Κ Α Φ Ε Ν Ε Ι Α Κ Α Ι Κ Α Φ Ε Τ Ε Ρ Ι Ε Σ
Οι καιροί έρχονται και παρέρχονται, και με το πέρασμα των εποχών αλλάζουν σε μικρό ή και σε μεγάλο βαθμό, τα ήθη, τα έθιμα, οι συνήθειες των ανθρώπων, καθως αλλάζουν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούνε. Αυτά που ήσαν καθημερινά πριν από εκατό ας πούμε χρόνια, άλλαξαν κατά πολύ μετά από τριάντα ή πενήντα χρόνια. Και με τη σειρά τους, μετά από λίγες δεκαετίες, άλλες αλλαγές ήλθαν στο προσκήνιο, για να πάρουν δρόμο κι αυτές, δίνοντας τη θέση τους σε καινούργιες. Και αυτά που έχουμε σήμερα, κάποτε θα είναι μάλλον « εκτός τόπου και χρόνου », έτσι διδάσκει το παρελθόν που γίνεται κατόπιν παρόν, για να γίνει κι αυτό παρελθόν με τη σειρά του και ούτω καθεξής.
Σε μιά παλιά εποχή, οι άνθρωποι πήγαιναν - τουλάχιστον εδώ, στη χώρα μας - στα καφενεία, όπου έπαιρναν τους καφέδες τους, τα ουζάκια τους με τους κατάλληλους μεζέδες, έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι, ή απλώς παρακολουθούσαν τους άλλους θαμώνες του καφενείου να παίζουν, σαν θεατές που βλέπουν ένα θέαμα χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο. Η ιστορία αυτή με τα καφενεία, ήταν από πολύ παλιά, από τον δέκατο ένατο αιώνα, κι ακόμα νωρίτερα.
Τα καφενεία υπήρχαν βέβαια και σε άλλες Ευρωπαϊκές και Ασιατικές χώρες, αν και τα περισσότερα από αυτά - όχι όμως και τα τουρκικά, τα οποία φαίνεται ότι τα αντιγράψανε και οι Ελληνες - ήσαν διαφορετικού χαρακτήρα. Μάλλον δεν θα είχαν τάβλι ή τραπέζια με τράπουλες, αν και δεν μπορώ να βεβαιώσω του λόγου το αληθές. Θα είχαν όμως πιθανώς μπιλλιάρδα, είτε στις κύριες αίθουσές τους, είτε σε ειδικούς χώρους που προορίζονταν για το παιχνίδι αυτό. Μπορεί ακόμα να είχαν τα γνωστά στους Αγγλοσάξωνες παιχνίδια με τα βελάκια, που τα παίζουν στις γνωστές « πάμπ », συντομη απόδοση του όρου p u b l i c h o u s e. Και τέλος πάντων, κάθε χώρα πρέπει να είχε και το δικό της τόπο όπου περνούσαν την ώρα τους όταν και όσοι δεν είχαν εργασία, και δεν είχαν και τί άλλο να κάνουν
Πρωτογνώρισα τις αίθουσες των καφενείων στα δεκαπέντε χρόνια μου, έτσι θυμάμαι τα πράγματα. Ησαν τα χρόνια της κατοχής, κάπου το 1943. Το καφενείο στο οποίο πηγαίναμε - δεν ήμουν μόνος - ήταν ο πολύ γνωστός την εποχή εκείνη « Τεκές », μέσα στα χαλκουργεία, τα καζαντζίδικα. Ηταν στο ισόγειο του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται σήμερα ένα παλιού στυλ καφενείο, το « Ανώϊ », όπου όμως δεν παίζονται κανενός είδους παιχνίδια, ούτε τάβλι, ούτε χαρτιά. Σερβίρονται μόνο ποτά.
Ο « Τεκές », (τουρκική ονομασία του χώρου όπου οι δερβίσηδες - μουσουλμάνοι καλόγεροι - χορεύουν επί ώρες έναν μονότονο κυκλικό χορό ), είχε και τραπέζια όπου μπορούσες να παίξεις τάβλι ή χαρτιά, αλλά είχε και δυό μπιλλιάρδα. Σ΄αυτά τα μπιλλιάρδα μας έβρισκες όλη μέρα, ή τουλάχιστον τις πρωϊνές ώρες. Παίκτες διαφορετικής κλάσης, δηλαδή διαφορετικής δυναμικότητας, έπαιζαν μεταξύ τους, και αυτός που έχανε στο παιχνίδι, πλήρωνε απλώς την ώρα που κράτησε το παιχνίδι, καθώς μ΄αυτό τον τρόπο λειτουργούσε το καφενείο.
Τέλειωσε κάποτε η κατοχή, πέρασε και λίγος καιρός, και τώρα βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, φοιτητής της ιατρικής. Και στην πόλη αυτή - που ονομάζεται, δεν ξέρω για ποιό λόγο, συμπρωτεύουσα - υπαρχει πλήθος από καφενεία. Επειδή δεν είμαι και τόσο επιμελής στη μελέτη, ψάχνω από πρώτη αρχή να βρώ το κατάλληλο στέκι που να ανταποκρίνεται στις καφενειακές ανάγκες μου. Το βρίσκω στην παραλία, τη Λεωφόρο Νίκης. Είναι η « Αστόρια Β΄», ένα μεγάλο καφενείο ακριβώς στη διασταύρωση παραλίας με την Αγίας Σοφίας.
Μου αρέσει αυτό το περιβαλλον, και γίνομαι τακτικός θαμώνας αυτού του μάλλον αριστοκρατικού καφενείου, άλλωστε πάντα μου άρεζε να το « παίζω » αριστοκράτης, παρά τη μικροαστική καταγωγή μου. Στην « Αστόρια » υπάρχουν και μπιλλιάρδα, βρίσκω εκεί και κάποιον ολωσδιόλου άγνωστο νεαρό, με τον οποίο παίζω τακτικά μπιλλιάρδο. Αυτή η ιστορία με την Αστόρια Β΄, δεν φαίνεται να κράτησε πολύ καιρό, ίσως έναν χρόνο. Όταν αποσύρομαι από το στέκι αυτό, μένω για λίγο « άστεγος » από καφενειακής πλευράς. Μετά από κάποιο καιρό - που δεν μπορώ να θυμηθώ πόσος ήταν - ανακαλύπτω ότι υπάρχει φοιτητικό καφενείο κοντά στο Πανεπιστήμιο, τέρμα οδού πρίγκηπος Νικολάου, που πρωτύτερα λεγόταν οδός Πολωνίας.
Για το ιστορικό για τους παλιούς φοιτητές αυτό καφενείο, δεν θα ήταν ίσως ανάγκη να κάνουμε καμμιά περιγραφή, όλοι οι παλιοί φοιτητές το ξέρουν και το θυμούνται όπως ήταν τον καιρό εκείνο. Ονομαζότανε « Παρθενώνας », είχε μεγάλη αυλή για τους ζεστούς μήνες, και μεγάλη και ψηλοτάβανη αίθουσα χειμερινή. Περισσότερα δεν θα αναφέρω, δεν χρειάζονται. Ισως κάποιος από τους παλιούς, να αναλάβει να γράψει ένα αφιέρωμα για το μαγαζί αυτό, με όσες μπορεί να αντλήσει πληροφορίες για ιστοριούλες που διαδραματίστηκαν στο χώρο αυτό. Θα αναφέρω μόνο με την ευκαιρία, ότι μετά από μερικά χρόνια, το ιστορικό αυτό καφενείο μετατράπηκε σε πολυκατοικία, και αντ΄αυτού, δημιουργήθηκε ένας δεύτερος αλλά πολύ μικότερων διαστάσεων « Παρθενώνας », που δεν είχε τίποτε από τη γραφικότητα - και το μέγεθος - του παλιού.
Αυτά για τα καφενεία παλαιού τύπου, που σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, κάποια λίγα που έχουν απομείνει, θα μας αφήσουν κι αυτά στο άμεσο ή κάπως μακρυνό μέλλον. Οσο βέβαια υπάρχουν πελάτες παλαιού τύπου, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν κι αυτά, όταν λείψουν αυτοί, θα εξαφανιστούν και οι παλιοί καφενέδες. Και θα μένει να τους θυμίζει, το ποίημα του Σουρή που γράφτηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, που λέει τα παρακάτω διαφωτιστικά για το χαρακτήρα του Ελληνα καφενόβιου, που απλώνει τα πόδια του σε δυό καθίσματα του καφενείου, και βλέπει και παρατηρεί τα πάντα αφ΄υψηλού :
Σ τ ο ν κ α φ ε ν έ α π΄ έ ξ ω, σ α ν μ π έ η ς ξ α π λ ω μ έ ν ο ς,
τ ο υ ή λ ι ο υ τ ι ς α χ τ ί δ ε ς α χ ό ρ τ α γ α ρ ο υ φ ώ.
Κ α ι σ τ ω ν ε φ η μ ε ρ ί δ ω ν τ α ν έ α β υ θ ι σ μ έ ν ο ς,
κ α ν έ ν α δ ε ν κ ο ι τ ά ζ ω, κ α ν έ ν α δ ε ν ψ η φ ώ.
Πέρασαν όμως εκείνα τα χρόνια, που ο Ελληνας ήταν ξαπλωμένος έξω απ΄ τον καφενέ, και αψηφούσε τους πάντες και τα πάντα. Και κοντεύουν να περάσουν οριστικά και αμετάκλητα, και οι εποχές των καφενείων εκείνων, που ίσως μείνουν σαν μουσιακά κατάλοιπα σε μερικές γειτονιές, ή και σε κάποιο κρατικό μουσείο, για να τα βλέπουν οι μεταγενέστεροι και να μπορούν να φαντάζονται τον τρόπο με τον οποίο περνούσαν την ώρα τους οι παπούδες και οι προπάποι τους. Τις ώρες που δεν είχαν δουλειά, αλλά και τον καιρό τους όταν έβγαιναν στη σύνταξη.
Πού μαζεύονται όμως οι σύγχρονοι Ελληνες, οι απόγονοι των Αθηναίων περιπατητικών φιλοσόφων, που ελλείψει καφενείων, το έρριχναν στον περπατητό διαλογισμό ; Λοιπόν, πηγαίνουν - ή μάλλον συνωστίζονται - σε κάποια στέκια, απόγονους των παλιών καφενέδων, τις καφετέριες. Που προσφέρουν καφέ, προσφέρουν και ποτά. Αλλά δεν έχουν ούτε τάβλι, ούτε τράπουλες, ούτε και αίθουσες μπιλλιάρδου. Και δεν είναι ντόπιο φρούτο αυτές οι καφετέριες, αλλά όπως πολλά σημερινά, είναι Αμερικανικής προέλευσης, m a d e i n A m e r i c a.
Η καφετέρια των Ενωμένων Πολιτειών, δεν προσφερει μονο καφέ και ποτά, μπορείς εκεί να πάρεις το πρόγευμά σου, ακόμα και το γεύμα και το δείπνο σου, είναι για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το τρώγειν και το πίνειν. Στη χώρα μας, οι υπηρεσίες τους αφορούν μόνο το πίνειν, τίποτε πέραν αυτού.
Προς το παρόν, στις ελληνικές καφετέριες μαζεύονται άτομα νεαρής ηλικίας, οι μεγάλοι και οι ηλικιωμένοι προτιμούνα ακόμα τους παλαιού τύπου καφενέδες. ( Όταν και εάν βγούνε από την κυκλοφορία τα παλιά καφενεία, ίσως δημιουργηθούν και καφετέριες για άτομα κάποιας παρωχημένης ηλικίας, αλλωστε οι σημερινοί νεαροί, θα γίνουν μίαν των ημερών ηλικιωμένοι, και κάπου θα πρέπει να πηγαίνουν κι αυτοί. Το να συγχρωτίζονται νεαροί και ηλικιωμένοι στο ίδιο μέρος, το βρίσκω εντελώς απίθανο ).
Παρατηρείται το φαινόμενο, να είναι συνήθως γεμάτες μέχρι τα μπούνια οι καφετέριες, και δύσκολα να μπορείς να βρείς κάθισμα να απλώσεις τις αρίδες σου. Πού να οφείλεται αυτό το πράγμα, όταν μάλιστα συμβαίνει σε ώρες εργάσιμες ; Αν μεν επρόκειτο για φαινόμενο που θα ήταν ορατό μόνο σε περιόδους διακοπών, έχει καλώς. Αλλά τον υπόλοιπο καιρό, γεμάτες καφετέριες από πλήθος νεαρών, είναι κάτι το περίεργο, τί άραγε να συμβαίνει ; Μήπως είναι όλοι τους οικονομικά αναξάρτητοι και δεν έχουν ανάγκη να εργάζονται ; Οχι βέβαια, η πόλη μας δεν έχει τόσο πολλούς Ροκφέλλερ και Ρότσιλντ.
Λοιπόν, το πράγμα ζητά μιά εξήγηση, που ίσως είναι πολύ εύκολη. Εχω μιά ιδέα που όμως δεν την αναφέρω. Και αφήνω στον αναγνώστη ή στην αναγνώστρια, να ψάξει και να ανακαλύψει την αιτία, που μπορεί να είναι κατά την αγγλόφωνη έκφραση, a n y b o d y ΄ s g u e s s, αλλά που ο καθένας μπορεί να τη βρεί, αρκεί να βάλει λιγάκι το μυαλό του να δουλέψει. Και θα δεί τότε γιατί οι καφετέριες είναι γεμάτες στο φούλ, ενώ οι ώρες που είναι γεμάτες, είναι ώρες εργάσιμες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου