Κ Α Ι Τ Ι Θ Α Γ Ι Ν ΟΥ Μ Ε Χ Ω Ρ Ι Σ ΤΟ Υ Σ Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Υ Σ ;
Χιλιάδες πολλές είναι τα χρόνια που έχουν περάσει, από τότε που πρωτοφάνηκε ο ανθρωπος πάνω στη γή, το πόσες χιλιάδες ακριβώς, ούτε εγώ, ούτε και οι άριστοι ανθρωπολόγοι μπορούν να το καθορίσουν. Φυσικά, αυτό δεν έχει καμμιά ιδιαίτερη σημασία, δεν χρειάζεται να ξέρουμε με τόσο μεγάλη ακρίβεια τα χρόνια και τα ζαμάνια, έτσι κατά προσέγγιση μονάχα να τα ξέρουμε και μας φτάνει. Κι όλα αυτά τα χρόνια τα πολλά, διεσπαρμένοι ησαν οι άνθρωποι σε όλες τις γωνιές της γής, μακρυά η κάθε φυλή από την άλλη, σαν να ήσαν μιά σκόρπια διαδήλωση. Το τί γινόταν λίγο πιό πέρα από αυτούς, δεν το ήξεραν, ακόμα κι αν έμεναν πολύ κοντά αναμεταξύ τους, κοντοχωριανοί ας πούμε.
Αυτή η απομόνωση, κράτησε μέχρι περίπου την ιστορική λεγόμενη περίοδο της ανθρωπότητας. Κι όταν μιλάμε για ιστορική περίοδο, ας μην μπερδέψουμε τα πράγματα. Για τους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, η περίοδος αυτή άρχισε κάπου έξι χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας. Οι πληροφορίες που έχουμε από εκείνες τις εποχές, μπορούν να θεωρούνται λίγο ή πολύ αξιόπιστες, μ΄όλο που τα γεγονότα και τις καταστάσεις, δεν τις έγραψαν ο Ηρόδοτος κι ο Θουκυδίδης. Για άλλες περιοχές όμως του κόσμου, αυτή η ιστορική περίοδος, μπορεί να άρχισε πολύ αργότερα, πριν από τρεις χιλιάδες, δυό χιλιάδες ή και πεντακόσια μονάχα χρόνια, όπως για παράδειγμα για τις χώρες της Αμερικανικής ηπείρου.
Από την ιστορική εποχή λοιπόν, αρχίζουν να περνάνε πληροφορίες από ένα χώρο σε άλλο, από ένα χωριό στο διπλανό, από μιά πόλη σε μιά γειτονική, και τελικά από έναν γεωγραφικό χώρο σε έναν άλλο. Από τη Μεσοποταμία στη Συρία και την Παλαιστίνη, από αυτές τις κοντινές περιοχές στην Αίγυπτο. Λίγο πιό ύστερα, από τη Μέση Ανατολή στην Ελλάδα και πιό ύστερα στην Ιταλική χερσόνησο και στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Όλες αυτές οι επαφές και η μεταφορά ειδήσεων από το ένα μέρος στο άλλο, γινόντουσαν με τις οδούς του εμπορίου. Κι όταν μιλάμε για οδούς του εμπορίου, εννοούμε τις θαλάσσιες οδούς, που αρχικά και επί αιώνες έκαναν οι έμποροί από τη Φοινίκη, οι πρώτοι αυτοί θαλασσοπόροι, και κατόπιν και άλλοι Μεσογειακοί λαοί.
Φυσικά, οι πληροφορίες που ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο, είχαν μάλλον γενικό χαρακτήρα, δεν περιείχαν ιστορικές αναφορές. Κυρίως ήσαν σχετικές με καθημερινά ζητήματα, τιμές προϊόντων, ελλείψεις σε τροφές, ανομβρίες και φυσικές καταστροφές που επηρέαζαν τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στους λαούς που βρισκόντουσαν στα παράλια της Μεσογείου. Ισως και κάποιες άλλες ειδήσεις που δεν μπορούμε να τις ξέρουμε. Όμως, ήλθε και η εποχή που και ιστορικά γεγονότα γινόντουσαν γνωστά από τη μιά περιοχή στην άλλη, κι αυτό έφτασε σε μιά εποχή να γίνεται και με επικοινωνίες δια ξηράς, όπως ανάμεσα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, τα δυό κοντινά αυτά κέντρα πολιτισμού. Πολύ αργ6τερα, ήλθε και η εποχή που ταξίδεψε ο Ηρόδοτος στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο, και έμαθε κάποια πράγματα από πρώτο χέρι. Και με την παροδο των επόμενων αιώνων, πληροφορίες που μεταβιβάζονταν από χώρα σε χώρα, πλήθαιναν όλο και περισσότερο. Ετσι άρχισε η διασπορά των ειδήσεων από τόπο σε τόπο.
Πάμε παρακάτω. Είναι δεν είναι διακόσια χρόνια από τη μέρα που παρουσιάστηκε στον κόσμο - τον πολιτισμένο όπως το λέμε - ένα επάγγελμα που πρωτύτερα δεν υπήρχε καθόλου. Αυτό του δημοσιογράφου, του ανθρώπου δηλαδή που ακούει αυτά που γίνονται στον τόπο του και στον υπόλοιπο κόσμο, και αναλαμβάνει να τα μεταδώσει στους κοντινούς - και σε τωρινές εποχές - και σε μακρινούς ανθρώπους. Που « γράφει » σε εφημερίδες και περιοδικά, μιλά σε ραδιόφωνα και εμφανίζεται μπροστά στις κάμερες των τηλεοπτικών πομπών. Είναι ο άνθρωπος από τον οποίο μαθαίνουν οι άνθρωποι το τί γίνεται στην περιοχή τους και σε μακρινούς τοπους, και ακούει και τα σχόλια που γίνονται από τον επαγγελματία αυτό της ενημέρωσης, πάνω στα γεγονότα που μεταδίδει.
Ο όρος « δημοσιογράφος », πηγαίνει κολλητά με έναν άλλο όρο, αυτόν της « επικαιρότητας ». Δεν μπορεί να νοηθεί ο ένας όρος χωριστά από τον άλλο. Ο λόγος της σύνδεσης αυτής, είναι το ότι ο επαγγελματίας αυτός του γραπτού και « ομιλούντος » λόγου, ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με θέματα που συνδέονται σχεδόν όλα τους με την καθημερινότητα, δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με παρωχημένα γεγονότα και καταστάσες, τα αφήνει όλα εκείνα στην μπάντα και στη λησμονιά.
Στον τομέα αυτό της επικαιρότητας, υπήρχε ανέκαθεν ένας ανταγωνισμός και μαζύ και συναγωνισμός, ανάμεσα στους υπηρετούντες τον κλάδο της δημοσιογραφίας. Όπως έλεγαν οι παλιοί, σπουδαίο πράγμα για ένα δημοσιογράφο, ήταν να βγάλει - ή να πιάσει - ένα « δημοσιογραφικό » λαυράκι, αυτή ήταν η ονομασία του γεγονότος εκείνου που το ανακάλυπτε ο ένας και μόνος δημοσιογράφος, ενώ κανένας άλλος δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Ο δημοσιογράφος λοιπόν που θα έβγαζε κάμποσα τέτοια λαυράκια, εθεωρείτο πάντοτε ο πρώτος και καλύτερος, και τον ήθελαν όλα τα μέσα επικοινωνίας. Που βέβαια ήσαν τότε οι εφημερίδες, και αργότερα, πολύ αργοτερα, σ΄αυτές προστέθηκαν οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί πομποί, που πληρώνουν αδρά τέτοιους « ψαράδες » αποκλειστικών ειδήσεων.
Τα τηλεοπτικά κανάλια, έχουν ένα έντονο συναγωνισμό τις μέρες μας στο κυνήγι της είδησης. Βέβαια, η είδηση είναι η ίδια συνήθως σε όλα τα κανάλια, υπάρχει όμως η αναζήτηση λεπτομερειών - αληθινών ή ψεύτικων - με τις οποίες θα προσελκύσουν το κοινό στην τηλεθέαση του δελτίου των ειδήσεών τους. Κι αυτές οι αληθινές ή υποθετικές λεπτομέρειες, προπαγανδίζονται ώρες πολλές νωρίτερα στο πάνω μέρος της οθόνης τους με εντυπωσιακούς τίτλους, όπως : « Αποκαλυπτικά στοιχεία για τα γεγονότα, θα παρακολουθήσετε στο βραδυνό δελτίο με τον Τάδε παρουσιαστή ». Για να κερδίσουν όσο μπορούν περισσότερους τηλεθεατές στο δελτίο αυτό, που θα ανεβάσει την τηλεθέαση του καναλιού.
Λέγεται μερικές φορές για τους τους δημοσιογράφους : « Δεν έχουν ιερό και όσιο ». Και γνωστός δημοσιογράφος, έχει πεί πρόσφατα το εξής για τους συναδέλφους του : « Ο καλύτερος δημοσιογράφος, είναι αυτός που έχει σκοτώσει τη μάνα του ». Στην εξαιρετικά υπερβολική αυτή έκφραση, βλέπει κανείς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο άνθρωπος που ασκεί τη λεγόμενη « τέταρτη εξουσία », δηλαδή το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Τί ζητά το αδηφάγο κοινό από ένα δελτίο ειδήσεων ; Τρανταχτά γεγονότα, όπως τρομακτικούς σεισμούς, κάποιο « τσουνάμι », σκάνδαλα πάσης φύσεως, κινδύνους από μεγάλες επιδημίες και διάφορα άλλα που εντυπωσιάζουν τους τηλεθεατές. Αν το δελτίο δεν έχει τίποτε απολύτως από τέτοια πράγματα, γίνεται φοβερά ανιαρό, αδυνατεί να τραβήξει την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού με τις κοινοτοπίες του.
Για να « ταϊσουν » το κοινό τους τα κανάλια, καταπιάνονται με το πρώτο τέτοιο θέμα που θα προκύψει, και επί πολλες μέρες ασχολούνται συνεχώς μ΄αυτό. Φέρνουν και ειδικούς περί το θέμα στο τραπέζι της συζήτησης, το γνωστό μας « πάνελ », και ατέλειωτες συζητήσεις γίνονται μεταξύ τους. Αλλά το πράγμα έχει και τα όριά του, αρχιζει να κουράζει με τις συνεχείς επαναλήψεις των ίδιων γεγονότων. Χρειάζεται τωρα κάτι καινούργιο, που θα « ανάψει » και πάλι το ενδιαφέρον. Και συνήθως, έρχεται αυτό το καινούργιο για να δώσει τροφή στα ειδησεογραφικά δελτία.
Κάποτε όμως, το καινούργιο αυτό πράγμα, η τρανταχτή είδηση, αργεί πολύ να ελθει, έχει και τέτοιους χαλεπούς καιρούς η ειδησεογραφία. Τί γίνεται λοιπόν τότε ; Εναγωνίως αναμένουν κοινό και δημοσιογράφοι την αναμενόμενη είδηση. Και η υπόθεση αυτή, θυμίζει το σχετικό με τους βαρβάρους ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Στο οποίο ποίημα, οι κάτοικοι μιάς περιοχής, έχουν πληροφορίες ότι έρχονται βάρβαροι να κατακτήσουν το μέρος τους. Τους περιμένουν λοιπόν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Οι ώρες όμως περνούν, και οι βάρβαροι δεν εμφανίζονται καθόλου. Το πλήθος είναι απογοητευμένο. « Και τώρα τί γίνεται ; Τί θα κάνουμε χωρίς τους βαρβάρους ; »
Όμως, στο τομέα της ειδησεογραφίας, μπορεί να αργήσουν οι βάρβαροι, όμως τελικά θα έλθουν. Οι συνταρακτικές ειδήσεις, που όλοι περιμένουν με άκρατη ανυπομονησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου