« Ο Ι Κ Ο Ι Ε Υ Γ Η Ρ Ι Α Σ »
Όταν δεν θέλουμε να ονομάσουμε κάτι με το ακριβές όνομά του για να μην θίξουμε κάποιους ή τα κακώς κείμενα, του δίνουμε ένα διαφορετικό όνομα, ένα όνομα που δεν σοκάρει ούτε εμάς, ούτε τους άλλους. Δεν είναι λ.χ. σωστό - η ευγένεια αυτό υπαγορεύει - να λέμε σε κάποιον ότι είναι ψεύτης, πρέπει να του πούμε ότι « λέει ανακρίβειες ». Βέβαια, και οι δυό ορισμοί είναι ταυτόσημοι, όμως ο δεύτερος δεν « χτυπάει » άσχημα, είναι πιο διακριτικός, κι αυτός προς τον οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα αντιδρούσε αν τον αποκαλούσαμε κατάμουτρα ψεύτη. Αυτό είναι ένα παράδειγμα, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αλλάξουμε έναν όρο με έναν άλλο ταυτόσημο, για κάποιους όμοιους λόγους, για να ωραιοποιήσουμε κάποια πράγματα που αν τα λέγαμε με το όνομά τους θα κάμναμε άσχημη εντύπωση.
Μετά από αυτή τη μικρή, αλλά νομίζω απαραίτητη, εισαγωγή, ερχόμαστε στο θέμα που θα μας απασχολήσει. Και κάμνοντας την αρχή, λέμε ότι οι άνθρωποι κάμνουν παιδιά. Και γιατί κάμνουν παιδιά ; Υπάρχουν διάφοροι λόγοι, που δεν μπορώ να τους απαριθμήσω όλους, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τους ξέρω όλους. Κατ΄αρχάς, θέλουν να έχουν κάποιους που θα τους διαδεχτούν, όπως ο βασιλιάς κάμνει παιδιά για να κληρονομήσουν το θρόνο. Βέβαια, οι απλοί άθρωποι δεν έχουν θρόνους, έχουν όμως κάποιο όνομα, αυτό ίσως θέλουν να αφήσουν. Θα μου πείτε ότι αυτό το όνομα δεν μπορεί να διατηρείται εσαεί, κάποιοι από τους απόγο -νους δεν θα κάνουν αγόρια, θα κάνουν κορίτσια, που - παρά το νόμο - δεν θα πάρουν το επίθετο των γονιών τους, και έτσι τέρμα τα δίφραγκα.
Εκτός από τους θρόνους και τα ονόματα, υπάρχουν και κάποιες περιουσίες, μικρές, μέτριες ή και μεγάλες. Σε ποιόν θα τις αφήσουν ; Αν δεν τις πάρει κάποιος πλάγιος συγγενής, θα τις πάρει το κράτος. Αυτό δεν είναι δίκαιο, να παλεύεις μιά ολόκληρη ζωή να βάλεις ένα κεραμίδι στο κεφάλι σου ( που λέει ο λόγος ), και να έρχεται το αδηφάγο δημόσιο να σου το παίρνει. Και πάλι θα μου πείτε ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν να αφήσουν απολύτως τίποτε στα παιδιά τους, εκτός ίσως από κάποια χρέη. Μάλιστα, αντιλαμβάνομαι την ένστασή σας. Αλλά καλύτερα να παρακάμψουμε το ζήτημα, δεν θα κατάπιαστούμε τώρα με ενοχλητικές λεπτομέρειες.
Ενας απώτερος λόγος - που συνήθως δεν αναφέρεται - είναι ότι μέσω των παιδιών τους, οι γονείς προσδοκούν να αποκτήσουν εγγόνια, είναι αρκετά σημαντική αυτή η προσδοκία. Μπορεί τελικά να μην αποκτηθούν τα εν λόγω εγγόνια, όμως η προοπτική υπάρχει εξ αρχής. Τον είπαμε λοιπόν κι αυτόν το λόγο. Πάμε παρακάτω.
Ο παράγοντας « φύση ». Όλα τα έμβια όντα αποκτούν - ασυνείδητα βέβαια - απογόνους, αυτό πρέπει να ισχύει υπό ασυνείδητη ή συνειδητή μορφή και στο ανώτερο είδος, τον άνθρωπο. Η φύση έχει δώσει ακόμα και στον άνθρωπο μερικά στοιχειώδη ένστικτα - λιγότερα από των ζώων, αλλά οπωσδήποτε απαραίτητα - όπως το ισχυρότατο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που χωρίς αυτό θα εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού όλοι οι άνθρωποι από προσώπου γής. Είναι λοιπόν κι αυτός ένας παράγοντας, η φύση επιθυμεί τη διαιώνιση του είδους, όχι την εξαφάνισή του. Τώρα, αν μερικά ή πολλά είδη έχουν εξαφανιστεί ή κινδυνεύουν να εξαφανιστούν παρά τη θέληση της φύσης, αυτό όπως ξέρουμε οφείλεται στην επέμβαση του ανθρώπου, τι τα θέλουμε βρε αδερφέ τα τόσα πολλά είδη, ας είναι λιγότερα ώστε να λιγοστέψουμε και τις σελίδες των σχολικών βιβλίων της ζωολογίας.
Ωραία τα είπαμε νομίζω ως εδώ. Τώρα θα πρέπει να αναφερθούμε στις σχέσεις μεταξύ γονιών και απογόνων. Ο Οσκαρ Ουάϊλντ έγραψε κάποτε το εξής : « Τα παιδιά δεν μπορούν να αγαπούν τους γονείς τους. Πολλές φορές τους μισούν. Στην καλύτερη περίπτωση απλώς τους ανέχονται ». Είναι αλήθεια αυτό ; Ο Σίγκμουντ Φρόϋντ έχει άλλη γνώμη. Λέει ότι υπάρχει ένα σύμπλεγμα ανάμεσα στον γιό και τη μητέρα του, το λεγόμενο « Οιδιπόδειο σύμπλεγμα ». Η μητέρα αγαπά ιδιαίτερα το γυιό, κι απ΄την άλλη μεριά, η πρώτη « ερωμένη » του αγοριού, είναι η μητέρα του. Κάτι ανάλογο υπάρχει και ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Ο πατέρας έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη θυγατέρα του, κι από την άλλη μεριά,ο πατέρας είναι ο πρώτος « εραστής » της θυγατέρας. Και αντί για Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, εδώ έχουμε το « σύμπλεγμα της Ηλέκτρας ». Όλα αυτά βέβαια με τις απαραίτητες εξαιρέσεις,που μπορεί να είναι και αρκετές.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, από τα πολύ παλιά - δεν ξέρω πόσο παλιά - χρόνια, όταν οι γονείς έφταναν σε μιά προχωρημένη ηλικία, ήταν κοινωνικό θέσφατο να αναλαμβάνουν τα παιδιά τη συντήρησή τους, καθώς οι ίδιοι οι γονείς έβγαιναν έξω απ΄την παραγωγική διαδικασία, και ήσαν ανήμποροι να προσφέρουν υπηρεσίες, εκτός εξαιρέσεων. Το κοινωνικά αποδεκτό στις μικρές τότε κοινωνίες, ήταν να πάρει κοντά του ο γυιός ή η κόρη, τους γονείς και να τους « γηροκομήσει », για να χρησιμοποιήσουμε μιά μάλλον πρόσφατη έκφραση. Ο γυιός ή η θυγατέρα που δεν θα ακολουθούσαν αυτόν τον κανόνα, ήσαν αποδιοπομπαίοι τράγοι από την κοινωνία.
Αλλά όπως φαίνεται, υπήρχαν και εδώ εξαιρέσεις. Χαρακτηριστική είναι η ιστοριούλα που αναφέρεται σε μιά οικογένεια στο Ντέρμπυ της Κεντρικής Αγγλίας, που συνέβη στα τέλη του δέκατου όγδοου ή τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Ο πατέρας ήταν γέρος, και ο γυιός του απόφάσισε να τον διώξει απ΄το σπίτι, ίσως παρακινούμενος από τη γυναίκα του, αυτό πάντως δεν αναφέρεται στο ιστορικό. Σηκώθηκε λοιπόν ένα πρωϊ, και ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι, προφασιζόμενος κάποιους λόγους, ίσως οικονομικούς.
Ο πατέρας συγκατένευσε, δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει κι αλλοιώς. Υπήρχε κι ένας εγγονός, ονόματι Τομ. Τη στιγμή που ήταν να φύγει ο πατέρας -ή παπούς - από το σπίτι, ο πατέρας του Τομ φώναξε τον μικρό εγγονό και του είπε : « Ξέρεις, ο παπούς πρέπει να φύγει από το σπίτι. Να πάς κάτω στο κελλάρι και να φέρεις εκείνη την κόκκινη κουβέρτα, να του τη δώσουμε για να τυλίγεται μ΄αυτήν και να μην κρυώνει. » Ο μικρός - αμίλητος - κατέβηκε στο κελλάρι, και ύστερα από λίγο ανέβηκε κρατώντας την κουβέρτα και μαζύ ένα μεγάλο ψαλλίδι. Οταν ο πατέρας του τον ρώτησε τι το ήθελε το ψαλλίδι, ο εγγονός απάντησε : « Ξέρεις πατέρα, αυτή η κουβέρτα είναι πολύ μεγάλη, σχεδόν διπλάσια απ΄ τις κανονικές. Ετσι σκέφτηκα να την κόψουμε στα δύο, να πάρει ο παπούς τη μισή, και την άλλη μισή θα τη δώσω σε σένα όταν μεγαλώσω και σε διώξω απ΄ το σπίτι ». Ο πατέρας του Τομ έμεινε κεραυνόπληκτος όταν άκουσε αυτά τα λόγια και μετανόησε για την απόφαση που είχε πάρει. Η ιστορία αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη όπως φαίνεται στην Αγγλία, και μεταξύ άλλων, δείχνει έντονα την αγάπη των εγγονιών στους παπούδες και τις γιαγιάδες τους.
Φαίνεται ότι συχνά τα παιδιά δεν τα πήγαιναν καλά με τους γονείς τους. Στο Δεκάλογο, τις Δέκα εντολές που συναντάμε στο βιβλίο της Εξόδου στην Παλαιά Διαθήκη, η Πέμπτη εντολή που δίνεται από το Θεό λέει « Να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου έτσι ώστε να ζήσεις πολλά χρόνια στη χώρα που σου δίνω ». Εδώ βλέπουμε ότι δεν λέει « Να αγαπάς τον πατέρα και τη μητέρα σου », αλλά « να τους τιμάς ». Βλέπετε η αγάπη δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική, ούτε τα Οιδιπόδεια συμπλέγματα και τα συμπλέγματα της Ηλέκτρας. Υποχρεωτική όμως είναι η απόδοση τιμής στους γονείς. Στην ίδια νομοθεσία διαβάζουμε ότι « όποιος κακολογεί τον πατέρα ή την μητέρα του, να θανατώνεται με λιθοβολισμό ». Όλα αυτά δείχνουν χωρίς αμφιβολία, ότι ο κανόνας της περίθαλψης των γερόντων από τους απογόνους τους, δεν εφαρμοζόταν πάντοτε κι από όλους.
Πάντως, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, όντως τα παιδιά - είτε από κοινωνικούς είτε από θρησκευτικούς λόγους - αναλάμβαναν τη φροντίδα του « γηροκομείν » τους γονείς. Την εποχή εκείνη, ο ανήμπορος γονιός δεν είχε κανένα συνήθως πόρο ζωής, παρεκτός κι αν ήταν πλούσιος. Δεν είχε κανενός είδους σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας, έπρεπε να τον περιθάλψει κάποιος. Κι αυτό το « καθήκον », έπρεπε να το αναλάβει ένα ή εκ περιτροπής και τα άλλα παιδιά, έτσι έλεγε ο άγραφος κοινωνικός νόμος.
Θα ήταν μάταιο να περιμένουμε να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση και μετά την έναρξη παροχής συντάξεων στους ηλικιωμένους και απόμαχους της εργασίας. Ο γέροντας είχε ένα δικό του εισόδημα, έστω μικρό. Επρεπε λοιπόν να χωρίσει απ΄τα παιδιά του, να μην συγκατοικεί στο ίδιο σπίτι. Αυτό και φυσικό και λογικό ήταν. Δεν εφαρμόστηκε στην αρχή από όλους, αλλά όσο ο καιρός περνούσε, η νέα κατάσταση όλο και επικρατούσε. Εως ότου σήμερα να έχει γίνει πιά θεσμός, καθώς μάλιστα και οι ιδιοι οι γονείς δεν θέλουν να αναμιγνύονται στα των παιδιών τους, πράγμα που αποφεύγει και τις κάποιες λίγες ή και πολλές προστριβές.
Οι γονιοί λοιπόν μένουν στο δικό τους σπίτι. Αλλά έρχεται και η περίπτωση που ο γονιός - που ενδεχομένως έχει μείνει μόνος - είναι σε αληθινή ανημποριά λόγω ασθενείας ή αναπηρίας. Τι γίνεται τότε ; Αυτό που επικρατεί - όχι κατά κανόνα βέβαια - είναι να εισαχθεί σε ένα ευαγές ίδρυμα όπου να μένει και να του προσφέρονται και ιατρικές φροντίδες. Ψάχνουμε λοιπόν και βρίσκουμε ένα τέτοιο ίδρυμα που φέρει το κατ΄ ευφημισμόν όνομα « Οίκος ευγηρίας », τουτέστιν μεθερμηνευόμενον « Ένα σπίτι όπου περνάς όμορφα γηρατειά ».
Μερικοί από αυτούς τους « Οίκους » είναι αρκετά καλοί ή και καλοί πραγματικά. Φαίνεται όμως ότι - κυρίως στις μεγάλες πόλεις της δικής μας χώρας - πολλοί από αυτούς τους οίκους δεν παρέχουν ευπρεπή διαβίωση στους ενοίκους τους. Εχουμε δεί κάποιες φορές στην τηλεόραση, κάποιους τέτοιους οίκους, βρώμικους, με κακές υπηρεσίες, παρά το ότι πέφτουν αρκετά χρήματα από μέρους των ενοίκων τους. Και στην περίπτωση αυτή, αντί να μιλάμε για οί-κους ευγηρίας », θα έπρεπε να τους ονομάζουμε « οίκους δυσγηρείας », άκου ορισμό να σου πετύχει !
Το « κλείσιμο » των ηλικιωμένων σε Γηροκομεία, ( ας χρησιμοποιήσουμε επί τέλους τον αληθινό όρο αντί του κατ΄ ευφημισμόν ), δεν αντιστρατεύεται πιά τους κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας. Πήρε τη συνταξή του ο άνθρωπος, καλό είναι να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου θα αισθάνεται πιό άνετα, συντροφιά με ομήλικούς του, όπου θα βλέπει ανενόχλητος την τηλεόρασή του και θα ακούει το ραδιόφωνό του, θα διαβάζει την εφημερίδα ή το βιβλίο του, κι όλα αυτά χωρίς να ενοχλεί τα παιδιά και τα εγγόνια του, όμορφα δεν είναι έτσι ; Συμφωνώ απόλυτα ότι είναι πράγματι - μα ποιός το έλεγε αυτό το « πράγματι », δεν μπορώ να θυμηθώ - ότι είναι πράγματι καλύτερα να είναι έτσι τα πράγματα, αυτό επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής που είναι πολύ διαφορετικός από άλλοτε.
Εκείνο που κάμνει θλιβερή την κατά τα άλλα καλή αυτή προσαρμογή της κατάστασης, είναι η αδιαφορία και η εγκατάλειψη που νοιώθουν οι ηλικιωμένοι και έγκλειστοι στα Γηροκομεία. Τους έχουμε ακούσει στις δηλώσεις που καμνουν στα τηλεοπτικά κανάλια. « Με εγκαταλείψανε όλοι. Δεν έρχεται να με δεί κανείς. Ο γυιός μου και οι κόρες μου, κατοικούν εδώ, στην Αθήνα, κι όμως δεν έρχονται ούτε στις μεγάλες γιορτές να με δούνε ». Λοιπόν, δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εφαρμογής του « τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου ».
Πάντως, όλα αυτά τα πράγματα γίνονται κατά κανόνα τις πολύ μεγάλες πόλεις, τα ακούμε για την Αθήνα αλλά όχι και για τις επαρχιακές πόλεις, όπου ο κύκλος είναι μικρός, και αυτού του είδους οι συμπεριφορές κρίνονται άσχημα από το μικρό περιβάλλον της πόλης. Υπάρχει ακόμα και η περίπτωση να θέλουν τα παιδιά να κρατούν στο σπίτι τους τους γονείς - συνήθως τον ένα εναπομείναντα - αν έχουν αρκετό χώρο βέβαια, τα σημερινά σπίτια είναι ως γνωστόν « κοτέτσια » κατά το πλείστον. Υπάρχει και η οικονομική πλευρά του θέματος. Ο γέροντας γονιός έχει ένα εισόδημα από τη σύνταξή του και ίσως και από άλλες πηγές, είναι πολύ φυσικό να μετέχει στα έξοδα της οικογένειας με το μεγαλύτερο αν όχι όλο το εισόδημά του. Είναι λοιπόν σε τέτοιες περιπτώσεις ευπρόσδεκτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου