Η Θ Α Λ Α Σ Σ Α Κ Α Ι Τ Α Β Ο Υ Ν Α
Πότε άρχισε ο άνθρωπος να εργάζεται, δηλαδή να εργάζεται με την κανονική σημασία της λέξης ; Φαντάζομαι από την εποχή που άρχισε να πελεκάει τις πέτρες για να χτίσει το πέτρινο σπίτι του. Από την εποχή που μπήκε στη διαδικασία της εξόρυξης του χαλκού και αργότερα και του σιδήρου. Αλλά ίσως και πριν από αυτά, όταν άρχισε να καλλιεργεί το έδαφος για να βγάλει απ΄τη γή τη σοδειά του. Αν αληθεύει η υπόθεση ότι η καλλιέργεια της γής άρχισε στη Μεσοποταμία πριν από εννιά χιλιάδες χρόνια, ίσως αυτή να ήταν η πρώτη κανονική εργασία του. Πριν από αυτές τις εποχές, εργασία δεν υπήρχε, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον πρωτόγονο άνθρωπο που κυνηγά ζώα με το τόξο του, και ψαρεύει ψάρια με διάφορες μεθόδους, σαν άνθρωπο εργαζόμενο, αυτή είναι η άποψή μου.
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν με τους ανθρώπυς να μετέρχονται διάφορα επαγγέλματα, άλλα βαρειά, άλλα ελαφρότερα. Η δουλειά που έκαμνε ήταν αδιάκοπη, δεν σταματούσε καμμιά εποχή του χρόνου, παρεκτός κι αν ήταν άρρωστος. Ακόμα κι αν ή ασχολία του ήταν η καλλιέργεια της γής - που έχει ορισμένες περιόδους απασχόλησης - τον καιρό που δεν είχε να κάνει με τις διακοπές των καλλιεργιών, τον διέθετε σε άλλες εργασίες που έπρεπε να κάνει, όπως το χτίσιμο σπιτιών, αποθηκών και τα παρόμοια.
Ετσι περνούσαν οι αιώνες και οι χιλιετίες, με τους ανθρώπους να εργάζονται στις δικές τους ατομικές δουλειές όλο τον καιρό. Αυτά, μέχρι τον εικοστό αιώνα. Στο μεταξύ, είχε δημιουργηθεί η αστική τάξη, και πολλοί από τους εργαζόμενους, είχαν υπαλλήλους στην εργασία τους, βοηθούς τεχνίτες, μεταφορείς και άλλων εργασιών υπαλλήλους. Εννοείται, ότι οι εργαζόμενοι αυτοί στα αφεντικά τους, δεν είχαν κανένος είδους ασφάλιση για τα χρόνια μετά την διακοπή της εργασίας τους, ας πούμε στην εποχή που τώρα παίρνουν σύνταξη από κάποιο ασφαλιστικό ταμείο. Απλώς αποχωρούσαν απ΄τη δουλειά και πήγαιναν στο σπίτι τους, όπου τη φροντίδα και τη συντήρησή τους αναλάμβαναν τα παιδιά τους.
Αυτοί οι « υπάλληλοι », δεν είχαν βέβαια κανενός είδους « άδεια » απουσίας από την εργασία τους, τουλάχιστον μέχρι τοις αρχές του εικοστού αιώνα, δηλαδή μέχρι πριν από εκατό περίπου χρόνια. Αλλά ούτε και τα αφεντικά τους μπορούσαν να απουσιάσουν εν είδει αδείας από τη δουλειά τους, και να αφήσουν κάποιον αντικαταστάτη στη θέση τους, κι αυτοί δεν είχαν περιόδους άδειας από την εργασία τους. Γενικά, η εργασία ήταν αδιάκοπη, και συνεχιζόταν έτσι, εκτός βέβαια από την περίπτωση ασθένειας του υπάλληλου ή του « εργοδότη ».
Και ύστερα από τόσους αιώνες, ήλθε και η εποχή που οι άνθρωποι αισθάνθηκαν την αδήριτη ανάγκη να διακόπτουν για ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη δουλειά τους, προκειμενου να ξεκουράζονται από τον κάματό τους ολόκληρης της χρονιάς. Ηταν πολύ φυσική αυτή η εξέλιξη, μάλιστα έπρεπε να γίνει πολύ νωρίτερα. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Και έτσι, καθιερώθηκε η εποχή των διακοπών, τουλάχιστον στο Δυτικό κόσμο, το τί γίνεται στις φτωχές και υπονάπτυκτες χώρες δεν το γνωρίζω. Ισως σε μερικές από αυτές να έχει καθιερωθεί η ετήσια διακοπή της εργασίας, ίσως και σε άλλες να καθιερωθεί στο μέλλον.
Τους πρώτους καιρούς που εφαρμόστηκε η λεγόμενη « άδεια » από την εργασία, οι αδειούχοι περνούσαν τον καιρό αυτό με διάφορους τρόπους. Αλλοι έμεναν στα σπίτια τους αναπαυόμενοι, άλλοι πήγαιναν στους τόπους καταγωγής τους για να επισκεφθούν φίλους και συγγενείς τους. Και κάποιοι άλλοι, δοκίμασαν να πάνε σε ένα ήσυχο μέρος, μακρυά από τον τόπο εργασίας τους, και να ξεκουραστούν μακρυά από το περιβάλλον τους, από τη δουλειά ολόκληρης της χρονιάς. Η συνήθεια αυτών των τελευταίων, πήρε συν τω χρόνω έκταση, και βρήκε μιμητές. Αλλά όπως ήταν φυσικό, περιορίστηκε αρχικά σε έναν περιορισμένο αριθμό εργαζόμενων. Περισσότερο απλώθηκε στο χώρο των εργοδοτών, που είχαν και την οικονομική δυνατότητα που δεν είχαν οι υπάλληλοι.
Ο τόπος στον οποίο πήγαιναν να αναπαυτούν, εκτός από την οικονομική τους ευχέρεια, είχε να κάνει και με τη θέση της χώρας όπου κατοικούσαν. Οι ευγενείς και οι πλούσιοι μιάς χώρας που βρίσκεται μακρυά από τις θάλασσες, δεν προτιμούσαν - εκτός από εξαιρέσεις - να κάμνουν τις διακοπές τους σε μακρυνές περιοχές με ακτές και τα παρόμοια. Μπορούσαν να πηγαίνουν σε τέτοιες μακρυνές χώρες, όχι όμως για να απολαύσουν τις παραλίες τους, αλλά για τον καλοκαιρινό τους ήλιο, το μεσογειακό τους κλίμα και ορισμένους τουριστικούς σκοπούς. Ενας τέτοιος τόπος που προτιμούσαν, ήταν η Ιταλική χερσόνησος, με τα πολλά ενδια-φέροντα που έχει, παλιές ιστορικές πόλεις με πολλά πολιτιστικά στοιχεία. Επίσης το Παρίσι, που εξασκούσε πάντοτε μιά ιδιαίτερη γοητεία στους ξένους. Αλλά πέραν αυτών, δεν κινούσαν το ενδιαφέρον των αδειούχων άλλες περιοχές της Ευρωπαϊκής ηπείρου.
Με την πάροδο του χρόνου, οι αδειούχοι άρχισαν να συχνάζουν στις έρημικές τότε παραλίες, και έγινε συνήθεια να παίρνουν το θαλασσινό μπάνιο τους, μιά συνήθεια που ελάχιστοι άνθρωποι - συνήθως μόνιμοι κάτοικοι παράλιων περιοχών - είχαν μέχρι τότε. Φυσικά, τα θαλασσινά μπάνια ήσαν τελείως χωριστά τους πρώτους καιρούς για τους άντρες και τις γυναίκες. Μεγάλη συνήθως απόσταση χώριζε τις δύο αυτές περιοχές, και μόνο λαθραία μπορούσε ένας άντρας να πλησιάσει κρυφά τις γυναικείες παραλίες. Το λαϊκό ελληνικό ρήμα « μπανίζω », προέρχεται ακριβώς από τη λαθραία παρατήρηση των γυναικείων θαλάσσιων λουτρών, και προέρχεται από το ιταλικό « μπάνιο » που σημαίνει « λουτρό ». Πηγαιναν λοιπόν οι άντρες και « μπάνιζαν » - δηλαδή κρυφοκοίταζαν - τις γυναίκες που έπαιρναν το θαλάσσιο λουτρό τους. Από κάποια εποχή όμως και ύστερα, λίγο μετά τις αρχές του εικοστού αιώνα, τα μπάνια έγιναν μικτά για τα δυό φύλα και πήραν τα όνομα « μπαιν - μιξ ».
Όταν έγινε καθεστώς η θερινή άδεια από την εργασία, αυτοί που κατοικούσαν σε χώρες όπου οι θάλασσες ήσαν σχετικά κοντά, βρήκαν ότι μπορούσαν να περνούν το χρόνο των διακοπών τους κοντά στις παραλίες, όπου και να κάμνουν τα θαλάσσια λουτρά τους, και αν το επιθυμούν, να έχουν και την ευκαιρία να « μπανίζουν » τις γυναίκες, τόσο την εποχή των χωριστών μπάνιων, όσο και αργότερα την εποχή των « μπαιν - μιξ ». Και με τον τρόπο αυτό, να περνούν ανέμελα τις μέρες των διακοπών τους, και να επιστρέφουν κατόπιν στις δουλειές τους ξεκούραστοι και ακμαίοι, έτοιμοι να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά, περιμένοντας την επόμενη θερινή περίοδο για να ξαναπάνε στα ίδια μέρη.
Και αυτά μεν για τις χώρες και τις περιοχές όπου οι θάλασσες ήσαν σχετικά κοντά, ώστε να είναι προσπελάσιμες. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι, βρίσκονται μακρυά από το υγρό αυτό στοιχείο, είτε επειδή κατοικούν σε « εσωτερικές » περιοχές, δηλαδή δεν έχουν καμμιά επαφή με τους θαλάσσιους χώρους, είτε επειδή είναι κοντά σε θάλασσες, αλλά σε χώρες που είναι σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη, και συνεπώς οι θάλασσες είναι ψυχρές και ακατάλληλες για μπάνιο και για « μπάνισμα ». Μέγα πλήθος ανθρώπων μένει σε τέτοιες περιοχές της Ευρώπης - για την Ευρώπη μιλάμε κυρίως, αλλά και για τη Βόρεια Αμερική - και η μετακίνηση προς τις παραλίες δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε και πρακτική.
Αλλά και σ΄αυτές τις χώρες και τις περιοχές, υπάρχουν μέρη κατάλληλα για να περάσει κανείς τις διακοπές του, να ξεκουραστεί, να αναλάβει τις δυνάμεις του και την όρεξη του για δουλειά. Είναι οι εξοχές, περιοχές έξω από τα αστικά κέντρα και μακρυά από αυτά, που εξασφαλίζουν έναν τρόπο απομόνωσης από την καθημερινότητα. Αν μάλιστα, υπάρχουν και ορεινές περιοχές με δάση, τρεχούμενα νερά που κατεβαίνουν από τα βουνά, τόσο το καλύτερο. Εκεί λοιπόν γίνεται αντί του θαλάσσιου τουρισμού, ο ορεινός τουρισμός. Αυτού του είδους οι θερινές διακοπές υπήρχαν και σε χώρες όπου οι θάλασσες βρίσκονται κοντά, αλλά παρ΄όλα αυτά, κάποιοι άνθρωποι προτιμούν αυτές τις εξοχές από τις θαλάσσιες. Ακόμα και σε Μεσογειακές χώρες, όπως η χώρα μας, υπάρχουν οι εραστές αυτού του είδους των διακοπών. Και άλλοτε μεν, αυτοί ήσαν πολλοί, τώρα όμως έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο.
Οι μεγάλες μάζες των αδειούχων, μετακινούνται σήμερα στις παραλίες, εκεί βέβαια όπου υπάρχουν. Κι αν δεν υπάρχουν, μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις εκατοντάδων και χιλιάδων χιλιομέτρων για να τις βρούν. Οι Βορειοευρωπαίοι και οι Κεντρικοευρωπαίοι, κατακλύζουν τη Μεσόγειο και όποια άλλη θαλάσια περιοχή τους είναι προσιτή, μετακινούμενοι με αεροπλάνα. Πηγαίνουν στις παραλίες, περνούν καμμιά εικοσαριά μέρες σ΄ αυτές, και επανακάμπτουν οίκαδε, αφού έχουν απολαύσει τον καυτό Μεσογειακό ήλιο, έχουν κάνει γνωριμίες με άλλους τουρίστες, έχουν αναπτύξει ερωτικές - πρόσκαιρες βέβαια - σχέσεις με ντόπιους και ξενους, έχουν φορέσει τα σχετικά « κέρατα » στους ( ή στις ) συζύγους τους, και επιστρέφουν δροσεροί και ακμαίοι στις πατρίδες τους.
Αυτός είναι ο σύγχρονος τρόπος για να περάσει ο σημερινός εύπορος ανθρωπος τις μέρες της θερινής του άδειας. Οσο για τους φτωχούς και μή εύπορους ανθρώπους της εποχής μας, αυτοί μένουν εκεί που κατοικούν μόνιμα, ή το πολύ, πηγαίνουν στο χωριό τους. Οπου θα φιλοξενηθούν σε κάποιους συγγενείς τους, αυτό περισότερο στη χώρα μας, και σε άλλες περιπτώσεις, και στους φτωχούς και άλλων χωρών. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ακόμα και οι κάτοικοι των πλούσιων Βορειοευρωπαϊκών χωρών, δεν είναι όλοι εύποροι, και δεν μπορούν να παίρνουν το αεροπλάνο και να φεύγουν μακρυά, σ΄άλλη γή κι άλλους τόπους.
Τί κάνουν αυτοί οι άνθρωποι των « εσωτερικών » περιοχών ; Στη θάλασσα δεν μπορούν να πάνε, τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία τους. Μερικοί ή πολλοί, δεν μπορούν να πάνε πουθενά, υπάρχουν φτωχοί σε όλες τις χώρες, ακόμα και στις πιό αναπτυγμένες οικονομικά. Λοιπόν, αυτοί οι φτωχοί, κάθονται στ΄ αυγά τους, και να θέλουν δεν μπορούν να κάνουν κι αλλοιώς. Αφήνοντας όμως αυτούς, θα πάμε στη μεγάλη μάζα εκείνων που έχουν κάποια οικονομική δυνατότητα για διακοπές, αλλά δεν μπορούν φυσικά να πάνε στην Κυανή Ακτή, δεν μπορούν να πάνε στις ισπανικές, τις ιταλικές παραλίες, δεν μπορούν να πάνε στα ελληνικά νησιά. Τα φράγκα, οι στερλίνες, τα Ευρώ που διαθέτουν, δεν τους επιτρέπουν τόσο πολυέξοδες διακοπές. Και αυτό που τους μένει, είναι να κάνουν έναν « εσωτερικό » τουρισμό, διακοπές στο εσωτερικό της χώρας. Κι αυτές οι διακοπές, θα γίνουν σε εξοχικές περιοχές, πεδινές ή ορεινές, ανάλογα με την προτίμηση του καθενός.
Τώρα όμως, ας αφήσουμε τις γενικότητες που αφορούν κυρίως τους άλλους ευρωπαίους, και ας έλθουμε στα καθ΄ημάς. Πάμε πίσω, στη δεκαετία του 1930. Την εποχή εκείνη, λίγοι ήσαν αυτοί που έπαιρναν άδειες θερινές και πήγαιναν σε διακοπές. Δεν είμαι βέβαιος, αλλά νομίζω ότι δικαίωμα αδείας, είχαν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν πρέπει .όμως να νομισθεί, ότι παίρνοντας την άδειά τους, τραβούσαν κατ΄ευθείαν σε κάποιο νησί ή όπου αλλού ήθελαν, τα οικονομικά των τότε δημόσιων υπαλλήλων ήσαν μάλλον πενιχρά και δεν επέτρεπαν τέτοιου είδους εκστρατείες, εκτός ίσως κάποιων εξαιρέσεων.
Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν είχαν δικαίωμα άδειας, αυτό το δικαίωμα κατοχυρώθηκε διεθνώς το 1945, και κυρώθηκε στη χώρα μας το 1952. Πάντως, και χωρίς το επίσημο δικαίωμα θερινής άδειας, κάποιοι - λίγοι μάλλον - ιδιωτικοί υπάλληλοι, έκαμναν χρήση ολιγοήμερης άδειας από την εργασία τους. Μερικοί, αλλά όχι αρκετοί από τους εργαζόμενους, έστελναν στις εξοχές ή σε ένα κοντινό νησί την οικογένειά τους, ενώ οι ίδιοι ξεροψήνονταν τους καλοκαιρινούς μήνες στην πόλη και στη δουλειά τους.
Ο γράφων είναι γόνος μικροαστικής, πολύ μικροαστικής οικογένειας. Φυσικά, με πολύ περιορισμένους πόρους. Όμως, κάθε καλοκαίρι, η οικογένεια πήγαινε διακοπές, τη μιά χρονιά σε ορεινή περιοχή, την επόμενη σε νησί. Μάλιστα, οι διακοπές αυτές, στις οποίες δεν μετείχε ο πάτερ φαμίλιας εκτός Κυριακών και γιορτών, κρατούσαν ολόκληρο το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου. Το πώς τα κατάφερνε η οικογένεια, δεν το γνωρίζω, όποιος όμως έχει τάξη και ρέγουλα, καταφέρνει πολλά. Και εν ολίγοις, ο γράφων έμαθε από μικρή ηλικία και τις παράκτιες περιοχές, και τα βουνά και τα λαγκάδια.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Οσο πήγαινε, η τάση ήταν προς τη θάλασσα, τα βουνά και τα χωριά, έπεσαν σε ανυποληψία. Ωραίο πράγμα η θάλασσα, συμφωνώ απόλυτα μ΄αυτή την άποψη. Υπό μία προϋπόθεση. Ότι δεν θα έχει κοσμοσυρροή, δεν θα είναι τουριστική περιοχή με θορύβους από κέντρα διασκεδάσεως, που μέρα και ιδίως νύχτα, γεμίζουν την ατμόσφαιρα με κάθε είδους ήχους στη διαπασών, και μάλιστα κακής ποιότητας ήχους. Οσο για την κοσμοσυρροή, αν είναι να σου κάμνουν μεγάλη βαβούρα, ώστε το κεφάλι σου να μην έχει ούτε λεπτό ησυχία, τότε καλύτερα είναι να μείνεις στο σπιτάκι σου, με την ησυχία σου, το κλιματιστικό σου, και αν θέλεις να κολυμπήσεις, πηγαίνεις σε μιά πισίνα έξω από την πόλη και κάνεις το γούστο σου. Όμως, υπάρχει πλήθος ανθρώπων, που επιζητεί τη φασαρία και τους θορύβους, γι αυτούς δεν ισχύει τίποτε απ΄όλα αυτά.
Οσο για τη θάλασσα και τα υπέρ της, συμφωνώ ότι έχει τη μαγεία της, αρκεί να μην υπάρχει μέγας συνωστισμός στην πλαζ, και προπαντός να μην εκθέτει κανείς το δέρμα του σε επικίνδυνες ηλιακές ακτινοβολίες, οι υπεριώδεις ακτίνες αυτές τις εποχές δεν αστειεύονται καθόλου. Και τί να σου κάνουν τα αντιηλιακά, όταν πηγαίνεις ντάλα μεσημέρι στη θάλασσα, και δεν ξαναβάζεις αντιηλιακό κάθε μιά ή μιάμιση ώρα. Καλή λοιπόν η θάλασσα, εξαίρετη μάλιστα, αλλά προσοχή στη βαφή. Φυσικά, μην μπλέξεις με καράβια που κάμνουν διαδρομές στο Αιγαίο, είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστείς μεγάλη ταλαιπωρία. Τα βλέπουμε αυτά στα λιμάνια καθημερινά το καλοκαίρι
Μιά καλή εναλλακτική λύση - που δεν βρίσκει όμως σήμερα καθόλου οπαδούς - είναι οι διακοπές στα βουνά, όπως γίνεται στην Ελβετία, για να φέρουμε ένα παράδειγμα. Αλλά καμμιά τάση δεν υπάρχει γι αυτή την πολύ προτιμώτερη από τη θάλασσα λύση. Εκτός όμως από την απροθυμία των ανθρώπων της εποχής να πάνε στα βουνά και στις εξοχές, όπου θα βρούνε την ησυχία που τόσο πολύ τη στερούνται ολόκληρη τη χρονιά, λείπει εντελώς και η κατάλληλη υποδομή στη χώρα μας για ορεινό τουρισμό. Και πώς να δημιουργηθεί υποδομή, όταν δεν υπάρχει καθόλου πελατεία γι αυτό το είδος των διακοπών ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου