Ο Ι Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ Κ Α Ι Τ Α Β Ε Ρ Ε Σ Ε Δ Ι Α Τ Ο Υ Σ
Εχω τη δουλειά μου - προσωπική ή υπαλληλική - με την οποία κερδίζω τον άρτο τον επιούσιον. Φυσικα, όταν μιλάμε σήμερα για άρτον, δεν εννοούμε διόλου το ψωμί, τη βασική τροφή του ανθρώπου επί χιλιάδες χρόνια. Είναι ένα πλήθος μεγάλο από πράγματα που μας χρειάζονται, και άλλα που δεν μας χρειάζονται, αλλά τα θεωρήσαμε ότι μας είναι τελείως απαραίτητα. Και αυτή την αντίληψη, μάς την επέβαλε η μόδα και η νοοτροπία της εποχής.
Από τη δουλειά μου κερδίζω αρκετά, ίσως μάλιστα και πολλά. Αλλά δυστυχώς, όσα κι αν βγάλω, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες μου. Αλλά πώς δικαιολογείται η αντινομία αυτή ; Λογικά δεν στέκεται αυτός ο συλλογισμός. Βγάζω πολλά, σημαίνει ότι περνώ πολύ άνετα και μου περισσεύουν και αρκετά χρήματα για να τα χρησιμοποιήσω σε κάποια έκτακτη ανάγκη.
Πριν από τέσσερις - πέντε δεκαετίες, ο άνθρωπος που θα κέρδιζε τα μισά από αυτά που κερδίζει σήμερα, περνούσε άνετα και χωρίς καμμιά οικονομική στενοχώρια. Οσο κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει μιά μεγάλη υπέρβαση των εξόδων του, παρεκτός κι αν ήταν να χτίσει μιά βίλλα με μεγάλο κήπο, δενδροστοιχίες και τα συναφή. Αλλά οι βίλλες την εποχή εκείνη δεν ήσαν και τόσο της μόδας, στην πόλη μας δεν υπήρχε ούτε μία για δείγμα. Να πάει διακοπές σε ένα νησί ; Ούτε αυτού του είδους οι διακοπές ήσαν τότε της μόδας, γενικώς ο κόσμος δεν πολυπήγαινε διακοπές τότε, εκτός από μιά μικρή μειοψηφία. Αλλά και να πήγαινε σε κάποιο νησί, ήταν τόσο πολύ φτηνά τα πράγματα τις παλιές εκείνες εποχές, που ο καθένας μπορούσε να κάνει διακοπές στο εσωτερικό. Γιατί όμως να πάει σε διακοπές τις εποχές εκείνες, μήπως είχε τη σημερινή βαβούρα της πόλης, με τους πολλούς εκνευρισμούς της δουλειάς, το χάος της κυκλοφορίας που σου σπάζει τα νεύρα και θέλεις να ξεφύγεις για κάποιο διάστημα από όλα αυτά ; Οσο για ταξίδια στο εξωτερικό, δεν υπήρχε καμμιά τάση για τουρισμό, ελάχιστοι ανθρωποι - κυρίως από την πρωτεύουσα - θα έκαμναν ένα μικρό ταξείδι στο Παρίσι, τη Ρώμη και το Λονδίνο. Και πέραν τούτου, ουδέν.
Τα πράγματα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου, αλλά με πολύ αργό ρυθμό. Σιγά σιγά, καινούργιοι τρόποι, καινούργιες συνήθειες επικρατήσανε. Φυσικα δεν προσαρμόστηκαν στα καινούργια αυτά δεδομένα όλοι οι άνθρωποι, και κυρίως οι Ελληνες. ( Οι Ευρωπαίοι είχαν προηγηθεί - όπως και σε άλλα πράγματα - στον τομέα αυτό ). Αλλαγές στον τρόπο ζωής, αλλαγές στον τρόπο διασκέδασης, αλλαγές σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής ερχόντουσαν η μιά μετά την άλλη. Και όλες αυτές οι αλλαγές, δημιουργούσαν την ανάγκη για όσο γινόταν περισσότερα χρήματα. Και βέβαια, τα έσοδα δεν μπορούσαν να αυξάνονται με το ρυθμό αύξησης των εξόδων, ανέβαιναν με χαμηλούς ρυθμούς.
Να κάνουμε περικοπές των εξόδων από άλλες ανάγκες, δεν είναι και τόσο εύκολο. Αλλά δεν μπορούμε και να μείνουμε πίσω από τις εξελίξεις της σύγχρονης κοινωνίας, αυτό είναι τελείως απαράδεκτο. Πρέπει να βρούμε χρήματα με οποιοδήποτε τρόπο, αποκλειομένης βέβαια της ληστείας σε τράπεζα, που ίσως θα μας στείλει σε διακοπές σε μιά φυλακή. Και αυτό δεν είναι βέβαια μέσα στα « κοινωνικώς » αποδεκτά, το αφήνουμε λοιπόν κατά μέρος.
Ανατρέχουμε στο παρελθόν, και βρίσκουμε μιά λύση. Θυμόμαστε ότι τα παλιά χρόνια, οι άνθρωποι στη χώρα μας, αγόραζαν πολλά πράγματα επί πιστώσει, τουρκιστί βερεσέ. Πή-γαινες σε ένα κατάστημα, έπαιρνες αυτά που σου χρειαζόντουσαν, και έλεγες στον μαγαζάτορα - που βέβαια σε ήξερε καλά, ήσουν τακτικός πελάτης του - την τυποποιημένη τοτε φράση : « Δεν έχω τώρα, γράψτα ». Και ο μαγαζάτορας, που δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον πελάτη του και να τον χάσει, έπαιρνε το τεφτέρι του, έβρισκε το όνομά σου σε κάποια σελίδα, και τα « έγραφε » εκεί. Όταν αργότερα θα σου βρισκόντουσαν χρήματα, πήγαινες ξανά στο μαγαζί, έδινες τα χρωστούμενα, και ο μαγαζάτορας έβγαζε πάλι το τεφτέρι του, έβρισκε το όνομά σου και έσβυνε το ποσό που πριν από μήνες είχε γράψει.
Καλό, πολύ καλό εκείνο το σύστημα. Μόνο που δεν μπορείς να πάς τώρα στο ταξειδιωτικό πρακτορείο, και να ζητήσεις να σου κλείσουν θέσεις στο αεροπλάνο, δωμάτια στο μέρος του προορισμού σου, και να του πείς με τον παλιό τρόπο : « Γράψτα, δεν έχω τώρα χρήματα, θα σου τα δώσω όταν θα έχω την ευχέρεια ». Στη σημερινή εποχή, αυτού του είδους οι συναλλαγές έχουν από καιρό εκλείψει.
Αλλά μην στεναχωριέσαι, υπάρχουν κάποιοι καλοί άνθρωποι που θα σε διευκολύνουν στο ζήτημα που σε απασχολεί. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε κάποια κτίρια, έξω από τα οποία υπάρχει μιά ταμπέλλα που γράφει « Τράπεζα Τάδε ». Εκεί μέσα θα πας να μπής, και εκεί θα σου τακτοποιήσουν την υπόθεσή σου.
Πρόκειται και πάλι για το παλιό σύστημα του « βερεσέ ». Μόνο που τώρα δεν πρόκειται για το μαγαζάτορα που σου έδινε τα πράγματα επί πιστώσει και χωρίς καθόλου τόκο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι ένα δάνειο από τράπεζα, από αυτά που δίνουν οι τράπεζες σε πολλούς που θεωρούν ότι έχουν τα εχέγγυα της αξιοπιστίας. Αλλά τα δάνεια αυτά δεν είναι άτοκα, έχουν ένα μάλλον υψηλό επιτόκιο, το οποίο μεταφράζεται σε τόκους αρκετούς, ανάλογους με τον χρόνο εξώφλησης του δανείου.
Στην τράπεζα αυτή, σε έχουν εξυπηρετήσει και άλλες φορές που είχες ανάγκη χρημάτων. Για ποιούς λόγους είχες ζητήσει τότε τα χρήματα αυτά από την τράπεζα ; Για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και για να αγοράσεις μερικά καταναλωτικά αγαθά. Αυτά τα δάνεια - που είναι μιά καινούργια εφεύρεση των τραπεζών - είναι τα γνωστά με τα όνομα « καταναλωτικά δάνεια ». Λέει ο τραπεζίτης : « Στο σημερινό κόσμο, όλοι τρέχουν να αγοράσουν, έχουν δεν έχουν λεφτά. Εμάς δεν μας ενδιαφέρουν αυτοί που έχουν, τι συμφέρον θα έχουμε από αυτούς ; Μας ενδιαφέρουν όμως αυτοί που δεν έχουν. Και ενώ δεν έχουν, θέλουν κι αυτοί να αγοράσουν. Λοιπόν, σ΄ αυτούς θα κάνουμε την προσφορά μας. Που θα λέει : Σας δίνουμε τη δυνατότητα να αγοράσετε τα πράγματα που θέλετε, και αργότερα, όταν θα ευκαιρείτε, μας τα δίνετε πίσω. Φυσικά, γι αυτή τη διευκόλυνση που σας παρέχουμε, πρέπει και σεις να κάνετε κάτι για το καλό που σας κάμνουμε ». Το είπαμε και λίγο πιό πάνω, πρόκειται για το παλιό σύστημα του « βερεσέ » ( με την απαραίτητη προσθήκη των τόκων ) που οι παλιοί εκείνοι μαγαζάτορες χρησιμοποιούσαν, χωρίς να χρεώνουν όμως και τόκους στους πελάτες τους.
Πολύ πριν να εφευρεθούν τα καταναλωτικά δάνεια - που εύκολα τα παίρνεις και δύσκολα τα εξωφλείς - υπήρχαν τα εμπορικά λεγόμενα δάνεια. Είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχει έμπορος που να μην έχει ανάγκη από δανεισμό, τουλάχιστον σε κάποιες δύσκολες γι αυτόν περιστάσεις. Και τίθεται το βασανιστικό ερώτημα. Να πάει στην τράπεζα, ή να ζητήσει δάνειο από ιδιώτες ; Στην τράπεζα ζητούν να εξασφαλιστούν ότι είναι αξιόπιστος, ή ότι διαθέτει κάποια ακίνητα για να τα υποθηκεύσει. Αν πληρεί αυτές τις προϋποθέσεις, του δίνουν το δάνειο. Αν δεν έχει αυτές τις προϋποθέσεις, ο μόνος δρόμος που του απομένει, είναι να κατάφύγει στους ιδιώτες δανειστές, μιά κάστα ανθρώπων που από χιλιετίες υπάρχουν στις πολιτισμένες χώρες, και είναι γνωστοί με το πολύ ευχάριστο στα αυτιά, όνομα « τοκογλύφοι ».
Οι τράπεζες έχουν και άλλες προσφορές, μεταξύ αυτών είναι και τα στεγαστικά δάνεια. Πρόκειται για μιά διευκόλυνση που κάμνει πάρα πολλούς ανθρώπους να μπορούν να αγοράσουν ένα δικό τους σπίτι, που υπό άλλες συνθήκες θα τους ήταν πολύ δύσκολο ως αδύνατο να το καταφέρουν. Φυσικά και εδώ υπάρχει και το ανάλογο επιτόκιο, αλλά είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς, πρέπει να λέμε και του στραβού το δίκαιο. Ακόμα και το σπίτι σου λοιπόν, μπορείς να το αγοράσεις βερεσέ.
Αλλά το να παίζεις βερεσέ στο χρηματιστήριο, ε, αυτό είναι κάτι το εντελώς παλαβό. Και όμως - όπως καλά θα θυμόσαστε - έγινε κι αυτό πριν από δυό περίπου χρόνια. Δόθηκε επίσημη γραμμή από οικονομικούς κύκλους, να πάει ο κόσμος στις τράπεζες και να δανειστεί χρήματα που θα τα έβαζε στο χρηματιστήριο, να τα παίξει δηλαδή κορώνα γράμματα. Δηλαδή οι τράπεζες μπήκαν - και γιατί να μην το κάνουν ; - στο παιχνίδι του « ναού » του χρήματος. Και θυμάστε καλά τι συνέβη την εποχή εκείνη.
Πρόσφατη ανακοίνωση επίσημη, λέει ότι οι Ελληνες χρωστούν στις τράπεζες τέσσερα τρισεκατομμύρια εννιακόσια δισεκατομμύρια δραχμές, δεν κάθομαι να υπολογίσω αυτό το ποσό σε Ευρώ. Από αυτά, το ενάμισυ τρισεκατομμύριο, αφορά σε δάνεια καταναλωτικά και δάνεια για διακοπές. Βερεσέδια μπόλικα δηλαδή, και να δούμε πώς θα τα εξωφλήσουν αυτοί που δανείστηκαν τα φράγκα αυτά.
Και το άκρο άωτο του βερεσέ, που ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες. Πιτσιρίκος επαρχιακής πόλης, έπαιζε επί πιστώσει για κάμποσο ή πολύ καιρό, παιχνίδια και λαχεία σε πρακτορεία Προ - πο. Το ποσό των οφειλών του προς τα πρακτορεία αυτά, έφτασε τα τριανταεπτά εκατομμύρια δραχμές, το πιστεύετε ή όχι. Τα οποία δεν μπορούν να τα εισπράξουν από κανένα, τα δυό πρακτορεία που έκαμναν αυτή τη διευκόλυνση. Και όχι μόνο αυτό. Δόθηκε εντολή να κλείσουν τα πρακτορεία αυτά, να αφαιρεθεί η άδεια λειτουργίας τους. Δηλαδή, εκεί που μας χρωστούσανε, μας πήραν και το βώδι.
Αυτά τα πράγματα κάμνουν οι πολίτες της πιό ιστορικής χώρας, που γέννησε τον μεγαλύτερο πολιτισμό όλων των αιώνων. Το έχουν ρίξει στο βερεσέ, και να τους αλλάξεις αυτή τη συνήθεια δεν γίνεται με καμμιά κυβέρνηση. Είπα κυβέρνηση ; Τώρα θα τα πούμε και για τις κυβερνήσεις που διαφεντεύουν αυτό τον τόπο. Λοιπόν, όταν αυτές οι κυβερνήσεις θέλουν να δώσουν παροχές στους ανθρώπους του λαού με την πρόθεση να αρπάξουν με όποιον μπορούν τρόπο την ψήφο τους, τί κάνουν ; Επειδή τα ταμεία του κρατους είναι μονίμως άδεια ή δεν περισσεύουν φράγκα για παροχές, πηγαίνουν αυτά τα καλά παιδιά στις ξένες τράπεζες και παίρνουν μερικά γερά δάνεια, και με τα χρήματα των δανείων αυτών, δίνουν όσα μπορούν και όσα θέλουν, στους ανθρώπους που θα πάνε να ψηφίσουν. Και με αυτό τον τρόπο, μαζεύουν κάμποσες ψήφους παραπάνω, ιερός ο σκοπός, που άλλωστε αγιάζει τα μέσα.
Αλλά τα δάνεια αυτά έχουν συνήθως και ένα επιτόκιο που είναι κάπως αλμυρό. Και αρχίζουν να πέφτουν οι τόκοι, και ύστερα γίνεται ανατοκισμός και τα ποσά μεγαλώνουν. Και επειδή δεν μπορούν να πληρώνουν τους τόκους ή μέρος των δανεικών, παίρνουν άλλο δάνειο για να πληρώσουν τα βερεσέδια τους. Κι αυτό γίνεται σχεδόν συνεχώς και με μεγάλη επιδεξιότητα. Και αν δεν μας κηρύσσουνν σε πτώχευση, είναι για διάφορους λόγους που δεν θέλω να τους ονοματίσω, γιατί θα έπαιρνε πολύ χώρο και πολλή ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου