Η Π Ι Ο Φ Τ Ω Χ Ο Π Λ Ο Υ Σ Ι Α Χ Ω Ρ Α
Από τα πρώτα ιστορικά χρόνια, από την εποχή που στις πρώτες πολιτισμένες περιοχές του κόσμου, έκαναν την έμφάνισή τους τα πρώτα νομίσματα, αρχίζοντας πρώτα με τον χαλκό και συνεχίζοντας αργότερα με το ασήμι - τα φράγκα δηλαδή - άρχισε και ο χωρισμός των ανθρώπων σε οικονομικές τάξεις, τους πλούσιους δηλαδή και τους φτωχούς.
Ισως κι από την αρχή να δημιουργήθηκε και η μεσαία τάξη, που παρενεβλήθηκε ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, και στην οποία ανήκαν αυτοί που είχαν μιά σχετική ευμάρεια, δεν ήσαν δηλαδή μεν κάτοχοι πολλών περιουσιακών στοιχείων, δεν ήσαν όμως και εντελώς στερημένοι από αυτά. Τρεις λοιπόν οι τάξεις στις οποίες χωρίστηκαν οι άνθρωποι, είτε ήσαν κάτοικοι αγροτικών περιοχών, είτε αστικών. Καθώς μάλλον γρήγορα αναπτύχθηκαν και οι πόλεις, που αποτελέσανε και τις πρωτεύουσες των πρώτων μικροσκοπικών κρατιδίων.
Είναι ολοφάνερο, ότι η τάξη των πλούσιων περιελάμβανε λιγοστούς μάλλον ανθρώπους. Τα περιουσιακά στοιχεία δεν ήσαν πολλά, επομένως δεν γινόταν να τα νέμεται μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Αρκετά μεγάλη όμως πρέπει να ήταν - τουλάχιστον σε πολλές περιοχές - η μεσαία τάξη, που πάντοτε αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά των κοινωνιών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Και μεγάλη - ίσως πολύ μεγάλη - ήταν η κατώτερη τάξη, αυτή των φτωχών, αυτών που τα οικονομικά τους ήσαν αδύναμα, και που προσπαθούσαν να ανέβουν στην πιό πάνω τάξη, τη μεσαία. Εξαίρεση μάλλον σ΄αυτή τη διαίρεση του πληθυσμού, υπήρξε η Ινδική κοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι ήσαν χωρισμένοι σε πέντε τάξεις, με τελευταία εκείνη των παριών, και οι τάξεις αυτές παρέμεναν μιά για πάντα χωρισμένες κατά κληρονομικό τρόπο.
Περίπου ο ίδιος χωρισμός - με όχι όμως μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις τάξεις - δημιουργήθηκε και στις χώρες που μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες, ανήκαν στις χώρες του λεγόμενου « υπαρκτού σοσιαλισμού », αλλά που με την κατάρρρευση του κοινωνικού αυτού προτύπου, ήταν φυσικό να περάσουν σιγά σιγά στις τρεις τάξεις που κυριαρχούσαν στον υπόλοιπο κόσμο. Στις λίγες χώρες που υπάρχει ακόμα αυτό το κοινωνικό σύστημα, αναγκαστικά θα πρέπει να έχει παραμείνει το ιδιότυπο αυτό σοσιαλιστικό σύστημα, αλλά και σ΄αυτό - όπως και στις χώρες που το εγκαταλείψανε - υπάρχουν κάποιες διακρίσεις.
Στην ιστορική - την πιό ιστορική αναμφίβολα - χώρα του κόσμου, την Ελλάδα , υπάρχει σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ένα ποσοστό είκοσι με εικοσιδύο τοις εκατό ανθρώπων που ανήκουν στην κατώτερη οικονομικά τάξη, στους φτωχούς δηλαδή. Δεν είναι ιδιατερα μεγάλο αυτό το ποσοστό για μιά Δυτική χώρα, αν αναλογιστούμε ότι και στις; Ενωμένες Πολιτείες και σε άλλες δυτικού τύπου χώρες - εξαιρουμένων ίσως λίγων, όπως οι Σκανδιναυικές, η Ελβετία και μερικές άλλες - το ποσοστό των φτωχών είναι πάνω κάτω το ίδιο. Το να έχει μιά χώρα ένα τέτοιο ποσοστό της χαμηλής τάξης, δεν σημαίνει καθόλου ότι η χώρα αυτή πρέπει να θεωρείται και η ίδια φτωχή.
Όταν εξαιρέσουμε την πάνω κάτω σχεδόν ίδια αναλογία φτωχών στο σύνολο των πληθυσμών των δυτικού τύπου χωρών, και επειδή το ποσοστό των αληθινά πλούσιων είναι σχετικά μικρό ή πολύ μικρό, πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η λεγόμενη « μεσαία τάξη », περιλαμβάνει το πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, κάπου ανάμεσα στο εβδομήντα με εβδομηνταπέντε ή ογδόντα τοις εκατό των πληθυσμών, δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων. Και σ’ αυτό το ποσοστό, είναι όπως δείχνουν τα πράγματα, και η μερίδα που αναλογεί και στη χώρα μας η μεσαία τάξη.Υπάρχει λοιπόν στην Ελλάδα μεγάλη τάξη μεσοαστική, με αρκετή οικονομική δυνατότητα, και υπάρχουν και λιγοστοι πολύ πλούσιοι.
Λοιπόν, αν εξαιρέσουμε το είκοσι περίπου τοις εκτό της φτωχολογιάς της χώρας μας, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, είναι σε καλή μέχρι πολύ καλή κατάσταση από πλευράς οικονομίας. Αλλά ενώ στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι της χώρας είναι μάλλον ευκατάστατοι, υπάρχει ένα πολύ παράδοξο φαινόμενο. Το γεγονός ότι το κράτος, ο μηχανισμός που διοικεί τη χώρα, είναι πολύ φτωχό, πάρα πολύ φτωχό, πράγμα πολύ παράξενο. Καθώς θα περίμενε κανείς, ότι οι σχετικά άνετοι σε χρήμα, θα έπρεπε να συγκροτούν μιά καλή αν όχι ισχυρή κρατική οικονομία, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες του δυτικού κόσμου. Οπου τόσο φτωχικές κρατικές οικονομίες, δεν συναντούμε.
Κράτος - μπατήρικο σε μιά χώρα στην οποία η πλειοψηφία των κατοίκων της βρίσκεται σε μάλλον καλή μέχρι ανθηρή κατάσταση. Με τα ιδιόκτητα σπίτια τους, με εξοχικά, με μεγάλες εξορμήσεις σε εξωτερικο τουρισμό. Σε μερικές περιπτώσεις και με κότερα αραγμένα στα λιμάνια. Με μεγάλο θερινό τουρισμό, τέτοιο που να μην βρίσκεις καράβι να σε πάει σε νησί του αρχιπελάγους του Αιγαίου, να μην βρίσκεις δωμάτιο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Με τεράστιους αριθμούς αυτοκινήτων ιδωτικής χρήσης, από παλιά και φτηνά, μέχρι καινούργια, και από μικρά μέχρι μεγάλα και πολύ μεγάλου κυβισμού. Παράξενα δεν είναι όλα αυτά ;
Τί να συμβαίνει άραγε και το κράτος που έχει πλήθος από εύπορους κατοίκους που περνάνε μάλλον καλά τις μέρες τους, είναι τόσο αδύναμο το ίδιο ; Κάποιοι λόγοι θα πρέπει να υπάρχουν γι αυτή την άνιση κατάσταση, μπορεί ένας, μπορεί δύο ή και περισσότεροι ακόμα. Οι ειδικοί επί των δημοσίων οικονομικών, έχουν επισημάνει μερικά πράγματα, ας δούμε λοιπόν τί μας λένε αυτοί..
Ένας λόγος που σχεδόν όλοι συμφωνούν σ΄αυτόν, είναι ο μεγάλος, πολύ μεγάλος αριθμός των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα, που οι περισσότεροι - αν όχι η ολότητά τους - είναι μάλλον υψηλόμισθοι. Υψηλόμισθοι, είναι ένας σχετικός ορισμός, δεν σημαίνει ότι είναι πασάδες στα Γιάννενα. Απλά, οι μισθοί τους είναι τέτοιοι, που δεν μπορεί να τους αντέξει ο κρατικός προϋπολογισμός. Οσο για τον αριθμό τους, άλλοι λένε ότι είναι διπλάσιοι απ΄όσους χρειάζεται η δημόσια διοίκηση, άλλοι λένε ότι είναι τριπλάσιοι, αριθμοί πολύ μεγάλοι, αν τους παραβάλλει κανείς με τους αριθμούς που απασχολεί το δημόσιο σε άλλες - όλες μάλλον - δυτικού τύπου χώρες. Και οι απολαυές τόσων εργαζόμενων - και μήπως εργάζονται άραγε στ΄αλήθεια όλοι αυτοί ; - δίνουν πολύ μεγάλο βάρος στα κρατικά ταμεία.
Δεν μπορεί να είναι αυτός ο μοναδικός λόγος της φτώχειας του κράτους, κι άλλοι λόγοι πρέπει να υπάρχουν. Κάποια κρυφά έξοδα που δεν τα παίρνουμε καθόλου χαμπάρι. Κάποιοι μεσάζοντες που είναι επιμελώς κρυμμένοι και δεν φαίνονται πουθενά. Εν τάξει, δεν μπορούμε να αποδείξουμε τίποτε πάνω σ΄αυτό το ζήτημα. Να πούμε μήπως για πολλούς κρατικούς υπαλλήλους που παίρνουν συντάξεις σε πολύ μικρή ηλικία, ας πούμε σαρανταπέντε ή πενήντα χρόνων, ενώ τα άλλα κορόϊδα περιμένουν να εξηνταπενταρήσουν ; Αυτό είναι περισσότερο από γνωστό, περισσότερο από σίγουρο.
Όμως, η κύρια αιτία του μόνιμου σχεδόν μπατιρήματος της ελληνικής οικονομίας, είναι σίγουρα το ότι ο Ελληνας γενικά - με εξαιρέσεις βέβαια - δεν θέλει να πληρώνει φόρους. Κι όταν έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, δεν αφήνει να πάει χαμένη η ευκαιρία. Πολλά δισεκατομμύρια Ευρώ μένουν στις φαρδειές τσέπες των δήθεν φορολογούμενων, που παριστάνουν τους ελεεινούς πάμφτωχους. Από κτίσεως του ελληνικού κράτους, από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, οι πολίτες θεωρούσαν ότι το κράτος δεν έχει δικαίωμα να παίρνει φράγκα που με κόπο αυτοί κέρδισαν, μήπως - λένε - είναι συνέταιρος μας το κράτος, ώστε να ζητά μερίδιο από τα κέρδη που με τόσο ιδρώτα ( και απάτη, κλεψιά και άλλα τοιαύτα ) έχουμε κερδίσει ; Αυτά λέει για τους νόμους της φορολογίας, που θέλει να τους παρακάμπτει με ευελιξία, ενώ απαιτεί από την άλλη μεριά, να του δίνουν οι νόμοι του κράτους το δίκηο του όταν θεωρεί ότι αδικείται, τί σόϊ κράτος - λέει - είναι αυτό που δεν δικαιώνει τους αδικημένους ; Μονά ζυγά δηλαδή δικά μας. Αυτά που δικαιούμαστε, πρέπει να τα έχουμε, αυτά που δικαιούται το κράτος για να λειτουργεί για χάρη μας, όχι, δεν τα αναγνωρίζουμε.
Λοιπόν τί θα γίνει ; Να τους κυνηγήσουν οι υπάλληλοι της Εφορίας, και μάλιστα να τους τιμωρήσουν με βαρειά πρόστιμα για απάτη σε βάρος του κράτους ; Ούτε λόγος να γίνεται, μόλις αντιληφθεί ο εφοριακός - σχεδόν πάντοτε έτσι συμβαίνει - ότι ο φορολογούμενος έχει κρύψει τα εισοδήματά του και δεν πληρώνει φόρους που αναλογούν σ΄αυτά, τί κάμνει ; Λέει στον πολίτη που διέπραξε το αδίκημα να το πούμε, έγκλημα να το πούμε - όπως το χαρακτηρίζουν στην Αμερική ; - του λέει ευθέως : « Για κοίτα φίλε, είσαι παραβάτης και πρέπει να πληρώσεις πολλά. Λοιπόν, σου κάνω μιά ευκολία. Θα μου δώσεις το ένα τέταρτο - ή το ένα τρίτο - της οφειλής σου, κι εγώ θα γράψω ότι δεν έχεις κέρδη, είσαι μέσα και μετά βίας τα φέρνεις πέρα με τα ψιλά που είχες εξοικονομήσει στο παρελθόν. Σου αρέσει αυτό, ή μήπως σου ξύνεται η ράχη να πληρώσεις όλα που έχεις υποχρέωση στο κράτος ; ». Και καταλαβαίνει ο καθένας, τί θα κάνει ο φορολογούμενος. Θα θελήσει μήπως να φορολογηθεί, ή θα δεχτεί μετά χαράς να δώσει έναν μικρούτσικο φόρο, έτσι για τα μάτια ; Απάντηση δεν χρειάζεται η ερώτηση αυτή, έτσι δεν είναι ;
Και τί κάμνει κατόπιν το κράτος που δεν έχει παρά μόνο λίγα έσοδα και τεράστια έξο δα ; Πηγαίνει στις ξένες τράπεζες και ζητά δάνεια για να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται. Και βέβαια, οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, έχουν μετόχους, υπάλληλους, ανώτερους και κατώτερους, έχουν διευθυντές και άλλους πατρατρεχάμενους. Και ζητά να του δίνει ο δανειζόμενος έναν τόκο με το τάδε επιτόκιο, που παζαρεύεται κάθε φορά. Κι όταν το κράτος δεν μπορεί να πληρώνει τακτικά και ζητά καινούργια δάνεια, οι τράπεζες - που δεν νοιώθουν κανενός είδους ευσπλαχνία προς κανέναν ( στην προκειμένη περίπτωση προς το κράτος που ζητά δάνειο ) - ζητά μεγαλύτερο επιτόκιο. Και έτσι η δουλειά πάει κορδόνι. -
Φαίνεται ότι το ελληνικό δημόσιο έχει σήμερα τον μεγαλύτερο - αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας - δανεισμό από τις ξένες τράπεζες. Λίγο απέχει από το να μην μπορεί να πληρώνει καθόλου τόκους. Και έτσι να πηγαίνει σε μπατήριμα - προσωρινό βέβαια - από το οποίο θα βγεί όταν αρχίσει πάλι να πληρώνει τόκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου