Π Ο Ι Ο Ι Θ Α Μ Α Σ Μ Α Θ Ο Υ Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α ;
Ηταν ένας καιρός κι ένα ζαμάνι, που τηλεόραση δεν υπήρχε καθόλου, τουλάχιστον σ΄εμάς τους υποανάπτυκτους. Κάτι υπήρχε από ραδιόφωνο - το ένα και μοναδικό, το κρατικό - που το ακούγαμε κυρίως το μεσημέρι. Και τί γινόταν το βράδυ, χωρίς τη μικρή οθόνη και το ραδιόφωνο ; Ηταν βέβαια ο κινηματογράφος, και σπάνια κάποιο άλλο κέντρο, μουσικό ή οινοποσιακό. Αλλά τις πολλές βραδυές που δεν είχαμε τέτοια εξαντρίκ πράγματα, τί μπορούσαμε να κάνουμε ; Να πάμε στο κρεββάτι για ύπνο από τις εννιά το βράδυ ;
Αρκετοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, όντως πήγαιναν από τόσο νωρίς για ύπνο, κυρίως εκείνοι που έπρεπε να σηκωθούν νωρίς το πρωϊ, είτε λόγω της εργασίας τους που επέβαλλε να πηγαίνουν νωρίς στη δουλειά, είτε λόγω συνήθειας να ξυπνούν τα ξημερώματα, σχεδόν από τις τελευταίες νυχτερινές ώρες. Όμως, υπήρχαν πολλοί που έμεναν μέχρι αργά, ας πούμε μέχρι τις έντεκα ή τις δώδεκα. Κάποιοι για να παίξουν μερικές παρτίδες κουμ - καν ή άλλο παιχνίδι τράπουλας, και άλλοι για να κάνουν κάτι που συνηθιζότανε τότε, να πάρουν ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα συνήθως, και να διαβάσουν δυό ή τρεις ώρες.
Το μυθιστόρημα, είναι μιά αφήγηση ολόκληρης ιστορίας, που κρατά πολύ, είναι βιβλίο που έχει πολλές σελίδες. Κάποτε μάλιστα συνέβη να έχω στα χέρια μου ένα γαλλικό μυθιστόρημα - σε μετάφραση βέβαια, είμαι σκράπας στα γαλλικά - που είχε ( πάρετε βαθειά αναπνοή ) χίλιες τετρακόσιες σελίδες, κι αυτές μεγάλου σχήματος, δηλαδή δυόμισυ χιλιάδες μετρίου σχήματος σελίδες. Ηταν ο « Απωλεσθείς παράδεισος » του Ζυλ Μαρί, συγγραφέα ρωμαντικών ιστοριών, και σε τούτο το μυθιστόρημα, πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον εκατόν δρώντα πρόσωπα. Και αν και έλειπαν περίπου τετρακόσιες σελίδες από την αρχή του βιβλίου, εν τούτοις δεν φάνηκε καθόλου η έλλειψή τους.
Συνήθως τα μυθιστορήματα έχουν από τριακόσιες ως τετρακόσιες σελίδες μέτριου σχήματος. Του μεγέθους του αναφερθέντος του Ζυλ Μαρί, δεν βρίσκεις σχεδόν καθόλου. Μεγάλο είναι και το « Πόλεμος και Ειρήνη » του Λέον Τολστόη, ενώ τα άλλα του είναι συνηθισμένου μεγέθους. Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα, το άλλο πεζό λογοτέχνημα, το διήγημα, είναι ολίγοσέλιδο, στα αγγλικά μάλιστα ονομάζεται s h o r t s t o r y, σύντομη ιστορία.
Μόλις λοιπόν βράδυαζε, οι λάτρεις του μυθιστορήματος - και σπανίως του διηγήματος - έπαιρναν το βιβλίο στα χέρια τους και άρχιζαν το διάβασμα. Το βιβλίο ήταν πάντα σχεδόν μεταφρασμένο στα ελληνικά, και συνήθως οι μεταφραστες ήσαν σπουδαίοι λογοτέχνες και οι ίδιοι. Λοιπόν, διάβαζαν μέσα στην ησυχία της νύχτας, που μόνο τα κρωξίματα που έκαμναν τα νυχτοπούλια την διέκοπταν από καιρό σε καιρό, και όταν έφτανε η ώρα του ύπνου, έβαζαν στη σελίδα που είχαν φτάσει έναν σελιδοδείκτη, ή συνηθέστερα δίπλωναν σε τσάκιση τη σελίδα στην οποία είχαν σταματήσει, έκλειναν το βιβλίο και δρόμο για ύπνο.
Στην επόμενη ευκαιρία, άνοιγαν πάλι το βιβλίο στη σελίδα που είχαν σημαδέψει, και συνέχιζαν το διάβασμα. Κι αυτό πήγαινε μέχρι να τελειώσει το μυθιστόρημα. Υστερα, έψαχναν και εύρισκαν άλλο βιβλίο, και πάλι απ΄την αρχή τα ίδια. Με το συχνό αυτό διάβασμα, ο αναγνώστης μάθαινε εκτός από την πλοκή του μυθιστορήματος, και ορθογραφία, συντακτικό και γλώσσα, που τα είχε μεν μάθει στο σχολείο, αλλά τα φρεσκάριζε με την ευκαιρία, είπαμε ότι οι μεταφραστές ήσαν κατά το πλείστον καλοί λογοτέχνες, επομένως και η μετάφρασή τους ήταν γραμμένη με άρτιο συντακτικό και γραμματική. Οσο για την ορθογραφία, αυτή συνήθως ήταν καλή, παρεκτός και έκαμνε την εμφάνισή του, ο γνωστός τότε « δαίμονας του τυπογραφείου », πράγμα που δεν ήταν και σπάνιο.
Ο ερχομός της τηλεόρασης, χάλασε τη συνήθεια αυτή σε μεγάλο βαθμό. Εμειναν βέβαια και οι κάποιοι λάτρεις του διαβάσματος, αλλά έμειναν λίγοι. Ο πολύς κόσμος, έμαθε - τί σου είναι αυτή η συνήθεια ! - να κάθεται τεμπέλικα στην πολυθρόνα του ή στον καναπέ, και να προσηλώνει το βλέμμα του σε διάφορες εικόνες που περνούν μπροστά απ΄τα μάτια του. Προσπαθεί ίσως να βρεί το πιό καταλληλο για τα γούστα του πρόγραμμα, αλλά συνήθως δεν έχει να επιλέξει το καλύτερο, αλλά το λιγότερο χειρότερο από τα κακά ή έστω μέτρια θεάματα.
Πράγμα πολύ εύκολο, το δύσκολο θα ήταν να βρεί ένα καλό πρόγραμμα. Η κατάσταση αυτή, οδήγησε σε μιά « πτώχευση » του λόγου του σημερινό Ελληνα - και προφανώς και ανθρώπων άλλων χωρών - στον περιορισμό του λεξιλόγιου του, και στην άγνοια της γλώσσας του. Ξένα πρότυπα μπήκαν στο λεξιλόγιό του, ξεχάστηκαν κλασσικές εκφράσεις της δικής του γλώσσας. Που με αυτό τον τον τρόπο, μαλλον έπαυσε να είναι η δική του γλώσσα, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Ο λόγος του δεν έχει τη χάρη που είχε σε παλιότερες γενιές, έφτασε μάλιστα και σε χοντροκοπιές.
Εχω αναφερθεί σε άλλη περίπτωση με την αγραμματωσύνη ανθρώπων που έχουν βγάλει και ανώτατες σχολές, και ασκούν μάλιστα και το επάγγελμα ( ή λειτούργημα αν θέλετε ) του δημοσιογράφου. Και που πέφτουν σε ασυγχώρητα λάθη γραμματικά και συντακτικά, δεδομένης της υποτιθέμενης μόρφωσης που θα έπρεπε να έχουν πάρει από τη σχολή από την οποία αποφοιτήσανε. Δεν μπορούν να χειριστούν τη δική τους γλώσσα με κάποια αξιοπρέπεια, ενώ μιλούν δυό ξένες γλώσσες, εκεί καταντήσαμε . « Η κυρία ήταν π α ρ ό ν ». « Ε γ ώ δεν μου αρέσει.. ». « Υ π έ ρ του δέοντος ». ( Αντί των σωστών « υπέρ το δέον » ή « πέραν του δέοντος »). « Τέσσερις βαθμοί υ π ό τ ο υ μ η δ ε ν ό ς ». Και πολλά άλλα τέτοια, που τα ακούς και ανατριχιάζεις, και σου σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής σου.
Ολοι έχουμε ακούσει κάποιους ξένους, κάποιους οικονομικούς πρόσφυγες που βρίσκονται από μερικά χρόνια στη χώρα μας, να μιλούν πολύ καλά ελληνικά. Και συνέβη να ακούσω και νεαρό Αλβανό - όχι Βορειοηπειρώτη - να χειρίζεται άψογα την ελληνική γλώσα. Και ντράπηκα πολύ. Καταλαβαίνετε πολύ καλά το γιατί ντράπηκα. Και από τότε, έκανα τη σκέψη : Ποιός θα μας μάθει επί τέλους ελληνικά ; Μήπως οι πολιτικοί μας ; Τώρα είναι που προκόψαμε. Τους έχετε ακούσει να μιλούν στα τηλεοπτικά παράθυρα πολύ συχνά, τους έχετε βαρεθεί πιά. Μιλούν αληθινά ελληνικά οι άνθρωποι ; Κάποιοι λίγοι, ναι, τα μιλάνε καλά ή και άριστα. Οι υπόλοιποι ; Καλύτερα να μην το παρασκαλίσουμε παραπέρα το ζήτημα. Ετσι φτάνουμε στο συμπέρασμα, ότι οι ξένοι, οι οικονομικοί πρόσφυγες θα μας τα μάθουν, αυτοί θα αποδειχτούν οι καλύτεροι δάσκαλοι. Που επειδή θέλουν να μάθουν τη γλώσσα όσο γίνεται καλύτερα, την μαθαίνουν καλά.
Θα μου πείτε τώρα, ότι έχουμε τον Γιώργο το Μπαμπινιώτη και πολλούς άλλους Μπαμπινιώτηδες, που μπορούν πολύ καλά να μας διδάξουν τα καλά ελληνικά. Μάλιστα, τους έχουμε όλους αυτούς τους εξαίρετους γλωσσολόγους. Αλλά τί να σου κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που κατέχουν άριστα τη γλώσσα, όταν έξω στο μεϊντάνι, όλοι μιλούν τα σύγχρονα παρεφθαρμένα ελληνικά, που χρόνο με το χρόνο, όσο πάνε και φθείρονται περισσότερο. Κοιτάξτε και τις ταμπέλλες των καταστημάτων, τα περισσότερα απ΄αυτά έχουν αγγλόφωνες επιγραφές. Χώρια οι ξενόγλωσσες εκφράσεις που καθημερινά χρησιμοποιούμε όλοι, ακόμα και ο ίδιος ο γράφων με τα ψευτοαγγλικά του, τα ψευτοϊταλικά του και άλλα ψεύτικα, μεταξύ των οποίων και ολίγα τουρκικά. Για τα οποία τουλάχιστον υπάρχει η δικαιολογία των τεσσάρων αιώνων της τουρκοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου