ΦΑΣΟΥΛΙ Ο ΦΑΣΟΥΛΙ, ΑΔΕΙΑΖΕΙ ΤΟ ΣΑΚΚΟΥΛΙ
Μά δεν είναι έτσι η παροιμία αυτή, θα παρατηρήσει όποιος διαβάσει αυτόν τον τίτλο. Οχι, αντίθετη είναι η σωστή διατύπωσή της. Δεν αδειάζει το σακκούλι, γεμίζει, αυτή είναι η παροιμία και γνωστό είναι το νόημά της. Δηλαδή ότι οι οικονομίες γίνονται λίγο λίγο, και μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, έχεις συγκεντρώσει ένα ποσόν αρκετό ή και μεγάλο, υπομονή να έχεις μόνο.
Και βέβαια την ξέραμε την παροιμία όπως ήταν γνωστή στα παλιά χρόνια με τα μικρά και πολλές φορές ισχνά εισοδήματα. Μάζευαν οι άνθρωποι δραχμή δραχμή τις οικονομίες τους, τις έβαζαν κάτω απ΄το μαξιλάρι τους ή στο Ταμιευτήριο - και για λόγους ασφάλειας απ΄ τους κλέφτες, και για να παίρνουν και κάποιους τόκους - και μέσα σε δέκα ή είκοσι χρόνια, είχαν ένα μάλλον μικρό ποσόν για κάποια έκτακτη ανάγκη που μπορούσε να παρουσιαστεί, όπως μιά αρρώστεια, ή ένα έκτακτο έξοδο που δεν υπήρχε στον προϋπολογισμό του σπιτιού, όπως κάποιες επισκευές, αγορά επίπλων και τα παρόμοια. Αυτό δεν ίσχυε μόνο για τα μικρά ή τα ισχνά εισοδήματα, αλλά και για τη δημιουργία μεγάλων περιουσιών, όπως των Ελλήνων της διασποράς, Αβέρωφ, Σίνα, Ζάππα και άλλων. Οι άνθρωποι αυτοί, ξεκινούσαν από το μηδέν, και με πολύ μεγάλες οικονομίες, έφταναν σε κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα να γίνουν πάμπλουτοι, αυτήν την διαδικασία ακολουθούσαν. Ετσι, φασούλι το φασούλι, γέμιζε το σακκούλι, τόσο των μικρών όσο και των μεγάλων, με τη διαφορά βέβαια ότι τα φασούλια των μεγάλων ήσαν τεράστιοι γίγαντες, ενώ των μικρών ήσαν μικροσκοπικά.
Όμως, δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ιστορίες αυτές του παρελθόντος, αυτό που ενδιαφέρει είναι το παρόν, στο οποίο παρόν, το ζήτημα δεν είναι πώς θα γεμίσει το σακκούλι, αλλά το πώς αδειάζει. Και το πρώτο ερώτημα που μπαίνει, είναι αν αυτό το υποτιθέμενο σακκούλι ήταν ποτέ γεμάτο, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να αδειάσει, είναι φανερό ότι κάτι που δεν έχει τίποτε μέσα του, δεν μπορεί και να αδειάζει, έτσι δεν είναι ;
Λοιπόν, στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, αυτό το σακκούλι είναι συνήθως ανύπαρκτο, ή αν υπάρχει, έχει ελάχιστα « φασόλια » μέσα του. Και υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους δεν υπάρχει το περί ού ο λόγος σακκούλι, ή δεν είχει πολλά πράγματα μέσα του, ώστε να μπορεί να αδειάσει. Ας εξετάσουμε λοιπόν τώρα, τους λόγους που καθιστούν το σακκούλι αυτό άδειο εξ υπαρχής ή που έχει λίγα φασόλια μέσα του και που αδειάζει εύκολα απ΄αυτά.
Όπως ξέρουμε, σε κάθε κράτος υπάρχει ένα υπουργείο που ασχολείται με τα οικονομικά της πολιτείας, το γνωστό και μη εξαιρεταίο υπουργείο Οικονομικών. Μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών και υποχρεώσεων που έχει αυτό το υπουργείο, είναι και η σύνταξη του κρατικού προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο. Τι πάει να πεί ο όρος « προϋπολογισμός » ; Μάλλον τον ξέρουμε όλοι, είναι η πρόβλεψη των εσόδων που θα έχει το δημόσιο από διάφορες πηγές, όπως φόρους, δανεισμούς και τα παρόμοια, καθώς και η πρόβλεψη ή ο σχεδιασμός των εξόδων που πρέπει να γίνουν απ΄το κράτος για διάφόρους σκοπούς, όπως μισθούς, δαπάνες για κατασκευές έργων, δαπάνες των υπουργείων για διάφορους σκοπούς, εξώφληση τοκοχρεωλύσιων από παλαιότερα δάνεια - που αρχή έχουν αλλά όχι τελειωμό - και άλλα σχετικά έξοδα.
Αυτά για το δημόσιο προϋπολογισμό. Αλλά εκτός απ΄αυτόν, υπάρχει και ο ιδιωτικός προϋπολογισμός, που αφορά τον κάθε έναν άνθρωπο - αν είναι μοναχικός, χωρίς οικογένεια - ή την οικογένεια, οπότε είναι οικογενειακός προϋπολογισμός. Όπως στον δημόσιο προϋπολογισμό, έτσι και σ΄ αυτόν, πρέπει να υπάρχουν τα δύο σκέλη που προαναφέρθηκαν, δηλαδή το σκέλος των εσόδων και το σκέλος των εξόδων. Μ΄άλλα λόγια, πρέπει να υπολογιστούν, κατά προσέγγιση συνήθως ή και με ακρίβεια όταν πρόκειται για εισοδήματα μισθωτών, τα έσοδα που θα προκύψουν στη διάρκεια του χρόνου, καθώς - εδώ οπωσδήποτε κατά αδρή προσέγγιση, δεν μπορείς να προβλέψεις τα απρόβλεπτα - και τα έξοδα που θα γίνουν στη διάρκεια του επόμενου χρόνου.
Λοιπόν, στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από τριάντα - σαράντα χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο προϋπολογισμός γινότανε, όχι βέβαια με χαρτί και μολύβι, με αριθμητικές δηλαδή πράξεις, αλλά χονδρικώς, με πρόχειρους μεν αλλά σχεδόν ακριβείς υπολογισμούς. Τόσα περιμένουμε να πάρουμε από τις πηγές εσόδων, τόσα θα ξοδέψουμε για τις ανάγκες μας, αφού - αν μπορούμε - βάλουμε κατά μέρος και κάποια λίγα χρήματα για κάποια έκτακτη ανάγκη που ενδέχεται να παρουσιαστεί.
Για να τηρηθεί ένας προϋπολογισμός, χρειάζεται να μην γίνονται υπεβάσεις στο σκέλος των δαπανών, και φυσικά να μην ελαττωθούν τα έσοδα από κάποιες απρόβλεπτες ή προβλέψιμες διαφυγές εσόδων. Και για μεν τον κρατικό προϋπολογισμό, ξέρουμε ότι πάντοτε πέφτει έξω απ΄ τον σχεδιασμό του, είναι δηλαδή ελλειμματικός, αλλά δεν τρέχει τίποτε, το κράτος μπορεί να καλύψει - πρόχειρα βέβαια - το έλλειμμα, είτε με αύξηση των εσόδων του μέσω της φορολογίας, είτε με δανεισμό, πράγματα που τα κάμνει τακτικά όταν χρειάζεται. Για τον προσωπικό ή οικογενειακό όμως προϋπολογισμό, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν μπορεί να περιμένει κάλυψη του ελλείμματος από άλλες πηγές, ούτε με αύξηση των ανύπαρκτων φόρων, ούτε με δανεισμό, ο δανεισμός μπορεί να γίνει μιά φορά, αλλά δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται, κανένας δεν δανείζει σε κάποιον που δεν εξωφλεί το δάνειο που πήρε.
Τις παλιές εποχές, οι άνθρωποι - είτε σαν άτομα, είτε σαν οικογένειες - συνήθως κατάφερναν να ισοσκελίζουν τους προϋπολογισμούς τους. Το πράγμα δεν ήταν ποτέ εύκολο, αλλά με κάποια μικρή ή μεγάλη προσπάθεια, ο στόχος επιτυγχάνετο. Για τους μισθωτούς, το πράγμα ήταν πιό εύκολο, ήξεραν ποιά θα ήσαν τα έσοδά τους, και μπορούσαν εύκολα να κανονίσουν ποιές δαπάνες θα άντεχαν να κάνουν. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιχειρηματίες, τα πράγματα ήσαν αρκετά δυσκολώτερα, δεν μπορούσαν να προεξωφλήσουν πόσα έσοδα μπορούσαν να περιμένουν. Μπορεί οι δουλειές να μην πήγαιναν καλά, μπορεί να μεσολαβούσε μιά οικονομική ή νομισματική κρίση, μπορεί να μην είχαν οι πελάτες τους δυνατότητα πληρωμής των χρεών τους, ( η αγορά των αγαθών γινότανε συχνά επί πιστώσει ), και ίσως να μεσολαβούσαν και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες. Γενικά όμως, οι άνθρωποι τα έβγαζαν κουτσά στραβά πέρα στις οικονομικές τους υποθέσεις.
Η κατάσταση που υπάρχει τώρα, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ολωσδιόλου διαφορετική. Και απορεί και κανείς πώς έγινε τόσο απότομα και απροσδόκητα αυτή η ριζική αλλαγή των πραγμάτων. ( Αν και μεταξύ μας, θα έπρεπε να την περιμένουμε αυτή την εξέλιξη, είχαμε δεί τα μηνύματα από την πέραν του Ατλαντικού χώρα και από τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες ).
Η αλλαγή αυτή συνίσταται σε πλήρη και χαοτική αύξηση των εξόδων, που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο, και που δεν εξισορροπούνται από ανάλογη αύξηση των εσόδων που συχνά είναι ανελαστικού χαρακτήρα. Και γιατί παρακαλώ, να αυξάνονται σχεδόν ανεξέλεγκτα τα έξοδα, δεν μπορούμε να βάλουμε έναν κάποιο φραγμό σ΄αυτά ;
Οχι, δεν μπορούμε. Αιτία της κατάστασης αυτής - θα το επαναλάβουμε ακόμα μιά φορά - είναι το πνεύμα ή αν θέλετε, η μόδα του υπερκαταναλωτισμού που επικρατεί εδώ και λίγες δεκαετίες σ΄ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Όταν το μεν σκέλος των εσόδων μένει λίγο πολύ το ίδιο και αμετάβλητο, και το σκέλος των εξόδων είναι εκτός παντός ελέγχου, είναι πολύ φυσικό να μην βγαίνει πέρα ο υπερκαταναλωτής. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα. Ο θεσμός των περιόδων εκπτώσεων από τα εμπορικά καταστήματα, υπήρχε πολλές δεκαετίες πριν. Ο κόσμος γύριζε στην αγορά, έβλεπε τις προσφορές των μαγαζιών, και αγόραζε τα πράγματα που πραγματικά χρειαζότανε. Δεν υπήρχε το πνεύμα του αγοράζειν ότι μας γυαλίσει στο μάτι επειδή προσφέρεται σε χαμηλώτερη τιμή τις περιόδους των εκπτώσεων. Ετσι είχαν τα πράγματα τις εποχές εκείνες. Αλλωστε, και να ήθελαν να αγοράσουν κάποια παραπανίσια πράγματα, δεν υπήρχε η « μόδα » εκείνη του αγοράζειν οτιδήποτε εκτίθεται στις βιτρίνες, η αντίληψη αυτή δεν ήταν της εποχής εκείνης.
Στην εποχή μας την τωρινή, μεγάλο ρόλο στην « αποδιοργάνωση » του προϋπολογισμού των σύγχρονων ανθρώπων, έπαιξαν και θα παίζουν οι τράπεζες. Για να έχουν υπερκέρδη από πολλές πηγές, προθυμοποιήθηκαν να χορηγούν « καταναλωτικά » δάνεια στους πελάτες τους, και μάλιστα με επαχθή επιτόκια. Ετσι, όταν θέλεις να προβείς σε αγορές - χρήσιμες ή άχρηστες - και δεν έχεις χρήματα, πηγαίνεις σαν καλό παιδί στην τράπεζα και ζητάς να σου δώσουν ένα καταναλωτικό δάνειο, το οποίο με μεγίστην προθυμίαν σου παραχωρούν, κορόϊδα δεν είναι να χάσουν τους μεγάλους τόκους που θα πάρουν από τους ζητούντες το δάνειο, που είναι τα αληθινά κορόϊδα. Και είναι κορόϊδα, επειδή φαντάζονται ότι θα αποφύγουν τους πολλούς τόκους, καθώς θα εξωφλήσουν γρήγορα το δάνειο, πριν τρέξουν οι τόκοι. Αλλά φυσικά δεν γίνεται έτσι, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, και έτσι τους έρχεται μίαν ωραίαν πρωϊαν, ένας παραφουσκωμένος λογαριασμός που δεν ξέρουν πώς να τον εξωφλήσουν.
Περνώ καθημερινώς έ ξ ω απ΄τις τράπεζες ( επαναλαμβάνω, μην μπαίνετε ποτέ μ έ σ α σε τράπεζα, παρά μόνο αν έχετε σκοπό να τη ληστέψετε ), και βλέπω κάποιους τύπους - κυρίως νεαρούς - που περιμένουν υπομονετικά στην ουρά, όπως άλλοτε περίμεναν στην ουρά για να πάρουν ψωμί ή αλάτι ( στην κατοχή αυτό ), για να πατήσουν τον κωδικό που έχουν στην κάρτα τους σε ένα σατανικό μηχάνημα που κάποιος σατανικός εγκέφαλος το επινόησε, και να πάρουν από την τραπεζιτική θυρίδα τα χρήματα που χρειάζονται, καθώς η τράπεζα συμβαίνει να είναι κλειστή. Αυτό βέβαια γίνεται και όταν η τράπεζα λειτουργεί, και γίνεται για να μην μπαίνουν στον κόπο της διαδικασίας ανάληψης χρημάτων μέσα στην τράπεζα, μιάς διαδικασίας που είναι χρονοβόρα. Αλλά όταν έχει η τράπεζα εγκαταστήσει αυτό το σατανικό μηχάνημα στον εξωτερικό τοίχο της, είναι απόλυτα φυσικό ότι θα προκαλέσει τον πειρασμό του πελάτη της, έτσι δεν είναι ;
Και μπορεί να ρωτήσει κανείς : Εχουν όλοι οι κάτοικοι των δυτικών χωρών - συμπεριλαμ-βανομένης βέβαια και της χώρας μας - παρασυρθεί σ΄αυτόν τον μοντέρνο ρυθμό της υπερκατανάλωσης, των πιστωτικών καρτών, των καταναλωτικών δανείων και των άλλων παρόμοιων πραγμάτων ; Η απάντηση είναι όχι, δεν έχουν παρασυρθεί όλοι. Δεν έχουν μπή στους πειρασμούς αυτούς οι συνταξιούχοι των εκατό τριάντα χιλιάδων ή λίγο παραπάνω δραχμών - οι κάτω των πεντακοσίων Ευρώ δηλαδή - όχι, αυτοί ανθίστανται σθεναρώς και μέρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός τους. Δεν πρόκειται να καμφθούν ποτέ, όπως δεν θα καμφθούν και οι μικροϋπάλληλοι και οι πάσης φύσεως φτωχοί, αυτοί θα δώσουν τον υπέρ όλων αγώνα για να μην μπούν στον φαύλο αυτό κύκλο της απορρύθμισης των προϋπολογισμών τους. Δεν είναι κουτοί αυτοί οι άνθρωποι, και δεν θα μπορέσει κανείς να τους βάλει στον πειρασμό των κατάναλωτικών δανείων, των αγορών πολυτελών αυτοκινήτων και πανάκριβων επαύλεων. Αυτοί είναι οι πολύ σπουδαίοι άνθρωποι που πάντα θα αντιστέκονται στο ρεύμα της εποχής. Είναι αυτοί που « φυλάγουν Θερμοπύλες », όπως λέει και ο Καβάφης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου