποτε το ενδιαφέρον κάποιες ώρες, ο άνθρωπος μένει κολλημένος στον καναπέ ή την πο-λυθρόνα, όπως  μένει κολλημένος  στην κοκαϊνη ο  τοξικομανής. Και  να μην  ξεχάσουμε και μιά άλλη -μανία που μας έχει πιάσει τον τελευταίο καιρό : Την  « κινητομανία », που σε πολλούς δεν διαφέρει από μιά οποιαδήποτε εξαρτησιογόνο -μανία.

Και τελευταία - αλλά όχι λιγότερο σημαντική - την αρχαϊστί ονομαζόμενη  « ωνιομανία », την έντονη τάση να αγοράζουμε. Να αγοράζουμε οτιδήποτε, χρήσιμο ή και ελάχιστα χρήσιμο ή και  άχρηστο, τζίρος να  γίνεται μονάχα. Είναι  κι αυτή μιά  έντονη εξάρτηση. Χαριν της οποίας, υπάρχει και άλλη μιά εξάρτηση, η  « καρτομανία », φρούτο κι αυτό της εποχής.

 

ΜΕΤΑΔΙΑΖΥΓΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

 Μ  Ε  Τ  Α  Δ  Ι  Α  Ζ  Υ  Γ  Ι  Α  Κ  Α     Π  Ρ  Ο  Β  Λ  Η  Μ  Α  Τ  Α

Τα πάνε μιά χαρά  τον πρώτο  καιρό μετά  το γάμο. Όλα  είναι όμορφα κι ωραία, υπάρχει αλληλοκατανόηση  και καλό  κλίμα, και  τίποτε δεν  προμηνύει τη  δυσάρεστη συνέχεια. Που μπορεί να  έλθει πολύ καιρό ύστερα, μπορεί  όμως να  παρουσιαστεί και  σε σχετικά σύντομο χρονικό  διάστημα. Αυτά που  ονειρεύομασταν, αρχίζουν να  ξεθωριάζουν μέρα με τη μέρα, διαφωνίες και κατόπιν  καυγάδες, έρχονται  να συμπληρώσουν την μέχρι τότε εικόνα που χάλασε. Αλλοιώς τα περιμέναμε τα πράγματα, κι αλλοιώς εξελίχτηκαν.

Το σενάριο αυτό πολύ  συχνά το βλέπουμε  ή μάλλον το ακούμε. Πριν  λίγες μερες μάλιστα, ακούστηκε  και κάτι το  καταπληκτικό, που δείχνει το  πόσο μπορεί να  πέσει κανείς έξω πριν μπεί για να χορέψει  το χορό. Λοιπόν, ήταν ένα ζευγάρι που τα δυό μέλη τους, ένας άνδρας και μιά γυναίκα, συζούσαν  σαν αντρόγυνο  επί έξι συναπτά  χρόνια, που  δεν έιναι καθόλου λίγα. Και  μίαν των  ημερών, είπαν  να νομιμοποιήσουν  τη σχέση τους, να  προβούν στο απονενοημένο  διάβημα. Μ΄άλλα  λόγια, να  παντρευτούν. Το γιατί δεν  το έκαναν αυτό πολύ νωρίτερα, δεν έγινε γνωστό. Γνωστή όμως έγινε η συνέχεια.

Παντρεύτηκαν λοιπόν οι δυό νέοι αυτοί  άνθρωποι, και  βέβαια, δεν  επρόκειτο τίποτε να αλλάξει στην καθημερινή ζωή  τους, αντίθετα από τα  παλιά χρόνια, όταν  δεν υπήρχαν αυτές οι συμβιώσεις. Αλλά δεν  πέρασε ένα εξάμηνο, και όλα ανατράπηκαν, αυτά που δεν είχαν γίνει μέσα σε έξι χρόνια, έγιναν  μέσα στους έξι αυτούς μήνες. Ρήξη οριστική επήλθε στις σχέσεις τους - που δεν έπρεπε να περιμένει κανείς σύμφωνα με την προίστορία τους - και πάρθηκε η οριστική και αμετάκλητη  απόφαση : Να προχωρήσουν αμέσως στο διάζύγιο. Εκπληκτική περίπτωση, έτσι δεν έιναι ;

Από πολύ παλιές εποχές, από  αυτές που μπορούμε βέβαια να έχουμε στοιχεία από γραπτές πηγές, φαίνεται  ότι το διαζύγιο ήταν  μέχρι πριν από - δυό τρεις χιλιετίες, καθαρά υπόθεση του άνδρα. « Πάρε τα πράγματά  σου και πάρε  και  δρόμο απ΄εδώ », έλέγε  στην αξιότιμη σύζυγό του. Υπήρχαν βέβαια  και περιπτώσεις, στις οποίες  μπορούσε και η γυναίκα να ζητήσει και να πάρει διαζύγιο από τον άνδρα της, αλλά  αυτό γινόταν για  ορισμένους λόγους και σχετικά με πολλή  δυσκολία. Από  τα γραπτά που έχουμε στη διάθεσή μας, βλέπουμε ότι διαφορετικά αντιμετωπίζονταν το ζήτημα του διαζυγίου από χώρα σε χώρα. Η απόλυτη εξουσία στο άνδρα  πάνω στο θέμα  αυτό, φαίνεται  ότι υπήρχε στην  αρχαία Ασσυρία. Στη  Ρώμη και την Αθήνα, μπορούσε  και η γυναίκα να  ζητήσει και να  πάρει διαζύγιο, αν οι λόγοι που πρόβαλλε ήσαν τέτοιοι που να δικαιολογούν μιά τέτοια απόφαση.

Στους Εβραίους, υπήρχε ειδικός  νόμος του Μωϋσή που κανόνιζε  τις λεπτομέρειες πάνω στο θέμα αυτό, και  ένα άρθρο του  νόμου, έλεγε  ότι ο άνδρας  έπρεπε να  δώσει ένα σχετικό έγγραφο στη γυναίκα για  το λόγο που ζήτησε να τη χωρίσει, για να το χρησιμοποιεί η γυναίκα σε περίπτωση που θα ήθελε να κάνει άλλο γάμο. Οι οικονομικές επιπτώσεις από το διαζύγιο, δεν φαίνεται  να διαγράφονται  με σαφήνεια στα αρχαία  κείμενα, πάντως  επικράτησε με τον καιρό να  επιστρέφει ο σύζυγος  την προίκα που είχε  πάρει. Το τί υπήρχε με την κηδεμονία των παιδιών, δεν είναι επίσης ξεκάθαρο, πάντως  φαίνεται ότι πρέπει να  τα παραλάμβανε η μητέρα τους. Η ανατροφή  των παιδιών δεν  είναι υπόθεση  του πατέρα, αυτό  ήταν γνωστό από τα προϊστορικά χρόνια.

Θα αφήσουμε όμως την  παρελθοντολογία, για να  έλθουμε στα ισχύοντα  στα καθ΄ημάς, στη χώρα μας. Πριν από  δυό - τρεις δεκαετίες και  κατόπιν, όταν άλλαξε και η σχετική νομοθεσία. Πριν λοιπόν  από εικοσιπενταριά  χρόνια, αυτό που σίγουρα  ίσχυε, ήταν  η επιστροφή στη σύζυγο και της προίκας της, και όποιου άλλου πράγματος που η  ίδια είχε αποκτήσει στη διάρκεια του γάμου. Στην περίπτωση που είχε παιδιά - αυτά πήγαιναν στην μητέρα τους - και δεν είχε τα οικονομικά μέσα να τα αναθρέψει, ο νόμος επέβαλλε από παλιά χρόνια, να της δίνεται από τον πρώην  της μιά διατροφή  για τα παιδιά  αυτά. Ασχετα  βέβαια αν  τη διατροφή αυτή την έδινε  πραγματικά ο τέως  της. Και  κάτι άλλο, μέχρι να εύρισκε  η γυναίκα σπίτι να μείνει, μπορούσε  να κατοικεί στο  ίδιο σπίτι με  τον διαζευγμένο  άνδρα. Υπήρχαν και άλλες λεπτομέρειες πάνω στο ζήτημα των επακόλουθων του διαζυγίου, που και μπερδεμένα αρκετά είναι, αλλά και δεν χρειάζεται ίσως να τις αναφέρω.

Η πολύ σημαντική  αλλαγή στα  πράγματα, έγινε πριν από δύομισυ δεκαετίες. Θέλετε να πάρετε διαζύγιο αγαπητοί μου, δεν θέλετε  να συνεχίσετε  το δρόμο που έχετε πάρει πριν από κάποιον καιρό ; Μάλιστα, θα πρέπει να ξέρετε και  ποιά θα είναι  τα κατοπινά  της απόφασής σας, που ελπίζουμε  να την πήρατε  κατόπιν ωρίμου  σκέψεως και  όχι πάνω σε  κάποιες συμπλοκές που είχατε μεταξύ σας. Και δεν καθήσατε να σκεφτείτε ότι  μπορείτε και να τα βρείτε ύστερα από συζητήσεις  και συμβουλές από τους  ειδικούς οικογενειακούς  συμβούλους, που έχουν κάνει σπουδές πάνω σε τέτοια προβλήματα.

Λοιπόν, αν δεν έχετε  παιδιά, τα  πράγματα είναι πολύ  εύκολα. Μαζεύετε τα τσαμασίρια σας και αποχωρίζεστε ο ένας από τον άλλο, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω  σας και χωρίς ούτε ένα αποχαιρετιστήριο  φιλί. Από εκεί και  πέρα, θα  σας πούμε  τα σχετικά με  τα οικονομικά. Αν η γυναίκα δεν έχει  καμμιά εργασία  και δεν έχει ως  εκ τούτου  εισόδημα, οφείλει ο τέως σύζυγος να της δίνει ένα ποσό κάθε μήνα, που θα  είναι σύμφωνο με  τη δική του οικονομική κατάσταση. Αν  είναι πλούσιος  και έχει  πολλά εισοδήματα, θα  δίνει ένα αρκετά  σημαντικό ποσό σαν διατροφή στην πρώην  του. Αν όμως είναι  φτωχός, τότε το ποσό της διατροφής θα είναι μικρό, ίσως και πολύ μικρό.

Εκτός όμως από αυτό  το κατά μήνα  ποσό, θα πρέπει  να υπολογίσουμε το πόσα περιουσιακά στοιχεία έχουν  αποκτηθεί το διάστημα  που είσασταν μαζύ. Και αφου τα υπολογίσουμε, θα μας  πείτε - και μάλλον  είναι δηλωμένο - το πόσον  καιρό μείνατε  μαζύ μέχρι  που τα χαλάσατε. Λοιπόν, αν έχετε  κάνει μαζύ τα είκοσι χρόνια που είναι στον κανονισμό - έτσι νομίζω ότι είναι το πράγμα - τότε όλα  αυτά θα μοιραστούν  στη μέση, και ο  καθένας από τους δυό θα πάρει ακριβώς τα μισά. Εστω κι αν η γυναίκα δεν εργαζόταν καθόλου και την περιουσία την έκανε μόνος του ο άνδρας.

Τώρα, αν τα χρόνια  που κάνατε μαζύ  ήσαν λιγότερα, το πόσο θα πάρει η γυναίκα, θα εξαρτηθεί από τα χρόνια. Για παράδειγμα, αν έκανε  με τον τέως της  δέκα χρόνια, θα πάρει το ένα τέταρτο της  περιουσίας, αν  έκανε πέντε χρόνια, θα  πάρει το ένα όγδοο  και ούτω καθ΄εξής. Κι αν έκανε ένα εξάμηνο  μονάχα, ε, λοιπόν, δεν  δικαιούται να πάρει τίποτε, έτσι πρέπει να γινει η μοιρασιά, να μην αδικήσουμε κανέναν από τους δυό σας.

Παίρνουμε τώρα τη δεύτερη περίπτωση,  πρόκειται να σκορπίσετε  στον άνεμο το δεσμό που είχατε, αλλά υπάρχουν  και ένα ή περισσότερα  παιδιά στο λογαριασμό. Αν και όσο προχωρά ο καιρός, η  περίπτωση  αυτή θα  γίνεται όσο  πηγαίνει  και πιό  σπάνια, μέχρι εξαφάνισης. Καθώς, αφ΄ενός δεν συνηθίζεται και τόσο πολύ  στις μέρες μας  να γίνονται παιδιά, ενώ αφ΄ετέρου, λόγω  των πολύ γρήγορων  διαζυγίων, δεν  θα προφταίνουν  να γίνουν. Ας  εξετάσουμε λοιπόν κι αυτή την  περίπτωση για  να ξέρουμε τί θα  αντιμετωπίσουμε  όταν πούμε το αντίο ο ένας τον άλλο κάποια μέρα.

Σύμφωνα με  τους νόμους που  υπάρχουν σ΄όλη την  ανθρωπότητα, τα  παιδιά πηγαίνουν στη μητέρα τους, με κάποιες λίγες  εξαιρέσεις. Όταν  η μητέρα λόγου χάριν  είναι ψυχοπαθής και επομένως ανίκανη να αναθρέψει τα παιδιά ( είναι και επικίνδυνη γι αυτά ),όταν πάσχει από σοβαρή και ανίατη ασθένεια και για κάποιους άλλους σοβαρούς λόγους. Και αν μεν η μητέρα είναι σε  ανθηρή οικονομική  κατάσταση και  δεν χρειάζεται  οικονομική ενίσχυση, έχει καλώς. Επειδή όμως μιά τέτοια οικονομική άνεση είναι δυσεύρετη, το δικαστήριο  προστάζει στον πατέρα των  παιδιών, να πληρώνει κάθε  μήνα και ένα ποσόν  σαν έξοδο  διατροφής για ταπαιδιά. Που βέβαια, είναι ανάλογο προς την οικονομική επιφάνεια του πατέρα, είναι πλούσιος, δίνει πολλά, είναι φτωχούλης, δίνει λίγα.

Ακούμε περιπτώσεις, στις οποίες, ούτε για τη γυναίκα δίνουν οι διαζευγμενοι άντρες διατροφή, και μερικές  φορές, ούτε  και για τα  παιδιά τους. Είτε επειδή είναι  χολωμένοι με την πρώην τους, είτε για άλλους λόγους. Ισως κάποιοι να υποπτεύονται ότι  κάποιο από τα παιδιά - ή όλα - είναι κάποιου άλλου, αγνώστου πατρός, και αυτό τους κάνιε σφιχτοχέρηδες απέναντί τους. ( Να θυμηθούμε  τον Αυστραλό  εκείνο, που έδινε  επί δυό χρόνια  διατροφή στα παιδιά του, μέχρις ότου με εισαγγελική παρέμβαση ανεκάλυψε μέσω  εξέτασης Ντι - Εν - Έϊ, ότι τα παιδιά δεν ήσαν δικά του, ήσαν κάποιου άλλου ). Και σε κάποια άλλη  περίπτωση, επειδή δεν έχει την οικονομικη δυνατότητα να δίνει το ποσό της διατροφής.

Εν τάξει, τα πήρε η μαμά τα παιδιά και προσπαθεί να τα μεγαλώσει, να τα μορφώσει και να τα κάνει άξια. ( Το πόσο  είναι ικανή βέβαια  να τα κάνει όλα αυτά, είναι θέμα προς συζήτηση, τουλάχιστον για ορισμένες περιπτώσεις ). Αλλά μερικές φορές, δεν κάνει μόνο αυτά τα πράγματα. Πριν φτάσει μπροστά στο δικαστήριο και ζητήσει να χωριστούν τα τσανάκια, έχει έρθει σε έντονη ρήξη  με τον πρώην  της ( που τότε  ακόμα ήταν  « νυν » και δεν είχε γίνει ακόμα πρώην ). Από όλες αυτές τις πολεμικές συμπλοκές, έχουν μείνει βαθειά τα σημάδια, μίσος, απέχθεια και διάφορα άλλα. Που φροντίζει με επιδεξιότητα μεγάλη να τα μεταδώσει στο ή στα παιδιά που  της παρέδωσε για επιμέλεια ο δικαστής και ο νόμος. « Κοίτα παιδί μου, αυτός ο μπαμπάς σου, πολύ  κακός είναι, πάρα  πολύ κακός. Αυτός και μόνο φταίει που φτάσαμε σ΄αυτή την κατάσταση. Όταν μεγαλώσεις ακόμα περισσότερο, θα σου πώ τί αθλιότητες έκανε σε  βάρος της μαμάς  και των παιδιών  του. Και γι αυτό ο  δικαστής σας έδωσε  σε μένα και όχι σ΄αυτόν τον αχρείο ».

Μίσος αληθινό καλλιεργείται από μερικές ή πολλές μητέρες, που με τον τρόπο αυτό εκδικούνται τον  πρώην τους. Σταλάζοντας δηλητήριο  στις ψυχούλες  των παιδιών, που δεν μπορούν να καταλάβουν πολλά πράγματα, και αυτή η πλύση η καθημερινή του εγκεφάλου, τα απομακρύνει άπαξ δια παντός από τον πατέρα τους. Που να τα προσεγγισει του είναι αδύνατο, έχει γίνει η κατάλληλη προετοιμασία για να απορριφθεί χωρίς δεύτερο λόγο.

Δεν ξέρω αν είναι ένας από αυτούς τους λόγους, που παρακίνησε μιά μεγάλη ομάδα διαζευγμένων πατεράδων, να διαδηλώσουν σε πόλη της χώρας μας πρόσφατα, ζητώντας να γίνει κάποια τροποποίηση του νόμου που δίνει  την αποκλειστικότητα  της επιμέλειας των παιδιών στη μητέρα τους. Να γίνεται εξέταση του κατά πόσον η μητέρα  είναι σε κάθε περίπτωση και χωρίς κάποια έρευνα, πιό κατάλληλη από τον πατέρα του παιδιού να αναλάβει την προτοιμασία του παιδιού πριν αυτό βγεί στη ζούνγκλα  της σημερινής  κοινωνίας. Ναι, μπορεί να ήταν αυτός ο  βασικός λογος της  διαμαρτυρίας των  ανθρώπων αυτών, που  όμως είναι βέβαια ότι θα πεταχτεί στα σκουπίδια. Ενώ  είναι πολύ πιθανό, ότι  ένας άξιος πατέρας είναι πολύ προτιμώτερος από μιά μητέρα που δεν έχει τα εφόδια για να ανταπεξελεθει στο ρόλο που τις δίνει ο νόμος.

Και ένα τελευταίο και πού είναι  και διασκεδαστικό. Γνωστό είναι  ότι σε μερικές χώρες, είναι νομικά  επιτρεπτός  ο γάμος  ανάμεσα σε  ομοφυλόφιλους, πράγμα που  θα επεκταθεί οπωσδήποτε και σε άλλες χώρες, να μην γίνει η αρχή σε ένα πράγμα. Λοιπόν, ένα ζεύγος γκαίϋδων - για να  το πάμε και  λίγο στο αγγλόφωνο - ζήτησε, τί  άλλο  παρακαλώ ; Διαζύγιο. Σημεία των καιρών κι αυτά. Ως εδώ καλά, το διαζύγιο  εγκρίθηκε, αλλά κάπου σκόνταψε η υπόθεση. Μάχη ολόκληρη  δόθηκε για  την επιμέλεια. Επιμέλεια  τίνος ; Κάποιου παιδιού που το είχε υιοθετήσει το  « ζεύγος  » ; Οχι, κάθε άλλο. Η επιμέλεια  που διεκδικούσαν  μετά μανίας τα αντίπαλα μέρη, ήταν ο σκύλος του ζευγαριού. Μάλιστα, περί αυτού επρόκειτο.