Σ Κ Α Φ Η , Σ Κ Ο Υ Π Α , Σ Φ Ο Υ Γ Γ Α Ρ Ο Π Α Ν Ο , Γ Κ Α Ζ Ι Ε Ρ Α .
Φεύγει ο νους μου προς τα περασμένα - όπως λέει σε ένα τραγούδι ο Τσιτσάνης - όχι βέβαια στα βράδυα μας τ΄αγαπημένα, αλλά σε μιά εποχή όπου όλα ήσαν από τεχνική άποψη τόσο δύσκολα, που αν τα διηγηθείς σ΄ έναν της νεώτερης γενιάς που δεν τα γνώρισε, δεν θα σε πιστέψει. Τρέχει, λοιπόν, ο νους προς τα περασμένα εκείνα χρόνια, που καμμιά από τις σύγχρονες ανέσεις δεν υπήρχε, όπου όλα έπρεπε να γίνονται με τα χέρια, με πολύ κόπο, και με μεγάλη διάρκεια.
Ηταν πρωτύτερα μιά εποχή - που δεν την προλάβαμε μάλλον ούτε και μεις της παλιάς γενιάς - που ακούγανε για ηλεκτρικό ρεύμα, και ρεύμα δεν βλέπανε. Ακουγαν ότι δρόμοι φωτίζονται με ηλεκτρικές λάμπες, αλλά αυτό το βλέπανε μόνο σε ξένες ταινίες - ο κινηματογράφος ίσως υπήρχε, αλλά οι μηχανές του δούλευαν με κάποια ηλεκτρογεννήτρια.
Μιά αμυδρή εικόνα των πραγμάτων μπορούμε να έχουμε όταν διακοπεί για διαφόρους λόγους η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, και τότε πελαγώνουμε, καθώς όλες οι οικιακές συσκευές μας μπαίνουν σε λειτουργία μόνο όταν περνά ρεύμα. Ακόμα πιό αισθητή γίνεται η κατάσταση όταν μαζύ με τη διακοπή του ρεύματος, συμβεί να υπάρχει και διακοπή της υδροδότησης. Η κατάσταση τότε είναι τελείως εκτός ελέγχου, μένουμε σχεδόν παράλυτοι, μη μπορώντας να κάνουμε τίποτε καθώς δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική λύση.
Όταν σήμερα η νοικοκυρά λέει να βάλει πλύση, έχει υπ΄ όψιν της εκείνη τη συσκευή που βρίσκεται συνήθως στην τουαλέττα, και όπου μέσα της βάζει μιά μεγάλη ποσότητα από ρούχα και άλλα πράγματα που χρειάζονται πλύσιμο, γυρίζει έναν διακόπτη και αρχίζει από μόνο του το μηχάνημα να τα στριφογυρίζει όλα αυτά μαζύ, μέχρις ότου τα ζαλίσει κυριολεκτικά. Υστερα, τα βγάζει, τα απλώνει, στεγνώνουν και απομένει να σιδερωθούν.
Τώρα, για το σιδέρωμα, έχει έτοιμη μιά άλλη διαδικασία. Βγάζει από τη ντουλάπα ένα ηλεκτρικό σίδερο, παίρνει ένα ένα τα ρούχα, τα πατά μ΄ αυτό, και κάπως έτσι τελειώνει την υπόθεση αυτή.
Πάμε τώρα μερικές - όχι πολλές - δεκαετίες πίσω. Θα βάλω πλύση, αυτός ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν τότε. Αυτό σημαίνει : Μιά σκάφη - τώρα δεν ξέρουν οι καινούργιοι πώς να ήταν αυτό το πράγμα, δεν διασώζεται ούτε σαν αντίκα - ζεστό νερό που έπρεπε να το ζεστάνουμε με κάποιο τρόπο, να βάζουμε ένα ένα μέσα σ΄ αυτήν τη σκάφη τα προς πλύσιμο ρούχα, σεντόνια, κουρτίνες κ.λ.π. , και να αρχίσουμε να τα τρίβουμε με ένα πράγμα που το έλεγαν λουλάκι - αλήθεια πώς έγινε και δεν ξέχασα το όνομά του, είναι μυστήριο. Αυτή η διαδικασία έπαιρνε ώρες, μισή μέρα ίσως. Και ακολουθούσαν τα γνωστά, άπλωμα, στέγνωμα και τα σχετικά. Για τη δουλειά αυτή, υπάρχαν και ειδικοί χώροι, τα « πλυσταριά ».
Το σπίτι έχει ανάγκη να υποστεί σκούπισμα, έχει πολλή σκόνη που πρέπει να φύγει. Λοιπόν, η υπόθεση είναι πολύ απλή : Παίρνομε από μιά γωνιά ένα πράγμα που μοιάζει κάπως με τον αυστραλιανό μυρμηκοφάγο, το σέρνουμε πέρα - δώθε, έχοντάς το συνδεδεμένο μέσω ενός καλωδίου με την ηλεκτρική πρίζα, και αυτό το πράγμα αρχίζει να ρουφά ότι βρεί μπροστά του. Κάμνομε έναν περίπατο μ΄αυτόν τον μυρμηκοφάγο σ΄ όλο το σπίτι, κι΄ύστερα τον ξαναβάζουμε στη θέση του, αφού πρωτυτερα βγάλουμε από μέσα του κάπου μισό κιλό σκόνη που την κατάπιε ο αφιλότιμος.
Πάμε πάλι τα ίδια χρόνια πίσω. Σκούπισμα. Πώς θα το κάνουμε ; Πολύ απλό. Παίρνουμε μιά σκούπα - τί είναι πάλι αυτό το εργαλείο, αδύνατον να το περιγράψουμε. Το κρατάμε από τη λαβή του, το σέρνουμε προς πάσαν κατεύθυνση μέσα στο δωμάτιο. Αυτό μαζεύει τη σκόνη, τη στριμώχνουμε σε μιά γωνιά, παίρνουμε ένα άλλο πράγμα που λέγεται φαράσι - είναι κάτι σαν φτυάρι - και με τη σκούπα που είπαμε, σπρώχνουμε μέσα σ΄αυτό τη σκόνη. Αυτή κατ΄αρχάς δεν θέλει να μπεί, όμως την σπρώχνουμε βάναυσα και τελικά, θέλει δεν θέλει, αναγκάζεται να μπεί μέσα. Κατόπιν, την αδειάζουμε κάπου αλλού, και προχωρούμε υπομονετικά σε άλλο χώρο και σε καναδυό ώρες έχουμε σκουπίσει όλο το σπίτι. Απλό.
Κάποτε το πάτωμα - είτε πλαστικό, είτε ξύλινο, είτε μωσαικό, χρειάζεται κάτι παραπάνω : Σφουγγάρισμα. Την παλιά εκείνη και ρωμαντική εποχή,το πράγμα ήταν απλούστατο : Επαιρνες ανά χείρας ένα κομμάτι ύφασμα, όχι δεν νομίζω ότι ήταν ύφασμα, ένα πανί, το σφουγγαρόπανο. Το βουτούσες μέσα σ΄έναν κουβά που περιείχε νερό, κατόπιν έσκυβες με λυγισμένα τα γόνατα, σε μιά στάση εξόχως αναπαυτική, και άρχιζες να τρίβεις μεθοδικά και συστηματικά το πάτωμα, μαζεύοντας ότι υπήρχε επάνω του.Υστερα, έστιβες το πανί που λέγαμε μέσα στον κουβά, και άντε πάλι απ΄ την αρχή στο επόμενο τμήμα του πατώματος και ούτω καθ΄ εξής, μέχρι να τερματισθεί σε μιά - δυό ώρες αυτή η διαδικασία, η τόσο ωφέλιμη σαν γυμναστική άσκηση.
Πώς γίνεται τώρα αυτή η εργασία ; Ισως δεν χρειάζεται να γίνει, ο μυρμηκοφάγος έχει μαζέψει τα πάντα, δεν έμεινε τίποτε για σφουγγάρισμα. Αλλά και αν έμεινε, κάπου βρίσκεται εκείνο το εργαλείο που έχει προς τα κάτω κάτι σαν τα μαλλιά της Μέδουσας- την ξέρετε βέβαια τη Μέδουσα, είναι εκείνη που τη σκότωσε ο Περσέας και κατόπιν, όταν έδειχνε το πρόσωπό της στους εχθρούς τους, τους μεταμόρφωνε σε πέτρες - τα μαλλιά λοιπόν που χρησιμεύουν σαν βούρτσα, και προς τα πάνω ένα μακρύ κοντάρι, σαν κι αυτό με το οποίο πηδούσαν άλλοτε το άλμα επί κοντώ, μόνο που εκείνο ήταν πιό μακρύ. Μ΄αυτό το εργαλείο - περίεργο πώς δεν το είχαν σκεφτεί τότε, είναι τόσο απλό και δεν χρειάζεται και ρεύμα - κάμνεις τα ίδια, το βουτάς στο νερό και τρίβεις το πάτωμα, μόνο που τώρα δεν κάμνεις την τόσο υγιεινή άσκηση γυμναστικής όπως άλλοτε.
Υπάρχει όμως και κάτι που πρέπει να γίνεται κάθε μέρα - δεν γίνεται αλλιώς, η τροφή είναι αναγκαία σε καθημερινή βάση. Πρέπει να ετοιμάσουμε φαγητό. Υπάρχει κανένα πρόβλημα σ΄ αυτό ; Οχι βέβαια. Ετοιμάζουμε τα διάφορα συστατικά που θα αποτελέσουν το γεύμα ή το δείπνο, τα βάζουμε μέσα σε ένα δοχείο, π.χ. μια κατσαρόλα, και προσθέτουμε την ανάλογη ποσότητα νερού. Κατόπιν, παίρνουμε μιά συσκευή που μοιάζει με ένα μεγάλο καμινέτο και το λέμε γκαζιέρα, αυτό που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε θερμότητα καίγοντας πετρέλαιο, και βάζουμε επάνω της - αφού πρώτα της δώσουμε φωτιά με προσοχή, γιατί είναι κάπως δύστροπη και κάμνει και κάτι εκρήξεις σαν τα γκαζάκια με τα οποία καίνε σήμερα τα αυτοκίνητα - και περιμένουμε να ζεστάνει το νερό γιά να βράσει το φαγητό. Όλα ωραία και καλά, αν δεν συμβεί να κάνει έκρηξη η γκαζιέρα. Τέλος, κατεβάζουμε το φαγητό απ΄τη φωτιά. Αυτό ήταν όλο.
Είναι όμως και κάποια πράγματα που δεν μπορούμε να τα κάνουμε μ΄αυτόν τον τρόπο. Λ.χ. θέλουμε να μαγειρέψουμε ψητό, η γκαζιέρα είναι ακατάλληλη γι αυτόν τον σκοπό. Μην στενοχωριέστε, κοντά μας υπάρχει το αρτοποιείο.Εκεί, εκτός από το ψωμί, ψήνουν και φαγητά που τους τα πηγαίνουμε μέσα σε ένα ταψί.Υστερα από καναδυό ώρες ή κάτι παραπάνω, πηγαίνουμε ξανά και τα παίρνουμε.Το έξοδο είναι σχετικά μικρό, κάμνουμε και λίγη πεζοπορία που είναι ωφέλιμη για την υγεία.
Μ΄αυτόν τον ειδυλλιακό και τα μάλα ρωμαντικό τρόπο, γινόταν πάλαι ποτέ η ετοιμασία του φαγητού. Όμως, κι΄αυτή η όμορφη διαδικασία έχει πιά εκλείψει. Ηλεκτρικές κουζίνες και άλλες πεζές ηλεκτρικές συσκευές έχουν αντικαταστήσει την παλιά ιεροτελεστία.Τι να κάνουμε όμως ; Πεζή είναι η εποχή μας, πεζά είναι και τα μέσα που χρησιμοποιούμε.
Με τα λίγα και με τα πολλά, αυτά εγίνοντο σε παλαιότερες εποχές, όχι μόνο επί Τρικούπη, αλλά και πολύ πρόσφατα. Και περνούσαμε κι εμείς καλά, και τα διάφορα μαραφέτια με τα οποία κάμναμε τις οικιακές δουλειές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου