Κ Α Ι Π Α Λ Ι Γ Ι Α Τ Α Β Ε Ρ Ε Σ Ε Δ Ι Α
Τακτικά ακούγονται από τα δελτία ειδήσεων, τα σχετικά με τις οφειλές των περισότερων - ή τουλάχιστον πολλών - συμπατριωτών, μας προς τις πολλές και ποικιλώνυμες τράπεζες της χώρας. Εντελώς πρόσφατα, ανακοινώθηκε ότι το χρέος προς τα τραπεζικά ιδρύματα, τα γνωστά φιλανθρωπικά ( για τους ιδιοκτήτες βέβαια και τους μετόχους τους ) ιδρύματα, φτάνουν στο τριάντα τοις εκατό του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Μάλιστα, αυτό ανακοινώθηκε από έγκυρη πηγή αυτές τις μέρες. Το ακριβές ποσό, που αναφερθηκε σαν χρωστούμενο από τους πολίτες της χώρας προς τα ευαγή αυτά ιδρύματα, δεν είναι ούτε περισοότερο, ούτε λιγότερο, από εικοσιεπτά δισεκατομμύρια Ευρώ. Δηλαδή - με το παλιό μέτρημα που το χάσαμε - εννιά τρισεκατομύρια δραχμές, το πιστεύετε δεν το πιστεύετε.
Μας λένε ακόμα, ότι ρευστό χρήμα, δεν μπορείς να βρεις εύκολα στην αγορά, όπως γινότανε σε σχετικά πρόσφατα χρόνια, τα Ευρώ βρίσκονται σε λογαριασμούς, σε χαρτιά, σε πλαστικό χρήμα. Σε χαρτονομίσματα, είναι πολύ δυσεύρετο, όσο κι αν τρέχεις να το βρείς στην πιάτσα, άδικα θα πάει ο κόπος σου, μόνο οι ληστές των τραπεζών διαθέτουν κάποια αποθέματα από φράγκα τυπωμένα, αυτά που δίνεις και σου δίνουν και ρέστα.
Και εν αρχή ήν η σπατάλη, και η σπατάλη ήν προς τον θεόν, και θεός ήν η σπατάλη. Οχι, δεν πρόκειται για την αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, πρόκειται για τον καινούργιο θεό που ανακάλυψαν οι Ελληνες, τη σπατάλη των υπαρχόντων και μη υπαρχόντων διαθέσιμων χρημάτων. Οι παλιοί -οι παλιάνθρωποι με την καλή έννοια της λέξης - θα θυμούνται ότι ακόμα και οι μάλλον χαμηλής οικονομικής θέσης άνθρωποι, είχαν πρόβλεψη για κάποιες δύσκολες μέρες, είχαν κάποια χρήματα, λίγα ή περισσότερα στην άκρη, είτε στις τράπεζες - που τότε έδιναν και πολύ ικανοποιητικά επιτόκια στις καταθέσεις - είτε κάτω από τα στρώματά τους. Για να τα έχουν διαθέσιμα στην ώρα της ανάγκης τους. Για τον πολύ απλό λόγο, ότι πριν από πολύ λίγες δεκαετίες, δανεισμό από τράπεζες μόνον οι έμποροι, οι βιομήχανοι και βιοτέχνες έπαιρναν, αποκλειστικά για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων τους. Ως εκ τούτου, ο καθένας « παλιάνθρωπος », φρόντιζε να έχει κάποιο χρήμα διαθέσιμο για τις ανάγκες του.
Υπήρχαν βέβαια και τότε κάποιοι λιγοστοί, που λάτρευαν τη σπατάλη. Που ξόδευαν χωρίς να τους νοιάζει τί θα απογίνουν αύριο, που καμμιά αποταμίευση δεν ήθελαν να κάνουν. Που σκορπίζανε τα όσα χρήματα είχανε - κατά κανόνα από κάποια κληρονομιά, αυτοί ήσαν οι συνήθεις σπάταλοι - και έλεγαν το « ότι βρέξει ας κατεβάσει ». Και συνήθως, αυτό που κατέβαζε, ήταν η φτώχεια που τους ερχότανε κατακέφαλα σε πολύ λίγο καιρό, μιάς και αποφεύγανε αυτοί οι τύποι να ασχολούνται με κάποια εργασία.
Αυτά γινόντουσαν στο παρελθόν, και μάλιστα, κάθε χρόνο το υπουργείο Παιδείας, έβαζε τους μαθητές των σχολείων σ΄όλη τη χώρα, να γράφουν εκθέσεις ιδεών σχετικές με την αποταμίευση. Και οι καλύτερες εκθέσεις σε πανελλήνια κλίμακα, έπαιρναν και κάποιο βραβείο, δεν θυμάμαι αν ήταν υλικής ή μόνο ηθικής φύσης, δεν συνέβη να πάρω ποτέ κάποιο τέτοιο βραβείο για να ξέρω και το είδος της επιβράβευσης που δινότανε.
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Που καμμιά απολύτως σχέση δεν έχει με το παρόν, στο οποίο παρόν, σφοδρός ανταγωνισμός και συναγωνισμός γίνεται, για το ποιός θα ξοδέψει περισσότερα, είτε από αυτά που έχει - που μάλλον σπανίως έχει - ή από αυτά που δεν έχει, και που τα δανείζεται με μεγάλη και απίστευτη ταχύτητα από τράπεζες. Από πολλές μάλιστα τράπεζες, καθώς δεν μπορεί να παίρνει από την ίδια τράπεζα χωρίς να εξωφλεί τα βερεσέδια που έχει σ΄αυτήν. Κι όλα αυτά, σαν να επρόκειτο να πάρει κάποιο από τα βραβεία, που τότε στα παλιά χρόνια, δινότανε για τις εκθέσεις τις σχετικές με το θέμα της αποταμίευσης.
Αυτόν τον θεό της σπατάλης, τον λατρεύουν και τον προσκυνούν πλήθος συμπατριωτών μας, που και σ΄αυτόν τον τομέα είναι πρώτοι, όπως είναι πρώτοι και σε πολλούς άλλους τομείς, δυστυχώς αρνητικού τύπου. Λατρεύουν όμως όλοι αυτόν το θεό ; Οχι, υπάρχουν και πολλοί ή αρκετοί οπωσδήποτε, που δεν τον προσκυνούν. Οχι επειδή δεν τον θέλουν, δεν τον αγαπούν, αλλά για πολλούς δεν είναι δυνατή η λατρεία του. Που φοβούνται να πάρουν βερεσέ από τις τράπεζες, ή που εκ των πραγμάτων τους είναι αδύνατο αυτό το πράγμα.
Η όλη ιστορία; άρχισε από μιμητισμό προς τους Αμερικανούς, που από πολλές δεκαετίες χρησιμοποιούσαν το πλαστικό χρήμα. Το χρησιμοποιούσαν για ένα βασικό λογο, όχι γι αυτόν που το χρησιμοποιούν οι ημέτεροι. Απλώς, για να μην κουβαλάνε μαζύ τους τα δολλάρια, από φόβο μην τους κάνουν h o l d u p στο δρόμο ή οπουδήποτε αλλού, και τους τα ξαφρίσουν λωποδύτες κλέφτες και πορτοφολάδες, κυρίως στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και κάποτε, ήλθε και εδώ αυτό το σύστημα, να έχουν μαζύ τους οι συμπατριώτες μας κάρτες πιστωτικές, με τις οποίες πήγαιναν - και πηγαίνουν βέβαια και τώρα - στην αγορά, για να ψωνίζουν ότι τους χρειάζεται και ότι δεν τους χρειάζεται.
Αλλά το να παίρνεις από άλλους και να αντιγράφεις απλώς, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Ο σκοπός είναι να απλώνεσαι πολύ πιό πέρα, να επεκτείνεις αυτά που έμαθες από τους άλλους, να πρωτοτυπείς. Να ανοίγεις καινούργιες λεωφόρους πάνω στα χνάρια που χάραξες παίρνοντας τις ιδέες των άλλων. Και αυτό το καταφέραμε σε πολύ λίγο μάλιστα διάστημα, όταν είσαι επινοητικός, μπορείς να βελτιώσεις πολύ τα αποκτηθέντα από άλλους, να υπαρκεράσεις τους αρχικούς εμπνευστές μιάς ανακάλυψης.
Είχαμε λοιπόν τις καταναλωτικές κάρτες, δηλαδή τα καταναλωτικά δάνεια. Που υποτίθεται ότι ειχαν κάποιο αντίκρυσμα στην τράπεζα, ότι υπήρχαν καταθέσεις σε λογαριασμό του δανειολήπτη, από τις οποιες η τράπεζα έπαιρνε πίσω αυτά που ξοδεύαμε για τις διάφορες αγορές μας. Υποτίθεται όμως. Καθώς δεν είχαμε χρήματα κατατεθειμένα στην τράπεζα, ή είχαμε λιγοστά - που γρήγορα τέλειωναν - ήταν η ίδια η τράπεζα που από εκεί και ύστερα μας δάνειζε τα δικά της χρήματα. Που αλλοίμονο, μας τα δάνειζε με ένα πολύ φορτωμένο επιτόκιο, καλύτερα να μην το αναφέρουμε.
Όμως, δεν μας έφταναν τα καταναλωτικά αυτά δάνεια, τα βερεσέδια δηλαδή. Και αποφασίσαμε τότε - με την κατάλληλη προπαγάνδα και διάφήμιση από τις ίδιες τις τράπεζες - να προχωρήσουμε και σε άλλου τύπου δανεισμούς. Θέλαμε να πάμε διακοπές το καλοκαίρι, στο εσωτερικό, ή καλύτερα στο εξωτερικό. Αλλά φράγκα στην τσέπη μας δεν είχαμε, οι διακοπές στοιχίζουν πολύ, αεροπλάνα, ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλα συναφή. Τί κάνουμε λοιπόν ; Πάμε στην τράπεζα Τάδε, και ζητάμε να μας δανείσει το Δείνα ποσό, το λεγόμενο δάνειο διακοπών. Αλλο που δεν θέλει η τράπεζα, είδε και έπαθε να μας πείσει να πάρουμε ένα τέτοιο δάνειο, θα μας το αρνηθεί τώρα ; Και μας το δίνει προθύμως.
Ερχονται γιορτές. Οι τραπεζίτες δεν θα χάσουν κι αυτή την ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα. « Και πώς θα περάσετε τις γιορτές σας ; Στο σπίτι σας, κλεισμένοι μέσα σαν φυλακισμένοι που περιμένουν να τους δοθεί αναστολή της ποινής τους λόγω καλής διαγωγής ; Οχι βέβαια. Σας περιμένουν πολλά και ωραία πράγματα, ο κόσμος έχει πλήθος από αυτά. Δεν έχετε λεφτά είπατε για όλα αυτά ; Μα μην ανησυχείτε, εδώ είμαστε εμείς, δεν θα σας αφήσουμε να νοιωθετε δυστυχισμένοι με γιορτές φτωχικές. Δάνειο χρήσιμο για σας ( και για μας, αυτό όμως δεν το λένε ) θα σας δώσουμε ».
Η βασική διαφορά ως στη σύγκριση των παλιών με τις τωρινές εποχές, είναι το ποιά θεωρούσαν άλλοτε σαν απαραίτητα πράγματα που δεν μπορούσαν να τα στερηθούν, που ήσαν όπως λέμε « πρώτης ανάγκης », και ποιά θεωρούνται τώρα από τους πολλούς σαν αληθινά « πρώτης ανάγκης ». Ποιά λοιπόν ήσαν στα παλιά τα πρώτης ανάγκης ; Με δυό λόγια, η τροφή, η ένδυση, η θέρμανση, η στέγη. Και λίγα άλλα ακόμα που δεν ήσαν και τόσο βασικά.
Ποιά είναι τώρα τα θεωρούμενα σαν απολύτως πρώτης ανάγκης ; Πολλά, πάρα πολλά σε σχέση με τα θεωρούμενα σε πρόσφατες ακόμα εποχές. Φυσικά, εξακολουθούν να είναι και τα των προηγούμενων - και παμπάλαιων - εποχών απαραίτητα, τροφή και τα υπόλοιπα. Αλλά τώρα, προστέθηκαν και άλλα που τότε δεν τα ήξεραν καθόλου, τουλάχιστον η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Όπως λόγου χάριν οι θερινές διακοπές, άγνωστες για την μεγάλη μάζα των αστών, και τελείως άγνωστη για τους αγροτικούς και ημιαγροτικούς πληθυσμούς. Τα μεταφορικά μέσα, που δεν υπήρχαν καθόλου τότε, αν εξαιρέσουμε τα γαϊδούρια ( μετά συγχωρήσεως πάντοτε ), τα άλογα και τα μουλάρια. Ελεύθερος να τα καβαλάς ή να τα ζεύεις στο αμάξι για να σε πηγαίνουν όπου και όποτε θέλεις, έναντι ολίγου σανού ή κριθαριού. Και πολλά ακόμα που τα ξέρουμε όλοι, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να τα αναφέρουμε.
Όμως, όλα τα πράγματα και οι καταστάσεις, έχουν ένα όριο που δεν μπορείς να το ξεπε-ράσεις επ΄ουδενί λόγω. Ως εδώ - λες - και μή παρέκει. Αλλά αυτό πρέπει να το πείς, προτού να είναι αργά, πολύ αργά, τον καιρό που η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Αυτόν τον τελευταίο καιρό, μαθαίνουμε ότι ο κόσμος της χώρας μας, έγινε διστακτικός πολύ ως προς ορισμένα είδη δανείων, παρά τη συνεχή προπαγάνδα που έρχεται από τις τράπεζες, υπό τη μορφή ακατάπαυστων τηλεοπτικών διαφημίσεων. Που από κάποιο σημείο και ύστερα, παύουν να ηχούν πιά ευάρεστα στα ώτα των τηλεθεατών, καθώς βλέπουν σε ποιό αδιέξοδο τους έχει φέρει αυτή η κατάσταση. Αλλά φαίνεται, ότι και οι διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών, λιγόστεψαν πολύ ως προς τα δάνεια διακοπών, και τα άλλα τερατουργήματα, τα εορτοδάνεια.
Το ερώτημα λοιπόν που τώρα προκύπτει, είναι το αν είναι αναστρέψιμη η κατάσταση των περισσότερων που έχουν βερεσέδια στις τράπεζες. Μ΄άλλα λόγια, αν θα μπορέσουν στο κοντινό μέλλον, να αποπληρώσουν τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στα φιλανθρωπικά αυτά ιδύματα. Και κάτι άλλο. Στην άσχημη περίπτωση που δεν θα καταφέρουν να αποπληρώσουν τα δάνεια, τί θα θα πρέπει να κάνουν οι τράπεζες, εκείνο το παλιό κόλπο με τις κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων ; Αν το κάνουν αυτό, θα είναι καταστρεπτικό για τις ίδιες τις τράπεζες, άσχετα με το πόσα θα εισπράξουν με τον τρόπο αυτό, κανένας δεν θα θέλει να δεί ούτε ζωγραφιστή μιά τράπεζα πιά. Πράγμα που δεν θα το ήθελαν καθόλοι οι φιλάνθρωποι αυτοί.
Είπαμε προηγούμενα για τα μέσα μεταφοράς, που είναι βέβαια τα « οχτωκίνητα ». Στο σημερινό κόσμο, το μέσο αυτό θεωρείται σαν ένα εκ των ών ούκ άνευ για τον σύγχρονο άνθρωπο, αν δεν μετακινείσαι μ΄αυτό - έστω και για πεντακόσια μέτρα ή ένα χιλιόμετρο - θεωρείσαι σαν κάτι μεταξύ βωδιού και γουρουνιού, όχι πάντως άνθρωπος. Και επειδή όλοι θέλουν να θεωρούνται από τους άλλους σαν άνθρωποι, είναι υποχρεωμένοι να το αποδείξουν. Σαν παράδειγμα της σύγχρονης νοοτροπίας, θα αναφέρω κάτι που άκουσα σε τηλεοπτική συζήτηση. Στην οποία, βουλευτίνα ακροαριστερής τοποθέτησης και που μιλά με ταχύτητα πολυβόλου ( δεν πρόκειται φυσικά να αποκαλύψω με κανένα τρόπο το όνομά της ), δηλωσε ότι το « οχτωκίνητο », είναι ασφαλώς ένα είδος πρώτης ανάγκης. Κάτι δηλαδή σαν τη στέγη, την ένδυση και την τροφή.
Αλλά γιατί μόνο το « οχτωκίνητο » ; Δεν υπάρχουν και άλλα πράγματα, που είναι κι αυτά πρώτης ανάγκης ; Ας πούμε το μαύρο χαβιάρι, μήπως δεν είναι κι αυτό είδος πρώτης ανάγκης ; Και μιά βίλλα με όλα τα κομφόρ ; Κι αυτή από κάποια άποψη, είναι απολύτως πρώτης ανάγκης. Διακοπές στα νησιά Φίτζι, στις Σεϋχέλλες, στην Ταϊτή, στη Χαβάη ; Η Χαβάη για μένα, είναι ένα μέρος που μου αρέσει πάρα πολύ, είναι πρώτης ανάγκης για μένα. Με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε που να μην είναι πρώτης ανάγκης.
Αυτό που επίσης χαρακτηρίζει την εποχή και οδηγεί συχνά - όχι πάντοτε πάντως - σε σπατάλες αδικαιολόγητες, είναι και η αντίληψη του « μιά φορά μονάχα ζούμε », και του « κι ας καεί και το παλιάμπελο ». Ματεριαλιστική καθαρά άποψη, που εξηγεί πολλά από τα φαινόμενα που βλέπουμε σήμερα. Το ότι βρέξει ας κατεβάσει που λέμε, αρκεί να περνάμε καλά.
Αλλά το άκρον άωτον της υπόθεσης αυτής, θα ήταν ένα - φανταστικό εντελώς - σενάριο που ακόμα δεν το είδαμε : Τη χορήγηση δανείου με σκοπό τη χρήση για την « απόχτηση » Ρωσίδων και άλλων αλλοδαπών κυριών, που μεγάλη χρείαν έχουν ρευστού χρήματος, δεν σε πλησιάζουν καθόλου αν δεν το διαθέτεις. Λοιπόν, θα ήταν άραγε πολύ παράξενο αν δινόντουσαν και τέτοιου είδους δάνεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιοι πολύ μερακλήδες συμπατριώτες μας ;
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, έλεγαν και το εξής γνωμικό, που όλοι το ξέρουμε : « Oυδέν καλόν αμιγές κακού, και ουδέν κακόν αμιγές καλού ». Λοιπόν, η μεγάλη κατανάλωση αγαθών, έχει και την καλή της πλευρά, κυκλοφορεί χρήμα - έστω και πλαστικό - στην αγορά, που αλλοιώς θα βρισκότανε σε ακόμα πιό μεγάλη κρίση από αυτήν που έχει τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου