Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΚΛΕΙΝΟΝ ΑΣΤΥ

Τ   Ο      Κ   Λ   Ε   Ι   Ν   Ο   Ν      Α   Σ   Τ   Υ



Όπως όλοι ξέρουμε, η  περιοχή που ονομάζουμε σήμερα Ελλάδα, δεν είχε κατοίκους Ελληνες πριν από  τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Διάφορες  φυλές με διαφορετικά  ονόματα, αναφέρονται από τους  αρχαίους συγγραφείς, αλλά το γενικό  όνομα που επικράτησε  για όλους αυτούς τους λαούς - που πριν από αυτούς θα υπήρχαν προηγούμενοι λαοί - ήταν  « Πελασγοί ». Βέβαια, υπήρχε και μιά συγκεκριμένη φυλή που είχε αυτό το όνομα, αλλά τελικά ονομάστηκαν και οι υπόλοιποι τοπικοί πληθυσμοί Πελασγοί. Και έτσι τους ξέρουμε και σήμερα.

Όπως ακόμα  ξέρουμε, ότι η πρώτη  ελληνική φυλή  που κατέβηκε  στην  Ελλάδα, ήσαν οι Αχαιοί. Οι οποίοι κατοικήσανε στη νότια χώρα, δηλαδή Πελοπόννησο και στα νότια της Στερεάς. Και ανάμεσα σε όλα αυτά τα νότια της Στερεάς, ήταν και μιά στενή  και μικρή πεδιάδα, τριγυρισμένη από υψώματα και  βουνά, η πεδιάδα στην οποία χτίστηκε  η Αθήνα. Αυτή η κάθοδος των  Αχαιών έγινε  περίπου στα δύο χιλιάδες π.Χ., και φαίνεται  ότι η πεδιάδα  της σημερινής Αθήνας  κατοικήθηκε  μετά από λίγο  καιρό. Κι όταν λέμε λίγο  καιρό, είναι  σχεδόν αδύνατο  να προσδιορίσουμε  πόσος ήταν αυτός ο  « λίγος καιρός ». Εκείνο που ξέρουμε με  βεβαιότητα, είναι ότι γύρω  στο 1.000 π.Χ., η Αθήνα  έφτιαχνε αγγεία από υλικά της περιοχής, και μάλιστα ότι  κάποια από  αυτά, πήγαιναν  στους Ετρούσκους  στην Ιταλική  χερσόνησο. Το πώς πήγαιναν δεν το ξέρω, φαντάζομαι όμως ότι τα μεταφέρανε δια θαλάσσης. ( Οχι βέβαια με τα  πλοία που κάμνουν σήμερα το δρομολόγιο Πάτρα - Μπρίντιζι - Ανκόνα ).

Πολύ πριν όμως κατέβουν οι Αχαιοί και χτιστεί η Αθήνα, τη μικρή αυτή πεδιάδα την κατοικούσαν από το 3.000 π.Χ., κάποιοι εντόπιοι, ας πούμε  ένα Πελασγικό φύλο. Δεν φαίνεται να ήσαν και τόσο πολλοί  αυτοί οι εντόπιοι, το έδαφος της  πεδιάδας είναι  χωρίς ποτάμια και χωρίς νερά, υπήρχε λοιπόν έντονο το πρόβλημα της λειψυδρίας. Και δεν είχαν και τον Αβραμόπουλο δήμαρχο να τους κατασκευάσει κάποια δίκτυα ύδρευσης. Ερχονται τώρα και οι από βορρά εισβολείς και εγκαθίστανται στην περιοχή. Ψάχνουν κι αυτοί  να βρούν  νερό, και πού  να το βρούνε ; Ξεραϊλα  παντού, αυτά που λέμε  ποτάμια - Κηφισός, Ιλισός και κάποια άλλα μικρότερα - δεν ήσαν παρά χείμαρροι, που όταν έβρεχε -πράγμα σπάνιο για την Αθήνα τις παλιές εποχές - έφερναν κάποιο νερό. Αλλά το καλό το παλληκάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Με. ποιό τρόπο άραγε υδρεύονται οι ντόπιοι Από τα πηγάδια, υπήρχαν ευτυχώς πηγάδια στην περιοχή. Και έτσι βολεύονται οι έποικοι που ήλθαν από τα κεντρικά της Ευρώπης.

Αλλά τί να έχουν γίνει  αυτοί οι ντόπιοι άραγε ; Μήπως τους έσφαξαν οι καινούργιοι ανθρωποι  που έχτισαν την Αθήνα ; Οχι, δεν το φαντάζομαι αυτό, το πιό πιθανό είναι να κάνανε συμπεθεριά αναμεταξύ τους και να έγιναν μιά φυλή. Αυτό άλλωστε έγινε  και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, όπου καινούργιοι κάτοικοι  ανακατευόντουσαν με τους ντόπιους, και δημιουργούσαν ένα μίγμα από παλιούς και εποίκους.

Οχι, δεν πρόκειται να αναφερθούμε διεξοδικά με την ιστορία της Αθήνας, είναι τόσο μακρόσυρτη και μπερδεμένη, που θα  απαιτούσε τόμους  ολόκληρους για να  γραφτεί. Θα πηδήξουμε τις εποχές όπως μας καπνίσει, και θα πάμε σε πιό φρέσκα πράγματα. Τα παλιά τα αφήνουμε στους  ιστορικούς και στους  αρχαιολόγους, ας κάνουν αυτοί τη  δουλειά τους, κι εμείς τη δική μας. Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.

Κάνουμε ένα μεγάλο άλμα από την αρχαία Αθήνα, και φτάνουμε αισίως στα τέλη Ιανουαρίου του 1833. Μολις έχει έλθει από τη Βαυαρία ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Οθωνας ( που στα γερμανικά λέγεται Όττο ), μαζύ με πολλούς αυλικούς του, και μαζύ του και τρεισήμισυ χιλιάδες Βαυαρούς  στρατιώτες. Πρωτεύουσα του κράτους είναι το Ναύπλιο, η  μόνη αληθινή πόλη  της τότε  μικρής Ελλάδας. Αποφασίζεται  όμως να γίνει  μεταφορά της πρωτεύουσας, το Ναύπλιο  δεν έχει ιστορία, η Αθήνα  έχει και μεγάλη. Θα  κάνουμε λοιπόν πρωτεύουσα την Αθήνα, πάει το πήραμε  απόφαση. Και  άμ  έπος, άμ  έργον, αρχές  Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς 1834, μεταφέρεται η πρωτεύουσα  στην Αθήνα. Πάνε όλοι εκεί, βασιλιάς, στρατιώτες, αυλικοί και οι λοιποί παρατρεχάμενοι.

Εμείς έχουμε το μαχαίρι, εμείς και  το πεπόνι, θα  κάνουμε τώρα  ένα άλλο άλμα. Θα μεταφερθούμε από το 1834 στο 1949. Μάλιστα, γούστο  μας και καπέλλο μας είναι, ποιός μπορεί να μας εμποδίσει ; Και γιατί να πάμε στο 1949 και όχι σε κάποια άλλη χρονιά, τί το ιδιαίτερο έχει αυτή η χρονιά ; Λοιπόν, ο λόγος είναι  ότι ο γράφων πηγαίνει για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά στο κλεινόν άστυ, αυτός είναι ο μοναδικός λόγος.

Το πάω τώρα στο  πρώτο  πρόσωπο του ενικού, έτσι  πρέπει να γίνει η περιγραφή της Αθήνας της εποχής εκείνης, με τις  προσωπικές δηλαδή  εντυπώσεις του γράφοντος. Λοιπόν, επιστρέφω από την Κρήτη, όπου πήγα να καταταγώ στο στράτευμα, και καθώς δόθηκε αναβολή λόγω σπουδών, ακολούθησε η  επιστροφή. Και επιστρέφοντας, λέω να μείνω καμμιά βδομάδα εκεί, να δώ πώς είναι  η ιστορική πόλη, ποιές  συνθήκες επικρατούν  στην περιοχή, πως ντύνονται οι Αθηναίες - οι γνωστές με το όνομα  « Ατθίδες ». ( Από την Ατθίδα, κόρη του βασιλιά Κραναού, και από το όνομα της οποίας λέγεται ότι προήλθε και η ονομασία της περιοχής  « Αττική » - Ατθίς - Ατθική - Αττική ).

Ιδού λοιπόν που βρίσκομαι  στο κλεινόν άστυ. Και με  την ευκαιρία, τί σημαίνει αυτό το « κλεινόν » ; Προερχεται από το  « κλέος », που  σημαίνει  « δόξα », συνεπώς το  « ένδοξο άστυ ». ( Το άστυ  πάλι, είναι η κυριως  πόλη χωρίς τα  προάστεια, το μάθαμε κι αυτό τώρα.με την ευκαιρία. Εννοείται, ότι όλες αυτές οι  πληροφορίες, μού  έρχονται από  την εγκυκλοπαίδεια, θα ήταν εντελώς απίθανο  να ξέρω όλα αυτά τα πράγματα, εδώ ξεχνώ τί έφαγα το μεσημέρι, αυτά θα θυμόμουνα ; Ασε που σχεδόν όλα αυτά, μου ήσαν άγνωστα και από τα πριν ).

Την εποχή εκείνη, η Αθήνα είχε έναν πληθυσμό  περίπου ενός  εκατομμυρίου εξακοσίων χιλιάδων  κατοίκων, μαζύ με τα  προάστειά της. Τα προάστεια  της εποχής  εκείνης, ήσαν τα παλιά γνωστά, όπως το Χαλάνδρι, η Κηφισιά, η Νέα Ιωνία, η Νέα Φιλαδέλφια, και λίγα ακόμη. Κάποια σημερινά  προάστεια, όπως  το Περιστέρι, η  Αγία Παρασκευή, ο  Χολαργός, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες, τα Λιόσια  και άλλα τέτοια άγνωστα τότε, ήσαν απλώς κωμοπόλεις ή και απλώς χωριά. Και όλα αυτά μαζύ, είχαν τον πληθυσμό που αναφέρθηκε.

Φυσικά, οι περιηγήσεις ενός ανθρώπου που πρωτοπήγαινε τω καιρώ εκείνω στην Αθήνα, περιοριζόντουσαν  στην κυρίως Αθήνα, και το  ίδιο έκανα κι εγώ.  Ολο το κέντρο, ή τουλάχιστον το κυρίως κέντρο, ήταν το κομμάτι της πρωτεύουσας στο οποίο τριγύριζα. Και γιατί αυτός ο τόσος περιορισμός ; Για τον απλούστατο λογο ότι όλα τα θέατρα ήσαν συγκεντρωμένα σ΄αυτό το κυρίως κέντρο. Ενδιαφέρον  πέραν αυτού δεν υπήρχε, καθώς δεν υπήρχαν πράγματα που ήθελα να  επισκέπτομαι. Η μόνη περιοχή  εκτός της Αθήνας στην  οποία με οδήγησαν τα βήματά μου, ήταν  η Νέα Ιωνία. Και τούτο, επειδή  στο προάστειο αυτό, έμεναν πολύ στενοί συγγενείς μου. Λόγος πολύ σημαντικος για να πάω εκεί.

Το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε ο επισκέπτης της πρωτεύουσας εκείνη την εποχή, ήταν ότι ιδιωτικά μέσα  μεταφοράς, δηλαδή ιδιωτικά αυτοκίνητα, ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Τα πολύ λίγα, τα ελάχιστα που  κατείχαν οι έχοντες και  κατέχοντες, ήσαν  σπάνιο είδος που κάπου κάπου τα έβλεπες στους δρόμους του κλεινού άστεως. Οι έχοντες και κατέχοντες  ήσαν πολύ λίγοι, ο πολύς  κόσμος ήσαν  μεροκαματιάρηδες, και τα  αυτοκίνητα  εκείνη την  εποχή ήσαν πολύ ακριβά. Πενήντα πέντε χιλιάδες  δραχμές κόστιζε το  μικρό Φολκσβάγκεν, το κατσαριδάκι εκείνο, σημερινές  περίπου πέντε εκατομμύρια δραχμές, σε μιά εποχή μάλιστα που οι αμοιβές ήσαν εξαιρετικά χαμηλές.

Οπως και στη Θεσσαλονίκη - που την ήξερα χρόνια - ο κόσμος μετεκινείτο με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ολόκληρη η  καθεαυτού Αθήνα  χωρίς τα  προάστεια, εξυπηρετείτο από τα τραμ και λεωφορεία, τα  τρόλλεϋ δεν είχαν  ακόμα κάνει την  εμφάνισή τους, ή έτσι τουλάχιστον νομίζω. Στις μετακινήσεις  μου χρησιμοποιούσα  το τραμ, όπως  συνήθιζα και στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα έπαιρνα τα πράσινα τραμ, που ήσαντα ίδια με εκείνα της Θεσσαλονίκης, πιό αργά αλλά λιγότερο θορυβώδη από τα κίτρινα, που ήσαν μεν πιό γρήγορα, αλλά έκαμναν και μεγάλη φασαρία. Και υπήρχε και ο ηλεκτρικός  Πειραιά - Κηφισιάς, υπόγειος στο κέντρο και επί του εδάφους εκτός του κέντρου. Χρησιμοποιουσα και αυτόν, αλλά πολύ λιγότερο.

Όπως ήταν επόμενο, κατω από αυτές τις συγκοινωνιακές  συνθήκες, κόσμος πολύς, πάρα πολύς, κυκλοφορούσε  στους δρόμους. Για να  περάσεις από το  ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, υπήρχαν διαβάσεις αλλά  όχι με φωτεινά  σήματα της τροχαίας, πράσινο, κίτρινο  και κόκκινο, που παρουσιάστηκαν λίγο  αργότερα. Λοιπόν, έπρεπε να περιμένεις να δείς ότι δεν περνά κανένα όχημα από  το δρόμο, τραμ, λεωφορείο, ιδιωτικό αμάξι - που  όπως είπαμε  υπήρχαν κάποια - κανένα ταξί που συχνά πυκνά περνούσε ( η Αθήνα είχε πάντα πολλά ταξί ), κι όταν έβλεπες κάποιο  κενό, πήγαινες  από το ένα  πεζοδρόμιο στο  άλλο. Υπήρχαν  και οι άνδρες της τροχαίας που ρύθμιζαν τη ροή των αυτοκινήτων και των πεζών.

Όλα αυτά όμως στους  πέντε - έξι κεντρικούς  δρόμους. Τη Σταδίου, την Πανεπιστημίου, την Αλεξάνδρας, της βασιλίσσης Σοφίας, την Πατησίων. Πέραν  τούτων, ησυχία, τάξις και ασφάλεια. Πεζοί περνούσαν  τους άλλους δρόμους  με το πάσο τους, κι αν περνούσε και κανένα αυτοκίνητο, το έβλεπες και κανόνιζες την  πορεία σου. Οσο για καυσαέρια και νέφος, δεν ήξεραν τότε  ούτε την ύπαρξή  τους, ούτε  τα ονόματα  τους. Τα  καυσαέρια  υπήρχαν βέβαια στους κεντρικούς  δρόμους, αλλά κανένας  δεν τα ήξερε σαν βλαπτικούς παράγοντες που αργότερα θα  κατέστρεφαν  εντελώς την  ατμόσφαιρα. Το νέφος ήταν  ανύπαρκτο, αν μιλούσες για νέφος, θα νόμιζαν ότι μιλάς για σύννεφο στον ουρανό.

Οι άνθρωποι  κυκλοφορούσαν χωρίς  ιδιαίτερη βιασύνη, μπορούσες  να διαπιστώσεις ότι δεν υπήρχε κάποιο στρεςς, και επομένως και το άγχος που προκαλείται από το έντονο στρεςς. Ηταν όμορφη, πολύ όμορφη η Αθήνα των εποχών εκείνων. Και δεν είναι καθόλου παράξενο, ότι αυτή η  πόλη τραγουδήθηκε  τόσο πολύ, περισσότερο  ακόμα κι από το Παρίσι της Εντίθ Πιάφ της εποχής εκείνης.

Τί έλεγε το τραγούδι εκείνο - μεταξύ πλήθους άλλων - που είχε γράψει ο Λεό Ραπίτης σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου εν  έτει 1946, και το είχαν τραγουδήσει  η Σοφία Βέμπο και η Δανάη ; Τα εξής λίγα πράγματα ( και άλλα ακόμα ), που τα ακούμε καμμιά φορά σήμερα και απορούμε :

Λ ό ν τ ρ α, Π α ρ ί σ ι, Ν ι ο ύ  Γ ι ό ρ κ, Β ο υ δ α π έ σ τ η, Β ι έ ν ν η,

μ π ρ ο ς  σ τ η ν  Α θ ή ν α  κ α μ μ ι ά  σ α ς,  κ α μ μ ι ά  σ α ς     δ έ ν   β γ α ί ν ε ι

γ ι α τ ί  ΄ν α ι   π ά ν τ α   γ ε μ ά τ η   α π ό   ρ ό δ α   ο ι   π ο δ ι έ ς   τ η ς,

κ ι  ά σ π ρ ε ς  δ α ν τ έλ λ ε ς   τ υ λ ί γ ο υ ν   τ ι ς   α κ ρ ο γ υ α λ ι έ ς  τ η ς



Και παρακάτω στο κουπλέ :

Σ ε  κ α τ ο ι κ ο ύ ν ε   θ ε ο ί  ξ ε λ ο γ ι ά σ τ ρ α  μ ο υ  Α θ ή ν α,

π ου   κ α τ ε β α ί ν ο υ ν   σ τ η ν  Π λ ά κ α   ν α   π ι ο ύ ν ε   ρ ε τ σ ί ν α

κ α ι   μ ε θ υ σ μ έ ν ο ι  τ ο    β ρ ά δ υ   κ ο λ ώ ν α,   κ ο λ ώ ν α

ν α  κ ο ι μ η θ ο ύ ν ε  π η γ α ί ν ο υ ν ε  σ τ ο ν Π α ρ θ ε ν ώ ν α.

Αυτά και πολλά άλλα, αμέτρητα, λέγανε για την Αθήνα εκείνων των εποχών. Και από θεάματα, πλήθος μεγάλο. Θίασοι θεατρικοί - επιθεώρησης και πρόζας -εξαιρετικοί, που έπαιζαν έργα ελληνικά και ξένα  Εξαιρετικοί οι συγγραφείς των θεατρικών  έργων, πολλά από από τα οποία έγιναν κατόπιν  κινηματογραφικές  ταινίες που τις βλέπουμε τώρα για δέκατη και εικοστή φορά. Ανάμεσα στα Χαυτεία και  στο πανεπιστήμιο, σε μιά πάροδο της Πανεπιστημίου, ήταν το θερινό θέατρο  « Μακέδο », στο οποίο έπαιζε τους  καλοκαιρινός μήνες ο θίασος του Βασίλη Λογοθετίδη. Στη Σταδίου, εκεί που πηγαίνεις προς την  πλατεία Συντάγματος, είχε το θέατρό της η μεγάλη Κατερίνα Ανδρεάδη, που δεν την ξέρουν όσοι δεν την είδαν επί σκηνής, καθώς δεν έπαιξε καθόλου στον κινηματογράφο.

Στην περιοχή του Ζαππείου, πήγαινες να δείς επιθεώρηση. Επιθεώρηση που την έγραφαν σημαντικοί συγγραφείς, Αλέκος Σακελλάριος, οι δυό Γιαννακόπουλοι, το τρίο Ασημακόπουλου - Σπυρόπουλου - Παπαδούκα, η δυάδα Γιαλαμά - Πρετεντέρη, Ο Θίσβιος, ο Μίμης Τραϊφόρος και άλλοι. Οσο για τους ηθοποιούς της επιθεώρησης ( και που παίζανε και σε πρόζα ), να αναφέρουμε μερικά  μόνο  ονόματα : Βασίλης  Αυλωνίτης, Νίκος  Ρίζος, Αννα Καλουτά,  Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος  Ηλιόπουλος, Γεωργία  Βασιλειάδου, Ορέστης Μακρής. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πολλά άλλα, αλλά και αυτά φτάνουν και περισσεύουν.

Αυτή ήταν η Αθήνα του 1949, ίδια ήταν η κατάσταση για άλλα δέκα τουλάχιστον χρόνια. Υστερα άρχισε ο  κατήφορος. Κάθε φορά που πήγαινα, όλο και πιό άσχημη την έβλεπα. Ξηλώσανε τα τραμ, άρχισαν  να γεμίζουν τα αυτοκίνητα  τους δρόμους, ορθώθηκαν  πολυκατοικίες σ΄όλο το κέντρο. Αλλά ήμασταν ακόμα στην αρχή, τους πρώτους εκείνους  καιρούς μπορούοες να κυκλοφορήσεις με το αμάξι σου με κάποια ευκολία, πρόβλημα παρκαρίσματος δεν είχε ακόμα προκύψει. Αλλά μετά  από τη δεκαετία  του 1980, η κατάσταση πήρε έναν ανεξέλεγκτο κατήφορο. Κι ότι κι αν γίνει από εδώ και πέρα, οσες γραμμές του Μετρό κι αν γίνουν, μικρή θα είναι η ανακούφιση της κυκλοφορίας.

Αλλά δεν είναι βέβαια, μόνο το θέμα της  κυκλοφορίας. Είπαμε  για τους συγγραφείς και τους ηθοποιούς. Μήπως  περιμένουμε  από το Μετρό  να μας φτιάξει  ηθοποιούς και συγγραφείς ; Οχι βέβαια, όλα  τα πράγματα έχουν τον καιρό τους κι ο κολιός τον Αύγουστο, έτσι λέει η λαϊκή παροιμία. Το στρεςς και  το επακόλουθο άγχος, δεν επιτρέπουν  στον σημερινό ανθρωπο των  μεγαλουπόλεων, ούτε  να γράψει, ούτε  να διαβάσει  και ούτε .... πολλά άλλα. Οι ανθρωποι έχουν πολλά ψυχολογικά προβλήματα, τους κατατρώγει η βάναυση καθημερινότητα. Και χρειάζονται πολλούς ψυχίατρους και πολλούς  ψυχολόγους, να τους κάμνουν ψυχανάλυση, ακριβώς  όπως γίνεται  στις Ενωμένες  Πολιτείες εδώ και  δεκαετίες. Και  επειδή τα πρότυπα ζωής μας έρχονται από εκεί, έτσι θα πρέπει να γίνει και με την ψυχανάλυση.

Θα κάνουμε και μιά αναφορά  στο πληθυσμιακό  πρόβλημα  της Αθήνας, που έχει σχέση και με τον πληθυσμό της υπόλοιπης χώρας. Το 1961, η πληθυσμός της Αθήνας και των προαστείων της, ήταν ένα εκατομμύριο οκτακόσιες πενήντα περίπου χιλιάδες κάτοικοι. Σήμερα, ο πληθυσμός αυτός, συν τον  πληθυσμό του Πειραιά με τα προάστειά του ( όλα αυτά μαζύ, καταντήσανε να είναι μιά ουσιαστικά πόλη ), είναι τέσσερα και μισό με πέντε εκατομμυρια περίπου κάτοικοι, δηλαδή το πενήντα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το φαινόμενο αυτό της υπερσυγκέντρωσης του πληθυσμού σε μιά και μόνη πόλη, είναι μοναδικό σ΄όλόκληρο τον κόσμο. Είναι σαν να  έχει το Τόκυο σαρανταοκτώ εκατομμύρια κατοίκους, η Ουάσινγκτον εκατόν δέκα εκατομμύρια, το Βερολίνο τριανταδύο εκατομμύρια, το Παρίσι εικοσιτέσσερα εκατομμύρια. Το Κάϊρο - που αριθμεί  δεκατρία εκατομμύρια - θα έπρεπε να έχει μ΄αυτό τον κανόνα, είκοσι, και η Κωνσταντινούπολη εικοσιτέσσερα αντί των δεκατριών που έχει τώρα.

Είπαμε τους στίχους ενός από τα τραγούδια που είχαν γραφτεί για την Αθήνα.  Πώς άραγε θα μπορούσαμε να πούμε αυτούς τους στιχους σήμερα ; Ξανά με τον ίδιο παλιό τρόπο ; Ή μήπως με κάποιον άλλον σαν κι αυτόν ; Ας κάνουμε  μιά δοκιμή, κι αν δεν είναι πετυχημένη, μπορεί να δοκιμαστεί κάποια άλλη :

Σ ε   κ α τ ο ι κ ο ύ ν ε   τ ρ ε λ λ ο ί,  ά σ χ η μ ή   μ ο υ  Α θ ή ν α

π ο υ΄χ ο υ ν  ξ ε χ ά σ ε ι τ ε λ ε ί ω ς  ν α  π ί ν ο υ ν ρ ε τ σ ί ν α.



Αποτυχημένο, έτσι δεν είναι ; Αλλά  μπορεί κανείς να γράψει κάτι καλό, πολύ καλύτερο, που να εκφράζει τη σημερινή κατάσταση  του κλεινού άστεως. Αλλά ποιός έχει την ορεξη να γράψει ένα τραγούδι για τη σημερινή Αθήνα ; Αυτό ρωτώ, κι απάντηση δεν παίρνω.

Ηταν μιά φορά κι έναν καιρό, ένα ένδοξο άστυ. Η Αθήνα του χρυσού αιώνα του Περικλή. Με τους μεγάλους  δραματουργούς της, Ευριπίδη, Αισχύλο, Σοφοκλή. Τον ανεπανάληπτο Αριστοφάνη. Τους κλασσικούς  φιλοσοσοφους της. Τους σπουδαίους αρχιτέκτονες και τους ακόμα πιό σπουδαίους καλλιτέχνες Η Αθήνα που έχει ένα λαμπρό παρελθόν, αλλά ένα άσχημο παρόν, που δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερο, έστω και με την Ολυμπιάδα του 2004.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου