Α Ρ Α Μ Π Α Σ Π Ε Ρ Ν Α , Σ Κ Ο Ν Η Γ Ι Ν Ε Τ Α Ι
Κάποιους παλιούς καιρούς, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μόνο τα ποδαράκια τους στις μετακινήσεις τους, όσο μακρυά κι αν ήσαν αυτές. Ωρες πολλές, κάποτε και μέρες περπατούσαν, και βοήθεια από κανένα μέσο μεταφοράς δεν είχαν. Η ιστορία αυτή με τις ατέλειωτες πεζοπορίες, κράτησε πολλές χιλιάδες χρόνια. Μέχρις ότου βρέθηκε το πρώτο μεταφορικό μέσο που θα άλλαζε άμεσως την κατάσταση. Ηταν το ταπεινό γαϊδουράκι, αυτό που θα χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για να πάνε από ένα μέρος σε κάποιο άλλο κάπως μακρυνό.
Από πότε ήλθε σε χρήση από τον άνθρωπο ο γαϊδαρος ; Δεν είναι απόλυτα γνωστό, πάντως πολύ πριν από το άλογο. Παλιές πηγές στις οποίες μπορούμε να καταφύγουμε, μας λένε ότι χρησιμοποιούσαν αυτό το ζώο πριν από πέντε ή έξι χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια. Είναι μάλιστα πιθανό ότι πολύ νωρίτερα εξημερώθηκε από τον άνθρωπο, και μπήκε στην υπηρεσία του. Το πότε ακριβώς, δεν θα μπορέσουμε ίσως να το μάθουμε ποτέ, άλλωστε δεν χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ταυτόχρονα σ΄ όλο τον κόσμο, από κάποια χώρα άρχισε να εκτελεί τις υπηρεσίες του, κι αργότερα η χρήση του μεταδόθηκε σε διπλανές χώρες.
Επόμενο μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε, ήταν το άλογο. Τα άγρια άλογα, φαίνεται ότι βοσκούσαν στις ερημιές της Ανατολικής Ασίας, κάπου στα νότια της Σιβηρίας, και στις περιοχές των Τατάρων. Και μίαν των ημερών, αποφάσισαν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, να τα πιάσουν και να προσπαθήσουν να τα μετατρέψουν σε οικόσιτα, να τα εξημερώσουν δηλαδή. Όπως άλλωστε έγινε με όλα τα οικιακά ζώα που έχει ο άνθρωπος, εκτός από ένα. Το σκύλο, που δεν χρειάστηκε να τον συλλάβει για να τον εξημερώσει, ήλθε μονάχος αυτός και έμεινε κοντά στον ανθρωπο, και του έγινε μάλιστα ο πιό πιστός του φίλος.
Ξέρουμε από την ιστορία, ότι άλογα εμφανίστηκαν αργότερα στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο. Στην οποία Αίγυπτο, υπήρχε απ΄τα πριν ή δημιουργήθηκε μετά την άφιξη του αλόγου, μιά αποστροφή προς τα γαϊδουράκια, δεν γνωρίζω για ποιό λόγο. Αντίθετα από ότι συνέβαινε στην Παλαιστίνη, όπου ήταν τιμή να έχει ο ανθρωπος στη διάθεσή του ένα γαϊ-δουράκι, ήταν όπως συμβαίνει σήμερα με τους κατόχους μιάς Μερσεντές, μιάς πολυτελούς λιμουζίνας. Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από ιστορίες με γαϊδουράκια, μόνο ο βασιλιάς Σολομώντας - αντιγράφοντας τους Αιγύπτιους, από τους οποίους είχε πάρει σαν πρώτη γυναίκα τη θυγατέρα του Φαραώ - μόνο λοιπόν ο Σολομώντας αυτός είχε άλογα. Και μάλιστα πολλές εκατοντάδες από αυτά. Είχε και δυό τρεις πόλεις, που είχαν το παρατσούκλι « οι πόλεις των σταύλων », εκεί βρισκόντουσαν οι στάβλοι του βασιλιά όπου φιλοξενούνταν τα εκλεκτής ράτσας άλογά του.
Αργότερα, θα δούμε τα άλογα να σέρνουν άμαξες και κυρίως πολεμικές άμαξες. Στην Περσία μάλιστα, είχαν τα γνωστά δρεπανηφόρα άρματα με σπαθιά στους άξονες των τροχών τους, και αργότερα στη Ρωμαική αυτοκρατορία τα είχαν οι μεν άρχοντες σαν λιμουζίνες της εποχής, ενώ ο στρατός για τις πολεμικές επιχειρήσεις του. Και δημιουργήθηκαν και ολόκληρα σώματα από άλογα, που μέχρι πριν μερικές δεκαετίες υπήρχαν ακόμα σε κάθε στρατό, το γνωστό « ιππικό ».
Φυσικά, από ένα καιρό και ύστερα, γαϊδουράκια και άλογα χρησιμοποιήθηκαν και για άλλους σκοπούς. Για μεταφορές, οπότε έσερναν άμαξες, ή στη γεωργία, οπότε μαζύ με τα βώδια - που πιό πολύ αυτά χρησιμοποιούσαν στη γεωργία - έσερναν τα υνία του οργώματος. Κι συν των χρόνω, άρχισαν να εμφανίζονται στις γεωργικές κυρίως περιοχές και οχήματα που τα έσερναν άλογα - ή και άλλα ζώα έλξης - και τα χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά φορτίων. Τα ίδια μέσα, τα τροχοφόρα που τα έσερναν ζώα, ήσαν σε χρήση μέχρι και πριν από ένα δυό αιώνες και σαν μέσα μετεφοράς εμπορευμάτων, κυρίως για κοντινές αποστολές, αλλά και για μακρυνές. Στις πόλεις μάλιστα της Ευρώπης, χρησιμοποιήθηκαν τέτοια οχήματα ελκόμενα από άλογα, σαν ένα είδος ταξί για επιβάτες, ή σαν άμαξες ιδιωτικές που είχαν μόνο οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες.
Τους καιρούς που τα ζώα μεταφοράς περπατούσαν μόνα τους χωρίς να τραβάνε άμαξες, η πορεία τους γινόταν είτε σε κάποια μονοπάτια, είτε οπουδήποτε πάνω στο έδαφος. Όταν τα έβαλαν να τραβούν οχήματα, αναγκαστικά θα επρεπε να πηγαίνουν πάνω σε κάποιους χωματόδρομους, που δημιουργούνταν από μόνοι τους με το συχνό πέρασμα των τροχοφόρων από το ίδιο πέρασμα. Πολύ αργότερα, θα βρούμε αληθινούς δρόμους, στρωμένους με πέτρα ή άμμο ή αμμοχάλικο, κι αυτοί ήσαν οι πρώτοι επίσημοι δρόμοι, τουλάχιστον για τις εκτός πόλεων διαδρομές. Μέσα στις πόλεις βέβαια, υπήρχαν από χιλιάδες χρόνια πριν, δρόμοι στρωμένοι με τα ίδια υλικά.
Θα πάμε τώρα κάμμιά δεκαριά δεκαετίες πίσω, και θα δούμε πώς ήσαν τα πράγματα εδώ στην πόλη μας, αυτήν ξέρουμε από περιγραφές. Και για δυό τρεις δεκαετίες αργότερα, για τις οποίες έχουμε και προσωπικές εμπειρίες. Τί βλέπουμε λοιπόν στην πόλη και στην περιοχή πριν από τις δέκα ή οχτώ αυτές δεκαετιες ;
Πριν από τις δέκα δεκαετίες - έναν αιώνα δηλαδή - τίποτε από δρόμους εκτός της πόλης δεν βρίσκουμε. Μέσα στην πόλη, υπάρχουν μερικοί δρόμοι με επίστρωση από καλτιρίμι, οι αλλοι δρόμοι που θα βρείς, είναι σχέτοι χωματόδρομοι. Και το μεν καλοκαίρι, έχει καλώς, το χειμώνα όμως άστα να πάνε. Λάσπη μπόλικη, κολλούν τα παπούτσια ( ή τα τσαρούχια σου ή οι μπότες σου αν έχεις αρκετά φράγκα για να τις αγοράσεις ) και αυτή η κατάσταση είναι καθημερινό φαινόμενο τους χειμωνιάτικους μήνες. Αν όμως δεν μπορείς να περπατήσεις στους λασπωμένους δρόμους, τα άλογα, τα γαϊδούρια και τα ενδιάμεσά τους - που ξεχάσαμε να τα αναφέρουμε, τα μουλάρια - περπατάνε δύσκολα μεν, αλλά τη δουλειά σου την κάμνουν με το παραπάνω.
Βγαίνουμε τώρα έξω απ΄την πόλη. Να πάμε κάπου μακρυά, σε ένα χωριό καμμιά δεκαριά χιλιόμετρα έξω απ΄την πόλη ; Οχι, δεν θα πάμε τόσο μακρυά, εδώ κοντά στα σημερινά προά-στεια - που τότε τα λέγενε « τσιφλίκια » - θα προχωρήσουμε να πάμε. Πάντα με την προϋπόθεση ότι είναι καλοκαίρι και το έδαφος είναι στεγνό. Και λοιπόν, πάνω σε κάποιο δρόμο που είναι στρωμένος με αμμοχάλικο θα βαδίσουμε ; Οχι βέβαια, όλοι οι εκτός πόλης δρόμοι, αυτοί που οδηγούνε στα χωριά του νομού, είναι χωματόδρομοι.
Πάνω σ΄αυτούς τους χωματόδρομους, κυκλοφορούν άνθρωποι, ζώα και τροχοφόρα. Και επειδή είμαστε στην εποχή της τουρκοκρατίας, τα τροχοφόρα αυτά ονομάζονται « αραμπάδες ». Που στην τουρκική γλώσσα, σημαίνει « αμάξια », και ακριβώς έτσι ονομάζονται σήμερα και τα αυτοκίνητα στη γειτονική χώρα, όταν ακούς στην πέρα των συνόρων περιοχή αυτόν τον όρο - αραμπάς δηλαδή - ξέρεις ότι πρόκειται για αυτοκίνητο.
Αυτοί λοιπόν οι αραμπάδες, κυκλοφορούν πάνω σ΄αυτούς τους χωματόδρομους. Που όπως είπαμε, το καλοκαίρι είναι στεγνοί, πολύ στεγνοί. Κι όταν περνά ένας αραμπάς πάνω στο ξερό αυτό χώμα, σηκώνει και σκόνη, που αν μάλιστα τρέχει με κάποια ταχύτητα -ας πούμε οκτώ με δέκα χιλιόμετρα την ώρα - σηκώνεται μπόλικη σκόνη από το χωματόδρομο. Οι παλιοί θα θυμούνται το σχετικό τραγουδάκι, που μπορούσες και να το χορέψεις σε ένα ρυθμό καρσιλαμά. Και που έλεγε :
A ρ α μ π ά ς π ε ρ ν ά,
σ κ ό ν η γ ί ν ε τ α ι,
σ ή κ ω σ΄ τ ο φ ο υ σ τ α ν ά κ ι σ ο υ
ν α δ ώ τ ί γ ί ν ε τ α ι.
Προφανώς, το τραγουδάκι αυτό το λέγανε τις εποχές που τα φουστάνια των κοριτσιών ήσαν αρκετά ή πολύ μακρυά. Με την κίνηση του αραμπά λοιπόν, σηκωνόταν μπόλικη σκόνη, πράγμα που έκαμνε να σηκώνεται κάπως - όχι και πολύ - το φουστάνι της κοπέλλας, και οι περαστικοί από εκεί διασκεδάζανε με το απροσδόκητο και πολύ ενδιάφέρον θέαμα, που πολύ το κυνηγούσαν οι άντρες εκείνης της εποχής, αλλά ίσως και όλων των εποχών.
Και βέβαια, σε περιπτώσεις που φύσαγε άνεμος, φρόντιζαν τα κορίτσια να κατεβάζουν με τα χέρια τους τις φούστες τους, ήταν άπρεπο να γίνονται δημόσιο θέαμα. Αντίθετα με τις κατοπινές εποχές, στις οποίες τα τέτοιου είδους θεάματα, τα προκαλούσαν οι ίδιες οι κοπέλλες με το ντύσιμο της μόδας - γι αυτές που έμεναν σε αστικές περιοχές - που ήταν και πριν από ογδόντα χρόνια η μίνι φούστα. Δεν το πιστεύετε ; Λοιπόν, υπάρχει απόδειξη γι αυτό.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, από το 25 μέχρι το 26 αν δεν κάνω λάθος, ήταν στρατιωτικός κυβερνήτης και ένα είδος δικτάτορα ελαφρού τύπου, ο στρατηγός Πάγκαλος. ( Ανεψιός του οποίου είναι ένας σύγχρονος πολιτικός ). Λοιπόν, ο Πάγκαλος αυτός ήταν φαίνεται αυστηρών αρχών, και επειδή την εποχή εκείνη στη μόδα ήταν η μίνι φούστα - ίσως και λίγο πιό μίνι απ΄ότι φανταζόμαστε - έδωσε εντολή στην αστυνομία να εφαρμόσει ένα δραστικό μέτρο για να εμποδίσει τις γυναίκες να φοράνε τόσο κοντές και προκλητικές φούστες. Και λοιπόν, οι χωροφύλακες - έτσι ονομάζονταν τότε οι αστυνομικοί εκτός από τους πολίσμεν της Αθήνας και της Πάτρας - είχαν μαζύ τους μιά μεζούρα και μετρούσαν μ΄αυτήν το ύψος της φούστας από το έδαφος μέσα στο δρόμο. Και αν ήταν πιό κοντή από το επιτρεπόμενο, με ένα ψαλλίδι που είχαν μαζύ τους τις έκοβαν, τις έσχιζαν.
Παρά το στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, οι επιθεωρησιακοί θίασοι ήσαν ελεύθεροι να σατιρίζουν ότι ήθελαν. Και με το νόμο αυτό που εφάρμοζε η αστυνομία του στρατηγού Πάγκαλου, ανέβηκε στην επιθεώρηση ένα τραγουδάκι - που έγινε πολύ δημοφιλές και το τραγουδούσαν όλοι - που έλεγε στο ρεφραίν του τα παρακάτω :
M o o α ρέ σ ο υ ν τ ο υ Π α γ κ ά λ ο υ μ α ς τ α γ ο ύ σ τ α,
π ο υ ε μ ά κ ρ υ ν ε τ ω ν γ υ ν α ι κ ώ ν τ η φ ο ύ σ τ α.
Ας αφήσουμε όμως την επιθεώρηση και τα τραγούδια για τη σκόνη του δρόμου και τις φούστες, και ας δούμε πώς ήταν η κατάσταση στους δρόμους την εποχή εκείνη. Είπαμε ότι δρόμοι εκτός πόλης ουσιαστικά δεν υπήρχαν, τουλάχιστον με τη μορφή που τους ξέρουμε σήμερα. Στους χωματόδρομους που λέγαμε, κυκλοφορούσαν μαζύ με τα υποζύγια - άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια - και οι αραμπάδες, τα άλλως λεγόμενα κάρρα. ( Που γράφονται και με ένα Ρο, καθώς προέρχεται ο όρος από λατινική λέξη με αυτή περίπου τη γραφή, κι από τη λατινική γραφή γίνεται και ο αγλικός όρος C a r, που σημαίνει σήμερα το αυτοκίνητο ). Και όλα αυτά, ενώ μέσα στην πόλη της δεκαετίας του 20, μπορούσαν να κινούνται και σε καλντιρίμια - και ίσως και σε κανένα κυβολιθοστρωμένο δρόμο στο κέντρο της πόλης - εκτός της πόλης, πάνω μόνο σε καρρόδρομους περπατούσαν.
Σχεδόν την ίδια εποχή ή λίγα χρόνια πιό ύστερα, έκαναν την εμφάνισή τους στους κεντρικούς κυρίως δρόμους της πόλης μας, και τα ιππήλατα « ταξί ». Αυτά που είχαν το γαλλικό όνομα « παϊτόνια », που ήταν παραφθορά της λέξης « Φαεθόν » ή επί το γαλλικότερο, « Φαετόν », καθώς στη γαλλική γλώσσα δεν προφέρεται ο φθόγγος Θήτα, παρ΄ όλο που γράφεται σαν « t h ». Κι αυτό το Φαετόν, ήταν το ελληνικό « Φαέθων », που ήταν το όνομα του γιού του Απόλλωνα, που με το άρμα του πατέρα του, πλησίασε πολύ τον ήλιο και κάηκε από τη θερμότητά του. Αυτά ήσαν τα ταξί της εποχής, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 30.
Και τότε, εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένα είδος « αραμπά », δηλαδή το τουρκιστί λεγόμενο αυτοκίνητο, στην πλατεία της πόλης και στην αρχή της οδού Βενιζέλου. Ησαν τρία τον αριθμό, ίσως στην αρχή να ήταν μόνο ένα και κατόπιν εμφανίστηκαν και τα άλλα δυό. Αυτά ήσαν τα πρώτα αυτοκίνητα ταξί, οι αραμπάδες ταξί, που κυκλοφόρησαν στους δρόμους της πολης, και πήγαιναν μέσα από τους χωματόδρομους και στα γύρω χωριά. Οι οποίοι δρόμοι, σιγά σιγά άρχισαν - τουλάχιστον οι οδηγούντες στα μεγάλα χωριά, δηλαδή στις κωμοπόλεις - να στρώνονται με διάφορα υλικά, ακόμα και με άσφαλτο.
Τη δεκαετία αυτή του 30, υπήρχαν και λίγα φορτηγά αυτοκίνητα, που έφερναν εμπορεύματα από τα μεγάλα κέντρα, με τα οποία συνδέθηκε πιό γρήγορα η πόλη. Αν και τα περισσότερα εμπορεύματα ερχόντουσαν με το τραίνο, αυτό ήταν το κύριο μεταφορικό μέσο για εμπορικούς σκοπούς. Πέρα από τα φορτηγά αυτά, άλλο αυτοκίνητο, άλλος « αραμπάς » μηχανοκίνητος, δεν υπήρχε στην πόλη, Γιώτα ΧΙ αραμπάς δηλαδή.
Πέρασαν από την εποχή εκείνη της δεκαετίας του 30, κάπου είκοσι χρόνια. Σ΄όλο ατό το διάστημα, τρία όλα κι όλα αυτοκίνητα ( αραμπάδες τουτέστιν ) υπήρχαν σαν Γιώτα Χι στην πόλη. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δεκαπέντε χρόνια, για να αρχίσουν τη δεκαεία του πενήντα και μάλλον προς το τέλος της, να εμφανίζονταοι δειλά δειλά στους δρόμους της πόλης, κάποιοι μικροί αραμπάδες, κυρίως οι χελωνίτσες της Φολκσβάγκεν και τα Φιατάκια εξακόσια. Οι επιβαίνοντες στους αραμπάδες αυτούς, περνούσαν περήφανοι το δρόμο, χαιρετώντας με ένα μάλλον υπεροπτικό ύφος τους κακόμοιρους τους πεζούς, υψώνοντας το χέρι τους από το βολάν του αραμπά.
Και σιγά σιγά, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, άρχισαν να αυξάνονται αυτοί οι αραμπάδες. Με βραδύ ρυθμό στην αρχή, με ταχύτερο στη συνέχεια. Και εδώ και μιά δεκαετία - ή και λίγο από πιό νωρίς - αρχισαν να γεμίζουν τους δρόμους της πόλης. Τοποθετήθηκαν και τα πρώτα φανάρια της τροχαίας, όπου δυσανασχετώντας κάπως, περίμεναν να ανάψει το πράσινο για να πάρουν ξανά μπροστά. Και χρόνο με το χρόνο, με ραγδαίο ρυθμό και με τις ευκολίες πληρωμής που δεν υπήρχαν πρωτύτερα, άρχισε να γεμίζει η πόλη από τα τροχοφόρα αυτά. Για να φτάσουμε με την πάροδο του χρόνου, στη σημερινή πανάθλια κατασταση, στην οποία χώρος για να βάλει κανείς τον αραμπά του δεν βρίσκει, πρόβλημα μεγάλων διαστάσεων έχει προκύψει.
Είναι πασίγνωστο από παλιούς καιρούς, ότι πεζοδρόμια δεν διαθέτει η παλιάς κατασκευής πόλη μας, στους περισσότερους τουλάχιστον δρόμους της. Το να περάσει ένας πεζός - και οι πεζοί έγιναν μάλλον σπάνιοι αυτούς τους καιρούς - αλλά και τα καρροτσάκια των παιδιών από τα πεζοδρόμια και τις διασταυρώσεις, έχει γίνει άλυτο προβλημα. Στην εποχή τώρα τη σημερινή, οι δρόμοι είναι όλοι στρωμένοι με ασφαλτο, και σκόνη δεν σηκωνεται καθόλου, όσο κι αν τρέχουν οι αραμπάδες, όσο κι αν φυσά ο άνεμος. Αλλά για να σηκωθεί το φουστα-νάκι, δεν υπάρχει πιά λόγος, έτσι κι αλλοιώς είναι τώρα πολύ κοντό. Αυτά μονάχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου