Ο Α Ν Τ Ρ Α Σ Μ Ο Υ Ε Ι Ν Α Ι Π Ο Λ Υ Τ Ρ Α Ν Ο Σ
Πάνω στο ζήτημα του δανεισμού, από τα πολύ παλιά χρόνια, κυκλοφορούσαν πολλές λαϊκές ρήσεις, χιουμοριστικές σχεδόν πάντοτε. Είναι μιά πολύ παλιά ιστορία που άρχισε πολύ πριν ανακαλυφθεί το χρήμα, από τους παλιούς καιρούς που υπήρχε εν ενεργεία το γνωστό με το διεθνές όνομα « b a r t e r s y s t e m », το σύστημα ανταλλαγών προϊόντων, που επί χιλιάδες χρόνια επικρατούσε σε ολόκληρο τον κόσμο. Και που σε πολύ απομονωμένες πολιτιστικά περιοχές, εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Ελλείψει κάθε άλλου ανταλλακτικού μέσου, ο μοναδικός τρόπος να προμηθευτεί κάποιος πράγματα και τρόφιμα που χρειαζότανε και που του έλειπαν, ήταν να προσφέρει ένα προϊόν που είχε ο ίδιος στον γείτονά του, για να πάρει από εκείνον ένα προϊόν που ο άλλος είχε. Και ο οποίος γείτονας, θα έπαιρνε σαν αντάλλαγμα για κάτι που ο ίδιος το εστερείτο. Αυτός ήταν επί πάρα πολύ καιρό – επί χιλιάδες πολλές χρόνια - ο μόνος τρόπος προμήθειας πραγμάτων, η ανταλλαγή προϊοντων, το αναφερθέν barter system, που τη ρίζα του την έχει στο γαλλικό ρήμα B a r e t e r, που σημαίνει – σε μια παλιά έννοια νομίζω, μιάς και δεν ξέρω γρύ από γαλλικά – ανταλλάσσω.
Η ανταλλαγή αυτή των προϊόντων, δεν μπορούσε όπως είναι φυσικό, να γίνεται « επί πιστώσει », δηλαδή στη μοντέρνα λαϊκή γλώσσα « βερεσέ », που είναι λέξη τουρκική, κατάλοιπο της τεσσάρων αιώνων κατοχής από χώρα που η γλώσσα της επηρέασε πολύ τη γλώσσα των κατοίκων των κατεχόμενων εδαφών. Ηταν φυσικό, ένα προϊόν που το ζητούσε ο ένας από τον άλλο, να ανταλλάσσεται αμέσως από το ζητούμενο για την ανταλλαγή προϊόν του άλλου. Δεν μπορούσε αυτός που ζητούσε ένα προϊόν – τρόφιμο ή οτιδήποτε άλλο – να του πεί : « Ελα μετά από μερικές μέρες να σου δώσω το πράγμα που ζητάς, τώρα δεν το έχω ». Στις ανταλλαγές αυτές, δεν μπορούσες να παίρνεις « βερεσέ » το οτιδήποτε πράγμα, εκτός κι αν ο άλλος σου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ήταν αληθινός φίλος σου.
Με την πάροδο των αιώνων, η κατάσταση αυτή άλλαξε. Εφευρέθηκε το χρήμα υπό μορφή μετάλλων – χαλκού και αργύρου – και στις περιοχές όπου υπήρχαν αυτά τα ανταλλακτικά μέσα, έπαψε πιά το Barter system. Και από τότε, για να πάρεις κάτι που το χρειαζόσουνα, ρωτούσες τον άλλο πόσο το πουλά, και αν σου ήταν προσιτή η τιμή του, έβγαζες από το σακκούλι σου τα χάλκινα - ή σπανίως τα ασημένια - νομίσματα τα έδινες στον πωλητή, και σου παρέδιδε το εμπόρευμα. Και ενδεχομένως, και τα ρέστα αν περίσσευαν τα λεφτά.
Και τότε, άρχισε αυτό που ονομάζουμε « δανεισμός ». Κάποιος έχει ανάγκη χρημάτων, κάτι θέλει να πληρώσει και δεν έχει τα χρήματα – μπακίρι ή ασήμι – να εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Τι να κάνει λοιπόν ; Να στήσει ένα εργαστήριο παραχάραξης νομισμάτων και να φτιάξει τα μεταλλικά χρήματα που χρειάζεται ; Όχι, δεν έχει τις τεχνικές ικανότητες και τις απαραίτητες γνώσεις να το φτιάξει, και ύστερα, μήπως θα του ερχόταν πιό φτηνό να βρεί τα μέταλλα που χρειάζεται ; Δεν μπορεί να βρεί ασήμι – το μπακίρι είναι πολύ πιό εύκολο βέβαια, αλλά δεν καλύπτει το ποσόν που χρειάζεται – και τελικά η υπόθεση δεν περπατάει. Και τί άλλο μπορεί να κάνει λοιπόν ; Σκέφτεται εντατικά, και κάποτε βρίσκει μιά λύση.
Εκεί στη γειτονιά, σε μιά κοντινή καλύβα, μένει ένας γείτονας με την οικογένειά του. Δεν πάει να τον ρωτήσει μπας και έχει τίποτε περίσσευμα σε χρήμα, να του το δώσει για λίγες μέρες και κατόπιν του το επιστρέφει ; Κάτι έχει ακούσει για μια τέτοια ιστορία που έγινε σε μιά άλλη γειτονιά, πήγε κάποιος που είχε έλλειψη από ρευστό – λίγα ασημένια χρήματα – και ζήτησε από έναν γνωστό του ( ή φίλο του ), και εκείνος του έδωσε αυτά που χρειαζότανε, Και ύστερα του τα γύρισε, χωρίς να ζητήσει ο γνωστός αυτός τίποτε παραπάνω για την εξυπηρέτηση αυτή.
Κάπως έτσι έγινε ο πρώτος δανεισμός. Και επιστράφηκαν τα αργυρά νομίσματα ή του βάρεσε « τόνγκα » ο γείτονας που του ζήτησε τα φράγκα αλλά δεν του τα επέστρεψε ποτέ. Αλλά μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί η δεύτερη περίπτωση, άπαξ και μιά φορά σε έναν τόσο στενό κύκλο, στήνεις μιά τέτοια ιστορία, μην περιμένεις να σου δώσει κανένας άλλος σε άλλη περίπτωση δραχμή όταν του ζητήσεις. Η περιοχή είναι πολύ μικρή και τα νέα πηγαίνουν αστραπιαία από τον ένα οικισμό στον άλλο. Και μαθαίνουν όλοι σε έναν καιρό που δεν υπάρχει τηλεόραση, ότι ο τάδε γείτονας είναι τελείως αναξιόπιστος. Και δεύτερη φορά δεν θα καταφέρει να επαναλάβει το κόλπο αυτό.
Στη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν από τότε μέχρι τώρα και θα επακολουθήσουν κι άλλοι – αν δεν χαλάσει ο πλανήτης σε σύντομο διάστημα όπως λέγεται – οι ιστορίες δανεισμού θα επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Άλλος όμως τρόπος του δανείζεσθαι υπάρχει τώρα, και τείνει να εκτοπίσει τους φιλικούς δανεισμούς. Κάποια ευαγή ιδρύματα που υπάρχουν σε κάθε πόλη – ακόμα και σε κωμοπόλεις – είναι που σου προσφέρονται σαν έμπιστοι φίλοι για να καλύψεις τις έκτακτες ανάγκες σου σε χρήμα. Τα γνωστά και μή εξαιρεταία φιλανθρωπικά ιδρύματα - που δεν είναι και τόσο καινούργια - οι τράπεζες. Που σε ιδιωτικό επίπεδο άρχισαν να λειτουργούν εδώ και δυό χιλιάδες και πλέον χρόνια, και σε επίσημο και οργανωμένο επίπεδο εδώ και μερικούς αιώνες.
Αυτές οι τράπεζες, έχουν πλήθος από υποκαταστήματα σε μεγάλες και μικρές πόλεις, ακόμα και σε κωμοπόλεις. Εχεις λοιπόν μιά μέρα ανάγκη από χρήματα, δολλάρια, Ευρώ. πέσος, ρούβλια. Πηγαίνεις σε μια τράπεζα, προχωρείς προς το γραφείο του διευθυντή, μπαίνεις μέσα και κάθεσαι σε μιά πολυθρόνα. Στη συνέχεια ρωτάς τον διευθυνή τι πρέπει να γίνει για να πάρεις ένα δάνειο τόσων Ευρώ, ή δολλαρίων,ή πέσος, ή ρουβλιών, χρήματα που έχεις σκοπο να τα χρησιμοποιήσεις για κάποιο σκοπό. « Μάλιστα ». σου λέει ο διευθυντής, και σου αραδιάζει τους τρόπους, με τους οποίους θα πάρεις το δάνειο.
Ποιό είναι το ποσό που χρειάζεστε ; Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση. Απαντάς για το πόσα χρήματα είναι αυτά που σου χρειάζονται. Σε ρωτά κατόπιν τι πράγμα έχεις για να βάλεις υποθήκη για το δάνειο που θα πάρεις, έτσι ώστε, αν δε μπορέσεις να εξωφλήσεις μέσα σε ορισμένες προσθεσμίες και με κάποιες παρατάσεις το δάνειο, να πάρει η τράπεζα αυτό που έχεις βάλει για υποθήκη για το δάνειο. Που βέβαια δεν είναι ένα κοτέτσι, πρέπει να είναι κάτι ανάλογο με το ποσόν που θα πάρεις με το τραπεζικό δάνειο.
Εκτός όμως από τα τραπεζικά δάνεια, συνέχισε να υπάρχει πάντοτε και ο φιλικός δανεισμός που γίνεται μεταξύ ανθρώπων που βασίζονται πολύ ο ένας στον άλλο. Από τα μικρά μας χρόνια, ακούγαμε για την γνωστή αλβανική « μπέσα ». ένα λόγο τιμής που έδιναν στα παλιά χρόνια οι Αλβανοί, και που ισοδυναμούσε με χίλια συμβόλαια. Οταν σου ζητούσε λοιπόν ο Αλβανός ένα ποσόν δανεικό, του το έδινες χωρίς καμμιά επιφύλαξη, ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι σε πρώτη ευκαιρία θα σου το έδινε πίσω, να σε εξαπατήσει εθεωρείτο εντελώς άτιμο μεταξύ των Αλβανών. Πράγμα που δεν ξέρω αν ισχύει ακόμα, ύστερα από τόσες καταστάσεις που έχουν περάσει οι γείτονές μας αυτοί.
Και ένα εβραϊκό ανέκδοτο από συλλογή που είχε γράψει Γερμανοεβραίος συγγραφέας. Είναι περασμένα μεσάνυχτα, και ο Αααρών στριφογυρίζει στο κρεββάτι του, αδυνατεί να κοιμηθεί. Η γυναίκα του η Σάρα, τον ρωτά κάποια στιγμή, βλέποντας ότι βασανιζεται από κάτι που δεν τον αφήνει να κοιμηθεί ; « Μα τί σου συμβαίνει Ααρών και δεν σε πιάνει ύπνος, δεν θα μου το πείς ; ». « Να τι συμβαίνει Σάρα », λέει ο Ααρών. « Χρωστάω στον Λευϊ οκτακόσια πενήντα μάρκα και δεν μπορώ να του τα δώσω, καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ ».
« Α, γι αυτό είσαι άϋπνος Ααρών ; Τώρα θα δείς τι θα γίνει και θα ησυχάσεις ». Και ανοίγοντας το παράθυρο, φωνάζει με δυνατή φωνή στη γυναίκα του Λευϊ – τα σπίτια είναι το ένα απέναντι από το άλλο, τα χωρίζει ένας στενός δρομάκος στην Εβραϊκή συνοικία της πολης. « Ακου, Σαλώμη τί θα σου πώ ». Ανοίγει η Σαλώμη το παράθυρο. « Κοίτα Σαλώμη, ο Ααρων χρωστά στον άντρα σου οκτακόσια πενήντα μάρκα και δεν μπορεί να του τα δώσει και δεν μπορεί να κοιμηθεί, κατάλαβες ; ». Υστερα, κλείνει το παράθυρο και γυρνώντας στον Ααρών, του λέει : « Τώρα κοιμήσου εσύ, σειρά του Λευϊ είναι τώρα να μην μπορεί να κοιμηθεί ».
Και το ποντιακό ανέκδοτο, που είναι μια και μόνη φράση που λέει μια γυναίκα στη φίλη της. Το γράφω πρώτα στην αρχαιοελληνική ποντιακή διάλεκτο των Μιλήσιων της Ιωνίας, από τους οποίους αποικίστηκε και ο Πόντος και όλα τα παράλια της Μαύρης θάλασσας, καθώς η Μίλητος μαζύ με τη Φώκαια, ήσαν οι δυό μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της αρχαίας Ελλάδας. Λέει λοιπόν η κυρία στη φίλη της : « Αντρας ημ εν πολλά τρανός, χρωστά και κι χρωστούν ατον ». Δηλονότι : « O άντρας μου είναι πολύ σπουδαίος, χρωστά και δεν του χρωστάνε ». Μέγα πλεονέκτημα για την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν τράπεζες.
Όμως, αυτή η ωραία εποχή κατά την οποία, ήταν πολύ ωφέλιμο να χρωστάς και να μην σου χρωστάνε, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αν σήμερα χρωστάς – και βέβαια συνήθως στην τράπεζα – τα πράγματα σου έρχονται πολύ σφιχτά, η τράπεζα συνέχεια σε πιέζει. Και δεν σε πιέζει μόνο, αλλά απειλεί να σου πάρει και ότι έχεις και δεν έχεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου