Π Ω Σ Η Τ Α Ν, Π Ω Σ Ε Γ Ι Ν Ε Κ Α Ι Π Ω Σ Θ Α Γ Ι Ν Ε Ι ;
Γυρνάμε πίσω έξι χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας. Μήπως μπορεί κανείς να μας εμποδίσει από του να κάνουμε το πισωγύρισμα αυτό ; Ασφαλώς και όχι, κανένας γραπτός ή άγραφος νόμος δεν το απαγορεύει αυτό το πράγμα. Αλλά γιατί να κάνουμε την οπισθοχώρηση αυτή, έτσι στα καλά καθούμενα ; Υπάρχει λόγος, τόση επιστροφή δεν μπορεί να γίνεται χωρίς κανένα λόγο, έτσι δεν είναι ;
Και ποιός να είναι αυτός ο λόγος που μας αναγκάζει κατά κάποιο τρόπο να πάμε προς τα πίσω ; Και γιατί πίσω θα πρέπει να πάμε επί του προκειμένου, μιάς και δεν αναφέρθηκε ούτε ο λόγος της οπισθοχώρησης αυτής ; Λοιπόν, αρκετά φλυαρήσαμε, πρέπει να πούμε και την αιτία που μας ωθεί να γυρίσουμε την ιστορία – γιατί περί ιστορίας πρόκειται – που είναι μία και μοναδική : Να δούμε την ιστορική πόλη μας στην πορεία της μέσα από τους αιώνες.
Λοιπόν, θα πάμε έξι χιλιάδες περίπου χρόνια πίσω από τη σημερινή εποχή. Θα πάμε στο τέλος της νεολιθικής περιόδου, που στη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και μάλλον και στην Κίνα, είχε ήδη φτάσει. Στην Ευρώπη όμως θα φτάσει κάπου πέντε αιώνες αργότερα, περίπου στις τρεις χιλιάδες πεντακόσια χρόνια π.Χ. εποχή. Εδώ στην περιοχή μας, λοιπόν, είμαστε ακόμα στο τέλος της νεολιθικής εποχής, δεν έχει έλθει ακόμα η εποχή του χαλκού, που θα κα-θυστερήσει πεντακόσια περίπου ακόμα χρόνια.
Εκεί λοιπόν στο τέσσερις χιλιάδες περίπου π.Χ., έρχονται να κατοικήσουν στην περιοχή μας, όχι μόνο της πόλης μας, αλλά και της πεδινής περιοχής που τη διαρρέει ο ποταμός Αγγίτης – παραπόταμος του Στρυμώνα – μιά φυλή Πελασγών, όπως ονόμαζαν οι από την Ευρώπη κατερχόμενοι Ελληνες τους ντόπιους που έβλεπαν στην Ελλάδα, αν και μιά μόνο φυλή είχε αυτό το όνομα, αλλά το έδωσαν οι νεοεισέρχομενοι από πάνω Ελληνες σε όλες τις φυλές που κατοικούσαν τότε τη χώρα. Από αυτό λοιπόν το Πελασγικό φύλο, ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι της πεδιάδας της Δράμας, αλλά και ίσως και των Σερρών.
Γιατί προτίμησαν όμως αυτή την περιοχή και όχι καμμιά άλλη παραδιπλανή ; Πολύ απλά, επειδή το κύριο μέλημα των ανθρώπων που πήγαιναν πάντοτε να βρούνε ένα μέρος να εγκατασταθούν, ήταν να υπάρχει εκεί κοντά τους νερό, το πρώτο και απαραίτητο στοιχείο για τον άνθρωπο, αλλά και για όλα γενικά τα πλάσματα.
Είναι πολύ λοιπόν φυσικό, οι πρώτοι αυτοί Πελασγοί, να εγκαταστάθηκαν στην πλαγιά που βρίσκεται πάνω από τις πηγές της τώρα ονομαζόμενης Αγίας Βαρβάρας, στην ανηφοριά που πάει προς τα πάνω. Και βέβαια, οι κατοικίες αυτών των ανθρώπων, δεν ήσαν καμωμένες από πέτρες και τούβλα, ήσαν απλά καλύβες, φτιαγμένες από κορμούς δέντρων, δέρματα ζώων και άλλα παρόμοια υλικά.
Πέρασαν κάπου δυό χιλιάδες χρόνια, και η κατάσταση πήγαινε καλά στους μικρούς συνοικισμούς της περιοχής, οι άνθρωποι ψάρευαν στα ποτάμια – και στην Αγία Βαρβάρα βέβαια – και κυνηγούσαν με τα τόξα τους τα άγρια ζώα, που ύστερα τα έφερναν στην καλύβα τους, στη γυναίκα τους. ( Τω καιρώ εκείνω, οι άντρες είχαν και γυναίκες, πράγμα που φαίνεται ότι σιγά σιγά, πάει να εκλείψει σε μιά κοντινή προσεχή εποχή μας ).Κι εκείνη τα μαγείρευε και όλοι μαζύ, πατέρας, μητέρα και παιδιά, έτρωγαν τον επιούσιον άρτος τους, αν καί ίσως δεν υπήρχε ακόμα άρτος.
Φτάσαμε έτσι στα δυό χιλιάδες χρόνια π.Χ, και η κατάσταση μέσα σε λίγο σχετικά καιρό άλλαξε. Από την κεντρική Ευρώπη, ξεκίνησαν δυό ευρωπαϊκές φυλές για να κατέβουν στα νότια. Η Ελληνική φυλή των Αχαιών, που τράβηξε κατ΄ευθείαν προς την Πελοπόννησο, και έφτιαξε το βασίλειο των Μυκηνών, και η Γερμανική φυλή των Θρακών – Τρακς ίσως να το προφέρανε το όνομά τους – που ήλθαν στα νότια της Βουλγαρίας, στη Θράκη, από τις εκβολές του ποταμού Στρυμώνα, όπου οι εκεί εγκατασταθέντες Θράκες, είχαν το όμομα Ηδωνες -μέχρι τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν γραφή, μέχρι που πήγαν εκεί μετά από τεσσεράμισυ χιλιάδες, οι Ταταρικής προέλευσης Βούλγαροι και αναμείχτηκαν με τους Θράκες και έγιναν μία μικτή φυλή – και τότε πήγαν εκεί ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος και τους δίδαξαν το γνωστό αλφάβητό τους.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους Θράκες που κατοίκησαν την περιοχή και την πόλη μας. Είχαν και έναν ας τον πούμε « θεό » πανηγυρτζίδικο, τον Μπαχ – έτσι πρέπει να τον έλεγαν – τον οποίο πήραν και οι Ελληνες κάποτε και τον προφέρανε Βάκχο. ( Δεν θα μπορούσε ο Βάκχος με τα μυστήριά του, να είναι θεός με τέτοιο όνομα, δεν ταιριάζει στην ελληνική γλώσσα αυτό το « κχ », αντίθετα το Μπαχ φαίνεται γερμανικό. Πλήθος Γερμανών έχουν αυτό το όνομα, και πολλοί από αυτούς είναι και μουσικοί, δηλαδή Βάκχοι ).
Οι Γερμανοθράκες αυτοί, σε αρκετές τότε περιφέρειες έμειναν χωρίς επιμειξίες, αλλά αργότερα αναμείχτηκαν με άλλους λαούς, Βούλγαρους στη νότια Βουλγαρία – όταν ήλθαν οι Βούλγαροι - και Μακεδόνες νωρίτερα, όταν το τριακόσια πενήντα περίπου π.Χ. πέρασε ο Φίλιππος τον Στρυμώνα, που ήταν το σύνορο του βασιλείου της Μακεδονίας, και μπήκε στην Ανατολική Μακεδονία και έφτασε μέχρι τον Νέστο, που αποτέλεσε το καινούργιο σύνορο του βασιλείου της Μακεδονίας. ( Σημειωτέον, ότι η λέξη Νέστος είναι παλαιογερμανική, θα προφερόταν μάλλον κάπως σαν « Νέστεν » ).
Τα χρόνια και οι αιώνες περνούσαν ο ένας μετά τον άλλο. Το βασίλειο της Μακεδονίας διαλύθηκε από τους Ρωμαίους, που τους διαδέχτηκε η Βυζαντική αυτοκρατορία. Από τους πρώτες εποχές της Ρωμαϊκής και της Ρωμαιοβυζαντινής περιόδων, βρέθηκαν στην πόλη μας, ευρήματα σχετικά με στήλες αναμνηστικές σε τάφους της εποχής, που τις έκλεψαν οι Βούλγαροι το χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, αφού όμως τα είχαν αφημένα οι Ελληνικές αρχές. Σαν να μην μπορούσαν να τις βάλουν σε ένα μουσείο της Θεσσαλονίκης, μιάς και η πόλη μας δεν διέθετε τότε μουσείο. Εκτός όμως από αυτά τα χνάρια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, έμειναν και τα υπολείμματα των τειχών της πόλης, που θα πρέπει να χρονολογούνται από τη Ρωμαϊκή - και πολύ πριν ακόμα περίοδο – και που βρίσκονται στα ψηλά της περιοχής της Αγίας Σοφίας.
Από τη Βυζαντινή περίοδο δεν έχουμε τίποτε – τουλάχιστον ο γράφων – το σημαντικό να σημειώσουμε. Και φτάνουμε στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής περιόδου. Είμαστε στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα, κάπου στο χίλια τριακόσια πενήντα, όταν ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Ντουσάν, κάμνει μιά επιδρομή στη διαλυμένη ήδη – εκτός του Μυστρά – Ελλάδα, και φτάνει μέχρι τους Δελφούς. Και φτάνει και στη Δράμα, που την καταλαμβάνει, αντιστάσεως μη ούσης. Και την κρατά μέχρι το χίλια τριακόσια ογδόντα τρία, οπότε έρχονται οι Τούρκοι, διώχνουν τους Σέρβους, και καταλαμβάνουν την πόλη.
Κατά το διάστημα της Τουρκοκρατίας που κράτησε πολλούς αιώνες, δεν έχουμε τίποτε το σπουδαίο προς σημείωση εκτός από την επίσκεψη του διάσημου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, που περιγράφει τη Δράμα σαν μιά πολύ όμορφη – από άποψη φυσικής ομορφιάς – πόλη, κάπου στο χίλια εξακόσια εξήντα εφτά. Και περνάμε στα χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης το χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ.
Μιά απογραφή του πληθυσμού που φαίνεται να έγινε το χίλια εννιακόσια πέντε, έδειχνε τον πληθυσμό της πόλης στους πέντε χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίος οι περισσότεροι ήσαν Τούρκοι, αρκετοί Εβραίοι και Αρμένιοι, και λίγοι Ηπειρώτες που είχαν έλθει στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και κατοικούσαν στην περιοχή των εκπαιδευτηρίων. Πολύ σημαντική ήταν η παρουσία και το έργο του μητροπολίτη Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσόστομου, που έπεσε θύμα των Τούρκων κατά τη σφαγή της Σμύρνης το χίλια εννιακόσια είκοσι δύο.
Λίγο μετά το χίλια εννιακόσια είκοσι, φτάνουν στην πόλη χιλιάδες πολλές προσφύγων από την Μικρά Ασία και τη Ανατολική Θράκη, και ο πληθυσμός της πόλης ανεβαίνει ραγδαία. Στη απογραφή του χίλια εννιακόσια τριάντα ένα, ο πληθυσμός βρίσκεται στις τριαντατρείς χιλιάδες κατοίκους, όλους σχεδόν πρόσφυγες. Και αρχίζει μιά μεγάλη ανάπτυξη σε όλους τους τομείς στην πόλη και την περιφέρεια.
Ας δούμε για λίγο την κατάσταση όπως φαίνεται να επικρατεί στην πόλη τη δεκαετία του τριάντα. Η περιοχή γύρω από την κεντρική πλατεία, φαίνεται σε γενικές γραμμές να είναι όπως και σήμερα. Τη λαίκή αγορά θα τη βρούμε λίγο πάνω από τη αρχή της σημερινή οδό Πατριάρχου Διονυσίου, στη κάθοδο της Δεκάτης ενάτης Μαϊου – τέως Κέννεντυ – και έχει το όνομα « Ατ – Παζάρ » ( δηλονότι αγορά των αλόγων ). Ετσι μου φαίνεται να είναι η κατάσταση, αλλά μπορεί να κάμνω και κάποιο μικρό λάθος. Υπάρχει και η δημοτική αγορά, στο βόρειο μέρος του δημοτικού κήπου, είναι στεγασμένη – ολόκληρο κτίριο – και εκεί μέσα υπάρχουν πάσης φύσεως μαγαζιά, κρεοπωλεία, λαχαναγορά και λοιπά.
Οι κεντρικοί δρόμοι και οι συνοικίες, είναι όπως τις βλέπουμε και σήμερα, με άλλες κατάσκευές σε πολλά από κτίριά τους. Οι νότιες συνοικιες, οι ανατολικές, οι βόρειες και η δυτική που βρίσκεται στο δρόμο προς την Προσοτσάνη, είναι στα ίδια μέρη, όπου βρίσκονται και σήμερα. Τα δημόσια κτίρια, είναι εγκατεσπαρμένα σε παλιές οικοδομές, σε διάφορα σημεία της πόλης. Δυσκολεύονται πολύ οι πολίτες να τρέχουν από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο για να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητές τους με το κράτος.
Στη δεκαετία του τριάντα, η πόλη γεμίζει κάθε χρόνο από πολλά φράγκα, το χρήμα ρέει άφθονο, και η αιτία του φαινομένου, είναι οι πωλήσεις προς την Ευρώπη των καπνών που καλλιεργούνται στο νομό – όπως και στο διπλανό νομό της Ξάνθης – που είναι εξαιρετικής ποιότητας. Τον αγοράζουν ευρωπαϊκές εταιρείες, και τον αναμειγνύουν σε αναλογία πέντε τοις εκατό με κοινά καπνά. Εφτασε μάλιστα να πουλιέται μιά χρονιά – ή και δύο – μιά χρυσή άγγλική λίρα η οκά. Η Αυστροελληνική εταιρεία είναι ο κυριώτερος αγοραστής του καπνού αυτού, και οι εγκαταστασεις της βρίσκονται ακόμα στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας.
Αποτέλεσμα της μεγάλης κυκλοφορίας χρημάτων στην αγορά της πόλης, είναι και η δημιουργία πολλών - μάλλον δυσώνυμων - νυχτερινών κέντρων, καμπαρέ δηλαδή, όπου χορεύουν κοπέλλες από την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Το πιό διάσημο καμπαρέ από όλα, ήταν ο διαβόητος « Μαύρος Γάτος ». Μόνο το καζίνο έλειπε την εποχή εκείνη από την πόλη.
Αλλά η πόλη έχει και πολύ πιό σοβαρά πράγματα την εποχή εκείνη. Στην οδό Περδίκα, κοντά στα Εκπαιδευτήρια, βρίσκεται το Ωδείο της πόλης, που μάλιστα διδάσκουν και Γερμανοί καθηγητές, και δίνει παραστάσεις κλασσικής μουσικής στον κινηματογράφο «Μέγα ».
Κινηματογράφοι υπήρχαν στην πόλη από τις αρχές της δεκαετίας του τριάντα, μάλλον και νωρίτερα. Ηταν ο « Μέγας » - το σημερινό « Ολύμπιον » - το « Πάνθεον » στην οδό Αδριανουπόλεως, και λίγο πριν τον πόλεμο, άνοιξε τις πύλες του και το « Αττικόν », απέναντι από το Δημαρχείο. Υπήρχαν και θερινοί, όπως τα « Διονύσια », κοντά στα Εκπαιδευτήρια, και ένας ακόμη, λίγο πιό πάνω από τα εκπαδευτήρια, και απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα.
Το πρώτο γήπεδο όπου παίχτηκε ποδόσφαιρο από την πρώτη ομάδα της πόλης, τη Δόξα, ήταν το γήπεδο που βρίσκεται απέναντι από το Νοσοκομείο, εκεί που είναι σήμερα η σχολή νοσηλευτριών. Το χίλια εννιακόσια είκοσι επτά, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του στρατηγού Κοιμήση και με δωρεές οικοπέδων από τους Ηπειρώτες που είχαν και τα σπίτια τους εκεί κοντά, το σημερινό γήπεδο της Δόξας, με ξύλινες εξέδρες, σκεπασμένες – μάλιστα είχαν και σκέπαστρα – με τσιγκολαμαρίνες.
Το πρώτο αληθινά γυμνασιακό κτίριο όμορφης κατασκευής,ίσως το πιό όμορφο στη χώρα, χτίστηκε το χίλια εννιακόσια τριάντα έξι. Ηταν δίπλα στο στάδιο, και από το γυμνάσιο αυτό, πήρε και ο γράφων το απολυτήριό του μια φορά κι έναν καιρό ( που δεν θα τον πώ, αναφέρεται στα προσωπικά δεδομένα που προστατεύει ο νόμος ).
Ας ρίξουμε και μια ματιά και στους δρόμους της πόλης, για να δούμε την κίνηση που υπάρχει σ΄αυτούς. Αυτοκίνητα δεν υπάρχουν εκτός από τρία ταξί, που παρκάρουν στην πλατεία της πόλης, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Λίγα φορτηγά, που η παρουσία τους δεν γίνεται αντιληπτή. Η όλη κίνηση, είναι οι βωδάμαξες, οι ιππήλατες άμάξες τύπου « Φαέθωνα » - επί το ελληνικότερο « Παϊτόνια » - και πολλά ζώα, άλογα, βώδια, γαϊδούρια – μετά συγχωρήσεως – τα απόβλητα των οποίων συνεχώς απομακρύνει η υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου.
Και να θυμηθούμε και κάτι που οι νεώτεροι το αγνοούν τελείως. Η πόλη μας, έχει κατ΄ευθείαν αεροπορική σύνδεση την εποχή εκείνη με την πρωτεύουσα. Και πρέπει – έτσι το νομίζω το πράγμα - να είναι η μοναδική πόλη, ίσως με εξαίρεση την Αλεξανδρούπολη – που έχει αεροπορική σύνδεση με το κέντρο. Το αεροδρόμιο που χρησιμοποιεί η κρατική αεροπορία, βρίσκεται κοντά στον Αρκαδικό, και εκεί προσγειώνονται τα δικινητήρια γερμανικής παραγωγής αεροπλάνα τύπου « Γιούνγκερ », τρεις φορές τη βδομάδα. Μάλιστα, το χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ, γίνεται και ένα αεροπορικό δυστύχημα – που το βλέπουμε από την Νέα Κρώμνη – με το επιβατικό αεροσκάφος που το προσγειώνει στο χόρτο του αεροδρομίου – πίστα δεν υπήρχε τότε – ο τότε διάδοχος του θρόνου Παύλος, και στην προσγείωση αυτή, αρπάζει φωτιά το αεροσκάφος, χτυπώντας μάλλον σε κάποια λακκούβα, και καίγεται ολοσχερώς. Οι λίγοι επιβαίνοντες, σώζονται από υπαλλήλους του αεροδρομίου.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, πλάκωσε η ξενική κατοχή. Που κράτησε τρισήμισυ χρόνια περίπου, μέχρι τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, και στοίχησε τη ζωή σε πολλούς συμπολίτες, και επίσης σε πολύ περισσότερους των γύρω της περιοχών. Η πόλη από τον καιρό της απελευθέρωσης και ύστερα, σιγά σιγά άρχισε να χάνει έδαφος. Δεν είχε τα παλιά μπερεκέτια, όλο και έπεφτε σε σχέση με αυτά που είχε πρωτύτερα. Και έτσι παραμένει μέχρι και τις ημέρες μας.
Τι βλέπουμε τους τελευταίους καιρούς ; Πολλούς από τους συμπολίτες μας – κυρίως των μικρών ηλικιών – να εγκαταλείπουν την πόλη για να πάνε σε μεγάλα κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ακόμα και στο εξωτερικό. Στη θέση τους έρχονται – όχι σε μεγάλο αριθμό πάντως – οικονομικοί μετανάστες από τη γειτονική Αλβανία, και λιγοστοί από άλλες χώρες. Φυσικά, αυτό το γεγονός δεν αλλοιώνει την σύνθεση του πληθυσμού, οι μετανάστες είναι λιγοστοί και κάποιοι δεν θα μείνουν στην πόλη για πολλά χρόνια.
Πάντως, οι προοπτικές που φαίνονται στον ορίζοντα, δεν είναι και τόσο ευοίωνες, αυτό δεν χρειάζεται να το τονίσουμε. Μέλλον για την παλιά και ιστορική αυτή πόλη δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αλλά τι να κάνουμε ; Ότι είναι να γίνει, αυτό θα γίνει. Ένα πάντως είναι για την ώρα παρήγορο : Η πόλη – αντίθετα με άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας – έχει ησυχία, που φαίνεται ότι θα την έχει για πολύ καιρό ακόμα.
Σε μια πρόσφατη ψηφοφορία που έγινε – έτσι ακούστηκε η είδηση – ανάμεσα στις πόλεις της χώρας, η Δράμα αναδείχτηκε σαν η πιό όμορφη από όλες, και αυτό βέβαια για τις φυσικές καλλονές της. Και το δάσος – ή δασύλλιο – που βρίσκεται δίπλα στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας, θεωρήθηκε πρόσφατα ότι βρίσκεται ανάμεσα στα εξήντα καλύτερα πάρκα της Ευρώπης. Δεν είναι αξιοσημείωτο αυτό ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου