Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Ο κ. Υλό στο χάος της κυκλοφορίας

     Ο    κ.   Υ  Λ  Ο     Σ  Τ  Ο     Χ  Α  Ο Σ     Τ  Η  Σ     Κ  Υ  Κ  Λ  Ο -                                     Φ  Ο  Ρ  Ι  Α  Σ

       Πριν από λίγες μέρες, ξεκίνησα να πάω στην Αθήνα, το κλεινόν άστυ, μαζύ με έναν φίλο, όπου είχα μιά υπόθεση να τακτοποιήσω. Στην υπόθεση αυτή, ο εν λόγω φίλος θα μου ήταν εξαιρετικά πολυτιμος, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν καθόλου  και γι αυτό  τους παραλείπω. Επίσης δεν έχω την πρόθεση να πώ για τί είδους υπόθεση επρόκειτο, όχι επειδή είχε να κάνει με καποιο  t o p  s e c r e t  ζήτημα εθνικής ασφάλειας, αλλά επειδή δεν  ενδιαφέρει καθόλου τον αναγνώστη.

Σαν μέσο μεταφοράς προς την πρωτεύουσα, επιλέχθηκε χωρίς καμμιά συζήτηση το τραίνο. Ποτέ δεν  συμπαθούσα τα αεροπορικά  ταξείδια, κι όσες φορές το έκανα, ήταν επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος  μετακίνησης, τραίνα δεν  πήγαιναν προς  τους τόπους  προορισμού, τα πλοία από καιρό έχουν περιπέσει σε  αχρηστία, καθώς κανένας  σχεδόν δεν  τα χρησιμοποιεί. Ενας επί πλέον  λόγος σχετικός με τα αεροπλάνα, ήταν πάντα η  πιθανότητα - όσο  αμυδρή κι αν ήταν - να γίνει αεροπειρατία και να οδηγηθεί το αεροπλάνο από αεροδρομίου σε αεροδρόμιο, με πιθανή επέμβαση των ειδικών δυνάμεων, δηλαδή βράσε ρύζι να φας πιλάφι.

Το τραίνο που μας φορτώθηκε, έφτασε στο σταθμό Λαρίσης την  καθιερωμένη ώρα, στις επτά και τριαντα επτά λεπτά. Κατεβάζουμε  τις αποσκευές μας από  το βαγόνι, και βγαίνουμε έξω από το σταθμό προς αναζήτηση ενός ταξί. Και ιδού, το πρώτο ταξί δεν αργεί καθόλου να κάνει την εμφάνισή του. Αλλά το ταξί αρνείται να μας παραλάβει, δεν άρεσε φαίνεται τις φάτσες μας ο  οδηγός. ( Λένε κάποιοι  κακοήθεις, ότι για να σε πάρει ένα ταξί στην Αθήνα, πρέπει να ταιριάζει ο  προορισμός σου με την κατεύθυνση που έχει το ταξί, τον δικό του προορισμό, αν δεν πέφτουν κοντά οι διαδρομές δεν σε παίρνουν. Αλλά πρόκειται περί βδελυρής συκοφαντίας, είναι γνωστό  ότι οι Αθηναίοι ταξιτζήδες, είναι υπερβολικά πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν με κάθε θυσία τους πελάτες τους ).

Πέρασε λοιπόν το πρώτο ταξί και αρνήθηκε ο οδηγός του να μας παραλάβει. Περιμένουμε το δεύτερο, δεν μπορούμε να  κάνουμε κι αλλιώς. Ερχεται το δεύτερο και  κάνουμε νόημα στον οδηγό. Αυτός μας ρίχνει  μιά κλεφτή ματιά και φεύγει δρομέως χωρίς να μας ακούσει, ίσως του φανήκαμε τρομοκράτες ή κάτι ανάλογο, και φοβήθηκε ο  άνθρωπος. Περνά το τρίτο, το τέταρτο, το  δέκατο, το δέκατο όγδοο. Τα ίδια. Ρε, μπας και φαινόμαστε στ΄αλήθεια κακοποιά στοιχεία ; Ετσι φαίνεται να είναι, άλλη εξήγηση δεν υπάρχει.

Εχουμε μείνει μόνοι στο πεζοδρόμιο του σταθμού. Και έχει μείνει μόνο ένα ταξί, που έρχεται σιγά σιγά προς το μέρος μας. Ανοίγει ο οδηγός την πόρτα και μας μπάζει μέσα, δεν μας θεωρεί προφανώς  ύποπτους για έκνομες  πράξεις. Πού θα  πάτε ; Πρώτα  στο Σύνταγμα, εκεί θα κατέβει ο φίλος για  να καταλύσει  σε ξενοδοχείο, εγώ θα  πάρω ύστερα το δρόμο προς τα ανατολικά, προς τις  « αριστοκρατικές » συνοικίες.

Ξεκινάμε λοιπόν για το Σύνταγμα. Μέσα από ένα σωρό δολιχοδρομίες - όλη η Αθήνα είναι, όπως  και όλες οι σύγχρονες  πόλεις γεμάτη από  μονόδρομους - μπαίνουμε  στη Σταδίου και από εκεί στην  πλατεία. Στο σημείο  εκείνο, ο   t a x i   d r i v e r  σταματά και αρνείται να προχωρήσει  μέχρι το ξενοδοχείο που  λέγαμε. Υπάρχει εδώ - λέει - απαγορευτικό  σήμα. Και γιατί έχει απαγορευτικό σήμα, μήπως συνεδριάζουν οι μεγάλοι Επτά, όπως έγινε  στο Σηάττλ και στη Γένοβα ; Οχι, δεν είναι οι μεγάλοι Επτά, η περιοχή  έχει κηρυχθεί πολιτιστική. Τώρα, ποιό πολιτιστικό πράγμα μπορεί να δείχνει σήμερα η Αθήνα - εκτός από το μέγαρο μουσικής - είναι ένα άλλο ζήτημα.

Έτσι,αφήνουμε  το φίλο δυό  δρόμους πριν  από το ξενοδοχείο, που  πρέπει να τους διανύσει φορτωμένος με πολλά μπαγάζια. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι - τρόπος του  λέγειν αυτό το  « ακάθεκτοι » - προς τα βορειοανατολικά  προάστεια. Με όχι πολύ μεγάλη δυσκολία, ανηφορίζουμε τους δρόμους που  οδηγούν στην Αγία Παρασκευή, ένα  προάστειο που πριν από μερικές δεκαετίες, ήταν ένα χωριουδάκι στους πρόποδες του Υμηττού. Βλέπουμε σε παλιές ελληνικές ταινίες ένα  καφενείο του χωριού  αυτού μέσα στην ερημιά, όπου πηγαίνουν οι Αθηναίοι στα ερωτικά τους ραντεβού. Και γύρω γύρω, χωράφια.

Μόλις μπαίνουμε στην  κεντρική πλατεία του προαστείου, μιά κοπέλλα κάνει σήμα στον οδηγό, ο οποίος σταματά και την παίρνει στο ταξί. Στη διάρκεια της μικρής διαδρομής που απομένει, λέω κάποια στιγμή στον οδηγό : « Υπάρχει πρόβλημα κυκλοφορίας  και στη Δράμα, και μάλιστα  μεγάλο ». Και η  κοπέλλα που  έχει καθήσει στο  πίσω κάθισμα και  δεν την έχω δεί καθόλου, απαντά αμέσως και με εκπληκτική ετοιμότητα : « Και να δείτε εδώ το            δ ρ ά μ α   τ η ς   κ υ κ λ ο φ ο ρ ί α ς  στην Αθήνα ». Ωραίο, δεν είναι έτσι ;

Φθάνω στον προορισμό μου. Θα μείνω εδώ στους συγγενείς μου, επί τέσσερις μέρες. Την επόμενη μέρα, έχω  συνάντηση με το φίλο μου  στις εννιά παρά τέταρτο το πρωϊ, στην Πανεπιστημίου. Ρωτάω  λοιπόν τους  δικούς μου της Αγίας  Παρασκευής, ποιά  ώρα πρέπει να ξυπνήσω για να πάρω ταξί και  να βρίσκομαι στην καθορισμένη  ώρα στο σημείο  της συνάντησης. « Στις εξήμισυ », αυτή είναι η απάντηση. Δηλαδή, τι πάει να  πεί αυτό ; Η απόσταση δεν είναι μεγαλύτερη  από δεκατρία, δεκατέσσερα  χιλιόμετρα, έτσι την υπολογίζω, και θα χρειαστεί να σηκωθώ τόσο νωρίς ; Είμαι  και πολύ βαρύς τις πρωϊνές ώρες, και δεν μου αρέσει καθόλου η ώρα που δηλώνεται.

« Αν ξεκινήσεις ας πούμε  στις οκτώ, δεν θα προλάβεις, κάποτε αυτή η διαδρομή γίνεται σε δυό και περισσότερες ώρες ». « Βρε τι λέτε ; Αν πάω με τα πόδια, θα κάνω μάλλον λιγότερη ώρα ». « Λοιπόν, θα ξεκινήσεις  στις επτάμισυ, ελπίζουμε  να φτάσεις στις  εννιά παρά τέταρτο εκεί. Θα τηλεφωνήσουμε  τώρα στο σταθμό των  ραδιοταξί, γιατί αύριο θα ψάχνεις ταξί, και ταξί δεν θα βρίσκεις ». Ο σταθμός των ταξί μας πληροφορεί  σε λίγο, ότι στις επτά και είκοσι θα βρίσκεται ένα ταξί μπροστά από το σπίτι.

Το επόμενο πρωϊ ξυπνώ όχι στις εξήμισυ, αλλά στις έξι. Όταν προγραμματίζουμε μιά πολύ πρωϊνή ώρα για ταξείδι, πάντοτε  σχεδόν ξυπνάμε πολύ πριν από το κουδούνισμα  του ξυπνητηριού, αυτό το  υπαγορεύει κάποιο  βιολογικό ρολόϊ που  έχουμε μέσα μας, όπως φαίνεται. Λοιπόν, είμαι μισή ώρα πριν την έναρξη της προετοιμασίας έτοιμος, θα περιμένω μιά ώρα και είκοσι λεπτά, έτσι λέει το πρόγραμμα.

Στις επτά και είκοσι  ακριβώς, το ταξί  βρίσκεται έξω από  την οικοδομή. Κατεβαίνω και μπαίνω μέσα. Λέω στον  οδηγό το σημείο στο οποίο  πρέπει να κατευθυνθούμε, και ξεκινά ολοταχώς. Αλλά αυτό το  « ολοταχώς » κρατά  πολύ λίγο, μερικές  εκατοντάδες μέτρα. Καθώς πλησιάζουμε την πλατεία του προαστείου, πολλά αυτοκίνητα μπαίνουν στην πορεία μας. Και σε δευτερόλεπτα, μόλις μπαίνουμε στην πολύβουη λεωφόρο Μεσογείων, τη θέση του  « ολοταχώς », παίρνει  το  « ολοβραδώς ». ( Παρακαλώ ευσεβάστως να μου συγχωρηθεί ο ανύπαρκτος αυτός νεολογισμός και η καταπάτηση της ελληνικής γραμματικής ).

Προχωρούμε κάπου είκοσι μέτρα και σταματάμε. Ο λόγος είναι ένα μποτιλλιάρισμα που  δεν μας αφήνει  να προχωρήσουμε. Αλλά σε μερικά  δευτερόλεπτα και πάλι ξεκινάμε. Για να διανύσουμε καμμιά πενηνταριά μέτρα, πιό πολύ δεν πάει. Φτασαμε σε ένα  φανάρι, πρέπει να περιμένουμε το  πράσινο. Το πράσινο ανάβει  μετά από λίγο  και ξεκινάμε και  πάλι. Αυτή τη φορά, κάνουμε καμμιά εκατοσταριά  μέτρα. Πέφτουμε πάλι σε  μποτιλλιάρισμα. Και με αυτό τον τρόπο - στάση, ξεκίνημα, πάλι  στάση και ούτω  καθεξής - συνεχίζουμε την ταχύτατη πορεία μας προς το γνωστό άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα.

Στρις οκτώ παρά δέκα, βρισκόμαστε στο Πεντάγωνο, το υπουργείο άμυνας. Πόσο δρόμο έχουμε κάνει μέσα στη μισή  αυτή ώρα ; Περίπου  πέντε χιλιόμετρα. Αν  συνεχίσουμε μ΄αυτό το ρυθμό, θα κάνουμε κοντά μιάμιση ώρα - αν  δεν καθυστερήσουμε  περισσότερο σε κάποιο σημείο - να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα αυτοκίνητα βρίσκονται στο δρόμο κατά χιλιάδες, είναι και τα λεωφορεία που είναι κι αυτά πολλά, είχα ξεχάσει ότι από τα ξημερώματα είχαν απεργία στο νεότευκτο μετρό.

Ο   t a x i   d r i v e r  είναι αισιόδοξος, παρά τις δυσκολίες που  αντιμετωπίζει με το χάος που επικρατεί. « Πιό  κάτω θα  χαλαρώσουν  τα πράγματα και  θα προχωρήσουμε  κάπως πιό γρήγορα ». Αυτό το κάπως πιό γρήγορα, το διαπιστώνω σε λίγο, η  κυκλοφορία επιταχύνεται. Οχι ότι  τρέχουμε σε  πίστα Φόρμουλα Ένα, όχι, δεν  είμαστε ούτε ο  Μίκα Χάκκινεν, ούτε ο Μίκαελ Σουμάχερ, δεν εννοώ βέβαια  κάτι τέτοιο. Αλλά εν πάση περιπτώσει τα μποτιλλιαρίσματα είναι σαφώς  λιγότερα και μικρότερης  διάρκειας. Με τον καινούργιο  ρυθμό, είναι σίγουρο ότι  θα είμαστε  έγκαιρα στο τόπο  της προκαθωρισμένης  συνάντησης, αποκλείεται να μείνουμε πίσω. Πράγμα  που επαληθεύεται  στο ακέραιο  μετά από λίγο. Εχουμε φτάσει στον προορισμό μας μέσα  σε πενήντα μόνο  λεπτά της ώρας, σχεδόν έχουμε  κάνει ρεκόρ, λαμβανομένων  υπ΄ όψιν των συνθηκών  που επικρατούν. Μάλιστα, πενήντα  μόνο λεπτά  για δεκατέσσερα χιλιόμετρα  δρόμο, κι ας μην  ξεχνάμε ότι  αυτή η επίδοση  ισοδυναμεί με δεκαοκτώ χιλιόμετρα - τουλάχιστον - την ώρα.

Το 1972, ο Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Ζακ Τατί, γύρισε μιά ταινία με τον τίτλο  « Ο κ. Υλό στο χάος  της κυκλοφορίας », όπου ο κ. Υλό είναι  σχεδιαστής αυτοκινήτων, που πηγαίνει  οδικώς από τη Γαλλία  στην Ολλανδία, για να βρεθεί σε μιά έκθεση αυτοκινήτων. Και χάνεται  στους δρόμους, τους  παραδρόμους και  την πυκνή  κυκλοφορία που συναντά. Λοιπόν, τέτοια μπερδέματα  στην κυκλοφορία, μπορείς να διαπιστώσεις όταν κινείσαι σε ώρες αιχμής στην πρωτεύουσα  της χώρας μας. Κι αυτό δεν είναι  καθόλου παράξενο, αν λάβουμε υπ΄όψιν, ότι στην Αθήνα κυκλοφορούν τα μισά αυτοκίνητα της χώρας.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου