Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΓΙΑ ΟΛΙΓΟΕΥΡΟΥΧΟΥΣ

Π  Ρ  Ο  Ο  Π  Τ  Ι  Κ  Η     Γ  Ι  Α     Ο  Λ  Ι  Γ  Ο  Ε  Υ  Ρ  Ο  Υ  Χ  Ο  Υ  Σ



Ανοίγεις τη συσκευή  σου της τηλεόρασης - ή  τηλετύφλωσης αν  προτιμάτε - και τί βλέπεις στα δελτία των  ειδήσεων των ιδιωτικών  πομπών ; Ένα σωρό από φτωχούς συμπατριώτες μας, ακόμα και πάμφτωχους  τύπου Αφρικανικών χωρών, να  διεκτραγωδούν τα βάσανά τους μπροστά στο φακό. Το μεγαλύτερο μέρος του  δελτίου, καταπιάνεται  με τέτοιου είδους θέματα. Δυό παραδείγματα : Μιά κυρία που φαίνεται ότι  ανήκει σε χαμηλή  οικονομικά τάξη, λέει τα παρακάτω « Και λοιπόν, τί να κάνω με τα  τριακόσια Ευρώ που παίρνω ; Μόνο ο λογαριασμός του Ο.Τ. Ε. αυτό το μήνα, ήταν εκατόν εβδομήντα Ευρώ ». Δεν τη ρωτά όμως ο ρεπόρτερ « Και γιατί κυρία μου, έχετε  τόσο μεγάλο  λογαριασμό τηλεφώνου, μιάς και έχετε τόσο μικρό  εισόδημα ; Μήπως τηλεφωνείτε κάθε μέρα και για  πολλή ώρα με τον Πρόεδρο Ζακ Σιράκ, τον καγκελλάριο Σραίντερ, τον Πρόεδρο Πούτιν, τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας ; ».

Δεύτερο  παράδειγμα :  « Eχω  εισόδημα μόλις  εφτακόσια Ευρώ  το μήνα. Πού  να φτάσουν αυτά για να βγάλω το μήνα ; Είναι  πολλά τα έξοδα, βάλε και  το αυτοκίνητο με τα δικά του έξοδα, μπορώ να τα βγάλω πέρα ; ». Ούτε εδώ τον  ρωτά ο ρεπότερ « Και τί  το θέλεις το αυτοκίνητο ρε άνθρωπε του Θεού με τα εφτακόσια μονάχα Ευρώ ; Είναι τόση  ανάγκη να κυκλοφορείς με δικό  σου όχημα με τα λίγα  φράγκα που  βγάζεις ; ». Και πολλά άλλα τέτοια ακούς στις ειδήσεις. Και γιατί  τόσος σαματάς με  τις αναφορές αυτές, που  συνήθως παιρνουν αφορμή από επισκέψεις  των ρεπόρτερς στις  λαϊκές αγορές ; Μα επειδή πουλάνε αυτές οι ειδήσεις, συναγωνισμός ανάμεσα στα κανάλια τα φέρνει όλα αυτά στην επιφάνεια. Προπαντός η ακροαματικότητα και η θεαματικότητα.

Τί συμβαίνει όμως, όταν βγούμε έξω  στο δρόμο ; Ποιό θέαμα  αντικρυζουμε αμέσως στα πρώτα βήματά που  κάνουμε ; Ένα  τεράστιο  πλήθος από  οχτωκίνητα, αραδιασμένα στις άκρες των δρόμων, και συχνά κι από τις δυό πλευρές των δρόμων, που έτσι κάνουν τη διέλευση των κινούμενων οχημάτων αληθινό επίτευγμα, τόσο δύσκολη είναι. Και όσο για τους πεζούς, αυτοί δεν μπορούν σχεδόν καθόλου να  χρησιμοποιούν  τους δρόμους - αν  και πληρώνουν γι αυτούς - αλλά ούτε  και τα πεζοδρόμια, που τα  περισσότερα είναι πολύ στενά. Αυτοί είναι ένα μέρος από τους φτωχούς Ελληνες, που δεν μπορούν μεν να αγοράσουν ντομάτες, μπορούν όμως να αγοράζουν αυτοκίνητα. Με δόσεις βέβαια, που εξοφλούνται  σε τρία ή ακόμα και σε πέντε χρόνια, πάντως μπορούν να τα αποκτούν.

Πέρα όμως απ΄αυτούς, υπάρχουν κι οι αληθινά φτωχοί Ελληνες. Που αποτελούν το εικοσιδύο τοις εκατό του  συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα  με τις τελευταίες μετρήσεις. Που όντως, έχουν μικρά εισοδήματα των πεντακοσίων, επτακοσίων Ευρώ, και πολύ πιό κάτω και οι μικροσυνταξιούχοι των τετρακοσίων και τριακοσίων Ευρώ, που  είναι κι αυτοί αρκετοί μέχρι και πολλοί. Δεν έχουν οχτωκίνητα, δεν έχουν και τα στοιχειώδη για έναν άνθρωπο της σημερινής εποχής. Που είναι  περικυκλωμένος από τα πολλά αγαθά που  προβάλλονται με όλους τους τρόπους, και τα οποία μόνο να τα βλέπει μπορεί, να τα δοκιμάσει όμως όχι.

Βέβαια, αν ο φτωχούλης αυτός του Θεού - όχι ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης, στον οποίο δόθηκε  και πολύ δίκαια ο  τίτλος αυτός - αν  αυτός ο φτωχούλης, πάει  στην Ουγκάντα, στην Τανζανία, στην Κένυα, στη Σρι - Λάνκα  και σε πολλές  παρόμοια  πολύ φτωχές χώρες, με τα χρήματα που θα δείξει ότι έχει, θα θεωρηθεί από τους εκεί ντόπιους, σαν ένας πολύ ευκατάστατος άνθρωπος, ή τουλάχιστον της μεσαίας τάξης. Και ίσως και αληθινά πλούσιος, αν σκεφτεί κανείς ότι οι μέσες μηνιαίες αποδοχές σε τούτες τις χώρες, δεν ξεπερνούν για τους εκεί εργαζόμενους, τα τριάντα  με πενήντα, άντε  εκατό Ευρώ. Όμως, ο φτωχούλης μας αυτός, δεν ζεί σ΄αυτές τις πολύ  φτωχές χώρες, στην Ευρώπη  κατοικοεδρεύει, και  με βάση  αυτό το δεδομένο θα πρέπει να τον κρίνουμε.

Αλλά και εδώ στην πολύ κοντινή γειτονιά μας, στα πέριξ των συνόρων της χωρας, υπάρχουν κοινωνίες που  είναι πολύ πιό φτωχές από τη δική μας. Και στην περίπτωση που πηγαίνει στις χώρες αυτές ένας από τους  πολύ φτωχούς μας, θα διαπιστώσει  ότι εκεί θα φαντάζει όχι σαν φτωχός, αλλά σαν ένας άνθρωπος με αρκετά υπολογίσιμη οικονομική επιφάνεια. Για την οποία  επιφάνειά του, θα  απολαμβάνει μεγάλο  σεβασμό από  τους κατοίκους της χώρας που θα επισκεφθεί, και  όπου θα τον ζηλεύουν για τα φτωχά για τη δική του χώρα εισοδήματα. Που όμως  στη δική τους χώρα θα  φαίνονται πολύ  σημαντικά. Τα πάντα είναι ζητήματα συγκρίσεων, αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα, και εκεί θέλω να καταλήξω.

Εδώ και λίγα χρόνια, οι φτωχούληδες  μικροσυνταξιούχοι  διπλανού σε μας νομού, ανακάλυψαν ένα σύγχρονο Ελντοράδο - σαν το ονειρευόμενο από τους πάλαι ποτέ χρυσωρύχους του Νέου κόσμου - σε μιά  διπλανή  επίσης σ΄αυτούς χώρα, βόρεια από το  νομό τους. Ακούσαμε πριν από λίγους  μήνες, για μιά μικρή πολιτεία, που βρίσκεται δεκαεπτά ή λίγο παραπάνω χιλιόμετρα από τα σύνορα. Πρόκειται για το γνωστό μας πλέον Σαντάνσκυ, μιά μικρή πόλη ή μεγάλη κωμόπολη, που  αποδείχτηκε όντως ένα αληθινό Ελντοράδο για τους    μικροσυνταξιούχους του διπλανού μας νομού, και  κυρίως για τους αγρότες  μικροσυνταξιούχους των τριακοσίων Ευρώ μηνιαίως.

Στη μικρή αυτή πόλη, εγκαταστάθηκαν κάποιοι - λιγοστοί για την ώρα - αγρότες από την προς τα εδώ πλευρά  των συνόρων. Μάλιστα, ένας από  αυτούς αγόρασε  σε πολύ χαμηλή τιμή, ένα σπίτι, το επισκεύασε, και το έκανε σχεδόν καινούργιο. Προσέλαβε και μιά ντόπια μεσήλικα, που με έναν καλό γι αυτή μισθό, του  φροντίζει το  σπίτι τις έξι  μέρες της βδομάδας. Κατά τα φαινόμενα, κι άλλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Πολλοί εξ άλλου συμπατριώτες μας, πηγαίνουν  πολύ συχνά στην πόλη αυτή τη συνοριακή, και περνού εκεί τα Σαββατοκύριακά τους. Μερικοί νοικιάζουν σπίτια και έρχονται στο δικό τους χωριό, μόνο για να εισπράξουν τη σύνταξή  τους. Το πιό σημαντικό  όμως απ΄όλα  και το πιο αξιοπερίεργο, είναι ότι κάθε Σάββατοκύριακο, πλήθος λεωφορείων από το συνοριακό νομό αλλά και από μακρυνές περιοχές της Ελλάδας, πηγαίνουν να περάσουν εκεί μιά δυό μέρες. Με πολύ χαμηλά έξοδα. Ένα Σάββατο μάλιστα, πήγαν κάπου ογδόντα  λεωφορεία - ακόμα κι από τα Επτάνησα - μάλιστα. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο αυτό.

Αυτά για το Σαντάνσκυ, το πρώτο μέρος όπου μεταναστεύουν οι φτωχοί στον τόπο τους, αλλά αρκετά  πλούσιοι για  την εκτός  συνόρων περιοχή  συμπατριώτες  μας. Και  τώρα, κάτι που μάλλον θα επαναληφθεί και στη δική μας περιοχή, σε λίγο μάλιστα διάστημα.

Πάνω από τα  σύνορα Ελλάδας - Βουλγαρίας και  κοντά στο  λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου - του Κάτω Νευροκοπίου βέβαια - και είκοσι  χιλιόμετρα μέσα  στο έδαφος της γειτονικής χώρας, υπάρχει το Νευροκόπι. Όπως το έλεγαν στα παλιά χρόνια, όταν υπήρχε και η διάκριση ανάμεσα σε Νευροκόπι ( άνω δηλαδή ) και σε Κάτω Νευροκόπι. Και το μεν ελληνικό Νευροκόπι, που  φημίζεται για  τις χαμηλές του  θερμοκρασίες  το χειμώνα, έμεινε μ΄αυτό το όνομα, και είναι  έδρα επαρχίας του  νομού μας. Το βουλγαρικό  όμως Νευροκόπι, άλλαξε όνομα, έγινε Γκότσε Ντέλτσεφ. Το ποιός  να ήταν ήταν  αυτός ο Γκότσε Ντέλτσεφ, δεν  το ξέρω, ίσως να ήταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο στη βουλγαρική ιστορία, ίσως κάποιος ισχυρός κομιτατζής, όπως ήταν άλλωστε και ο Σαντάνσκυ

Εδώ και χρόνια αρκετά, πολύς λόγος γινότανε για τη δημιουργία ενός τελωνείου, που θα άνοιγε τις πύλες του στη μεθόριο ανάμεσα στο ελληνικό Κάτω Νευροκόπι και στο βουλγαρικό Γκότσε Ντέλτσεφ. Από το οποίο θα περνούσαν εμπορεύματα από τη μιά πλευρά στην άλλη, και θα περνούσαν και άνθρωποι με  τα διαβατήριά  τους, σαν  επισκέπτες, σαν τουρίστες και για άλλους λόγους. Αυτά έλεγε το σχέδιο για το τελωνείο αυτό.

Το πράγμα αυτό αργούσε πολύ, είχε καταντήσει γεφύρι της Αρτας. Σε ένα χρόνο, σε δύο χρόνια, σε μερικούς μήνες, στο  προσεχές μέλλον. Και πέρασαν  έτσι, χρόνια όχι λίγα. Μέχρι που ατόνησε τόσο πολύ η υπόθεση, που δεν πίστευε πιά κανένας ότι κάποτε θα γινόταν αυτή η πόρτα εξόδου και  εισόδου ανάμεσα  στις διπλανές χώρες. Αλλά πριν από λίγο καιρό, κανένα χρόνο πάνω κάτω, ανακοινώθηκε από την απέναντι πλευρά, που είναι μιά χώρα πιό φτωχή από τη δική μας, ότι φτιάχνει το δικό της κτίριο και τις λοιπές εγκαταστάσεις. Μάλιστα, προστέθηκε και η είδηση, ότι σ΄αυτό το κτίριο θα στέγαζε και  τις ελληνικές υπηρεσίες, καθώς η ελληνική πλευρά δεν είχε τα μέσα να χτίσει δικές της  εγκαταστάσεις. Ντροπή  και αίσθημα κατωτερότητας κατέλαβε  τους από εδώ, τόσο πολύ  άχρηστο - είπαν - είναι το ελληνικό κράτος, ώστε να φιλοξενείται το τελωνείο της σε εγκαταστάσεις μιάς πιό φτωχής χώρας ;

Ετσι πήγαιναν τα πράγματα  μέχρι πριν από λίγους μήνες. Όταν ανακοινώθηκε από έγκυρη πηγή, ότι το ελληνικό τελωνείο θα ήταν έτοιμο σε λίγο καιρό. Ολοι σχεδόν έδειξαν δυσπιστία στο άκουσμα  της είδησης, μπορείς  να δώσεις πίστη  σε τέτοια  πράγματα, όταν τα λένε και τα ξαναλένε για πολύ μεγάλο  διάστημα ; Όμως, αυτή  τη φορά, η ιστορία - η θρυλική ιστορία του τελωνείου αυτού - είχε φτάσει στη φάση της   επαλήθευσής της. Μάλιστα, λίγο ακόμα και θα  γινόντουσαν  τα εγκαίνια του θρυλικού αυτού  έργου, κάτι  παραπάνω από την κατασκευή του πύργου του Αϊφφελ στο Παρίσι το δέκατο ένατο αιώνα, που ήταν τότε το ψηλότερο κτίσμα στον πλανήτη.

Και ιδού, έφτασε  η μέρα της ολοκλήρωσης. Σε  λίγες μέρες, σε λιγότερο από μιά βδομάδα, θα μπή σε λειτουργία το θρυλικό πλέον τελωνείο. Θα μαζευτούν εκεί επίσημοι και ανεπίσημοι, θα γίνουν τα εγκαίνια με κάθε επισημότητα  και λαμπρότητα, όπως ταιριάζει στην περίσταση. Και θα ακουστούν πολλα χειροκροτήματα,όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Τί θα επακολουθήσει από εκεί και πέρα ; Πρώτα πρώτα, αυτό που γίνεται σε κάθε τελωνείο. Εμπορεύματα από τη γειτονική χώρα - που είναι σε χαμηλά σχετικά  τιμές - θα περνούν προς τα νότια. Λίγα προϊόντα  από την εδώ μεριά - που είναι  και σχετικά ακριβά - θα ανεβαίνουν προς βορράν. Αλλά το ζήτημα είναι αλλού, ας θυμηθούμε τί έγινε  με το Σαντάνσκυ και τους μετανάστες, που  πήγαν από τα  νότια προς την μικρή  αυτή πόλη τους  τελευταίους καιρούς. Θα γίνει λοιπόν  κάτι ανάλογο και  στην περίπτωση του  καινούργιου τελωνείου ; Κατά πάσαν πιθανότητα ναι, αυτό θα  είναι φυσικό επακόλουθο. Και στην δική μας περιοχή, υπάρχει μεγάλος αριθμός μικροσυνταξιούχων, κυρίως αγροτών. Και να θυμόμαστε, ότι το Γκότσε Ντέλτσεφ, απέχει κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από τα σύνορα, δυό βήματα δηλαδή μονάχα.

Η μικρή αυτή πόλη, είχε  με την απογραφή  του 1961, δεκαέξι  χιλιάδες οκτακόσιους κατοίκους. Σημερα, θα πρέπει να έχει ίσως  κάπου είκοσι με εικοσιπέντε χιλιάδες. Εχει όλα όσα έχουν οι πόλεις αυτού του μεγέθους, κινηματογράφους, καφενεία, μπακάλικα παλαιού τύπου, μπορεί και κάποια  σουπερμάρκετς, ψαράδικα, ενδεχομένως  και καφετέριες. Κάμποσα οχτωκίνητα  κυκλοφορούν  στους δρόμους, πολύ λιγότερα  βέβαια από  όσα κυκλοφορούν στα νότια, στη χώρα μας. Και  διάφορα άλλα που  συναντώνται σε  πόλεις αυτού του μεγέθους. Και κάποια εργαστήρια, κάτι  σαν βιοτεχνίες, μπορεί και βιοτεχνίες που μεταφέθηκαν από τη χώρα μας εκεί, λόγω του φτηνού μεροκάματου.

Λοιπόν, στο Σαντάνσκυ  πήγαν και μένουν  εκεί, κάποιοι  μικροσυνταξιούχοι από τον διπλανό σε μάς  νομό. Αλλοι  πάλι, πηγαίνουν  εκεί τα  Σαββατοκύριακα, για  να περάσουν δυό μέρες με τα λίγα χρήματά τους, που όμως για τους ντόπιους, είναι  αρκετά, είναι ίσως πολλά. Και τα οποία χρήματα, όπως και εκείνα των  μόνιμα εγκαταστημένων  συνταξιούχων, δίνουν ζωή στην τοπική αγορά της μικρής πόλης. Χώρια  τα ενοίκια που  αφήνουν κι αυτά χρήματα. Κι αφού  αυτά γίνονται  στο Σαντάνσκυ, είναι λογικό  να σκεφτούμε  ότι θα πρέπει να γίνουν σε λίγο καιρό και στο κοντινό μας Γκότσε Ντέλτσεφ, έτσι δεν είναι ;

Ανοίγει λοιπόν το  τελωνείο - τα  c u s t o m s, όπως  λέγεται στα αγγλικά, να μην τα ξεχνάμε κι αυτά - και αρχίζει το πηγαινέλα. Περνούν από εκεί τα διάφορα  εμπορεύματα που έρχονται από βορρά και προχωρούν  προς τα κάτω, και  κάποιοι βορεινοί  γείτονές μας, που έρχονται προς τα εδώ για  τουρισμό. Μπά, υπάρχουν κάποιοι που έχουν οικονομικές δυνατότητες στη γειτονική χώρα, που να  μπορούν να κάμνουν τουρισμό στα μέρη μας ; Και βέβαια υπάρχουν, είναι το εφτά τοις εκατό του πληθυσμού. Το υπόλοιπο βέβαια ενενήντα τρία τοις εκατό, στερείται ολωσδιόλου αυτή τη δυνατότητα.

Ερχονται λοιπόν με λεωφορεία, αλλά και με  δικά τους  « οχτωκίνητα ». Περνούν τα σύνορα, περνούν από  το Κάτω Νευροκόπι, κατεβαίνουν στην πόλη μας, πίνουν κανένα καφέ εδώ, και αφού δούνε λίγα από τα αξιοθέατα, συνεχίζουν την πορεία προς τα  ακόμα πιό νότια. Προς τις παραλίες της προς νότο γειτονικής μας πόλης, του γνωστού λιμανιού, αλλά και προς το διπλανό νησί. Και επιστρέφουν δια της ιδίας οδού προς τα πάτρια προς αυτούς εδάφη.

Αυτές τις εκδρομές τις κάνουν  οι από πάνω προς τα  κάτω. Αλλά  πολύ μεγαλύτερο πλήθος κινείται από νότο προς βορρά. Κάποιοι για να δούνε τη γειτονική πόλη του Γκότσε Ντέλτσεφ, να κάνουν  ίσως και ένα Σαββατοκύριακο εκεί  σε κάποιο ξενοδοχείο - έχει και ξενοδοχεία νομίζω η πόλη - να φάνε  και να πιούνε και  την Αρτα να φοβερίσουν. Μάλιστα, μερικοί ημέτεροι θα πηγαίνουν εκεί, με σκοπό να  « γνωρίσουν  » κάποια όμορφη και νεαρή γυναίκα, με σκοπό που δεν επιθυμώ επ΄ ουδενί λόγω να τον αποκαλύψω. Και ύστερα, όλοι αυτοί μαζύ και χωριστά, θα παίρνουν το δρόμο προς τα κάτω για να επιστρέψουν οίκαδε.

Πριν από δυόμισυ  περίπου χιλιάδες  χρόνια, ο Πέρσης Κύρος, θέλησε να αποσπάσει τον Περσικό θρόνο  από τον αδελφό  του Αρταξέρξη, κι οι δυό ήσαν γιοί  του Δαρείου του Β΄. Γι αυτό το σκοπό, ζήτησε να του έλθουν  από τη Σπάρτη, κάποιοι να τον βοηθήσουν να ανατρέψει τον αδελφό  του. Και βρέθηκε  ένας Αθηναίος, ο Ξενοφώντας, που  όντας τότε στη Σπάρτη, στρατολόγησε δέκα χιλιάδες άνδρες - τους λεγόμενους  « μύριους », που  σημαίνει  « δέκα χιλιάδες », που τους οδήγησε  στα πεδία των  μαχών. Ησαν βέβαια λεγεωνάριοι όλοι αυτοί οι στρατιώτες που πήγαν να βοηθήσουν τον Κύρο. Τελικά, ο στρατός του Κύρου και του Ξενοφώντα νικήθηκε, και  ο Ξενοφώντας έκανε τη γνωστή  « κάθοδο των μυρίων » προς την Τραπεζούντα, κι όταν είδαν από τα βουνά οι στρατιώτες τους τη θάλασσα  του Πόντου, φώναξαν το γνωστό  « θάλαττα, θάλαττα ! ».

Λοιπόν, μετά από τη διάνοιξη  του τελωνείου  που λέμε, ένα  πλήθος από ανθρώπους της περιοχής μας, θα ξεκινησουν - όχι όλοι μαζύ βέβαια, χωριστά ο καθένας - μιά αντίστροφη πορεία από εκείνη που έκανε ο Ξενοφώντας. Αντί για  « κάθοδο » των  μυρίων, θα έχουμε τώρα μιά « άνοδο » από τη δική μας περιοχή προς τα άνω, προς τη γείτονική  χώρα. Και βέβαια όχι μυρίων, αλλά  κάποιων δεκάδων ή  και εκατοντάδων  μικροσυνταξιούχων. Που δεν θα φωνάξουν αυτή τη φορά  « θάλαττα, θάλαττα !», αλλά ίσως  « φτήνεια, φτήνεια ! ». Γιατί, όντως εκεί υπάρχει φτήνεια, επί του παρόντος τουλάχιστον και για ακαθόριστο ακόμα διάστημα.

Οι συντάξεις αυτές του αγροτικού κόσμου - και  άλλων τάξεων  βέβαια - είναι από πολύ μικρές μέχρι μέτριες. Όπως κι αν  έχει το πράγμα, οι  μικρές και οι  κάπως μέτριες συντάξεις, είναι πιθανό - αν όχι βέβαιο - ότι θα  σπρώξουν  κάποιους, λίγους στην  αρχή, να πάνε και να εγκατασταθούν στη μικρή αυτή γειτονική πόλη. Οπου, τα λίγα χρήματα που παίρνουν από το ασφαλιστικό τους ταμείο, θα γίνουν εκεί πολλά. Τόσο  πολλά, που μ΄αυτά  θα μπορέσουν και σπίτια να νοικιάσουν με χαμηλό ενοίκιο, αλλά και γιατί όχι, να αγοράσουν. Θα είναι έτσι ένα είδος προσφύγων, που  η μεν κατοικία  τους θα είναι πέραν  των συνόρων, όλα  όμως τα υπόλοιπα, συγγενείς και λοιπά, θα βρίσκονται εντεύθεν της συνοριακής γραμμης.

Αυτούς τους πρώτους πιονέρους, είναι πολύ πιθανό ότι θα τους ακολουθήσουν και άλλοι. Το πόσοι θα είναι αυτοί οι  « άλλοι », δεν μπορούμε να το προδικάσουμε. Ομως, να μην γίνει ένα πράγμα μόδα. Ετσι, φαίνεται ότι θα δημιουργηθεί  παροικία συντοπιτών  μας στην πέραν των συνόρων πόλη  αυτή. Πιθανόν να  αγοραστούν και  εκεί σπίτια, άλλα  θα νοικιάζονται με πολύ προσιτά μισθώματα, και θα βρεθεί και υπηρετικό προσωπικό για μερικούς από τους μετανάστες. Θα βρεθούν ενδεχομένως και καποιες  « βολικές » κυρίες, που θα θελήσουν να βοηθήσουν και με άλλους τρόπους, τόσο  τους  « μόνιμα » εγκαταστημένους εκεί συμπατριώτες μας ( που βέβαια θα πρέπει  να είναι μοναχικά  άτομα, η παρουσία  συζύγου δεν επιτρέπει τέτοιου είδους  « εξυπηρετήσες »), όσο και τους επισκέπτες.

Η μετανάστες αυτοί, δεν  είναι οι μόνοι  που θα ωφεληθούν από την εκεί παρουσία τους, μόνιμη ή περιστασιακή. Και η  ντόπια οικονομία - που  προς το παρόν  είναι σε πιό  δύσκολη κατάσταση από τη δική μας - θα ωφεληθεί  πολύ από την  εισροή συναλλάγματος, έστω κι αν αυτό με τα δικά μας μέτρα δεν θεωρείται υπολογίσιμο.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου