Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
ΠOY ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ ;
Π Ο Υ Θ Α Φ Τ Α Σ Ε Ι Η Α Ν Ε Ρ Γ Ι Α ;
Ανεργία. Μιά λέξη που σε πολύ παλιές εποχές, δεν ήταν γνωστή στον πολύ κόσμο της χώρας μας. Και μιλάμε για τις εποχές πριν από το πρώτο κραχ του χίλια εννιακόσια εικοσιεννιά, τη χρονιά δηλαδή που κάποια ανεργία, αλλά όχι τόσο φανερή, παρουσιάστηκε και εδώ, ενώ σε άλλες χώρες που είχαν βιομηχανίες και τα σχετικά, ήταν από φανερή μέχρι πολύ μεγαλη, όπως στις Πολιτείες για παράδειγμα. Οπου το ποσοστό των ανέργων είχε κάποια διαστήματα, φτάσει και το σαράντα τοις εκατό.
Ηλθε και πέρασε το πρώτο κραχ στη χώρα μας. Κι αν υπήρξαν άνεργοι τα χρόνια εκείνα, γρήγορα μάλλον πέρασαν, και οι παλιοί θα θυμούνται, ότι αληθινοί άνεργοι – εκτός από τους τεμπέληδες - δεν βρισκόντουσαν εκείνες τις εποχές. Λιγοστοί ήσαν οι επιστήμονες, λίγοι γιατροί και δικηγόροι, λίγοι οι μηχανικοί, όχι και τόσο πολλοί οι δάσκαλοι και οι καθηγητές των γυμνασίων, που άλλωστε ήσαν ένα και αργότερα δυό στο δικό μας νομό. Με πολύ λίγους μαθητές κι αυτά.
Ο πολύς κόσμος, ήσαν γεωργοί, εργάτες, τεχνίτες πάσης τέχνης, λίγοι σχετικά δημόσιοι υπάλληλοι με πενιχρούς μισθούς. Λίγοι βοηθοί σε μαγαζιά, τα λεγόμενα « τσιράκια » στις μικρές κυρίως ηλικίες, όπως οι μπακαλόγατοι. Λιγοστοί οι υπάλληλοι στα μαγαζιά, που συνήθως δούλευαν με τον μαγαζάτορα μονάχα και κάποιυ κάπου και με κάποιο υπάλληλο. Οι υπόλοιποι, ήσαν εργάτες, που στο Δήμο, ήσαν οι « σκουπιδιάρηδες », όπως τους έλεγαν.
Οσο για τα μαγαζιά, αυτά ήσαν κουρεία, ψαράδικα, φούρνοι, μανάβικα, μπακάλικα που αναφέρθηκαν, και μερικά τεχνικών υπηρεσιών, όπως τσαγκάρηδες, ράφτες, τενεκετζήδες, μπακιρτζήδες και μαγαζάκια που είχαν σαν ασχολεία τις γεωργικές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων τεχνιτών που παρείχαν υπηρεσίες σε ζώα αγροτικών εργασιών, πεταλωτήδες και τέτοια σχετικά. Και υπήρχαν και πανδοχεία βέβαια - κάτι σαν τα μοτέλ με κάρρα και ζώα έλξης - και λιγοστά και μικρά ξενοδοχεία. Φυσικά, ξέχασα και πολλά άλλα, όπως λόγου χάριν τα λουστράδικα και οι υπαίθριοι και αυτοαπασχολούμενοι λούστροι, και άλλοι που δεν τους θυμάμαι, αλλά θα τους θυμούνται σίγουρα κάποιοι παλιάνθρωποι, άνθρωποι δηλαδή της παλιάς εκείνης εποχής.
Και λοπόν, δεν μπορούσες να βρεις εύκολα άνεργους με τόσες πολλές δουλιές. Ηθελε κάποιος να εργαστεί ; Δεν είχε παρά να επιλέξει κάποια από αυτού του είδους τις δουλειές. Στην αρχή σαν μαθητευόμενος, και σιγά σιγά, μάθαινε μιά τέχνη – όλοι σχεδόν οι άνθρωποι εκείνες τις εποχές, ήσαν τεχνίτες – και να εξελιχθεί σε έναν αληθινό μάστορα στη δουλειά που είχε διαλέξει να κάνει. Ασε που οι περισσότεροι, μάθαιναν μιά τέχνη από τον ίδιο τον πατέρα τους, που τους χρησίμευε με την πείρα στην τέχνη που εξασκούσε, για να γίνουν κι αυτοί τεχνίτες, να ακολουθήσουν δηλαδή το πατρικό επάγγελμα, που γινόταν συχνά οικογενειακό.
Τα πράγματα όμως με την πάροδο των καιρών αλλάζουν συνεχώς αν και με διαφορετική ταχύτητα κάθε φορά, το είχε πεί πριν από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια ο μεγάλος Ιωνας φιλόσοφος, ο Ηράκλειτος, με το γνωστό « τα πάντα ρεί », που είχε τότε διατυπώσει. Ετσι έγινε με κάποιο σχετικά αργό ρυθμό, χρόνο με το χρόνο, και με τα επαγγέλματα. Τα τεχνικά επαγγέλματα, το ένα μετά το άλλο εξαφανιζόντουσαν, και τη θέση τους έπαιρναν οι έτοιμες κατασκευές, που τις έκαμναν με μηχανες τα εργοστάσια. Και σιγά σιγά αλλά σταθερά, άλλαξαν και οι άνθρωποι τις προτιμήσεις τους ως προς την επαγγελματική τους κατεύθυνση.
Μαγαζιά που ήσαν μικροεπιχειρήσεις με υπαλληλικό προσωπικό, αντικαταστήσανε τα τεχνικά επαγγέλματα. Οι έτοιμες εργοστασιακές κατασκευές, αντικαταστήσανε τα πράγματα που έφτιαχναν πρωτύτερα οι τεχνίτες με τα χέρια τους. Δημιουργήθηκαν άλλου τύπου εργασιακά πράγματα, περίσσεψαν πολύ τα σχολεία, που χρειαζόντουσαν τώρα πολλούς δασκάλους, το ίδιο έγινε και με τα γυμνάσια. Πολύ περισσότεροι πήγαιναν τώρα στις πανεπιστημιακές σχολές, που έβγαζαν τώρα πολλούς δικηγόρους, μηχανικούς, γιατρούς, καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων. Τα εργοστάσια ζητούσαν ειδικευμένους εργάτες, τα μαγαζιά της αγοράς, ήθελαν πολλούς υπαλλήλους, και γενικά όλα σχεδόν άλλαξαν εκ θεμελίων.
Ερχόντουσαν κάποτε βέβαια καιροί, που υπήρχε κάποια οικονομική κρίση, όχι βέβαια παγκόσμιου χαρακτήρα, αλλά τοπικού. Και τότε, κάποια λιγοστά σημάδια ανεργίας, φαινόντουσαν στον ορίζοντα. Που όμως δεν κρατούσαν και πολύ μεγάλο διάστημα, περνούσαν και έφευγαν, και οι προσωρινοί άνεργοι – που ήσαν βέβαια λιγοστοί – ξανάβρισκαν δουλειά. Και τα πράγματα ξανάβρισκαν τον παλιό εαυτό τους σε μικρό διάστημα.
Και κάποτε, ήλθε και η παγκόσμια οικονομική κρίση, το πρώτο κραχ του εικοσιεννιά, και τότε αρκετοί – αλλά όχι πολλοί – έμαθαν προσωρινά τί σημαίνει αληθινή ανεργία. Η κατάσταση αυτή δεν κράτησε ως προς το θέμα της ανεργίας για πολύ καιρό, ύστερα από κάποια δύσκολη πραγματικά περίοδο, ξαναήλθαν τα πράγματα στην αρχική τους μορφή. Και ξεχάστηκε και η ανέργία, ξεχάστηκε και το κραχ, που δεν είχε και τόσο μεγάλες επιπτώσεις στη χώρα μας.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και μιά καινούργια αλλαγή έγινε στα πράγματα της χώρας. Μόλις είχε λήξει εκείνος ο ανόητος εμφύλιος πόλεμος, και άρχισε μιά εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρό προς τις πόλεις. Και όχι προς όλες τις πόλεις της χώρας, μονάχα προς την πρωτεύουσα και τη λεγόμενη - κάπως ειρωνικά - « συμπρωτεύουσα ». Μέχρι τότε, ο πληθυσμός της υπαίθρου, αποτελούσε περίπου τα δύο τρίτα του όλου πληθυσμού της χώρας. Και όπως συνέβη και στις άλλες χώρες της Ευρώπης πολλές δεκαετίες και αιώνες νωρίτερα, άρχισε και εδώ μετακίνηση από τις επαρχίες προς τα κέντρα.
Οι εσωτερικοί αυτοί μετανάστες, κατέβαιναν σε μεγάλους αριθμούς στις δυό μεγάλες πόλεις, όχι για να κάνουν τις τσάρκες τους στους δρόμους και τις πλατείες των δυό μεγάλων πόλεων, αλλά για να βρούνε μιά εργασία. Μιά δουλειά όσο το δυνατόν καλύτερη, αλλά κι αν δεν έβρισκαν κάποια τέτοια, φρόντιζαν να τακτοποιηθόυν – έστω προσωρινά – σε κάποια οποιαδήποτε εργασία, έστω και « ταπεινή ». Και πάνω στην αναζήτηση της κάποιας δουλειάς, μπορούσε να εμφανίζεται ως έναν βαθμό και κάποιου βαθμού ανεργία. Μέχρι να βρεθεί η δουλειά με την οποία θα αρχίζανε την εργασιακή τους απασχόληση στις πόλεις αυτές. Αληθινή όμως ανεργία δεν μπορούσε να ονομαστεί αυτή η προσωρινή αργία μέχρι να βρεθεί η λύση του προβλήματος.
Όλα αυτά ήσαν μέχρι πριν από καμμιά εικοσαριά ή κάτι παραπάνω χρόνια. Και τότε φύτρωσε χωρίς φανερό λόγο η ανεργία στον τόπο μας. Χωρίς φανερό λόγο είπα ; Όχι, υπήρχε λόγος, και υπήρχαν μάλιστα πολλοί λόγοι για την εμφάνιση αυτού του φαινομένου. Μερικές αιτίες μπορούμε να τις αναφέρουμε, παραλείποντας προφανώς και άλλες που δεν τις έχουμε λάβει υπ΄όψιν μας. Είτε επειδή δεν τις ξέρουμε, είτε επειδή τις έχουμε ξεχάσει παντάπασιν.
Και υπήρχαν έναν καιρό κι ένα ζαμάνι, κάμποσες βιομηχανικές μονάδες στην πρωτεύουσα και σε δυό μεγάλες επαρχιακές πόλεις, που παραγωγή τους ήταν κυρίως τα υφάσματα, κα λής ποιότητας, και κάμποσες καπνοβιομηχανίες, Παπαστράτος, Καρέλια, Ματσάγγος και άλλοι. Οι υφασματοβιομηχανίες αυτές, έκλεισαν μίαν των ημερών, και κατόπιν πήραν τον ίδιο δρόμο και οι καπνοβιομηχανίες. Και απολύθηκε τότε ένας μεγάλος αριθμός από εργαζόμενους σ΄αυτές τις μονάδες, που τις αντικαταστήσανε υφάσματα και τσιγάρα που μας ερχόντουσαν από άλλες χώρες. Το γιατί έκλεισαν οι βιομηχανίες υφασμάτων δεν το καταλαβαίνω, θα υπήρχε λόγος κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, όπως φαίνεται. Οσο για τα τσιγάρα, ήλθαν τα γνωστά και μη εξαιρεταία Βιρτζίνια, κακίστης ποιότητας και εξαιρετικά βλαβερά στην υγεία, που έδιωξαν τα παγκόσμιας κλάσης ελληνικά και τουρκικά καπνά, που δεν είχαν και ανάγκη από φίλτρα, λόγω της χαμηλής τοξικότητας που είχαν.
Είχαμε και πλήθος από βιοτεχνίες, ακόμα και στο νομό μας, που απασχολούσαν πλήθος από εργαζόμενους. Και αυτές όμως, μίαν των ημερών έκλεισαν, μάζεψαν τις μηχανές τους οι έξυπνοι συμπατριώτες μας και τις μεταφέρανε σε άλλη κοντινή χώρα, όπου τα μεροκάματα ήσαν πάρα πολύ μικρά. Και έμειναν άνεργοι πολλοί που εργαζόντουσαν σ΄αυτές τις μικρές, αλλά πολλές μονάδες. Και πέρασαν κι αυτοί στην ανεργία.
Και κάποια εποχή, δημιουργήθηκε κρατικός οργανισμός, που επιδοτούσε τους ανέργους. Αλλά μόνο για έναν χρόνο, κατόπιν το επίδομα σταματούσε, για να ξανάρθει, όταν μετά από άλλη απόλυση έμενε κάποιος άνεργος και ούτω καθ΄εξής. Την εποχή που στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη, το επίδομα ανεργίας ήταν ισόβιο για άνεργους και τεμπέληδες.
Aλλαξαν όμως τελευταία - πριν από ενάμισυ περίπου χρόνο και κάτι παραπάνω - τα πράγματα στον τομέα της ανεργίας. Εγινε επιδρομή χρηματηριαστική, το λεγόμενο « κραχ », και όλα τα σχετικά με την ανεργία άλλαξαν εν ριπή σχεδόν οφθαλμού. Αλλού λίγο, αλλού πολύ, ο αριθμός των ανέργων άρχισε έναν ανήφορο, που όσο πάει και τραβάει στα πιό ψηλα. Και το μέχρι που θα ανέβει, είναι τελείως άγνωστο, μας λείπουν εντελώς και οι προφήτες.
Για να αφήσουμε τους άλλους που τα προβλήματά τους δεν είναι σαν τα δικά μας, ας κάνουμε – σαν σύγχρονοι ψευδοπροφήτες –κάποιους υπολογισμούς για το κατά πόσον θα αυξηθεί η ανεργία στη χώρα μας. Με κάποιες αδρές εκτιμήσεις, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το σημερινό νούμερο των δωδεκάμισυ τοις εκατό, θα φτάσει ενδεχομένως το είκοσι τοις εκατό.
Μπορεί να σταματήσει εκεί, καλό θα ήταν κι αυτό το μάλλον μεγάλο νούμερο, μπορεί όμως και να το ξεπεράσει και να πάει και στο εικοσιπέντε τοις εκατό. Οπότε τα πράγματα, που και στα χαμηλώτερα επίπεδα δεν είναι καθόλου καλά, θα μας δημιουργήσουν πολλούς μπελάδες. Από τους οποίους, δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε θα απαλλαγούμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου