Τ Ο Β Ι Ο Λ Ι Τ Ο Υ Ν Α Σ Ρ - Ε Ν Τ - Ν Τ Ι Ν Χ Ο Τ Ζ Α
Είχαμε φτάσει στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτός ο πλανήτης, η γή όπου πατούμε κι όλοι μέσα θε να μπούμε, ήταν γεμάτη μέχρι τα μπούνια από μεγάλα δάση, από δρυμούς και από απάτητες ζούγκλες. Δέντρα μεγάλα και ψηλά ως τον ουρανό όπου κι αν πήγαινες, εκτός φυσικά απ΄τη Σαχάρα. Δέντρα να δουν τα μάτια σου και να χορτάσουν, με πυκνές φυλλωσιές και πάμπολλα κλαδιά, και μέσα σ΄ αυτά, πλήθος από πουλιά, εκείνα τα πλάσματα με τα φτερά, που τα χρησιμοποιούν για να πετούν ( εκτός από μερικά, όπως οι κότες, οι στρουθοκάμηλοι, οι πάπιες, οι χήνες και μερικά άλλα, που τα έχουν μόνο για φιγούρα ).
Και λοιπόν, απ΄ την εποχή που είπαμε , άρχισαν οι ανωμαλίες. Ο άνθρωπος, αυτό το αγλάϊσμα του σύμπαντος, άρχισε να κόβει τα δέντρα, το ένα μετά το άλλο. Σου λέει, τί χρειάζονται τόσα δέντρα, τη στιγμή που εμείς χρειαζόμαστε την ξυλεία τους, χρειαζόμαστε μεγάλους και ανοιχτούς χώρους για να τους κάνουμε χωράφια, όπου θα σπείρουμε και θα θερίσουμε, και θα τρώμε όλο το χρόνο το σιτάρι μας και το καλαμπόκι μας ; Και θα κάνουμε και δρόμους για να περνούν τα αυτοκίνητα, τα τραίνα μας και θα γεμίσει ο τόπος από πολιτισμό ; Και επί τέλους, σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά τα δέντρα, όλα αυτά τα δάση, όπου μέσα τους κρύβονται λύκοι, τσακάλια, λιοντάρια, τίγρεις και πολλά άλλα επικίνδυνα ζώα που μεγάλες ζημιές μας κάνουν κάθε τόσο και λιγάκι ;
Τω καιρώ εκείνω, δεν ξέραμε το ρόλο που παίζουν τα δάση και οι ζούγκλες επάνω στο κλίμα του πλανήτη αυτού, θα τον μαθαίναμε αργότερα. Ακριβώς όπως συνέβη και με το βιολί του Χότζα. Ισως δεν ξέρετε την ιστοριούλα αυτή με τον άνθρωπο αυτό από το Ακ - Σεχίρ, στον οποίο αποδίδονται χιλιάδες ανέκδοτα, και ένα από αυτά είναι και το σχετικό με το βιολί του. Και να πώς είναι αυτή η ιστοριούλα : Ο Νασρ - εντ - ντιν, είχε πέσει σε μεγάλη φτώχεια, άγνωστο για ποιό λογο. Και για να εξοικονομήσει τα προς το ζείν, αποφάσισε να κάνει κι αυτός, αυτό που κάμνουν και σήμερα μερικοί άνθρωποι, να επιδοθεί στις ληστείες και τις διαρρήξεις.
Μιά μέρα λοιπόν - κόντευε να πέσει η σκοτεινιά της νύχτας, είχε σουρουπώσει - πήγε στην αγορά του Ακ - Σεχίρ, και πλησιάζοντας με προσοχή ένα μαγαζί - ίσως κοσμηματοπωλείο - άρχισε τη δουλειά του. Και η δουλειά αυτή ήταν η διάρρηξη του μαγαζιού.Αλλά κάποια στιγ-μή, κάποιος περαστικός αντιλήφθηκε ότι κάποιος εκεί στο σκοτάδι κάτι έκαμνε που δεν κατάλάβαινε τί ήταν. Αμέσως όμως αναγνώρισε τον Χότζα, που ήταν βέβαια πασίγνωστος στην πόλη αυτή. « Βρε Νασρ - εντ - ντιν, τι κάνεις εκεί τέτοια ώρα ; ». « Παίζω βιολί », αποκρίθηκε ο Χότζας. « Βιολί ; Μά δεν ακούω τίποτε », είπε ο διαβάτης. Και ο Χότζας : « Αύριο θα το ακούσεις ».
Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τις ζούγκλες και τα μεγάλα δάση. Τον καιρό εκείνο που κόβαμε τα δέντρα και αποψιλώναμε το έδαφος, υπήρχε ένα βιολί που έπαιζε μιά μελωδία, μιά λυπητερή μελωδία. Αλλά δεν μπορούσαμε να την ακούσωμε. Έπαιζε, έπαιζε ακατάπαυστα, αλλά μας ήταν αδύνατο να την ακούσωμε. Αλλά ήλθε μιά εποχή που το βιολί αυτό ακούστηκε, και ακούστηκε πολύ έντονα, παρα λίγο να μας τρυπήσει τ΄αυτιά. Αλλά ήταν πιά πολύ αργά, ήταν αδύνατον να ξαναφτιαχτούν τα τεράστια δάση, άλλωστε είχαν μεγαλώσει πολύ οι πληθυσμοί και χρειαζόντουσαν τους χώρους. Και το ξέχασα, αλλά θα το προσθέσω κι αυτό τώρα. Υπάρχουν κάποια δάση και στις πολιτισμένες χώρες που δεν τα έκοψαν. Αλλά τα κατάκαψε ή όξινη βροχή που έρχεται απ΄τις αναθυμιάσεις των εργοστασίων και των άλλων μηχανών. Και αναφέρομαι ειδικά στον Γερμανικό Μέλανα Δρυμό, τον ξέρετε αυτόν το δρυμό από το μάθημα της Γεωγραφίας, πέφτει ανατολικά απ΄τον Ρήνο, εκεί δηλαδή που είναι και τα πολλά εργοστάσια της Γερμανίας.
Με αυτό τον τρόπο - και ενώ το βιολί έπαιζε συνεχώς και ακαταπαύστως - το κλίμα του πλανήτη άλλαζε σιγά σιγά αλλά σταθερά, και όχι βέβαια προς το καλύτερο. Και μίαν ωραίαν πρωϊαν, μας ανακοίνωσαν οι μετεωρολόγοι και άλλοι σχετικοί επιστήμονες, κάποια πράγματα περί κάποιου « φαινομένου του θερμοκηπίου ». Στην αρχή δεν καταλαβαίναμε για ποιό θερμοκήπιο ήταν ο λόγος. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έγινε κατανοητό το τί ακριβώς επρόκειτο να γίνει. Κι αυτό που νομίζαμε ότι επρόκειτο να γίνει μετά από πάρα πολύ καιρό, έναν αιώνα ίσως αργότερα, έγινε μέσα σε μιά εικοσαετία.
Και βέβαια, μάθαμε και την αιτία του φαινομένου. Ηταν ο αέρας. Οχι ο κοπανιστός αέρας, αλλά ο αέρας που είχε φορτωθεί με τεράστιες ποσότητες οξειδίων, από τις καύσεις των πάσης φύσεως μηχανων. Και αυτά τα οξείδια, άπαξ και εμφανιστούν στην ατμόσφαιρα, δεν φεύγουν να πάνε στον αγύριστο με κανέναν τρόπο, μουλαρώνουν και στέκονται πάνω απ΄τα κεφάλια μας. Και εμποδίζουν τη θερμότητα που έρχεται στη γή απ΄τον ήλιο, να φύγει προς τα έξω - προς το διάστημα - στη διάρκεια της νύχτας. Και έτσι, η θερμοκρασία στην επιφάνεια της γής, ολοένα και υψώνεται. Και βλέπουμε εδώ και κάμποσο καιρό, ότι οι χειμώνες έχουν γίνει κάπως « φθινοπωρινοί », και τα καλοκαίρια κάπως πιό ζεστά από ότι τα ξέραμε στα παλιά χρόνια.
Και στην περίπτωση αυτή - όπως και στις προηγούμενες, και σε άλλες που δεν αναφέρω - ήταν επίσης ένα βιολί που έπαιζε αλλά κανένας δεν το άκουγε. Και έπαιζε μιά μελωδία που ίσως να ήταν το γνωστό « D a n c e m a c a b r e », δηλαδή ο « Μακάβριος χορός » του Καμίλλ Σαιν Σανς. Μιά αλληγορία που έρχεται απ΄ το Μεσαίωνα αν δεν κάνω λάθος, που έχει παρασταθεί και σε ζωγραφικούς πίνακες. Είναι ένας χορός μέσα σε ένα νεκροταφείο, που τον σέρνει ο θάνατος. Που φορά μιά κουκούλα στο κεφάλι και κρατά ένα μεγάλο σπαθί στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο χέρι τραβά προς τους τάφους τους μερικούς σκελετούς, πιασμένους κι αυτούς χέρι με χέρι. Θέαμα μακάβριο, όπως λέει και ο τίτλος. Αλλά όποιον σκοπό κι αν έπαιζε το αόρατο αυτό βιολί, έπαιζε σε ώτα μη ακουόντων. Μέχρις ότου, είδαν κατόπιν το αποτέλεσμα. Αλλά τότε, ήταν αργά, πολύ αργά.
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΤΟΥ ΝΑΣΡ - Τ Ο Β Ι Ο Λ Ι Τ Ο Υ Ν Α Σ Ρ - Ε Ν Τ - Ν Τ Ι Ν Χ Ο Τ Ζ Α Είχαμε φτάσει στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτός ο πλανήτης, η γή όπου πατούμε κι όλοι μέσα θε να μπούμε, ήταν γεμάτη μέχρι τα μπούνια από μεγάλα δάση, από δρυμούς και από απάτητες ζούγκλες. Δέντρα μεγάλα και ψηλά ως τον ου-ρανό όπου κι αν πήγαινες, εκτός φυσικά απ΄τη Σαχάρα. Δέντρα να δουν τα μάτια σου και να χορτάσουν, με πυκνές φυλλωσιές και πάμπολλα κλαδιά, και μέσα σ΄ αυτά, πλήθος από που-λιά, εκείνα τα πλάσματα με τα φτερά, που τα χρησιμοποιούν για να πετούν ( εκτός από μερι-κά, όπως οι κότες, οι στρουθοκάμηλοι, οι πάπιες, οι χήνες και μερικά άλλα, που τα έχουν μό-νο για φιγούρα ). Και λοιπόν, απ΄ την εποχή που είπαμε , άρχισαν οι ανωμαλίες. Ο άνθρωπος, αυτό το αγ-λάϊσμα του σύμπαντος, άρχισε να κόβει τα δέντρα, το ένα μετά το άλλο. Σου λέει, τί χρειά-ζονται τόσα δέντρα, τη στιγμή που εμείς χρειαζόμαστε την ξυλεία τους, χρειαζόμαστε μεγά-λους και ανοιχτούς χώρους για να τους κάνουμε χωράφια, όπου θα σπείρουμε και θα θερί-σουμε, και θα τρώμε όλο το χρόνο το σιτάρι μας και το καλαμπόκι μας ; Και θα κάνουμε και δρόμους για να περνούν τα αυτοκίνητα, τα τραίνα μας και θα γεμίσει ο τόπος από πολιτισμό ; Και επί τέλους, σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά τα δέντρα, όλα αυτά τα δάση, όπου μέσα τους κρύβονται λύκοι, τσακάλια, λιοντάρια, τίγρεις και πολλά άλλα επικίνδυνα ζώα που μεγάλες ζημιές μας κάνουν κάθε τόσο και λιγάκι ; Τω καιρώ εκείνω, δεν ξέραμε το ρόλο που παίζουν τα δάση και οι ζούγκλες επάνω στο κλίμα του πλανήτη αυτού, θα τον μαθαίναμε αργότερα. Ακριβώς όπως συνέβη και με το βιολί του Χότζα. Ισως δεν ξέρετε την ιστοριούλα αυτή με τον άνθρωπο αυτό από το Ακ - Σεχίρ, στον οποίο αποδίδονται χιλιάδες ανέκδοτα, και ένα από αυτά είναι και το σχετικό με το βιολί του. Και να πώς είναι αυτή η ιστοριούλα : Ο Νασρ - εντ - ντιν, είχε πέσει σε μεγάλη φτώχεια, άγνωστο για ποιό λογο. Και για να εξοικονομήσει τα προς το ζείν, αποφάσισε να κάνει κι αυ-τός, αυτό που κάμνουν και σήμερα μερικοί άνθρωποι, να επιδοθεί στις ληστείες και τις διαρ-ρήξεις. Μιά μέρα λοιπόν - κόντευε να πέσει η σκοτεινιά της νύχτας, είχε σουρουπώσει - πήγε στην αγορά του Ακ - Σεχίρ, και πλησιάζοντας με προσοχή ένα μαγαζί - ίσως κοσμηματοπωλείο - άρχισε τη δουλειά του. Και η δουλειά αυτή ήταν η διάρρηξη του μαγαζιού.Αλλά κάποια στιγ-μή, κάποιος περαστικός αντιλήφθηκε ότι κάποιος εκεί στο σκοτάδι κάτι έκαμνε που δεν κατά-λάβαινε τί ήταν. Αμέσως όμως αναγνώρισε τον Χότζα, που ήταν βέβαια πασίγνωστος στην πόλη αυτή. « Βρε Νασρ - εντ - ντιν, τι κάνεις εκεί τέτοια ώρα ; ». « Παίζω βιολί », αποκρίθη-θηκε ο Χότζας. « Βιολί ; Μά δεν ακούω τίποτε », είπε ο διαβάτης. Και ο Χότζας : « Αύριο θα το ακούσεις ». Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τις ζούγκλες και τα μεγάλα δάση. Τον καιρό εκείνο που κό-βαμε τα δέντρα και αποψιλώναμε το έδαφος, υπήρχε ένα βιολί που έπαιζε μιά μελωδία, μιά λυπητερή μελωδία. Αλλά δεν μπορούσαμε να την ακούσωμε. Έπαιζε, έπαιζε ακατάπαυστα, αλλά μας ήταν αδύνατο να την ακούσωμε. Αλλά ήλθε μιά εποχή που το βιολί αυτό ακούστη-κε, και ακούστηκε πολύ έντονα, παρα λίγο να μας τρυπήσει τ΄αυτιά. Αλλά ήταν πιά πολύ αρ-γά, ήταν αδύνατον να ξαναφτιαχτούν τα τεράστια δάση, άλλωστε είχαν μεγαλώσει πολύ οι πληθυσμοί και χρειαζόντουσαν τους χώρους. Και το ξέχασα, αλλά θα το προσθέσω κι αυτό τώρα. Υπάρχουν κάποια δάση και στις πολιτισμένες χώρες που δεν τα έκοψαν. Αλλά τα κατά-καψε ή όξινη βροχή που έρχεται απ΄τις αναθυμιάσεις των εργοστασίων και των άλλων μηχα-νών. Και αναφέρομαι ειδικά στον Γερμανικό Μέλανα Δρυμό, τον ξέρετε αυτόν το δρυμό από το μάθημα της Γεωγραφίας, πέφτει ανατολικά απ΄τον Ρήνο, εκεί δηλαδή που είναι και τα πολ- λά εργοστάσια της Γερμανίας. Με αυτό τον τρόπο - και ενώ το βιολί έπαιζε συνεχώς και ακαταπαύστως - το κλίμα του πλανήτη άλλαζε σιγά σιγά αλλά σταθερά, και όχι βέβαια προς το καλύτερο. Και μίαν ωραίαν πρωϊαν, μας ανακοίνωσαν οι μετεωρολόγοι και άλλοι σχετικοί επιστήμονες, κάποια πράγματα περί κάποιου « φαινομένου του θερμοκηπίου ». Στην αρχή δεν καταλαβαίναμε για ποιό θερ-μοκήπιο ήταν ο λόγος. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έγινε κατανοητό το τί ακριβώς επρό-κειτο να γίνει. Κι αυτό που νομίζαμε ότι επρόκειτο να γίνει μετά από πάρα πολύ καιρό, έναν αιώνα ίσως αργότερα, έγινε μέσα σε μιά εικοσαετία. Και βέβαια, μάθαμε και την αιτία του φαινομένου. Ηταν ο αέρας. Οχι ο κοπανιστός αέρας, αλλά ο αέρας που είχε φορτωθεί με τεράστιες ποσότητες διοξειδίων, από τις καύσεις των πά-σης φύσεως μηχανων. Και αυτά τα διοξείδια, άπαξ και εμφανιστούν στην ατμόσφαιρα, δεν φεύγουν να πάνε στον αγύριστο με κανέναν τρόπο, μουλαρώνουν και στέκονται πάνω απ΄τα κεφάλια μας. Και εμποδίζουν τη θερμότητα που έρχεται στη γή απ΄τον ήλιο, να φύγει προς τα έξω - προς το διάστημα - στη διάρκεια της νύχτας. Και έτσι, η θερμοκρασία στην επιφάνεια της γής, ολοένα και υψώνεται. Και βλέπουμε εδώ και κάμποσο καιρό, ότι οι χειμώνες έχουν γίνει κάπως « φθινοπωρινοί », και τα καλοκαίρια κάπως πιό ζεστά από ότι τα ξέραμε στα πα-λιά χρόνια. Και στην περίπτωση αυτή - όπως και στις προηγούμενες, και σε άλλες που δεν αναφέρω - ήταν επίσης ένα βιολί που έπαιζε αλλά κανένας δεν το άκουγε. Και έπαιζε μιά μελωδία που ίσως να ήταν το γνωστό « D a n c e m a c a b r e », δηλαδή ο « Μακάβριος χορός » του Κα-μίλλ Σαιν Σανς. Μιά αλληγορία που έρχεται απ΄ το Μεσαίωνα αν δεν κάνω λάθος, που έχει παρασταθεί και σε ζωγραφικούς πίνακες. Είναι ένας χορός μέσα σε ένα νεκροταφείο, που τον σέρνει ο θάνατος. Που φορά μιά κουκούλα στο κεφάλι και κρατά ένα μεγάλο σπαθί στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο χέρι τραβά προς τους τάφους τους μερικούς σκελετούς, πιασμένους κι αυτούς χέρι με χέρι. Θέαμα μακάβριο, όπως λέει και ο τίτλος. Αλλά όποιον σκοπό κι αν έπαι-ζε το αόρατο αυτό βιολί, έπαιζε σε ώτα μη ακουόντων. Μέχρις ότου, είδαν κατόπιν το αποτέ-λεσμα. Αλλά τότε, ήταν αργά, πολύ αργά. ΕΝΤ - ΝΤΙΝ ΧΟΤΖΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου