Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Μ Π Η Κ Ε Ο Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ

              Μ   Π   Η   Κ   Ε      Ο     Χ   Ε   Ι   Μ   Ω   Ν  Α  Σ                              Σαν πολύ νωρίς μας  ήλθαν οι κρύες  μέρες αυτή τη χρονιά, κάτι αρχίζει να μυρίζει σαν τον πριν από τρία χρόνια χειμώνα, κι ας ελπίσουμε  ότι δεν θα προχωρήσει  έτσι ο καιρός, ότι θα έλθουν και  πάλι οι γνωστές  από δεκαετίες ζεστές μέρες  του τέλους του  φθινόπωρου και της αρχής του χειμώνα. Πάντως, αφού τα πήγε αρκετά καλά ο καιρός μέχρι τις αρχές του Νοεμβρίου - και μάλιστα  είχε και αρκετή  ζέστη για την  εποχή - άρχισε κατόπιν να κάμνει κουτρουβάλες. Και εδώ  και λίγες μέρες, το θερμόμετρο κατέβηκε σε επίπεδα που δεν τα συνήθιζε καθόλου για τέτοια εποχή.

Λετε να έχει αρχίσει  ο χειμώνας από τόσο  νωρίς, πριν τα  μέσα Νοεμβρίου ; Το πράγμα μου φαίνεται πολύ παλαβό, αλλά ας μην ξεχνάμε  ότι ο καιρός έχει  παλαβώσει αυτές τις επο-χές, εδώ και  καμμιά τριανταριά  χρόνια, και  περισσσότερο την  τελευταία πενταετία. Ζεστές μέρες τις εποχές που  έπρεπε να έχει  κρύο και το  αντίθετο, βροχές σε καιρούς που άλλοτε υπήρχε μεγάλη ξηρασία, πλημμύρες πολύ περίεργες και ένα σωρό αλλόκοτα καιρικά φαινόμε-να. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, μόλις και είδα τις χαμηλές θερμοκρασίες αυτές, μου ήλθε στο νού το  παλιό εκείνο  ρεμπέτικο που γράφτηκε το χειμώνα του 194 1, και  « δισκογραφήθηκε » το 46 ή το 47. Που το είχε γράψει ο Παναγιώτης Τούντας - ένας συνθέτης πολλών  ειδών μουσικής, μέχρι και ελαφράς - και είχε τραγουδήσει  η μεγαλύτερη φωνή που έβγαλε  το ρεμπέτικο τραγούδι, ο Στράτος ο Παγιουμτζής. Ο επιλεγόμενος και  « τεμπέλης », για προφανείς λόγους. Και που έλεγε τα παρακάτω στην πρώτη του στροφή :

Μ π ή κ ε   ο   χ ε ι μ ώ ν α ς,  κ ι  ο   κ ο σ μ ά κ η ς   τ ά ΄χ ε ι   χ ά σ ε ι

κ α ι   π α λ τ ο υ δ ι ά   κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α   τ ρ έ χ ει   ν΄ α γ ο ρ ά σ ε ι,

μ ά   τ ο   δ ι κ ό   μ ο υ   κ ι   α ν   ε π ά λ ι ω σ ε   π α λ τ ό,

φ ρ ά γ κ ο   δ ε ν   δ ί ν ω,  κ ι   ο ύ τ ε   ν ο ι ά ζ ο μ α ι   γ ι   α υ τ ό.

Τις εποχές εκείνες τις παλιές στις οποίες γράφτηκε  αυτό το άσμα, δεν  μπορούσες να περιμένεις να μπή  ο χειμώνας για να κάνεις  τις ετοιμασίες  σου γι αυτόν. Πολύ πριν να έλθουν οι ψυχρές  μέρες, ο  κόσμος  λάβαινε  υπ΄όψιν του  τη γνωστή  παροιμία  « Aπό Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα ». Μπά, από Αύγουστο  χειμώνα, μέσα στη βράση του καλοκαιριού ; Μάλιστα, τουλάχιστον  από μιά  άποψη : Την πρόνοια  για την προμήθεια καυσόξυλων που θα χρειαζότανε η μιά - συνήθως - και μοναδική  σόμπα που θέρμαινε  έναν και μόνο χώρο του σπιτιού, το καθημερινό δωμάτιο. Μέσα στο οποίο ήταν και η κουζίνα, και η τραπεζαρία, και γενικά ήταν το μέρος όπου καθόντουσαν οι άνθρωποι όλη τη μέρα.

Και γιατί μόνο μιά  και μοναδική θερμάστρα σε  ολόκληρο σπίτι, δεν  μπορούσαν να βάλουν από μιά σε κάθε  δωμάτιο, σαλόνι, κρεββατοκάμαρες, ακόμα και  στην τουαλέττα ; Φυσικά και μπορούσαν, δεν υπήρχε  κανένας νόμος που  να το απαγορεύει. Κανένας ; Οχι ακριβώς, υπήρχε ένας νόμος στον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι - εκτός από τους πολύ πλούσιους - έπρεπε  να υπακούουν. Ο νόμος  που αφορά τον οικογενειακό προγραμματισμό, τον οικογενειακό  προϋπολογισμό. Που άντεχε τη  θέρμανση ενός  μόνο χώρου, όχι περισσότερων. Ή το πολύ και ενός  δεύτερου, που όμως  θερμαινότανε  σε εξαιρετικές  περιστάσεις, κι αυτό όχι για όλους. Οι φτωχοί  ποτέ δεν έχουν  δικαίωμα  στο κάτι  παραπάνω, γνωστό αυτό απ΄τα παλιά.

Λοιπόν, αυτά τα καυσόξυλα περί  των οποίων έγινε λόγος, και τα οποία είναι μάλλον άγνωστα στους νεώτερους, έπρεπε  να τα αγοράσεις  τον Αύγουστο, όσο  ο καιρός ήταν ζεστός. Κι αυτό, επειδή έπρεπε  να είναι εντελώς  ξερά, και έπρεπε  να είναι ξερά για δυό βασικά λόγους. Ο ένας ήταν για να ανάβουν εύκολα ( τα υγρά  δεν μπορούσαν  να καούν με καμμιά κυβέρνηση ), και ο άλλος, για να μην ζυγίζουν πολύ. Το ξερό ξύλο  είναι ελαφρύ, το υγρό είναι βαρύ, καθώς περιέχει  και μπόλικο νερό  μέσα του. Και με τον τρόπο αυτό, σου έρχεται ακριβώτερο, πολύ ακριβώτερο. Και όπως είπαμε, δεν παίρνει και μπουρλότο όπως το ξερό.

Η επόμενη φάση της προετοιμασίας για  το χειμώνα, ήταν  να στηθεί η θερμάστρα. Αυτή η δουλεια έπρεπε να γίνει  μέσα στον Οκτώβριο, ίσως και νωρίτερα. Αυτό το στήσιμο της ξυλόσομπας, ήταν  ολόκληρη  « ιεροτελεστία ». Εβαζαν τη θερμάστρα  στην πιό κατάλληλη θέση στο χώρο, έτσι ώστε να μην εμποδίζει την κίνηση μέσα στο χώρο αυτό. Κατόπιν, ερχόταν η σειρά να τοποθετηθούν  οι αγωγοί του  καπνού, οι  σωλήνες που είχαν  το μάλλον τουρκικό όνομα  « μπουριά », που έβγαζε η θερμάστρα. Και που  αυτός ο καπνός  που παραγότανε από την καύση των  ξύλων, έπρεπε να  απομακρυνθεί  με ειδικούς σωλήνες έξω από το σπίτι. Και επειδή μπορούσε  να πέσει νερό της  βροχής μέσα  στο τελικό τμήμα  του αγωγού, καλό ήταν να έβαζαν και ένα κάλυμμα πάνω από το τελευταίο κομμάτι των σωλήνων που οδηγούσε τον καπνό μακρυά και ψηλά, έτσι ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να εισδύσουν τα βροχόνερα στο  « μπουρί ». Όταν τέλειωνε κι αυτή η δουλειά, η σόμπα ήταν έτοιμη για λειτουργία.

Θα ξαναγυρίσουμε όμως  στον Αύγουστο. Ξεχάσαμε κάτι εντελώς ουσιώδες, χωρίς αυτό οι ιστορίες με τις ξυλόσομπες θα ήσαν ανάπηρες. Πρόκειται για την αγορά των καυσόξυλων, που όπως είπαμε, γίνεται αυτόν  τον μήνα, και μάλλον προς τα τέλη του μήνα. Λοιπόν, υπάρχουν κάποια ξυλεμπορικά καταστήματα, κάτι σαν αποθήκες  καυσόξυλων, που διαθέτουν μιά ειδική  « κορδέλλα » που  κόβει τους  κορμούς  των δέντρων και  των κλαδιών  τους, και όλα αυτά τα αποθηκεύει ο ξυλέμπορος στήν ευρύχωρη  αυλή του. Ο πελάτης - που συνήθως είναι τακτικός για την κάθε χρονιά - πηγαίνει εκεί  και παραγγέλνει  μιά ποσότητα, που υπολογίζει ότι με αυτή θα βγάλει όλο το χειμώνα.

Υπολογίζει βέβαια έναν συνηθισμένο χειμώνα, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος ότι έτσι θα πάνε τα πράγματα. Λέει λοιπόν  στον ξυλέμπορο : « Θα μου δώσεις τρεις  χιλιάδες οκάδες ξύλα ( ας  πούμε κάπου  στα τέσσερις χιλιάδες  κιλά ), κι αν  δεν φτάσουν για  να βγάλουν το χειμώνα, εδώ  είμαστε και τα  ξαναλέμε ». Τα ξύλα  ζυγίζονται στην  αυλή, και  φορτώνονται στο αυτοκίνητο που  θα τα μεταφέρει. ( Μερικές  φορές, μεταφέρονται και με κάρρα, αυτό ήταν άλλωστε το συνηθισμένο σε πιό παλιές εποχές ). Και φτάνουν στον προορισμό τους, έξω από το σπίτι του πελάτη, όπου γίνεται και η εκφόρτωσή τους.

Τώρα μένει να μεταφερθούν μέσα στο σπίτι, δεν μπορούν  να μείνουν έξω, όχι επειδή θα τα κλέψουν - κι αυτό θα μπορούσε  να γίνει - αλλά για να  τοποθετηθούν στην κανονική θέση τους μέσα στην  αποθήκη, στην οποία δεν μπαίνει  νερό της βροχής. Πρέπει  να μείνουν ξερά μέχρι να καταναλωθούν  όλα, αν βραχούν, ή υπόθεση  είναι χαλασμένη. Και το λοιπόν, μεταφέρονται από τους ανθρώπους του σπιτιού, που συχνά  συνεπικουρούνται  και από παιδιά της γειτονιας ( συνήθως έναντι μικρής αμοιβής ), και τοποθετούνται στην αποθήκη. Εννοείται, ότι το  σπίτι είναι  μονοκατοικία  και διαθέτει  και τον  κατάλληλο  αποθηκευτικό  χώρο, αν τα σπίτια ήσαν σαν τα σημερινά διαμερίσματα, τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει.

Φτάνουμε έτσι στις πρώτες μέρες στις οποίες έχει αρχίσει να πέφτει η θερμοκρασία. Καιρός είναι να δοκιμάσουμε τη θερμαντική μας εγκατάσταση, θα βάλουμε μπρος την ξυλόσομπά μας. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε, ότι η θέρμανση γίνεται με θερμάστρες διαφόρων κατηγοριών, από τις πιό  φτωχικές, τις γνωστές  τότε  « πάπιες », μέχρι τις θερμάστρες από πορσελάνη, με  ενδιάμεσο τύπο  τις συνηθισμένες για όλο  τον κόσμο σόμπες, κατασκευασμένες με σκληρά μέταλλα, καλύμματα με χυτοσίδηρο και εσωτερική επένδυση της σόμπας με τούβλα, που κρατάνε τη θερμότητα, ίσως και μέχρι το πρωϊ. Υπάρχουν και  οι λεγόμενες « μασίνες », - μάλλον ρωσικής προέλευσης - με φούρνο στο πλάϊ της θερμαντικής  εστίας. Ταξικές λοιπόν διαφορές στο θέμα της  θερμάστρας, όποιος είναι πλούσιος, έχει πορσελάνη, η μεγάλη πλειοψηφία έχει τις συνηθισμένες καλές θερμάστρες, η  φτωχολογιά τις  « πάπιες », ιδού και εδώ ο διαχωρισμός σε τάξεις, που ήθελε να καταργήσει με την πάλη των τάξεων ο Μαρξισμός.

Αυτά για τη θερμάστρα που την τοποθετήσαμε, και σε λίγο μπάινει σε λειτουργία. Θα βάλουμε από πάνω τα καυσόξυλα, και θα  τα βάλουμε  φωτιά. Αλλά για  σταθείτε λίγο, τα ξύλα αυτά δεν παίρνουν  εύκολα φωτιά, ακόμα κι αν είναι  εντελώς ξερά. Πρέπει να ανάψει ένα ειδικό ξύλο πρωτύτερα, που αφού ζεστάνει τα παρακείμενα ογκώδη καυσόξυλα, θα μεταδώσει τη φωτιά και σ΄αυτά. Πρόκειται για το προσάναμμα, ένα εύφλεκτο ξύλο, που μπορεί να ήταν το δαδί, μπορούσαν να είναι και λεπτά κομμάτια καυσόξυλων. Και ιδού, η φωτιά  φουντώνει, και οι παγωμένοι από τη  χαμηλή θερμοκρασία του σπιτιού άνθρωποι, κάθονται τριγύρω από τη θερμάστρα, και απλώνοντας προς αυτήν τα χέρια τους, προσπαθούν να  « αρπάξουν » κάτι  από τη ζέστη που  εκπέμπει. Μέχρι να ανάψει στα γερά, και να ζεστάνει ολόκληρο το χώρο.

Αλλά τα πράγματα  κάποτε δεν  πηγαίνουν και τόσο  ομαλά. Ενας  ανάποδος άνεμος που πνέει έξω, εμποδίζει τη φωτιά να ανάψει κανονικά, κάνει τον αέρα που βρίσκεται μέσα στους σωλήνες - τα μπουριά - να επιστρέφει προς τα πίσω, οξυγόνο δεν υπάρχει με την παλινδρόμιση του αέρα, και ιδού η δυσκολία που ανέκυψε. Αλλά  υπομονή, με  κάμποσες απόπειρες που θα κανουμε, η φωτιά θα πάρει μπρος, πού θα πάει ; Ξέρουμε ότι ο επιμένων νικά, έτσι λέει το ρητό. Αν και δεν γίνεται αυτό πάντοτε.

Όλα λοιπόν είναι εν τάξει. Η θερμάστρα θα λειτουργεί καλά όλο τον χειμώνα. Αλλά συχνα, χρειάζεται και  κάποιο  « μερεμέτισμα », πρόκειται για  τους σωλήνες απαγωγής του καπνού προς τα έξω - τα  μπουριά - που από την  πολλή κάπνα που  μαζεύουν, παρουσιάζουν σημεία  « έμφράγματος », όπως συμβαίνει  στα στεφανιαία αγγεία  της καρδιάς. Λοιπόν, τί κάμνουμε τότε ; Πολύ απλό, τα βγάζουμε  από τη θέση τους, τα αποσυνδέουμε το ένα από το άλλο, τα καθαρίζουμε - κάτι σαν  το μπαλλονάκι που  κάμνουν οι καρδιοχειρουργοί - και τα ξαναβάζουμε στη θέση τους. Και είναι πάλι έτοιμα για να βγάλουν και το υπόλοιπο της σαιζόν.

Εκτός όμως από τη θερμάστρα, υπάρχει  και ένα άλλο μέσον  θέρμανσης, όταν βέβαια το κρύο δεν είναι πολύ έντονο. Είναι το τουρκιστί ονομαζόμενο « μαγκάλι », το λεγόμενο ελληνιστί  « πύραυνον ». Πρόκειται για  ένα κυκλικό  ορειχάλκινο σκεύος, πλατύ  προς τα επάνω, και στηριζόμενο σε ειδικό  « βάθρο » για να  ισορροπεί. Εκεί μέσα, τοποθετούνται ξυλάνθρακες, τα γνωστά  και μη εξαιρεταία  ξυλοκάρβουνα, που  τα βάζουμε φωτιά, τα  αφήνουμε στο ύπαιθρο να ανάψουν  και να  « χωνέψουν » καλά - για να μην  παράγεται μονοξείδιο του άνθρακα με την  ατελή κάυση  τους και μας  δηλητηριάζει - και το  φέρνουμε μέσα στο δωμάτιο. Καθόμαστε τριγύρω του, απλώνουμε  τα χέρια μας  προς αυτό, και παίρνουμε έτσι μιά ζεστασιά, αρκετή για να αντιμετωπισθεί το μέτριο κρύο που επικρατεί έξω.

Αυτά υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1950, τον  καιρό δηλαδή που  έκαναν την εμφάνισή τους οι επαναστατικές για την εποχή εκείνη  πετρελαιόσομπες. Θερμάστρες που έκαιγαν αντί για καυσόξυλα, πετρέλαιο. Ηταν κάτι το  επαναστατικό, που  όμως προκαλούσε  και κάτι που δεν το ξέραμε τότε, τη μόλυνση του περιβάλλοντος με τα προϊόντα της καύσης του πετρελαίου. Πάντως, τα πράγματα - σιγά σιγά  βέβαια, αυτά δεν γίνονται  εν μία νυκτί - άλλαξαν ριζικά, πάνε τα ξύλα και τα δαδιά, πάνε κι οι αποθήκες καυσόξυλων, τώρα  έρχεται το πετρέλαιο  με τα βυτία που μεταφέρουν το υγρό καύσιμο από το βενζινάδικο στο σπίτι. Εκεί, μπαίνει μέσα σε βαρέλια, και από αυτά στη θερμάστρα για τα περαιτέρω.

Βέβαια, πολύ πριν  κάνουν την εμφάνισή  τους οι θερμάστρες  πετρελαίου, υπήρχαν στις μεγάλες πόλεις τα γνωστά μας καλοριφέρ, που συνήθως λειτουργούσαν με τα παλιά μεσα, τα ξύλα και τα πετροκάρβουνα, λιγνίτης, κωκ, ανθρακίτης και τα λοιπά. ( Οι λιθάνθρακες αυτοί, ήσαν σε χρήση και σε θερμάστρες σπιτιών πρωτύτερα, αλλά συνήθως σε σπίτια εύπορων ανθρώπων ). Για τα  καλοριφέρ, τους  έκαιγαν σε ειδικούς χώρους  στα υπόγεια των πολυκατοικιών ( σ΄αυτές υπήρχαν  τα καλοριφέρ ), και  το νερό που  ζεσταινόταν  με την καύση των λιθανθράκων  αυτών, κυκλοφορούσε  σε όλους  τους χώρους  του κτιρίου. Που ήταν  συνήθως ένα ξενοδοχείο, μιά κρατική υπηρεσία και κάποια άλλα κτίρια, μεγάλα σχεδόν όλα.

Ξαναγυρίζουμε όμως στις θερμάστρες πετρελαίου, προχωρήσαμε  πολύ γρήγορα, όλα τα πράγματα με τη σειρά  τους. Κι αυτές  οι σόμπες είχαν  τους ίδιους  σωλήνες  « αποκομιδής » του καπνού, τα μπουριά, που όμως δεν γέμιζαν τόσο γρήγορα όσο  με την καύση  των ξυλανθράκων. Εβαζες το πετρέλαιο με το ειδικό  « κλειδί » στον πάτο της θερμάστρας, και του έδινες φωτιά, όπως γινόταν προηγουμένως και μετα καυσόξυλα, αλλά τώρα χωρίς το προκαταρκτικό προσάναμμα με το δαδί. Το πετρέλαιο ζεσταινότανε σιγά  σιγά, και κατόπιν ξεπηδούσε η φλόγα. Και σε λίγη ώρα, άρχιζε να ζεσταίνεται  ο χώρος. Πρέπει να  προσθέσουμε εδώ, ότι και πάλι λίγοι ήσαν οι χώροι που ήσαν θερμαινόμενοι, δεν υπήρχε σε κάθε χώρο και μιά θερμάστρα. Όπως γινότανε πρωτύτερα και με τις ξυλόσομπες.

Πρέπει να ήταν ένα πρωϊνό πριν από καμμιά σαρανταριά χρόνια. Από μιά αβλεψία - όλοι κάμνουμε λάθη, έτσι δεν είναι ; - αφήσαμε στη θερμάστρα του σπιτιού από  βραδύς να τρέξει πετρελαιο, χωρίς να θυμηθούμε να κλείσουμε τη  στρόφιγγα. Ετσι, η θερμάστρα πλημμύρισε από πετρελλαιο, και όταν άναψε η φωτιά το επόμενο πρωϊ, άρχισαν να  ακούγονται εκρήξεις, η μιά μετά από την άλλη. Κίνδυνος να γίνει μιά μεγάλη έκρηξη υπήρχε, και κλήθηκε αμέσως η πυροσβεστική υπηρεσία. Που κατέφθασε  μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αλλά ήδη το πράγμα είχε αρχίσει να  αποκαθίσταται  αυτόματα, δεν  χρειάστηκε να  γίνει κάποια  επέμβαση από μέρους των πυροσβεστών.  Λοιπόν, προσοχή  στις καινούργιες ανακαλύψεις, μέχρι να μάθουμε τα μυστικά της λειτουργίας τους.

Αυτά για τις πετρελαιοθερμάστρες, που  δημιούργησαν μιά  μικρή  επανάσταση στη θέρμανση πριν από αρκετές  δεκαετίες. Για να  έλθει με τη σειρά  της και η εποχή  της κεντρικής θέρμανσης, όχι μόνο  στις μεγάλες πόλεις  και στα μεγάλα  κτίρια που  είπαμε, αλλά στις καινούργιες κατοικίες που χτίστηκαν με την κατασκευή των κλουβιών που ονομάζουμε « διαμερίσματα ». Που άλλαξαν τελείως και την εμφάνιση  των πόλεων, αλλά ως ένα μέτρο, και των χωριών ακόμα. Και που  έχουν δημιουργήσει  καινούργιους τρόπους  θέρμανσης, καινούργια θερμαντικά σώματα και καινούργιους τρόπους  πληρωμής των εξόδων, που  δεν γίνεται τώρα με τους παραδοσιακούς παλιούς τρόπους, αλλά με τους διαχειριστές των διαμερισμάτων.

Οι χειμώνες τους παλιούς εκείνους  καιρούς, ήσαν  κατά  κανόνα  βαρείς, έκαμνε μεγάλο  κρύο και για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αν και έχω αναφερθεί και σε  άλλη περίπτωση στον χειμώνα του 1941, θα ξαναπώ κάποια πράγματα και τώρα. Ηταν ο πρωτος χειμώνας της κατοχής. Οι θερμοκρασίες - που δεν  μπορούσαμε να τις μετρήσουμε λόγω έλλειψης θερμομέτρων - ήσαν πολύ χαμηλές, θα μπορούσαμε να τις υπολογίσουμε  στους είκοσι και πολύ πιό κάτω βαθμούς κάτω από το μηδέν. Και να υπάρχουν πολλές  ελλείψεις, τόσο σε τρόφιμα, όσο και σε θερμαντικές ύλες, τα πράγματα  ήσαν πάρα πολύ άσχημα για τους  περισσότερους ανθρώπους, λίγοι ήσαν εκείνοι που μπορούσαν να τα φέρουν βόλτα εκείνη την εποχή.

Χιόνια πολλά δεν έπεσαν εκείνο το χειμώνα, που ήταν ίσως ο βαρύτερος ολόκληρου του εικοστού αιώνα. Αλλά  η παγωνιά φοβερή. Οι δρόμοι έμειναν παγωμένοι επί πολύ μεγάλο διάστημα, και όπου  υπήρχαν κατηφορικά  σοκκάκια, οι  άνθρωποι της πόλης  μας έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, σπάζοντας και  κανένα χέρι ή πόδι  μερικές φορές. Και πολλοί μπήκαν σε γύψινους νάρθηκες που τοποθετήθηκαν από τους γιατρούς που βέβαια είχαν φέρει  οι κατοχικές αρχές μέσα στο νοσοκομείο  της πόλης. Και από το πολύ  κρύο, έβλεπες  να κρέμονται οι σταλακτίτες - όπως αυτοί που υπάρχουν στα σπήλαια - από τις στέγες των σπιτιών. Και αυτοί οι σταλακτίτες, μήκους  μεγάλου, πάνω  από ένα δύο μέτρα  κάποτε, κράτησαν  επί βδομάδες πολλές μέχρι να λυώσουν, ήταν ένα θέαμα που δεν το βλέπεις σχεδόν καθόλου σήμερα.

Αυτά  μου ήλθαν  στο νού με τα  πρώτα κρύα  της χρονιάς αυτής. Που όπως όμως φαίνεται, θα  υποχωρήσουν  σε κάποιο βαθμό  σε λίγο, για να  ξαναρχίσουν μετά από  άγνωστο επί του παρόντος διαστημα, που ας ελπίσουμε ότι θα έλθει αργά. Και ότι δε θα κρατήσει το κρύο για πολύ καιρό, γιατί  δεν πρέπει  να ξεχνάμε  και την τιμή των  καυσίμων, που  είναι μάλλον αρκετά υψηλή, τουλάχιστον για μεγάλο πλήθος ανθρώπων.

Με τον ερχομό της κεντρικής θέρμανσης, επαυσε και η θέρμανση του ενός και μόνου χώρου σ΄ολόκληρο το  σπίτι, που κρατούσε  μέχρι τον ερχομό  του καλοριφέρ  επί χιλιάδες χρόνια. Του ενός χώρου, όπου μαζευόντουσαν όλα τα μέλη της οικογένειας, γονιοί, τα κάμποσα παιδιά - τότε υπήρχαν πολλά παιδιά - και ενδεχομένως και του παππού και της γιαγιάς. Κατάσταση που προκαλούσε μιά πιό στενή σχέση ανάμεσα στα μέλη της φαμίλιας. Αλλαγή ριζική λοιπόν και σ΄αυτόν τον τομέα, τώρα έχει ο καθένας το δικό του  δωμάτιο, στο οποίο πηγαίνει και απλώνει την αρίδα του, μέσα σε μιά όμορφη θερμοκρασία. Διαβάζει -αν διαβάζει βέβαια,  πράγμα που δεν συνηθίζεται και πολύ στις μέρες αυτές - κοιμάται το μεσημέρι, ακούει το ραδιόφωνο που υπάρχει σε όλους τους χώρους  του σπιτιού. Ακόμα, βλέπει  και τηλεόραση στη μικρή συσκευή  που έχει τοποθετήσει στο  δωμάτιο. Και το έτι  σημαντικότερο. Δεν πηγαίνει στο παγωμένο  υπνοδωμάτιό του, όπως στα  παλιά χρόνια  της θέρμανσης του ενός χώρου, όταν για να ζεσταθεί  το κρεββάτι του, περνούσε  πολλή ώρα. Στο διάστημα  της οποίας, τουρτούριζε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα και χτυπούσαν τα δόντια του από το κρύο.

Ετσι έχουν τα πράγματα σήμερα. Αλλά όχι σε  όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχει ακόμα πλήθος από  κατοικίες - τόσο  στις πόλεις, όσο  και πολύ περισσότερο  στις αγροτικές  περιοχές - που θερμαίνονται με θερμάστρες πετρελαίου, αλλά και με τις πιό παλιές σόμπες με καυσόξυλα. Όπως και πριν από δεκαετίες. Που μπορεί να είναι η θέρμανση  σε έναν μόνο χώρο, μπορεί να είναι και σε  άλλους, το  να μην έχει κανείς καλοριφέρ, δεν  σημαίνει  ότι πρέπει σώνει και καλά να μένει στον ένα  και μοναδικό  θερμαινόμενο  χώρο, και να  πηγαίνει τη νύχτα να κοιμηθεί τρέμοντας από το κρύο.

Και λοιπόν, υπάρχουν και θερμάστρες πετρελαίου, και  οι παλιότερες ακόμα θερμάστρες με καυσόξυλα.Υπάρχουν και προμηθευτές καυσόξυλων. Για να μας θυμίζουν για κάποιο διάστημα, τις παλιές μέρες με  τις πάπιες, τις  σιδερένιες  και τις πορσελάνινες  θερμάστρες. Που αν τις εχεις σήμερα, να  τις κρατάς σαν κόρη οφθαλμού, σε λίγο καιρό θα έχουν γίνει  « αντίκες », και η αξία  τους μπορεί να είναι πολύ μεγάλη, όπως συμβαίνει με όλες τις παλιατσαρίες που έχουμε από τα παλιά χρόνια, από τις παλιές εποχές.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου