Ο « Β Λ Α Χ Ο Σ »
Κοντεύουν ογδόντα χρόνια που έπεσε πάνω στο κεφάλι μας μιά από τις μεγαλύτερες καταστροφές που έχουμε πάθει στην τεσσάρων χιλιάδων περίπου χρόνων ιστορία μας. Ηταν το 1922, ο Ελληνικός στρατός είχε νικηθεί από τον Τουρκικό στρατό του Κεμάλ στον ποταμό Σαγγάριο, κάπου κοντά στην Αγκυρα. Βέβαια, φταίγαμε κυρίως εμείς που μας ήλθε κατακέφαλα αυτό το κακό, τι δουλειά είχαμε να πάμε στη Μικρασία, να διώξουμε τους Τούρκους στην Κόκκινη Μηλιά, ένα μυθικό μέρος στο Τουρκεστάν από το οποίο λέγει ο λαϊκός θρύλος ότι μας ήλθαν οι καλοί αυτοί γείτονές μας.
Λοιπόν, ο Ελληνικός στρατός έφευγε τρεχάτος μετά την ήττα, και επιβιβαζόταν σε όποιο πλωτό μέσο έβρισκε για να περάσει σε ελληνικό έδαφος. Το ίδιο έκαμναν και οι Ελληνες κάτοικοι των παραλίων της Μικράς Ασίας, όχι πάντα με επιτυχία. Είναι πασίγνωστες οι σφαγές της Σμύρνης και άλλων πόλεων της Ιωνίας και των πέριξ. Εν πάσει περιπτώσει, αρκετοί από τους Ελληνες των περιοχών αυτών, κατάφεραν με χίλια βάσανα να φτάσουν σε ελληνικό έδαφος, και να γνωρίσουν μετά από χιλιάδες χρόνια την προσφυγιά.
Οι άνθρωποι που ήλθαν από τη Σμύρνη, κατοίκησαν κατά το πλείστον στην Αθήνα και την περιοχή της. Δεν ήλθαν όμως μόνοι τους, έφεραν μαζύ τους και τον αστικό πολιτισμό τους, τα έθιμά τους, και μεταξύ πολλών άλλων, και τα τραγούδια τους, τα « Σμυρναίϊκα ». Τέτοια τραγούδια δεν ήξεραν οι κάτοικοι της μητέρας Ελλάδας. Οι Σμυρνιοί αναπτύξανε τη μουσική τους και έμαθαν και στους ντόπιους να τα τραγουδάνε. Ηταν κάτι που φρέσκαρε τη μουσική της χώρας, κάτι το αλλοιώτικο.Θυμάμαι στην πολύ μικρή ηλικία μου να τραγουδιούνται αυτά τα τραγούδια και στην πόλη μας, αν και οι Σμυρνιοί ήσαν μάλλον λίγοι στην περιοχή μας. Ένα πολύ γνωστό απ΄αυτά που θυμάμαι, ήταν και το « Και τι σε νοιάζει εσένανε, από πού ΄μαι ΄εγώ », πασίγνωστο άσμα που ακόμα το ακούς σε κάποιες ευκαιρίες.
Κατά σύμπτωση, την ίδια εποχή στον Πειραιά, υπήρχε μιά μερίδα ανθρώπων, που είχαν την κάπως γενικόλογη ονομασία « ρεμπέτηδες ». Τι σημαίνει ο όρος ρεμπέτης ; Το έψαξα σε κάποια άλλη περίπτωση, και βρήκα ότι ρεμπέτης, ή ρεμπέτας ή ρεμπεσκές, σημαίνει : Οκνηρός ( μ΄άλλα λόγια τεμπέλης ), ανεπρόκοπος, αχαϊρευτος.Και κατ΄επέκτασιν : Μόρτης, Μπερμπάντης.
Ησαν τέτοιοι τύποι οι ρεμπέτες της εποχής εκείνης ; Νομίζω ότι εν μέρει τουλάχιστον, ήσαν. Θα έλεγα ότι ήσαν ένα είδος « μποέμ », σαν κι εκείνους τους τύπους που ανθησαν στο Παρίσι στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Νεαροί που δεν έδιναν πολλή σημασία στους καθώς πρέπει τρόπους των κοινών αστών, άλλοτε τρόφιμοι των φυλακών για μικρά συνήθως παραπτώματα, γενικά περιθωριακοί τύποι. Αυτοί οι ρεμπέτες, που είχαν πολύ πιό μακρυνή καταγωγή, ίσως από το Ναύπλιο και τις φυλακές της Ακροναυπλίας, είχαν αναπτύξει ένα δικό τους είδος μουσικής, που δεν έμοιαζε με καμμιά άλλη ελληνική μουσική.
Οι δυό αυτές μουσικές τάσεις, η Σμυρναϊκή και η ρεμπέτικη - που ήσαν ολωσδιόλου διαφορετικές μεταξύ τους - επικρατούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 30. Αλλά κάποια στιγμή, κάποια εποχή, οι Σμυρνιοί μπήκαν και στο χώρο αυτό που ήταν όπως είπαμε, αλλοιώτικος από τον δικό τους. Και πρώτα απ΄ όλα, τα μουσικά όργα-να που χρησιμοποιούσαν οι Σμυρνιοί, ήσαν τα κλασσικά της Μικράς Ασίας, το βιολί, το λαούτο, γνωστό πιό πολύ σαν « ούτι », και το σαντούρι. Οι ρεμπέτες αντίθετα, δεν είχαν βιολιά και λαούτα, υπήρχε ένα όργανο που το ονόμαζαν μπουζούκι, και μερικές παραλλαγές του, όπως το μικροσκοπικό οργανάκι που λεγόταν μπαγλαμάς. Φαίνεται ότι τόσο το μπουζούκι ( στα τουρκικά Mπουζγκούκ ), όσο και τα παράγωγά του, είναι όργανα που προήλθαν από μεταποιήσεις μουσικών οργάνων που χρησιμομοποιούσαν οι Τούρκοι, μπορεί όμως να μην έχει βάση αυτή η άποψη, οι ειδικοί ξέρουν καλύτερα ποιά είναι η αλήθεια.
Η επίδραση του Σμυρναίϊκου τραγουδιού πάνω στο ρεμπέτικο, δεν μπορώ να πώ ότι είναι ξεκαθαρισμένη, πάντως έχω την εντύπωση ότι υπήρξε κάποια τέτοια. Τώρα, αν με ρωτήσετε, πού βασίζω αυτή τη γνώμη μου, θα απαντήσω ότι δεν τη βασίζω πουθενά, απλώς έτσι νομίζω.
Οι χορευτικοί ρυθμοί του ρεμπέτικου τραγουδιού, έχουν κι αυτοί τουρκικά ονόματα, όπως ζεϊμπέκικος, καρσιλαμάς και τσιφτετέλι. Ο ζεϊμπέκικος είναι προφανώς σχετικός με τους ζεϊμπέκους, που ανήκαν σε ειδικά τουρκικά στρατιωτικά σώματα.Ο καρσιλαμάς είναι χορός που έχει στοιχεία από τον αρχαίο ελληνικό Πυρρίχειο, ανάμικτα με στοιχεία των ζεϊμπέκικων χορών. Ο αργός χασάπικος είναι ελληνικός χορός της Κωνσταντινούπολης, υπάρχει και ο γρήγορος χασάπικος - ο λεγόμενος και χασαποσέρβικος, που δεν ξέρω αν έχει καμμιά σχέση με τους Σέρβους - δεν είναι τουρκικός, αυτό είναι βέβαιο. Αυτά για το χορευτικό μέρος του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η πρώτη « επίσημη » ορχήστρα ρεμπέτικου τραγουδιού, σχηματίστηκε το 1934 στον Πειραιά, και έφερε τον καθαρευουσιάνικο τίτλο « Η τετράς του Πειραιώς ». ( Οι ρεμπέτες - όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο - είχαν μιά έφεση προς καθαρευουσιάνικες εκφράσεις ). Το κουαρτέττο αυτό το αποτελούσαν οι Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπάτης, ο Ανέστης Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής, που εθεωρείτο - και δικαίως - ο καλύτερος εκτελεστής των ρεμπέτικων τραγουδιών, και πιθανώς υπήρξε η καλύτερη φωνή που έβγαλε το λαϊκό τραγούδι. ( Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τις παλιές εποχές, οι τραγουδιστές όλων των ειδών τραγουδιού, τραγουδούσαν χωρίς κανένα τεχνικό μέσο στις ηχογραφήσεις που έκαμναν, σήμερα « τραγουδούν » τα μηχανήματα ).
Το φθινόπωρο του 1936, ήλθε στην Αθήνα ένας νεαρός από τα Τρίκαλα, για να δώσει εξεξετάσεις στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αντί να πάει όμως στα Νομικά, βρέθηκε να κάμνει παρέα με τους Πειραιώτες που « έγραφαν » ρεμπέτικα τραγούδια. Ο νεαρός είχε μεγάλη κλίση στη μουσική, αν ήταν στον προηγούμενο αιώνα, ίσως θα έγραφε συμφωνίες ή όπερες. Στον Πειραιά έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια, είναι βλέπετε ζήτημα εποχής και περιβάλλοντος η πορεία που ακολουθεί ο καθένας, ανεξάρτητα από την τέχνη ή το επάγγελμα που θα ακολουθήσει. Κάποιος που άλλοτε θα γινόταν άριστος πεταλωτής αλόγων, σήμερα ίσως θα είναι άριστος ηλεκτρολόγος.
Ο νεαρός από τα Τρίκαλα, ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, τότε δεκαεννιά χρονών. Την επόμενη χρονιά - 1937 - « γραμμοφώνησε » το πρώτο του τραγούδι στην « Οντεόν », το « Σ΄ένα τεκέ μπουκάρανε ».( Ο τεκές - τουρκικά t e κ κ e - είναι χώρος όπου οι Μουσουλμάνοι καλόγεροι, οι δερβίσηδες, χορεύουν επί ώρες συνεχώς, έναν κυκλικό και μονότονο χορό. Στην ελληνική απόδοση του όρου, σημαίνει καταγώγιο όπου γίνεται κατανάλωση ινδικής κάνναβης, δηλαδή χασίς ). Την ίδια χρονιά, ηχογράφησε πάλι στην « Οντεόν », που τότε διευθυντής της ήταν ο συνθέτης Σπύρος Περιστέρης, το δεύτερο τραγούδι του με τον τίτλο « Να γιατί γυρνώ μεσ΄την Αθήνα ».
Την επόμενη χρονιά - 1938 - πήγε στρατιώτης και υπηρέτησε και στη Θεσσαλονίκη, και συνέχισε να γράφει τραγούδια. Η « Αρχόντισσα » -ένα από τα πιό σημαντικά τραγούδια του - γράφτηκε εκείνη τη χρονιά, όταν ο Τσιτσάνης ήταν εικοσιενός χρονών. Την περίοδο της κατοχής, ο Τσιτσάνης την πέρασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγραψε πολλά τραγούδια, τα οποία όμως για τεχνικούς λόγους τα έκανε δίσκους μετά τον πόλεμο.
Μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έγινε γνωστός με το παρατσούκλι « ο βλάχος », καθώς όπως ξέρουμε, τα Τρίκαλα έχουν πολύ βλάχικο πληθυσμό. Την εποχή εκείνη, όλοι σχεδόν οι ασχολούμενοι με το ρεμπέτικο τραγούδι, ήσαν γνωστοί με τα παρατσούκλια τους, αν αναφερόσουν στα ονόματά τους, ίσως δεν θα καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο. Ο πολυγραφώτατος στιχουργός πάμπολλων ρεμπέτικων τραγουδιών Βασιλειάδης, ήταν γνωστός με το όνομα « Τσάντας », επειδή κυκλοφορούσε όλη μέρα με μιά τσάντα όπου είχε τα χειρόγραφα των στίχων του που τα περιέφερε από συνθέτη σε συνθέτη, και τα πουλούσε για εκατό δραχμές το καθένα, τόσο νομίζω ότι τα έδινε. Ο Στράτος Παγιουμτζής - για τον οποίο έγινε πιό πάνω λόγος - είχε το παρατσούκλι « τεμπέλης », για λόγους που είναι ευνόητοι. Ο « Μπαρμπαγιάννης », ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Και ούτω καθ΄εξής.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ο κορυφαίος συνθέτης στο ρεμπέτικο τραγούδι, κανένας δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος του, ούτε καν να τον πλησιάσει. Κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος απ΄τα Τρίκαλα, ήταν πάστα μεγάλου μουσικού, ήταν φύσει αδύνατον να γράψει κάτι μέτριο. Η μουσική του δείχνει γνώστη μυστικών της μουσικής που θα έπρεπε να είχε σπουδάσει σε ωδεία, ενώ δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε κανένα από αυτά. Και κάτι ακόμα : Κοντά στον « βλάχο », αναδείχτηκαν τα περισσότερα από τα αστέρια του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Τσιτσάνης έγραψε τραγούδια σε όλους τους χορευτικούς ρυθμούς, ακόμα και στον « ελαφρό » τύπο του « μπολέρο », όταν ήθελε να γράψει κάτι με ανατολίτικο χαρακτήρα. Οι πιό μεγάλες όμως επιτυχίες του, γράφτηκαν σε αργό χασάπικο, γνήσιο ελληνικό ρυθμό. Το όντως εξαιρετικό ταλέντο του, φαίνεται ολοκάθαρα στις λεγόμενες « εισαγωγές » των τραγουδιών του, έτσι λέγονται τα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στον στίχο που τραγουδιέται,και που παίζονται απ΄την ορχήστρα. Ο « βλάχος » απ΄τα Τρίκαλα, άφησε αυτό τον κόσμο το 1984, σε ηλικία εξήντα επτά χρονών.
Δεν θα μακρυγορήσουμε πάνω στα βιογραφικά του Τρικαλινού συνθέτη, άλλοι είναι αρμοδιότεροι γι αυτή την υπόθεση. Θα παραθέσουμε όμως - αυτό το κρίνουμε αναγκαίο - μερικούς από τους τίτλους από τα αναρίθμητα « σουξέ » του, που θα εξακολουθούν - κατά την ταπεινή μας γνώμη - να τραγουδιούνται επί πολλές δεκαετίες ακόμα, κι όταν θα έχουν ξεχαστεί τραγούδια τρανταχτών ονομάτων της σημερινής « έντεχνης » λαϊκής μουσικής. Κι αυτό, επειδή τα έντεχνα βγαίνουν μέσα από τον εγκέφαλο, ενώ τα γνήσια λαϊκά από την καρδιά.
Μέχρι το 1960, ο Τσιτσάνης - όπως και όλοι οι λαϊκοί συνθέτες - ήσαν περίπου άγνωστοι στα « ανώτερα » στρώματα της κοινωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, ο Μάνος Χατζηδάκης, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στη μουσική του « βλάχου », παρουσίασε στο Αθηναϊκό κοινό, μιά διασκευή αρκετών τραγουδιών του Τρικαλινού, σε μιά ειδική συναυλία που μάλιστα ηχογραφήθηκε. Κι από τότε, το ρεμπέτικο τραγούδι έγινε πλατειά γνωστό και στις « ανώτερες » τάξεις και στους « διανοούμενους », που μέχρι τοτε το σνομπάριζαν.
Χαρακτηριστικό είναι κι αυτό που έλεγε περίπου τα χρόνια εκείνα ο Μίκης Θεοδωράκης :« Θα ήθελα πολύ να έγραφα εγώ ο ίδιος τα τραγούδια που έγραψε ο Τσιτσάνης ». Οι θέσεις που πήραν οι δυό αυτοί πολύ σημαντικοί συνθέτες του έντεχνου « λαϊκού » τραγουδιού σχετικά με τον Βασίλη Τσιτσάνη, δείχνει το πόση αξία απέδωσαν στο όλο έργο του.
Παρακάτω παρατίθενται μερικά από τα τραγουδια του « βλάχου » που έγιναν επιτυχίες, με τη χρονολογία σύνθεσής τους . Το 1938 : Εκτός απ΄ την « Αρχόντισσα ». « Καλαμπακιώτισσα ». « Θα πάω εκεί στην Αραπιά ». 1940 : « Στα Τρίκαλα, στα δυό στενά ». « Ότι κι αν πώ, δεν σε ξεχνώ ». 1946 : « Μπαξέ τσιφλίκι ». « Όταν ιδείς στα πέριξ ». « Αθηναίϊσσα ». « Βάρκα γιαλό ». 1947 : « Αραπίνες ». « Αχάριστη ». 1948 : « Συννεφιασμένη Κυριακή ». « Ακρογυαλιές, δειλινά ». « Ο τραυματίας ». 1949 : « Αργοσβύνεις μόνη ». « Κάνε λιγάκι υπομονή ». « Ντερμπεντέρισσα ». « Η σατράπισσα ». 1950 : « Γκιουλ Μπαχάρ ». « Ομορφη Θεσσαλονίκη ».« Απόψε κάνεις μπαμ ». « Σε τούτο το παλιόσπιτο ». « Αράπικο λουλούδι ». « Πέφτουν της βροχής οι στάλες ». « Και στρώσε μου να κοιμηθώ ». « Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα ». « Ελα όπως είσαι ». 1951 : « Οι φάμπρικες ». « Αντιλαλούνε τα βουνά ». « Είμαστε αλάνια ». « Γιατί με ξύπνησες πρωϊ ». « Η Σεράχ ». 1952 : « Χωρίσαμε ένα δειλινό ». « Θα κάνω ντού βρε πονηρή ».« Το σκαλοπάτι ».« Παίξε Χρήστο το μπουζούκι ». « Γεννήθηκα για να πονώ ». « Γλυκοχαράζουν τα βουνά ». 1953 : « Tα καβουράκια ». « Ζαϊρα ».
Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει πάμπολλες φορές κάποια - τα περισσότερα - από αυτά τα τραγούδια. Και αν τα έχετε ακούσει, θα καταλάβετε για ποιό λόγο ασχολήθηκα με τον « βλάχο » από τα Τρίκαλα. Το άξιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου