Π Ο Λ Λ Α Ε Ι Σ Α Γ Ο Υ Μ Ε, Ε Λ Α Χ Ι Σ Τ Α Ε Ξ Α Γ Ο Υ Μ Ε
Υπάρχει ένας όρος της οικονομίας, που ονομάζεται « ισοζύγιο εσωτερικών και εξωτερικών και πληρωμών », έτσι το θυμάμαι. H αν δεν είναι έτσι όπως αναφέρθηκε, κάπως λίγο διαφορετικά θα το λένε. Το κυριώτερο στην ονομασία αυτή, είναι το πώς διαμορφωνεται σε μια χώρα, η διαφορά των προϊόντων που εξάγει και εκείνων που εισάγει. Αν αυτά που εξάγει είναι περισσότερα από εκείνα που εισάγει από άλλες χώρες, λέμε ότι έχει θετικό ισοζύγιο πληρωμών. Αν αντίθετα, αυτά που εξάγει είναι λιγότερα από εκείνα που εισάγει - όλα αυτά υπολογίζονται σε χρήματα βέβαια - τότε λέμε ότι η χώρα αυτή έχει αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών. Εγινε κατανοητό το πράγμα, έτσι δεν είναι ;
Θα ασχοληθούμε - όπως είναι φυσικό - με τα δεδομένα που αφορούν τη δική μας χώρα. Και μάλιστα, τα σχετικά με τα εμπορικά ισοζύγια των τελευταίων έξι ή επτά δεκαετιών, πιό πίσω δεν χρειάζεται να πάμε, δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με παλαιές, παμπάλαιες ιστορίες, μας φτάνουν τα σχετικά πρόσφατα δεδομένα. Και λοιπόν, αν πάμε έξι περίπου δεκαετίες πριν από την εποχή μας, θα δούμε πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις που έλαβαν χώρα αυτό το διάστημα..
Λοιπόν, πριν από εξήντα ή και πενήντα χρόνια, οι εισαγωγές από το εξωτερικό, από τις; βιομηχανικές χώρες, ήταν πολύ λιγότερες από ότι είναι σήμερα. Μηχανήματα, ηλεκτρικές συσκευές, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και πολλά άλλα, ήσαν από τα κυριώτερα προϊόντα που ερχόντουσαν απ΄έξω, κυρίως από την Ευρώπη. Αγροτικά μηχανήματα είχαν σημαντικό μερίδιο στις εισαγωγές κι από τότε. Αντίθετα, τα μέσα κίνησης, περιοριζόντουσαν σε λίγα σχετικά αυτοκίνητα - μικρά, φορτηγά και λεωφορεία - ηλεκτρικά είδη μάλλον αρκετά, και διάφορα άλλα που ήσαν απαραίτητα εκείνη την εποχή.
Τα προϊόντα που έκαμνε εξαγωγή η χώρα - προς την Ευρώπη θα λέγαμε αποκλειστικά - ήσαν κατά το πλείστον αγροτικής παραγωγής. Φρούτα προς τις ευρωπαϊκές αγορές της Δύσης, μπόλικη κορινθιακή σταφίδα προς την Αγγλία για να τρώνε την παραδοσιακή τους πουτίγκα. Σταφύλια εξαγώγιμα πάλι προς την Ευρώπη, ξηροί καρποί επίσης. Τί άλλο μπορούσαμε να εξαγάγουμε ; Μάλλον τίποτε, ίσως μερικά ακόμα ζωϊκά και φυτικά προϊόντα, που δεν μπορώ να τα ξέρω. Με τον τρόπο αυτό, και επειδή τα εισαγώγιμα ήσαν και ακριβώτερα και περισσότερα, ήταν απόλυτα φυσικό να υπάρχει μόνιμα ένα αρνητικό αρνητικό ισοζύγιο, όπως άλλωστε υπήρχε και σε πολλές άλλες βιομηχανικά υπανάπτυκτες χώρες.
Πάντως, προϊόντα γεωργοκτηνοτροφικά από άλλες - φτηνές - χώρες, δεν έφερναν οι έμποροι. Την εποχή εκείνη την προ εξήντα χρόνων, υπήρχε ακόμα ο γνωστός κρατiκός « προστατευτισμός », που αληθινά προστάτευε τα εγχώρια προϊόντα από την εισβολή από ξένες χώρες, που ναι μεν τα προϊόντα τους ήσαν φτηνότερα λόγω χαμηλότερου κόστους, δεν είχαν όμως και την ποιότητα που ζητούσε ο καταναλωτής. Δεν γινόταν δηλαδή σαν αυτό που γίνεται σήμερα με την χωρίς πολλούς ελέγχους εισαγωγή από άλλες χώρες, προϊόντων αγροτικών, αμφίβολης ή τουλάχιστον κατώτερης ποιότητας. Πατάτες, φασόλια, ντομάτες, αγγούρια και όλα γενικά τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής, προέρχονταν από την εγχώρια αγορά.
Όμως, από εκεί και ύστερα, άρχισαν να εμφανίζονται σημεία της επερχόμενης « ελεύθερης αγοράς ». Συμφωνίες υπογραφόντουσαν στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης και σε άλλες πόλεις, που σιγά σιγά, έβαλαν τον κόσμο στην ελεύθερη αγορά. Στην οποία ο καθένας μπορεί να προωθήσει τα προϊόντα του σε άλλες χώρες, χωρίς να υπογράφονται ειδικές συνθήκες, όπως αυτής των « εμπορικών ανταλλαγών » των προϊόντων. Η ελεύθερη αγορά, ωφέλησε πολύ τις φτωχές και με χαμηλά μεροκάματα χώρες, που μπορούσαν να τοποθετούν τα προϊόντα τους σε οποιαδήποτε χώρα. Και επειδή τα προϊόντα αυτά που ήσαν κατά κύριο λ-γο αγροτικής παραγωγής, έφτασαν κάποια στιγμή να αρχίζουν να εκτοπίζουν τα εγχώρια, έστω και με τη διαφορά ποιότητας - που συχνά υπήρχε - και να κάνουν το ντόπιο προϊόν ασύμφορο, τουλάχιστον για τις φτωχότερες τάξεις των πληθυσμών.
Αλλά τί λέει η λαϊκή παροιμία για τέτοιες περιπτώσεις ; Ότι « Το ακριβό είναι φτηνό, και το φτηνό ακριβό ». Καθώς το κόστος ενός πράγματος σημαίνει συνήθως και την ποιότητά του. Καλά τα αγροτικά προϊόντα άλλων χωρών, κάποιοι όμως - πολλοί μάλλον - γνωρίζουν ποιά από τα εγχώρια προϊόντα είναι πρώτης ποιότητας, επειδή το έδαφος στο οποίο καλλιεργούνται είναι καταλληλότερο από άλλα εδάφη της ίδιας ακόμη περιοχής.
Πάντως, όταν φέρνεις από το εξωτερικό πολλά πράγματα και πληρώνεις πολλά φράγκα γι αυτά, και κάνεις εξαγωγές λιγοστών δικών σου προϊόντων προς τα έξω, τότε αυτό που λέμε « ισοζύγιο εμπορικών πληρωμών », πάει υποχρεωτικά στον πάτο. Και τότε τί γίνεται ; Σου μένουν τα δικά σου στη χώρα σου, ή σταματούν οι παραγωγοί τους να τα παράγουν. Και στις δυό περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστο. Για να ολοκληρώσουμε όμως την εικόνα, υπάρχει και κάτι που ναι μεν δεν το εξάγουμε, αλλά που είναι κάτι σαν εξαγώγιμο. Κι αυτό είναι ο τουρισμός της χώρας, που ναι μεν δεν αποτελεί προϊόν, φέρνει όμως σημαντικό συνάλλαγμα.
Αλλά τί να κάνουμε. Ηρθε η ελεύθερη αγορά που όλοι τη δέχτηκαν, αναγκαστήκαμε κι εμέις να τη δεχτούμε. Και μάλιστα, να βλέπουμε να ανοίγουν στην αγορά της χώρας, μαγαζιά από άλλες χώρες, και τα κέρδη που αποκομίζουν να φεύγουν έξω από τα σύνορα. Αν μπορούμε να κάνουμε αλλοιώς, κάτι πρέπει να κάνουμε, μέσα όμως στα όρια της ελεύθερης αγοράς. Και αυτό που αναγκαστικά και πάλι κάμνουμε για να καλύψουμε το έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο πληρωμών που φορτωνόμαστε, τί άλλλο μπορεί να είναι από το το τρέξιμό μας στις ξένες τράπεζες, που το κάμνουμε άλλωστε δια πάσαν ανάγκην μας.
Αυτός ο δανεισμός μας από τις τράπεζες του εξωτερικού, είναι το αληθινό πρόβλημα της οικονομίας μας και όχι τόσο όσο το πολυσυζητούμενο εφέτος μεγάλο στ΄αλήθεια έλειμμα του προϋπολογισμού. Τα φράγκα που χρωστάμε από βερεσέδια στις ξένες τράπεζες, και που τα παίρνουμε συνέχεια τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι πολλά, πάρα πολλά, είναι ακριβώς διακόσια ενενήντα επτά δισεκατομμύρια Ευρώ. Παγκόσμιο ρεκόρ, για χώρα του δικού μας πληθυσμού με τη γνωστή οικονομική της δυνατότητα. Και εφέτος, είναι προγραμματισμένος επι πλέον δανεισμός άλλων πενήντα τεσσάρων δισεκατομμυρίων, που θα προσταθούν στα βερεσέδια μας, και το ίδιο θα γίνει και τα προσεχή χρόνια. Κι όλα αυτά, μου θυμίζουν το γνωστό ναυτικό Δωδεκανησιακό τραγούδι που λέει :
Η β ρ ά κ α μ α ς η κ ο υ ρ ε λ ο ύ
π ο υ ή τ α ν ξ ε σ κ ι σ μ έ ν η,
π ο υ ό λ ο τ η μ π α λ ώ ν α μ ε,
κ ι ΄ ό λ ο ή τ α ν ξ ε σ κ ι σ μ έ ν η
Αυτή είναι η « βράκα » μας των δανεισμών, που όλο πάμε να την μπαλώσουμε - και κάθε χρόνο πάμε στις ξένες τράπεζες για καινούργιο δάνειο, μέχρι να μας πάνε σε χρεωκοπία - και πάντα είναι μπαλωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου