Π Α Λ Ι Ω Σ Ε Τ Ο Σ Α Κ Κ Α Κ Ι Μ Ο Υ
Το βιολί μας, το βιολάκι μας. Ολο και ασχολούμαστε με την πολύ άσχημη οικονομική κρίση, που ναι μεν έχει χτυπήσει όλο τον κόσμο, αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο, εμάς όμως μας εκανε σμπαράλια. Τεράστιο το χρέος μας, συρρίκνωση των οικονομικών των ανθρώπων και των οικογενειών, λουκέτα σε πληθος απ΄μαγαζιά, περικοπές μεγάλες σε μισθούς του δημόσιου τομέα, μεγάλη αύξηση της ανεργίας, και πολλά άλλα που είναι συνεπακόλουθα των προηγούμενων. Και γενικά, φαίνεται ο κόσμος μας να στενάζει από τις στερήσεις, στις οποίες υποβάλλεται σε σχέση με εκείνα που είχε στην αμέσως προηγουμενη εποχή, πριν δηλαδή ενάμισυ χρόνο, και πολύ πιό πολύ εδώ και καμμιά δεκαριά μήνες.
Είχαμε συνηθίσει στη σπατάλη και την καλοπέραση, που φαίνεται μονάχα πως εδω στη χώρα μας την έχουμε από παλιά χρόνια. Διασκέδαση, θέατρο, μπουζούκια, σινεμά, διακοπές στα νησιά και με διακοποδάνεια, κάθε είδους τραπεζικές κάρτες για να πηγαίνουμε όπου μας καπνίσει, για να αγοράζουμε πράγματα που μας είναι χρήσιμα και άχρηστα, και πολλά άλλα παρόμοια. Γενικά, να περνάμε σαν εκατομμυριούχοι, αυτός ήταν ο στόχος των πολλών. Όχι βέβαα και των ολότελα φτωχών, αυτοί ούτε να τα ονειρευτούν αυτά τα πράγματα γινότανε.
Δεν ήταν όμως έτσι από τα πολύ παλιά χρόνια. Κι όταν μιλάμε για πολύ παλιά, ας μην νομίζουμε ότι ήσαν στον καιρό της τουρκοκρατίας, πριν από καμμιά εξηνταριά ή και πενηνταριά χρόνια ήτανε. Και εκείνοι που τότε τα περνούσανε, καταλαβαίνουν πολύ καλά, ότι τα τωρινά δεν είναι και τόσο δύσκολα, ούτε καν απλά δύσκολα. Θα έπρεπε να πούμε μάλιστα, ότι σχετικά καλή είναι ακόμα η κατάσταση, σηκώνει ακόμα και λίγη επιδείνωση. Ετσι τουλάχιστον βλέπουν τα πράγματα, όσοι παλιοί γνώρισαν πάρα πολύ άσχημες μέρες, που κι εκείνες τις είχαν τότε συνηθίσει, και δεν τους έφερναν και σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση, δεν τους έφερναν σε απελπισία.
Υπήρχε φτώχεια, σε πολλούς μάλιστα, ήταν και μεγάλη. Υπήρχαν περιπτώσεις που υπήρχε στέρηση και των στοιχειωδών πραγμάτων που χρειάζεται κάποιος για να κρατιέται στον αγώνα που δίνει. Είχαν πολλές ελλέιψεις μεγάλες μάζες ανθρώπων σε κείνες τις εποχές. Αλλοιως, δεν θα γραφόταν το τραγούδι του Τσιτσάνη – άγνωστο με τίνος στίχους – της εποχής της πριν από καμμιά εξηνταριά χρόνια, που έλεγε :
Π ά λ ι ω σ ε τ ο σ α κ κ ά κ ι μ ο υ,
κ ι α υ τ ό ΄ν α ι τ ο μ ε ρ ά κ ι μ ο υ.
Κ α ι κ α ϋ μ ό, κ α ι κ α ϋ μ ό έ χ ω μ ε γ ά λ ο,
π ο ύ ν α β ρ ώ - π ο ύ ν α β ρ ώ ν α π ά ρ ω ά λ λ ο.
Είχε ένα και μοναδικό σακκάκι ο άνθρωπος του τραγουδιού. Και με τη φθορά του χρόνου που περνά χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι σιγα σιγά, πάλιωσε εντελώς, και να το φορέσει πιά ντρέπεται, θα έχει πιθανώς και μπαλώματα στους αγκώνες του, και είναι ανάγκη να βρεθεί ένα άλλο να το αντικαταστήσει. Αλλά το ζήτημα δεν είναι απλό, ακόμα και σε φτηνομάγαζα δεν μπορεί να πάει και να βρεί ένα καινούργιο, αλλά και φτηνό βέβαια.
Αυτή ήταν η κατάσταση μιά φορά κι έναν καιρό. Και το παράπονο εκείνο, δεν το έχουν οι σημερινοί άνθρωποι. Που όσο κι αν δεν μπορούν να έχουν καλά οικονομικά, όλο και κάποιο σακκάκι φτηνό, θα βρούνε σε μιά λαίκή αγορά.
Αλλά η ιστορία αυτή, δεν αφορά μονάχα ένα σακκάκι. Πίσω από αυτό το ρεμπέτικο τραγούδι που δείχνει τον πόνο της ψυχής ενός ανθρώπου που δεν έχει τα στοιχειώδη μέσα για να αγοράσει ένα άλλο φτηνοσάκκακο, κρύβονται πολλά, που την εποχή μεν εκείνη δεν ήσαν καθόλου κατανοητά, την εποχή όμως που διανύουμε τώρα, σημαίνει και πολλά άλλα πράγματα. Σημαίνει τη φτώχεια του εισοδηματία των εξακοσίων Ευρώ, που δεν μπορεί, όχι να πάρει ένα καινούργιο – έστω και φτηνό – σακκάκι, αλλά να πληρώσει το πετρέλαιο που χρειάζεται για να ζεσταθεί τις κρύες μέρες του χειμώνα. Να πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ, μιάς και δεν έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μιά παλιά γκαζόλαμπα, δεν μπορεί να πληρώνει ενδεχομένως το φτηνό ενοίκιο του σπιτιού του, δεν μπορεί να πληρώνει το λογαριασμό του νερού.
Ετσι πρέπει να πάρουμε σήμερα και τους στίχους του τραγουδιού αυτού. Εκτός από τους σπάταλους που γέμιζαν τις τσέπες τους με τραπεζικές κάρτες, με τις οποίες έκαμναν πολλά και χαζά έξοδα, ταξείδια σε μέρη μακρυνά και εξωτικά, τις θερινές κατοικίες στα παράλια, που ούτε στα πιό τρελλά ονείρατά τους δεν έβλεπαν οι παλιοί φτωχοί. Τα πολλά άσκοπα έξοδα, για να δείχνουν ότι είναι κάτι σαν Μπιλ Γκαίητς, τα τροφαντά φορέματα και τα πολλά και άσκοπα έξοδα για οποιαδήποτε « φιγούρα », που θα έδειχναν στη γειτονιά και στον κοινωνικό περίγυρο, ότι τέλος πάντων τους έκαμνε να δείχνουν - με τα πολλά βερεσέδια τους στις τράπεζες - να δείχνουν προς τα έξω, μιά εικόνα που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική τους κατάσταση. Αυτά μπορεί να τα δεί κανείς, πίσω από το παλιό σακκάκι που δεν μπορεί να το αλλάξει ο φτωχούλης αυτός, που ντρέπεται για την κατάντια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου