Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Ο " Ε Α Υ Τ Ο Υ Λ Η Σ " Μ Α Σ

                     Ο     Ε  Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Λ  Η  Σ     Μ  Α  Σ

Ηταν μιά φορά κι έναν  καιρό - πριν από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πάνω  κάτω - ένας άνθρωπος από τα Άβδηρα  της Θράκης  - κάπου εκεί κοντά  στην Ξάνθη -ο  Δημόκριτος, που είπε τα εξής : ( Τα λέω υποθετικά, δεν είναι ανάγκη να τα είπε με  αυτά ακριβώς  τα λόγια, πάντως αυτό ήταν το νόημά τους ) « Ας πούμε ότι  παίρνουμε ένα  κομμάτι ξύλο. Το κόβουμε στη μέση, το κομμάτι που  έμεινε το ξανακόβουμε  πάλι στη μέση. Ετσι, κόβοντας  συνεχώς τα κομμάτια, τελικά θα  φτάσουμε σε ένα  τόσο μικρό και απειροελάχιστο  κομμάτι, που δεν θα μπορεί να κοπεί πιά. Λοιπόν, αυτό  το μικροσκοπικό  κομμάτι που δεν  μπορώ να  το δώ με τα μάτια μου, το  ονομάζω  « άτομο », δηλαδή  αυτό που  δεν τέμνεται  πιά ». Αυτό  είναι το άτομο, που συγκροτεί  ολόκληρο το υλικό  σύμπαν. Και  βέβαια, δεν είναι  ακριβώς  « άτομο », αφού κι αυτό το διασπάσανε  σε πρωτόνια, ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια, νετρόνια, νετρίνια και άλλα  μικροσκοπικά τμήματα του  ατόμου, που αυτά είναι πραγματικά  « άτομα », δεν μπορούν να κοπούν πλέον.

Αυτά ως προς τα  « άτομα » που συγκροτουν  το υλικό σύμπαν. Αλλά δεν είναι τα μόνα άτομα που  ξέρουμε, αναφορικά  τουλάχιστον  που δίνουμε  στην  έννοια  αυτή στην  ελληνική γλώσσα. Είναι και οι άνθρωποι, που ονομάζονται στα ελληνικά  « άτομα » -καταχρηστικά βέβαια, καθώς πολύ εύκολα αυτά τέμνονται σε τρισεκατομμύρια  και πλέον  κομμάτια - και που αποτελούν  το σύνολο  όχι του  σύμπαντος, αλλά της  κοινωνίας των  ανθρώπων. Είναι  αυτοί που στη λαϊκή  γλώσσα, ονομάζονται  « νοματαίοι ». Λ.χ., « στη  διάλεξη  που  έδωσε ο Χ.Ψ. ήσαν εκεί καμμιά δεκαριά νοματαίοι ».

Λοιπόν, αυτό το άτομο  είναι ένας άνθρωπος, δεν  είναι ένα  πρόβατο, δεν  είναι ένα λιοντάρι, δεν είναι  μιά αγελάδα ( είτε τρελλή, είτε  « γνωστική » ). Και  το άτομο αυτό ζεί και βασιλεύει ανάμεσα σε ένα πλήθος από άλλα άτομα. Από  αυτά, μερικά  είναι φιλικά ή συγγενικά με αυτό, άλλα  του είναι ολωσδιόλου  άγνωστα. Αλλά όπως  και να  έχουν τα πράγματα, είναι αναγκασμένο να  συμβιώνει με όλα αυτά, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να παριστάνει τον ερημίτη καλόγερο  που αποτραβηγμένος από όλους κάθεται μέσα στο σπήλαιό του, απορροφημένος στους διαλογισμούς  του. Φυσικά, όπως  ξέρουμε, όλα αυτά τα  άτομα που λέγονται αν-θρωποι - αλλά και ότι βρίσκεται επάνω στη γή  ή στους χώρους  του σύμπαντος, είτε ζωντανό είτε άψυχο - αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από τα ίδια  στοιχεία. Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο άνθρωπος είναι  ένα μίγμα  από πρωτόνια, ηλεκτρόνια, νετρόνια και  όλα τα άλλα μικροσωματίδια της ύλης, αυτό είναι ο άνθρωπος.

Όμως, εμείς θα πάρουμε  τον όρο  «άτομο » με  την έννοια της  προσωπικότητάς του, του συναισθήματός του  και όλων των άλλων  ιδιοτήτων που τον χαρακτηρίζουν, περιλαμβανομένων και των λεγομένων  « πνεύματος » και  « ψυχής ».( Αυτά  τα δύο τελευταία, τα έχω βάλει μέσα σε εισαγωγικά, προς  χάριν εκείνων που θεωρούν  ότι αυτά τα πράγματα είναι ανύπαρκτα και μόνο στη φαντασία  του ανθρώπου υπάρχουν, έτσι λένε  τουλάχιστον  οι ένθερμοι οπαδοί της  « μηχανιστικής » αντίληψης  περί της οντότητας  του ανθρώπου ). Με  άλλα λόγια, όταν θα μιλάμε για το άτομο  και την ατομικότητα του ανθρώπου, θα εννοούμε  τον τρόπο σκέψης του, τις συμπεριφορές του, τις αντιδράσεις του προς τον έξω κόσμο που τον περιβαλλει.

Πολλοί νομίζουν ότι ο άνθρωπος ήταν τελείως αντικοινωνικός στα  πρώτα στάδια της εμφάνισής του επάνω στη γή. Ότι ήταν  κάπως σαν τους Ουρανγκοτάνγκους  της Ινδονησίας, απόμονωμένος σε μιά  σπηλιά, με μιά  γυναίκα και τα  παιδιά του. Δεν έχω  αυτή την αντίληψη για τους πρώτους ανθρώπους. Πιστεύω  ότι ήσαν όντα κοινωνικά, ότι επιζητούσαν τη συντροφιά και άλλων όμοίων  τους, την  συγκατοίκηση με άλλους ανθρώπους στον ίδιο χώρο, είτε επρόκειτο για ένα συγκρότημα  από γειτονικά σπήλαια, είτε  αργότερα ένας μικρός οικισμός από καλύβες, πρόχειρα φτιαγμένες.

Οι ανάγκες που είχε τις πρώτες εκείνες εποχές ο άνθρωπος, ήσαν τέτοιες, που υπήρχε λόγος να προσφέρει  τη βοήθειά του προς τον διπλανό του, μιάς και αυτός ο ίδιος θα χρειαζόταν σε λίγο τη  βοήθεια του άλλου  ή των  άλλων. Νομίζω  ότι υπήρχε  τότε, αλλά και σε πολύ πιό κατοπινές εποχές, πολύ πρόσφατες, η  αδήριτη ανάγκη να αληλλοβοηθούνται οι κάτοικοι ενός οικισμού, για να αντιμετωπίσουν  τις αντιξοότητες  της ζωής και  κάποιους πιθανούς εχθρούς, είτε αυτοί ήσαν άνθρωποι με επιθετικές τάσεις, είτε άγρια θηρία  που απαιτούσαν συνδυασμένη δράση για να αποκρουστούν. Η ανάγκη έκαμνε  τους ανθρώπους να δίνουν κάτι από την ατομικότητά τους  για το συμφέρον του συνόλου, αλλοιώς  δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με την κατάσταση.

Οι καιροί και οι αιώνες περνούσαν ο ένας μετά τον  άλλο. Ηλθαν οι εποχές που οι άνθρωποι απόχτησαν περιουσίες, κτήματα και  τελείως δικά τους συμφέροντα, άσχετα με τα συμφέροντα των γειτόνων τους. Και σιγά σιγά, η  αλληλεγγύη που άλλοτε έδειχναν ο ένας προς τον άλλο, άρχισε να  ατονεί. Αυτό δεν  έγινε από  τη μιά  μέρα στην άλλη, με  τρόπο ανεπαίσθητο άλλαζε η κατάσταση. Και οι  αιώνες συνέχιζαν  να περνούν  αδιάκοπα, και η κοινωνική συνοχή να  ελαττώνεται, κι αυτό  γινόταν  κυρίως στα  αστικά  κέντρα, ενώ  στους μικρούς αγροτικούς οικισμούς, εξακολουθούσε να υπάρχει αλληλουποστήριξη, όπως και θα ήταν λογικό.

Με τούτα και με κείνα, φτάσαμε αισίως και στη σύγχρονη επόχή. Την εποχή  των μεγάλων πόλεων, των πολύ μεγάλων πόλεων και των γιγαντουπόλεων των δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων. Σ΄αυτές τις  πόλεις, οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται καθόλου μεταξύ τους, δεν έχουν ούτε απλές γνωριμίες. Περνά  ο άνθρωπος και περπατά  στο δρόμο ή το πεζοδρόμιο, και δεν βρίσκει κανένα πρόσωπο γνώριμο  που να του δώσει έναν απλό χαιρετισμό, να αλλάξει δυό τυπικές έστω κουβέντες μαζύ του. Και όταν  δεν γνωρίζεις καθόλου τους άλλλους και δεν σε γνωρίζουν ούτε κι αυτοί, τότε  είναι που λέμε ότι ο άνθρωπος  δεν επικοινωνεί πιά με το περιβάλλον του, ότι είναι απομονωμένος στον εαυτό του, τον εαυτούλη του.

Αυτά συμβαίνουν  βέβαια στο βαθμό αυτό στις  μεγαλουπόλεις, παρ΄ ημίν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Στις  « μεσαίες »  πόλεις, όπως  Πάτρα, Λάρισα, Βόλος και  Ηράκλειο, δεν παρατηρείται το  φαινόμενο  αυτό σ΄ αυτή την έκταση. Ολο και έχεις  κάποιους κύκλους γνωστών και φίλων, όλο και συναντάς στους δρόμους κάποιους που σε χαιρετούνε και σε ρωτούν - έστω τυπικά - για τα χαμπάρια  σου. Απαντάς και ρωτάς  και σύ - πάντα τυπικά - για τα δικά τους χαμπάρια, και συνεχίζετε το δρόμο σας. Η κατάσταση είναι πολύ, απείρως καλύτερη από ότι στα μεγάλα κέντρα.

Στις μικρές πόλεις, η κατάσταση είναι ακόμα καλύτερη, προς το παρόν τουλάχιστον. Περπατάς στο  δρόμο και  συναντάς  ένα πλήθος από  γνωστούς και  φίλους. Εχεις επικοινωνία με πολύ κόσμο, έχεις επαφή με το περιβάλλον, δεν είσαι ένας εντελώς άγνωστος μέσα στο απρόσωπο πλήθος των ανθρώπων των μεγάλων πόλεων. Τηλεφωνείς στους ανθρώπους σου συχνά, μαθαίνεις τα νέα τους, και γενικά είσαι ο πολίτης των παλαιών καλών εποχών.

Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του εγωκεντρικός. Θεωρεί συνήθως - όχι όλοι - ότι τα πάντα γυρίζουν γύρω  από αυτόν, αν δεν  ήταν αυτός, πιθανόν  να εξέλιπε το σύμπαν. ( Πρέπει να ομολογήσω εδώ, ότι είμαι πολλές φορές υπερβολικός στις εκφράσεις μου ). Όταν λοιπόν απόκλειστεί τελείως μέσα  στο καβούκι του, τότε ίσως  νοιώθει ότι όλος ο κόσμος είναι αυτός ο ίδιος, ο απομονωμένος από όλους. Και τότε αρχίζει να  ασχολείται μόνο με  τον εαυτό του, και αναφωνεί : « Ζήτω ο εαυτός μου ! », και « Υπεράνω  όλων το άτομό  μου ! ». Και  το γνωστό ελληνικότατο : « Ρε σύ, ξέρεις ποιός είμαι εγώ ; »

Ο ατομικισμός βρίσκεται αυτούς τους καιρούς στα χάϊ του, κι αυτό το φαινόμενο είναι πολύ έκδηλο στους βόρειους λαούς. ( Εννοοείται της Ευρώπης και των άλλων πολιτισμένων χωρών ). Κλείνεται στον εαυτό του ο άνθρωπος, αδιαφορεί για τα έξω  τεκταινόμενα, καλά είναι  στο χουζούρι και  τη ζαχαρένια του. Εχει την  τηλεόρασή του, ακούει  για τη μέρα των τετραπληγικών και των  πάσης φύσεως  -ικών με αδιάπτωτη αδιαφορία, φοβάται τους πάσης φύσεως κακοποιούς, καλά να περνάμε και δεν μας νοιάζει τι θα φέρει ο χρόνος, ότι βρέξει ας κατε-βάσει.

Αλλά τότε είναι που μαζύ με τον εαυτούλη του, έρχεται παρέα και η μοναξιά του. Και τότε μπορεί να του φέρνει από μακρυά ο άνεμος στον αποξενωμένο  αυτό άνθρωπο της σύγχρονης εποχής, τους στίχους  που έγραψε  πριν από πενήντα πέντε  περίπου χρόνια, ο Αλέκος Σακελλάριος, πάνω σε μουσική του παρεπιδημούντος  τότε στην  Ελλάδα  διάσημου Αργεντίνου συνθέτη Εντουάρντο Μπιάνκο, στους οποίους στίχους έβαλε ο στιχουργός  τον πολύ επίκαιρο για τη σημερινή εποχή τίτλο  « Μοναξιά », και τους τραγούδησε η Ελληνοϊταλίδα Λουϊζα Ποζέλλι.

Μ ο ν α ξ ι ά,  φ τ ά ν ε ι ς   κ ά π ο τ ε   μ ο ι ρ α ί α,

Μ ο ν α ξ ι ά,   ε ί σ ΄ η   π ι ό  σ κ λ η ρ ή   π α ρ ε ά.

Κ ι  ό π ο ι ο ς   π ε ι,  η   ζ ω ή  π ω ς   ε ι ν ΄ ω ρ α ί α

δ ε ν   θ ά ΄ χ ε ι   ν α  ζ ε ί,

μ ε   σ έ ν α ν ε   μ α ζ ύ.

Και όπως φαίνεται από τις διαπιστώσεις που κάμνουν ειδικοί κοινωνιολόγοι πάνω σ΄αυτό το φαινόμενο των Δυτικών χωρών, η κατάσταση  αυτή όσο πηγαίνει  και θα χειροτερεύει. Και είτε θα τραγουδούν οι άνθρωποι τα τραγούδια που μιλούν  για μοναξιά , είτε  δεν τραγουδούν καθόλου, η μοναξιά ( L o n e n l i n e s s  στα αγγλικά, S o l e d a d  στα ισπανικά )  θα είναι ο μόνιμος σύντροφος ενός πλήθους ανθρώπων. Που κλεισμένοι συνεχώς  στον εαυτό τους μέρα και νύχτα, είναι απόλυτα  φυσικό ότι θα  πέφτουν σε μελαγχολία, σε  κατάθλιψη. Και αν μπορούν ας κάνουν κι αλλοιώς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου