Α Σ Μ Ε Λ Ε Ν Ε Κ Α Ρ Ο Λ Ι Ν Α ……..
Φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να βρείς κάποιον άνθρωπο που να μην είναι ματαιόδοξος, και για να κάνω μιά αρχή, εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια. Είναι γνωστή η παροιμιακή φράση : « Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς », αλλά νομίζω ότι στη σημερινή εποχή η σειρά έχει αλλάξει, « Την δόξαν πολλοί εμίσησαν, τον πλούτον ουδείς ». Πιθανώς, ισχύουν και τα δύο, και τον πλούτον όλοι θέλουν, αλλά ομοίως και τη δόξα. Προσωπικά πάντως, μεταξύ πλούτου και δόξας η προτίμησή μου στρέφεται αποκλειστικά στη δόξα. Αν μου έλεγαν τί προτιμώ, ένα δισεκατομμύριο δολλάρια ή να με γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες σαν ένα σημαντικό πρόσωπο επί δέκα χιλιάδες χρόνια, θα προτιμούσα τις εγκυκλοπαίδειες, γιατί, πώς να το κάνουμε, είναι απείρως προτιμώτερο - κατά την πτωχή μου άποψη - να είσαι ένας απένταρος μεν, αλλά καλύτερα ο Διογένης ο κυνικός φιλόσοφος, παρά ένας δισεκατομμυριούχος που θα τον ξεχάσουν μετά από λίγες δεκαετίες, ή - ακόμα χειρότερα - δεν θα τον ξέρουν ούτε οι άνθρωποι της εποχής του.
Πολύ θα ήθελα να ήμουν ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Αριστοτέλης, ο Μέγας Ναπολέοντας, ο Ομηρος, ο Γουτεμβέργιος, έστω και ο Ηρόστρατος που έκαψε τον ναό της Εφέσιας Αρτέμιδας - ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου - μόνο και μόνο για να τον γράψει η ιστορία. ( Όπως και τον έγραψε ). Και να είστε βέβαιοι. Ακόμα και στις εγκυκλοπαίδειες που είναι γραμμένες στη γλώσσα των Ζουλού, το όνομα του Ηρόστρατου είναι γραμμένο με μεγάλα και φαρδυά γράμματα, βλέπετε πόσο καλά τα κατάφερε ο άτιμος.
Τώρα, αν μπορεί κανείς να τα έχει και τα δυό - και τη δόξα και τον πλούτο - μάλλον δεν θα του ερχόταν και πολύ άσχημα, μ΄ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Φαίνεται ότι αυτό το έχουν αντιληφθεί καλά οι σύγχρονοι πολιτικοί, έτσι ώστε, επιδιώκουν και την προσωπική τους προβολή μέσω της πολιτικής, αλλά και την απόκτηση και του πλούτου επιτυγχάνουν με τη βοήθεια της πρώτης, όχι βέβαια με πολύ « νόμιμο » τρόπο είναι η αλήθεια. Αλλά, θα μου πείτε : « Μήπως υπάρχει και κανένας « νόμιμος » τρόπος να γίνει κανείς πλούσιος ; »
Και θα έχετε δίκαιο. Για να γίνει κανείς αληθινά πλούσιος - και καταλαβαίνετε καλά τι εννοώ με τη λέξη « αληθινός » - πρέπει κάποιοι άλλοι, λίγοι ή πολλοί, να φτωχύνουν σε κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό. Ενας επιχειρηματίας, ένας εργοστασιάρχης, γίνονται πολύ πλούσιοι, αληθινά πλούσιοι, καθώς καρπούνται την υπεραξία του εργάτη και του υπάλληλού τους, για να μεταχειριστώ μιά τυπική Μαρξιστική έκφραση.
Αλλά νομίζω ότι σιγά σιγά φεύγω απ΄το θέμα. Και το θέμα μας δεν είναι ούτε η δόξα ούτε ο πλούτος, είναι η ματαιοδοξία, αυτή μας κάμνει να επιθυμούμε τη δοξα, αλλά ακόμα και τον πλούτο ή μάλλον την επίδειξη του πλούτου, που είναι μιά μορφή « δόξας ». Και αρχίζοντας από την ετυμολογία της λέξης, παρατηρούμε ότι προέρχεται από το « μάταιο » και τη « δόξα », τη μάταια δόξα ή τη ματαιότητα της δόξας.
Σ΄αυτόν τον κόσμο, όλα είναι παροδικά, όλα φεύγουν σαν να τα παίρνει ο άνεμος, όλα εξαφανίζονται, ακόμα κι αυτά που γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες που τόσο τις παίνεσα πρωτύτερα, θεωρώντας ότι είναι προτιμότερο να σε γράφουν σ΄ αυτές παρά να έχεις το μεγάλο πλούτο. Ακόμα κι αν είσαι ο Αισχύλος, ο Σαίξπηρ, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπετόβεν, ο Παγκανίνι, ο Αλ Καπόνε, (δεν πρέπει να ξεχνούμε και τους μεγάλους και ονομαστούς γκάγκστερς, είδατε το παράδειγμα του Ηρόστρατου, υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποκτήσει κανείς μεγάλη φήμη, ας μην το ξεχνάμε αυτό ), ίσως λοιπόν έλθει μιά εποχή μετά από εκατομμύρια χρόνια, που θα σε βγάλουν απ΄ τις εγκυκλοπαίδειες. Θα έχουν γεμίσει κι αυτές από τα τόσα πολλά πρόσωπα και πράγματα, ώστε δεν θα χωράνε τους πολύ παλιούς και θα τους βγάλουν απ΄τους τόμους τους.
Παρόλο που όπως είπαμε όλα φεύγουν με τον καιρό, παρ΄όλη την προσωρινότητα που χαρακτηρίζει πάντα τα επίγεια, εν τούτοις πάρα πολλά πράγματα που κάνουμε σ΄ αυτόν τον μάταιο κόσμο ξεκινούν από απλή ματαιοδοξία. Ξέρω ότι κάποιοι θα διαφωνήσουν με τη διατύπωση αυτή, γι αυτό θα προσπαθήσω - κι αυτή η προσπάθεια είναι αποτέλεσμα ματαιοδοξίας, να είστε σίγουροι - να αποδείξω του λόγου το αληθές.
Στις αρχές της δεκαετίας του 70, άρχισε να λειτουργεί στην περιοχή μας ένας αναμεταδότης του τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ, και κάποιοι- λίγοι στην αρχή- έσπευσαν να αγοράσουν δέκτες τηλεοπτικούς, ανάμεσα σ΄ αυτούς και ο γράφων. Οι συσκευές αυτές που ήσαν ασπρόμαυρες, ήσαν πανάκριβες, επτακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές σε σημερινή αξία. Νομίζετε ότι υπήρχε κάποιος λόγος να αγοράζονται αυτές οι συσκευές που είχαν μάλιστα και πολύ πενιχρή λήψη ; Οχι, σας το δηλώνω υπεύθυνα και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως, όπως έλεγαν τα παλιά εκείνα έντυπα των υπεύθυνων δηλώσεων. Επρόκειτο απλώς για μιά εκδήλωση ματαιοδοξίας, ορίστε αγαπητοί συμπολίτες, έχω επάνω στην ταράτσα του σπιτιού μου μιά κεραία τηλεόρασης, έχω λοιπόν μιά κοινωνική καταξίωση που λίγοι από σας έχετε, δεν είναι πολύ σημαντικό αυτό ;
Αλλά « η ζήλεια αν ήταν ψώρα, θα κολλούσε όλ΄ η χώρα », έτσι λέει το λαϊκό ρητό. Ετσι, σε μικρό σχετικά διάστημα, πολλοί, πάρα πολλοί συμπολίτες μας, προμηθεύτηκαν και αυτοί τις συσκευές αυτές, και πλήθος από στέγες σπιτιών και ταράτσες πολυκατοικιών γέμισαν από κεραίες . Λογω της αφθονίας των κεραιών, η « κοινωνική κατάξίωση » μέσω της τηλεοπτικής κεραίας πήγε περίπατο, έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος να δείξουμε ότι είχαμε κάτι που δεν μπορούσαν να το έχουν οι πολλοί, κάτι που να μας κάμνει « ξεχωριστούς » μέσα στη μικρή μας κοινωνία. Και αυτό δεν άργησε να βρεθεί. Είχε κάνει την εμφάνισή του σε κοινωνίες πιό προηγμένες, ήταν επόμενο να έλθει και στη δική μας. Το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Περί αυτού επρόκειτο. Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα υπήρχαν στην πόλη μας, δηλαδή σχεδόν κανένα. Μετά την εμφάνιση της τηλεοπτικής κεραίας - που στη αρχή έδινε μιά μορφή κοινωνικής καταξίωσης αλλά μετά την έχασε - ήλθε η σειρά του αυτοκινήτου να πάρει τη θέση της, όλοι είχαν τηλεοράσεις, ακόμα κι η « κουτσή Μαρία » κατά το λαϊκό γνωμικό. Και τα πράγματα ακολούθησαν περίπου την ίδια σειρά.
Οσοι είστε κάπως ή αρκετά « παλιοί », θα θυμάστε τα πρώτα αμάξια που κυκλοφορούσαν στην πόλη. Ησαν κατά το πλείστον μικρά αυτοκίνητα, συνήθως τα κατσαριδάκια εκείνα της Φολκσβάγκεν και τα σκαθάρια Φίατ εξακόσια. Ησαν σχετικά φτηνά, έκαιγαν μικρές ποσότητες καυσίμων, και οι κάτοχοί τους τα κυκλοφορούσαν με πολύ μεγάλο καμάρι στους δρόμους της πόλης, χαιρετώντας με κάποιο βαθμό υπεροψίας τους πεζούς και κάπως κατώτερης « ράτσας » συμπολίτες τους. Τα αμάξια ήσαν λίγα, και η κυκλοφορία τους πολύ άνετη, όλοι οι δρόμοι ήσαν διπλής κατεύθυνσης.
Οι κάτοχοι των πρώτων αυτών αυτοκινήτων είχαν - κατά το πλείστον - και γυναίκες, ίσως ήσαν κι αυτές μέσα στον κύκλο της αγοράς του αυτοκινήτου. Τώρα ξέρετε, δεν είναι όλες βέβαια « φαρμακόγλωσσες », υπάρχουν και πάρα πολλές που δεν είναι. Κάποιες όμως, έκαμναν πόλεμο νεύρων στις φίλες τους και στις γειτόνισσές τους. « Ξέρεις, πήγαμε στο τάδε μέρος όπου υπάρχει ένα πολύ καλό νυχτερινό κέντρο,τι όμορφα που περάσαμε δε λέγεται. Την Κυριακή θα πάμε στη θάλασσα, είναι ξέρεις πολύ πρακτικό, σε μισή ώρα είσαι εκεί, κάνεις το μπάνιο σου με την ησυχία σου, κάθεσαι μετά σε μια ψησταριά, τρώς το βραδυνό σου και επιστρέφεις σαν αγάς στο σπίτι σου, αποφεύγοντας τα εκδρομικά, τις συγκοινωνίες, το συγχρωτισμό με τις κατώτερες τάξεις - το λαουτζίκο - και τις πάσης φύσεως ταλαιπωρίες ».
Αυτά περίπου και πολλά άλλα παρόμοια έλεγαν κάθε μέρα, και πόσο νομίζετε μπορεί να το αντέξει αυτό ένας άνθρωπος ; Πρόκειται για ένα βομβαρδισμό ανελέητο, τον κάμνει με τέτοιο σαδιστικό τρόπο, που σου έρχεται να πάρεις μιά πέτρα και να την κοπανίσεις στο κεφάλι. Και επειδή η γειτόνισσα ή η φίλη της αυτοκινητοκατόχου δεν μπορούσε να πάρει την πέτρα που λέγαμε και να κοπανίσει μ΄αυτήν το κεφάλι της, κατέφευγε - πού αλλού ; - στον άντρα της. « Μ΄ έχει πρήξει το σηκώτι η Ρένα. Ολη μέρα, κάθε μέρα μου κοπανάει την ίδια ιστορία, έχουν σπάσει τελείως τα νεύρα μου. Πρέπει να κάνεις κάτι. Τί πρέπει να κάνεις ; Μα είναι ολοφάνερο, θα κάνεις τα αδύνατα δυνατά, θα πάρεις και σύ ένα αμάξι. Αλλά πρόσεξε, δεν θα πάρεις μιά τέτοια σακαράκα σαν κι αυτήν που έχουν αυτοί, αυτό το κατσαριδάκι που φοβάσαι μην το πατήσεις και το διαλύσεις, θα πάρεις ένα αυτοκίνητο καλύτερο κατά πολύ από το δικό της, έτσι για να της χωθώ στη μύτη, να βγάλω το άχτι μου γι αυτά που έχω τραβήξει εξ αιτίας της ».
Όταν ο άντρας ακούει κάθε μέρα αυτόν τον εξάψαλμο, είναι φανερό τοις πάσι ότι είναι αδύνατον να τον αντέξει επί πολύ. Εις μάτην φέρνει κάποια επιχειρήματα, « κοίτα, έχουμε τις δόσεις του σπιτιού, τα τρέχοντα έξοδα, το ετούτο, το εκείνο κλπ, δεν μπορούμε για την ώρα να σκεφτούμε για αγορά αυτοκινήτου ». Από το ένα αυτί μπαίνουν, απ΄το άλλο βγαίνουν, δεν χωρά κανένα επιχείρημα σε μιά τέτοια υπόθεση. Η γειτόνισσα μάς έχεις κάνει τη ζωή ποδήλατο, σειρά μας να ανταποδώσουμε με τόκο αυτά που μας έκανε επί τόσους μηνες. Και τελικά ο άντρας - εκών ή άκων - θα υποχωρήσει, λίγοι είναι οι άντρες που μπορούν να αντιστέκονται επ΄άπειρον, δεν θα τους το συνιστούσα καθόλου, δεν είναι προς το συμφέρον τους.
Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο άρχισαν να πολλαπλασιάζονται τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα, και βέβαια αυτό δεν συνέβη μόνο στην πόλη μας, παντού η ίδια κατάσταση επικράτησε, παντού υπάρχουν οι φαρμακόγλωσσες που θέλουν να ηδονίζονται σαδιστικά σε βάρος των διπλανών τους. Η ψυχολογία των πραγμάτων διατυπώθηκε νομίζω καθαρά, έτσι έγινε η αρχή, και μ΄αυτόν τον τρόπο γίνεται σχεδόν πάντα η κάθε αρχή. Ο ένας έχει, ο άλλος δεν έχει, άρα πρέπει να πάρει κι αυτός. Και δεν γίνεται μόνο με την πίεση της συζύγου, κι από μόνος του ο καθένας θέλει να αποκτήσει αυτό που δεν έχει και που άλλοι έχουν. Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν με την τηλεόραση και το αυτοκίνητο είναι απλώς αυτά που μου ήλθαν πρώτα στη σκέψη, θα μπορούσαν με λίγη προσπάθεια να αναφερθούν και πολλά άλλα.
Ας πούμε λ.χ. ότι θέλω να γίνω επιστήμονας. Δεν είναι μόνο η κλίση προς τα γράμματα που με ωθεί σ΄ αυτό, έχω και τη ματαιοδοξία - άλλος θα την ονομάσει « φιλοδοξία », δεν έχει και μεγάλη σημασία τι όνομα δίνουμε - ότι θα ανέβω σε κάποιο ψηλότερο κοινωνικά σκαλοπάτι, δεν είναι λίγο κι αυτό, αμ τί θέλετε, να γίνω οδοκαθαριστής ; Μα είναι επάγγελμα αυτό, σας ρωτώ ; Δεν είναι βέβαια, ούτε και δημόσιος υπάλληλος χαμηλόβαθμος, οι δικές μου φιλοδοξίες είναι πολύ μεγάλες, ανάλογες με τα εξαιρετικά προσόντα που έχω, όλοι αυτό μου λένε, ίσως μάλιστα γίνω κάποιο σπουδαίο πρόσωπο, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.
Το να επιδιώκεις να μπείς στην πολιτική με στόχο να γίνεις κάποτε υπουργός ή βουλευτής, είναι εν πολλοίς - για να μην πώ αποκλειστικά - αποτέλεσμα ματαιοδοξίας. Ακόμα, αν δεν μπορώ να φτάσω στη Βουλή, μπορώ να διεκδικήσω τη θέση του Νομάρχη, δεν είναι λίγο να διοικείς ένα νομό. Κι αν δεν μπορώ να γίνω Νομάρχης, μπορώ οπωσδήποτε να γίνω Δήμαρχος, είναι πολύ σημαντικό κι αυτό. Δημοτικός σύμβουλος, πρόεδρος Κοινότητας, πρόεδρος αθλητικού συλλόγου - έστω και συνοικιακού - τι να κάνουμε, απ΄τ΄ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
Τώρα, γιατί νομίζετε ότι κάθομαι και στίβω το κεφάλι μου για να αραδιάσω αυτές τις γραμμές, να παραστήσω κι εγώ το συγγραφέα, έτσι για να περνά μονάχα η ώρα ; Οχι, από ματαιοδοξία το κάμνω, να είστε επ΄αυτού βέβαιοι. Ακόμα κι αν η κριτική σας θα είναι άσχημη, ακόμα κι αν παρατήσετε το διάβασμα αυτών των γραμμών, και πάλι θα έχω ικανοποιήσω τη ματαιοδοξία μου, δηλαδή τι παραπάνω έχουν οι άλλοι συγγραφείς που δεν το έχω κι εγώ ; Βέβαια, δεν λέω ότι μπορώ να γίνω ένας δεύτερος « Βίχτορας Ουγκός » όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ψυχάρης, ο πατέρας της πούρας δημοτικιάς γλώσσας, αλλά τέλος πάντων, κάτι θα κατάφερνα.
Θα πείτε σίγουρα - το διαισθάνομαι - ότι αντί να γράφει κανείς κοινοτοπίες και ασημαντότητες, θα ήταν καλύτερα να μην έγραφε τίποτε, δεν τον υποχρεώνει δα κανείς να κάθεται και να μουντζουρώνει φύλλα χαρτιού. Ισως έχετε δίκαιο. Αλλά κάθε δουλειά έχει το ρίσκο της, έχει κι αυτή το δικό της, το παίρνω λοιπόν το ρίσκο αυτό και ότι προκύψει.
Αλλά μην νομίζετε ότι και σεις διαφέρετε και τόσο πολύ. Θα πρέπει να είστε εκτός τόπου και χρόνου, αν πιστεύετε ότι μπορείτε να ξεφύγετε από την τάση του ανθρώπου - που πάντοτε υπήρχε - να είναι ματαιόδοξος. Τώρα, αν θέλετε να ονομάζετε κάποιες τάσεις σας σαν « φιλοδοξίες », αυτό μπορείτε να το κάνετε. Και το κάνουν πολλοί για να κρύψουν τις ενδόμυχες επιθυμίες τους.
Mαταιοδοξία λοιπόν είναι το κίνητρο πολλών επιδιώξεων μας από παμπάλαια χρόνια. Αυτή που δηλώνει και το ημιτελές λαϊκό ρητό του τίτλου του χρονικού : « Ας με λένε Καρολίνα, κι ας πεθαίνω απ΄την πείνα ». Ψέμματα λέει η λαϊκή αυτή ρήση ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου