Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ " Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Ι Τ Η Σ Ν Υ Χ Τ Α Σ "

Ο  Ι   «  Α  Ν  Θ  Ρ  Ω  Π  Ο  Ι      Τ  Η  Σ     Ν  Υ  Χ  Τ  Α  Σ  »

Δεν μπορούμε να ξέρουμε  το πότε άρχισαν  οι άνθρωποι να τραγουδούν, αλλά ίσως αυτό να συνέβη πολύ πριν από την αρχή της ιστορικής περιόδου, βαθειά πίσω στους προϊστορικούς χρόνους, ίσως και στη  νεολιθική ή  ακόμα πιό νωρίς, στην παλαιολιθική εποχή. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα, είναι ότι τέσσερις τουλάχιστον χιλιάδες χρόνια πριν, οι άνθρωποι έλεγαν θρησκευτικά τραγούδια, ας  πούμε ψαλμούς, τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στην Ινδία και πιθανώτατα και σε  άλλες περιοχές. Αν τραγουδούσαν κι από ακόμα πιό παλιά, δεν έχουμε καμμιά γνώση γι αυτή τους την συνήθεια, μάς λείπουν ολότελα τα οποιαδήποτε στοιχεία..

Με το πέρασμα των αιώνων, αναπτύχθηκε σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε  « παραδοσιακό » τραγούδι, ανάλογο προς την παραδοσιακή μουσική. Στον  Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, ακούμε τους τροβαδούρους να τραγουδούν μπαλλάντες, ίσως τα  πρώτα  « ελαφρά » τραγούδια. Και όσο προχωρούν οι εποχές, σιγά σιγά, διαμορφώνεται το ελαφρό  τραγούδι, ξεκινώντας μάλλον  από τις παραδοσιακές του μορφές. Και φτάνουμε στους τελευταίους αιώνες, όπου οι άνθρωποι - τουλάχιστον στην Ευρώπη - τραγουδούν σε  διάφορους  δημόσιους και  ιδιωτικούς  χώρους. Αλλά αυτό  γίνεται υπό ερασιτεχνική συνήθως μορφή, αν και σε περιπτώσεις, οι  « τραγουδιστές » έχουν γίνει επαγγελματίες και αμείβονται για την τέρψη που παρέχουν στους ακροατές τους.

Και φτάνουμε αισίως στον εικοστό αιώνα, στον οποίο το ελαφρό τραγούδι και οι τραγουδιστές που το  λένε, γίνονται  καθαρά επαγγελματικά, διαπλάσσονται  ειδικοί χώροι, όπου πηγαίνεις για  να ακούσεις να  τραγουδούν αλλά  και για να χορέψεις, καθώς  τα τραγούδια αυτά γράφονται πάνω σε ορισμένους ρυθμούς που αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Στις αρχές αυτών των εξελίξεων, οι  αμοιβές των  τραγουδιστών είναι  χαμηλές, αλλά  με το πέρασμα  των χρόνων, όσο πάνε και μεγαλώνουν. Και φτάνουμε  στις τελευταίες λίγες  δεκαετίες, μέσα στον εικοστό αιώνα, που  αυτές οι αμοιβές φτάνουν  σε περιπτώσεις σε  μεγάλα ύψη, κάποτε σε αστρονομικά ποσά.

Τα κέντρα στα οποία λαμβάνουν χώραν αυτά τα μουσικά και  χορευτικά γεγονότα, έχουν διάφορα ονόματα, ανάλογα με τη χώρα, γενικά πάντως θα μπορούσαμε να τα δώσουμε τον όρο « μουσικοχορευτικά  κέντρα », και μ΄ αυτόν να κλείσουμε  με το θέμα της ορολογίας τους. Όταν όμως μιλάμε  για τη σύγχρονη Ελλάδα, τα κέντρα  αυτά λέγονται τώρα  « μαγαζιά », όχι βέβαια με την έννοια του εμπορικού  καταστήματος. Και δεν λέμε  « πάω  στα μαγαζιά » όταν ξεκινάμε για μιά νυχτερινή έξοδο, αυτό το λέμε όταν πάμε να ψωνίσουμε στην αγορά.

Αυτά τα  « μαγαζιά », από πρώτη αρχή, πριν από πολλές δεκαετίες, άρχιζαν τη λειτουργία τους τη νύχτα και την τερμάτιζαν αργά, μέχρι πολύ αργά, τις λεγόμενες « μικρές ώρες ». ( Αυτό το  « πολύ αργά », έγινε τους τελευταίους καιρούς, πρωτύτερα η λήξη της λειτουργίας τους δεν πηγαινε τόσο μακρυά, οι πελάτες μαζεύανε τα μπογαλάκια τους πριν τα μεσάνυχτα ή λίγο μετά, βλέπετε, τότε και το απόγευμα  του Σαββάτου ήταν  εργάσιμη ημέρα, έπρεπε να συμμαζεύονται οι άνθρωποι για το έγκαιρο ξεκίνημα της επόμενης ημέρας ).

Από πολύ καιρό πριν, τα  « μαγαζιά » αυτά, είχαν στην υπηρεσία τους και έναν σωματώδη άντρα, για να επιβάλλει την τάξη, όταν κάποτε ή και συχνά, ερχόντουσαν στα χέρια μεθυσμένοι ή καυγατζήδες πελάτες, και απειλούσαν να τα κάνουν λίμπα στο μαγαζί. Αυτούς τους μεγαλόσωμους άντρες, τους  βλέπουμε και  στις παλιές ελληνικές  ταινίες, να  επεμβαίνουν όταν υπάρχει διατάραξη της  τάξης. Αυτό που δεν  ξέρω, είναι το ποιό  όνομα έδιναν τότε σ΄αυτούς τους φύλακες της δημόσιας τάξης, ή  της τάξης μέσα στο  νυχτερινό αυτό μαγαζί. Πάντως, τις τωρινές εποχές, οι  ιδιωτικοί  αυτοί  « φρουροί  της τάξης » των μαγαζιών  αυτών, έχουν τα ονόματα « γορίλλες », « μπράβοι », και « φουσκωτοί ». Το  « γορίλλες »  τους αποδίδεται λόγω της εμφάνισής τους, το  « φουσκωτοί »  επειδή έχουν μεγάλα και φουσκωμένα στήθη και πλάτες - απαραίτητα  όλα αυτά για να  επιβάλλονται με  την εμφάνισή τους - ενώ το  « μπράβοι », είναι παλιά ονομασία  που δίνονταν σε  « νταήδες » που χρησιμοποιούσαν οι πολιτικοί - κυρίως σε βουλευτικές εκλογές - για γνωστούς λόγους.

Αλλά τον τελευταίο καιρό, ακούμε πολύ συχνά για « προστάτες » καταστημάτων, αυτούς που έχουν τη γενική  ονομασία  « άνθρωποι της νύχτας », προφανώς επειδή και η  « δουλειά » τους είναι νυχτερινή, αλλά κυρίως επειδή  ασχολούνται με  « σκοτεινές » υποθέσεις, και είναι γνωστό ότι το σκοτάδι είναι  από αιώνες, σχεδόν συνώνυμο με κακοποιές  δυνάμεις, τις δυνάμεις του σκότους, έτσι τις αναφέρουν και οι θρησκείες, κυρίως ο Χριστιανισμός και ο Ζωροαστρισμός.

Το τι σημαίνει ο όρος  « προστάτες » των καταστημάτων, το ξέρουν όλοι, είναι οι άνθρωποι που ζητούν από τους ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων  διασκέδασης - όπου άφθονο κυλά το χρήμα - να τους  δίνουν σημαντικά  ποσά από τις εισπράξεις  τους, για να  « προστατεύουν » τα μαγαζιά τους  από άλλους επίδοξους προστάτες, αλλά κυρίως από τους ίδιους. Αναγκάζουν τους μαγαζάτορες  αυτούς να πληρώνουν, για να  μην τους κάμνουν  οι ίδιοι εισβολές στα μαγαζιά τους  και τα καίνε, ή να προκαλούν  πάσης άλλης  φύσεως καταστροφές. Οι ιδιοκτήτες, φοβούμενοι για  τις περιουσίες τους και για τη ζωή τους - αστεία με τα ζητήματα αυτά δεν γίνονται - αναγκάζονται να πληρώνουν γενναίους μηνιαίους μισθούς σ΄αυτούς τους αυτοαποκαλούμενους  « προστάτες », που  είναι προέκταση του παλιού  « γορίλλα », αλλά σε πιό  « τελειοποιημένη » μορφή  και οργάνωση. Φαίνεται όμως, ότι εκτός  από τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης τα οποία αναλαμβάνουν υπό την « προστασία » τους, και άλλες δουλειές - επίσης  « νυχτερινού » χαρακτήρα - αναλαμβάνουν  οι σκοτεινοί αυτοί  άνθρωποι, όπως διακίνηση ναρκωτικών, δουλεμπόριο  « λευκής  σάρκας » - μιά  δουλειά που εσχάτως  αποδίδει τεράστια ποσά  χρημάτων, και άλλα τινά που δεν τα ξέρω. Οι άνθρωποι  της νύχτας, έχουν επίσης και το  προσωνύμιο  « νονοί  της νύχτας ». Όνομα που  τους το  έχουν δώσει  ξεκινώντας από τους  « νονούς » της Ιταλικής Μάφια, κυρίως του αμερικανικού κλάδου της.

Οι εκβιαζόμενοι μαγαζάτορες, φοβούνται να προσφύγουν στην  αστυνομία, ξέρουν ότι οι « προστάτες » είναι  αδίστακτοι, αλλά ίσως να  φοβούνται και  ορισμένους  αστυνομικούς που εμπλέκονται κι αυτοί στα ίδια αυτά κυκλώματα  « προστασίας », κι αντί οι επίορκοι αυτοί αστυνομικοί να  προστατεύουν τους  μαγαζάτορες από  τους  « προστάτες », αντίθετα  « προστατεύουν » τους ίδιους τους  προστάτες, εκεί καταντήσαμε  τώρα. Στην αρχή, κάποιοι τόλμησαν να απευθυνθούν στις αστυνομικές  αρχές - δεν είχαν μάθει ακόμα τι σημαίνει  « προστάτης » - αλλά τα αποτελέσματα  ήσαν εξαιρετικά άσχημα γι αυτούς, πυρπόληση των μαγαζιών τους, επιδρομές και καταστροφές και τα παρόμοια. Ετσι, παραιτήθηκαν  εντελώς από  τις προσφυγές στις αστυνομικές αρχές.

Κάθε μιά συμμορία προστατών, αναλαμβάνει  την προστασία μιάς περιοχής ή ορισμένων μαγαζιών, είναι το ίδιο  « σύστημα » που επικρατούσε  και στις Ενωμένες Πολιτείες την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και των μεγάλων συμμοριών, ιδίως του Σικάγου. Η συμμορία δεν επιτρέπει σε άλλες συμμορίες  να εισβάλλουν  στο χώρο που αυτές κατέχουν. Και συνήθως, το δικαίωμα αυτό γίνεται  σεβαστό. Αλλά όχι  πάντα, κάποια ομάδα που νοιώθει ότι διαθέτει καλύτερο  εφοδιασμό, περισσότερο  αποφασισμένους  άντρες που θέλουν  να υπερασπιστούν τις δικές τους Θερμοπύλες, επιμένει  να αλώσει τα φρούρια των εγκατεστημένων σ΄αυτά. Και τότε ξεσπά - όπως γινότανε  και στις Πολιτείες - άγριος πόλεμος μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων.

Λοιπόν, ένας τέτοιος πόλεμος, φαίνεται - ή μάλλον είναι απόλυτα βέβαιο - ότι έχει ξεσπάσει και στην όμορφη χώρα μας όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα, αλλά ανθούν και πολλά άλλα οπωροφόρα δέντρα, όπως το οργανωμένο εδώ και καιρό έγκλημα, με  τις συμμορίες του, τους αδίστακτους εκτελεστές του, τους πληρωμένους  επί παραγγελία δολοφόνους, που αναλαμβάνουν με κάποιο γραπτό  ή συνήθως άγραφο  συμβόλαιο, να δολοφονήσουν έναν εχθρό σου, ενώ εσύ θα έχεις ατράνταχτο άλλοθι, παραθερίζοντας εκείνες τις ημέρες στη Χαβάη.

Και γιατί μας προέκυψε  τώρα αυτό το  οργανωμένο έγκλημα, που περιλαμβάνει και τους αξιοσέβαστους κατά τα άλλα, « ανθρώπους της νύχτας » ; Για ποιό λόγο δεν είχαμε αυτού του είδους τις θεάρεστες  απασχολήσεις και εργασίες πρωτύτερα, και μας φανερώθηκαν τελευταίως, για ποιό λόγο κάναμε  τόσο μεγάλη πρόοδο μέσα  σε τόσο μικρό διάστημα ; Τι μεσολάβησε ώστε να μας προκύψει αυτή η νέα κατάσταση, στην οποία δεν ήμασταν  καθόλου συνηθισμένοι, και  δυσκολευόμαστε  πολύ να τη  συνηθίσουμε ; Ιδού  μερικά ερωτήματα, στα οποία καλούμεθα σαν ειδικοί εγκληματολόγοι που είμαστε, να δώσουμε απαντήσεις.

Αρχίζουμε λοιπόν. Οργανωμένα και τεράστια συμφέροντα δεν υπήρχαν ποτέ στην περιοχή μας, συνεπώς δεν  μπορούσε να υπάρξει και οργανωμένο έγκλημα. Όταν δεν υπάρχει τίποτε να κλέψεις, δεν μπορείς να  γίνεις κλέφτης. Όταν δεν υπάρχουν Ρωσίδες που θέλουν να έλθουν στη χώρα  σου για να ασκήσουν  ένα έντιμο ή  μή έντιμο επάγγελμα, δεν  μπορείς να κάνεις « εμπόριο λευκής σάρκας ». Όταν δεν υπάρχουν  τοξικομανείς, δεν μπορείς να κάνεις εμπόριο ναρκωτικών, θα  πετάξεις στον αέρα  τα λεφτά σου. Όταν δεν υπάρχουν νυχτερινά  κέντρα με τζίρο εκατοντάδων  εκατομμυρίων, δεν μπορείς να  γίνεις προστάτης τέτοιων κέντρων. Για να υπάρχει ένα αποτέλεσμα - λεει η Φυσική  αλλά και  η Λογική - πρέπει  να προηγηθεί η αιτία, η γνωστή σχέση αιτίου  και αιτιατού. Νομίζω λοιπόν ότι βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους, όποιος διαφωνεί ας καταθέσει τη  διαφωνία του, και θα  την  συζητήσουμε με  όση καλή θέληση μπορούμε να διαθέσουμε.

Νυχτερινά κέντρα υπήρχαν από πολλές δεκαετίες στην πρωτεύουσα, και μικρά στις επαρχιακές πόλεις. Αλλά ο τζίρος τους ήταν μάλλον μικρός, οι καλλιτέχνες έπαιρναν σχετικά ή και απόλυτα, μικρό μεροκάματο, έτσι  δεν υπήρχε λόγος να παρουσιαστούν  οι  « προστάτες » αυτών των  κέντρων. Τί να  πάρεις από εκείνον  που δεν έχει  να σου δώσει ; Ψίχουλα  βέβαια, ο άνθρωπος με το ζόρι  βγάζει τα έξοδά  του, μπορεί να  σε γεμίζει με  εκατομμύρια  κάθε μήνα για την  « προστασία » που του παρέχεις ; Τι κέρδιζαν στα παλιά χρόνια οι κολοσσοί του τραγουδιού - πανευρωπαϊκής  κλάσης - όπως  ο Νίκος  Γούναρης, η  Σοφία Βέμπο ; Αστεία ποσά. Και γιατί τόσο  λίγα ; Θα σας απαντήσω  ευθέως και  με προσωπικη  εμπειρία του πράγματος. Πήγαινα στην πρωτεύουσα  πριν πολλά  χρόνια, και καθώς είμαι  από μικρή ηλικία φίλος των μουσικών θεαμάτων, πήγαινα σε νυχτερινά κέντρα για να ακούσω τις διάσημες για τις εποχές εκείνες φωνές, και  επίσης να  ακούσω  και τις μεγάλες  ορχήστρες της  εποχής, που τώρα δεν μπορούμε ούτε στον ύπνο μας να τις φανταστούμε.  Και πόσα ξόδευα για να καθήσω τρεις ώρες και να απολαύσω το  μουσικό πρόγραμμα ; Την  αξία ενός γλυκού ή  ενός ποτού, κι αυτήν σε πολύ λογική τιμή. Τί να  βγάλει το κέντρο απ΄αυτά τα λίγα, όσο πολλοί κι αν είναι οι πελάτες του ; Ψιλοπράγματα. Και γιατί  να οργανωθεί συμμορία προστασίας του κέντρου, όταν ξέρουν πόσες είναι οι εισπράξεις του ; Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος.

Είχαμε τοξικομανείς τα παλιά χρόνια ; Και εννοώ « παλιά », τα  πριν από τριάντα χρόνια, όχι πιό παλιά. Υπήρχαν  κάποιοι, λιγοστοί καταναλωτές ινδικής  κάνναβης, του χασίς δηλαδή, αλλά το προϊόν αυτό εφύετο - σε  μικρές τότε ποσότητες - και στη  χώρα μας. Ηταν πολύ φτηνό και προσιτό, ήταν και πολύ εύκολο  να το προμηθευτείς. Και εδώ  που τα λέμε μεταξύ μας, το καϋμένο το χασίς, είναι δύσκολο να το κατατάξεις στα ναρκωτικά, μάλιστα στα παλιά χρόνια, εθεωρείτο από τα βιβλία της Φαρμακολογίας σαν φάρμακο που βελτίωνε τα συμπτώματα της νόσου  του Πάρκινσον και  άλλων νευρολογικών  παθήσεων. Το  να γίνει  κανείς έμπορος του χασίς, ούτε  και σαν φευγαλέα  σκέψη δεν  θα του  περνούσε απ΄ το νού, τι  να βγάλει από τους ελάχιστους  καταναλωτές που  δεν περίσσευαν  ποτέ ; Και  πόσα χρήματα θα μπορούσαν να του  δώσουν, και γιατί  να του τα δώσουν, όταν  μπορούσαν να  το καλλιεργούν  στους κήπους, στα χωράφια, ακόμα και στις γλάστρες τους ;

Τι γίνεται τώρα ; Υπάρχει τεράστιο εμπόριο διαφόρων ουσιών, που τα καταναλώνουν νεαρά άτομα, που δεν έχουν εργασία, δεν έχουν ιδανικά, δεν έχουν πίστη σε τίποτε και σε κανέναν, και το μόνο που έχουν είναι ένα τεράστιο κενό μέσα τους, που θέλουν να το γεμίσουν με κάτι. Και το κάτι αυτό, βρίσκεται  στον κόσμο  των ονείρων, και βέβαια υπάρχουν και οι προμηθευτές αυτού του ονείρου. Αν δεν  υπήρχε κάποια σημαντική ζήτηση, δεν θα ασχολείτο κανένας με το εμπόριο των ναρκωτικών, τι θα  έκαμναν αν δεν  είχαν πελατεία, θα καθόντουσαν να λύνουν σταυρόλεξα ; Και αφού υπάρχει αυτό  το παράνομο εμπόριο  και υπάρχουν και παράνομοι έμποροί  του, καλά κάμνουν  και ενώνουν  τις δυνάμεις  τους, συγκροτούν συμμορίες και μάχονται για  τα συμφέροντά τους, θα ήσαν κορόϊδα αν δεν το έκαμναν. Και όταν πρόκειται για τζίρους  εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, αποκτούν μ΄αυτά τεράστια δύναμη, που μπορεί να εξαγοράσει τους πάντες, ακόμα και υπουργούς και πρωθυπουργούς, ψέμματα ;

Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε  στους  « ανθρώπους της νύχτας », στους οποίους θα μπορούσαμε να περιλάβουμε ίσως και τους εμπόρους των ναρκωτικών, αν και αυτοί είναι μάλλον  « άνθρωποι της ημέρας ». Αυτοί οι άνθρωποι της  νύχτας, άρχισαν εδώ  και λίγο καιρό να προβαίνουν σε  « ξεκαθαρίσματα  λογαριασμών », όπως  χαρακτηρίζουν  η αστυνομία και  τα ΜΜΕ, τις εγκληματικές πράξεις που κάμνουν οι μεν προς τους δε, όταν νομίζουν ότι πατούν στα χωράφια τους. Ακριβώς δηλαδή, αυτό που γινότανε τις δεκαετίες του 20 και του 30 στις Πολιτείες και κυρίως  στο Σικάγο. Και μετά  τη δολοφονία  ενός μέλους  της μιάς  συμμορίας, επακολουθεί αντεκδίκηση  από μέρους της άλλης  συμμορίας, και με αυτό τον  τρόπο αναπτύσσεται ένα είδος βεντέττας, τα έχουμε δεί αυτά στα δελτία ειδήσεων.

Τα κέντρα για τα οποία έγινε λόγος, είναι κυρίως τα λεγόμενα  « σκυλάδικα ». Ο όρος αυτός είναι τελείως ατυχής, είναι  γνωστό ότι οι σκύλοι δεν συχνάζουν σε τέτοιου είδους καταγώγια, και εξ αλλου, αν  πήγαιναν σ΄ αυτά μιά φορά, θα έφευγαν πάραυτα εξ αιτίας της κακίστης μουσικής που παίζεται και τραγουδιέται  εκεί. Και πρέπει να  ξέρουμε, ότι πολλά ζώα, έχουν πολύ καλύτερη  αντίληψη της μουσικής  από πολλούς ανθρώπους. Παράδειγμα τα αηδόνια και τα καναρίνια, των οποίων τα τραγούδια είναι αξεπέραστα. Αλλά και σε πειράματα που έγιναν σε  Ολλανδέζικες αγελάδες, φάνηκε  ότι οι αγελάδες που άκουγαν άσχημη μουσική, όπως λ.χ. ρόκ, παρουσίαζαν  μεγάλη ελάττωση  του γάλακτος  που παρήγαγαν, έπεφταν από τα είκοσι λίτρα στα τέσερα και λιγότερα. Αντίθετα, όταν άκουγαν μελωδική μουσική, είτε ελαφρά, είτε κλασσική, ανέβαζαν την παραγωγή τους, ή τουλάχιστον την κρατούσαν σταθερή.

Οι άνθρωποι της νύχτας, ήσαν τα πρώτα χρόνια  συγκεντρωμένοι στην πρωτεύουσα. Αλλά εδώ και αρκετό  καιρό, αποφάσισαν να εκσυχρονιστούν - είναι η μοντέρνα λέξη του συρμού, φοριέται  εσχάτως πολύ - και  αποφάσισαν  να επεκτείνουν τις  δραστηριότητές  τους και στην επαρχία. Ετσι, βλέπουμε και ακούμε στα δελτία ειδήσεων, για εμπρησμούς που τους κάνουν μέλη της μιάς συμμορίας εναντίον μιάς άλλης. Και στη συνέχεια, άρχισαν και στις επαρχιακές πόλεις  δολοφονίες  για  « ξεκαθάρισμα  λογαριασμών ». Και βέβαια, αφού και στις επαρχιακές πόλεις  υπάρχουν  « σκυλάδικα », θα  υπάρχουν και  « προστάτες », και εφ΄όσον υπάρχει  και  « λευκή » σάρκα, θα  γίνεται και  το εμπόριό  της. Και αυτά  μεταφέρθηκαν τώρα και στις επαρχίες, που δεν  μπορούσαν να μείνουν  πίσω στην πρόοδο, γιατί το κέντρο να έχει όλα τα προνόμια και η επαρχία τίποτε ;

Υπάρχει και κάτι πολύ καλό σε όλες αυτές τις υποθέσεις, το έχουμε πεί και άλλη φορά. Καθώς  υπάρχει ανάγκη μεγάλη  για  « γορίλλες », « μπράβους » και  « φουσκωτούς », όλοι όσοι έχουν τα κατάλληλα σωματικά προσόντα, μπορούν να καταταγούν σ΄αυτές τις ομάδες. Και με αυτόν τον τρόπο, θα μειωθεί - έστω και σε μικρό βαθμό - και η ανεργία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου