Ο Π Ο Υ Κ Ι Α Ν Π Α Σ, Θ Α Τ Ο Υ Σ Β Ρ Ε Ι Σ
Η εποχή ήταν γύρω στο 330 έτος π.Χ. Από αρκετό καιρό νωρίτερα, οι Φωκαείς, δηλαδή οι άνθρωποι από τη Φώκαια της Ιωνίας, δεινοί ναυτικοί που είχαν μάθει τη ναυτική τέχνη από τους Φοίνικες, είχαν ιδρύσει στη σημερινή νότια Γαλλία, τη σημερινή Μασσαλία. ( που οι Γάλλοι σήμερα της έχουν αυτό το όνομα, που το προφερουν « Μαρσέϊγ ». Το όνομα αυτό της το έδωσαν οι ίδιοι οι Φωκαείς, και εκεί στη Μασσαλία, πήγαν αργότερα πολλοί κάτοικοι της Φώκαιας, όταν η πόλη υπέστη επίθεση από τους Πέρσες, που την κατέστρεψαν. Αυτοί οι Φωκαείς - Μασαλλιώτες, δημιούργησαν κατόπιν πολλές άλλες αποικίες εκεί κοντά τους και στη διπλανή Ισπανία, και μιά από τις αποικίες τους αυτές, ήταν και η Νίκαια. Που οι Γάλλοι την ονομάζουν με αυτό το όνομα και σήμερα, το προφέρουν « Νις », και είναι η πόλη αυτή δίπλα στο Μονακό και στο Μόντε Κάρλο με το καζίνο του.
Την εποχή λοιπόν στην οποία αναφερόμαστε, ένας ναυτικός από τη Μασσαλία, ο Πυθέας, σκέφτηκε κάτι μάλλον παλαβό για τον καιρό εκείνο : Να μπεί μέσα στο καράβι του ( που ήταν ένα μικρό πλοιάριο με κουπιά και πανιά ), και να προχωρήσει προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ποιά ελπίδα ; Να περάσει τις στήλες του Ηρακλή, το σημερινό δηλαδή στενό του Γιβραλτάρ, και να ξανοιχτεί στη θάλασα που κανένας δεν ήξερε, τον Ατλαντικό ωκεανό. Που δεν ήξεραν τί λογής πράγμα είναι, από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Μάλιστα, αυτή την τρέλλα τη σκέφτηκε ο συμπατριώτης μας ο Πυθέας. Κι αφού το σκέφτηκε καλά, μίαν ωραίαν πρωϊαν μπήκε μέσα στο καράβι του, άνοιξε τα πανιά, έβαλε τους κωπηλάτες στα κουπιά να κωπηλατούν, και έβαλε ρότα τις στήλες του Ηρακλή.
Αυτός ο Πυθέας ήταν ένας άνθρωπος τολμηρός, ( θα μπορούσαμε να τον πούμε τρελλό, οι τρελλοί ξεκινάνε να πάνε κάπου που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τί και πού είναι ). Πάντως, τολμηρός ή τρελλός, ο Πυθέας έφτασε σε λίγο καιρό στο Γιβραλτάρ, πέρασε μέσα από το στενό και βρέθηκε σε μιά ανοιχτή θάλασσα, που Μεσογειακοί λαοί φαίνεται πως μέχρι τότε δεν την είχαν αντικρύσει. Ηταν ο Ατλαντικός ωκεανός, μιά απέραντη θάλασσα.
Αν βρισκόταν κατά κάποιο μαγικό τρόπο στο Γιβραλτάρ ο Γιώργος Ζαμπέτας, ίσως του έλεγε το γνωστό τραγούδι του, με παραλλαγμένο στίχο βέβαια :
Π ο ύ π ά ς χ ω ρ ί ς π υ ξ ί δ α
α ν θ ρ ω π ε π α λ α β έ,
τ ο ν δ ρ ό μ ο θ α τ ο ν χ ά σ ε ι ς,
δ ε ν θ α τ ο ν β ρ ε ί ς π ο τ έ.
Ο Πυθέας δεν είχε πυξίδα, δεν είχε χάρτες. Και πού θα έβρισκε χάρτες περιοχών όπου δεν είχε ακόμα πατήσει πόδι ανθρώπου ; Δεν είχε ακόμα ούτε εξάντες, ούτε κανένα άλλο ναυτιλιακό βοήθημα, αυτά θα τα ανακαλύπτανε μετά από αιώνες. Και όμως πήρε δρόμο και ανέβηκε προς τα βόρεια, ήξερε πού είναι ο βορράς από τον πολικό αστέρα. Εκεί είναι ο βορράς - είπε ο Πυθέας - και ας πάω να δώ τί υπάρχει στα άγνωστα μέρη εκείνα.
Ανέβηκε λοιπόν προς τα πάνω, ακολουθώντας στην αρχή τα παράλια της; Γαλλίας, που τότε λεγόταν Γαλατία. Υστερα, έφτασε στο βρεττανικό νησί, και του έκανε έναν γύρο, παίρνοντας μαζύ και την Ιρλανδία. Ηταν ήδη πολύ μακρυά από τη βάση του και σε μέρη ολοσδιόλου άγνωστα. Και τί κάμνει ο άνθρωπος ; Πάει συνέχεια προς το βορρά, λές και προχωρούσε προς το βόρειο πόλο. Και δεν έμεινε πολύ μακρυά απ΄αυτόν. Κάποια μέρα, είδε από μακρυά μιάν ακτή, πλησίασε και αποβιβάστηκε εκεί. Αργότερα, όταν περιέγραψε σε έναν συγγραφέα το ταξείδι του, είπε ότι η ημέρα εκεί κρατούσε εικοσιμία ώρες, η νύχτα μόνο τρεις ώρες. Καλό αυτό το μερος, ίσως να σκέφτηκε, δεν θα χρειάζεται να καίμε πολύ ρεύμα. Αλλά πέρασε ο καιρός, ήλθε ο χειμώνας και τότε διαπίστωσε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η νύχτα τώρα κρατούσε εικοσιμία ώρες, η μέρα μόνάχα τρεις.
Ο Πυθέας ανάφερε ότι επρόκειτο για ένα νησί πολύ κρύο το χειμώνα, και ότι το όνομά του ήταν Θούλη. Ποιό μπορεί να ήταν αυτό το νησί ; Από τη διάρκεια μέρας και νύχτας στις διάφορες εποχές, βγαίνει το εύλογο συμπέρασμα ότι ήταν η Ισλανδία, στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, το πιό κοντινό στο Βόρειο Πόλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μπορεί να φαίνεται απίστευτη η ιστορία αυτή, αλλά έτσι φαίνεται ότι έγινε, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από το ταξείδι του Χριστόφορού Κολόμβου στην Αμερική μετά από χίλια οκτακόσια χρόνια. Που έγινε κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες.
Η Μασσαλία είχε αποικιστεί γύρω στο 600 έτος π.Χ. Έναν αιώνα νωρίτερα, δηλαδή γύρω στο 700, άλλοι Ιωνες, οι Μιλήσιοι, δεινοί ναυτικοί κι αυτοί, ανέβηκαν προς την Λήμνο, από εκεί πέρασαν στα Δαρδανέλλια, ύστερα από το Βόσπορο, και μπηκαν στον άγνωστο τότε Εύξεινο Πόντο. Στη μεγάλη αυτή κλειστή θάλασσα, οι Μιλήσιοι γέμισαν την περιοχή με ένα σωρό από αποικίες, πλήθος μεγάλο από Ιωνες πλημμύρισαν τη θάλασσα αυτή.
Ξαναγυρίζουμε πίσω στην εποχή του Πυθέα. Ιδια εποχή, και ο Αλέξανδρος από τη Μακεδονία, πηγαίνει με σαράντα χιλιάδες στρατό στην Μέση Ανατολή. Κατακτά όλη την περιοχή μέχρι τα σύνορα του σημερινού Πακιστάν και Ινδίας. Οι στρατιώτες του είναι σχεδόν όλοι ανύπαντροι, τί γυρεύει ένας οικογενειάρχης σε μιά τόσο μεγάλη εκστρατεία ; Και λοιπόν, εγκαθίστανται όλοι αυτοί στις χώρες εκείνες, παίρνουν ντόπιες γυναίκες, και κατά κάποιο τρόπο « ελληνοποιούν » την περιοχή. Κάπου σαράντα εκατομμύρια κάτοικοι του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, του Τουρκμενιστάν, της Περσίας και άλλων εκεί κοντά περιοχών, ισχυρίζονται ότι είναι μακρυνοί απόγονοι του Ισκεντέρ, όπως ονομάζουν στις γλώσσες της Μέσης Ανατολής τον Αλέξανδρο.
Πριν και από αυτή την εποχή, πολλές περιοχές της κάτω Ιταλίας είναι κατοικημένες από ελληνικούς πληθυσμούς, που πηγαν εκεί σαν άποικοι από τις περιοχές της κυρίως Ελλάδας. Η Σικελία, η Καλαβρία και η περιοχή του Τάραντα, και σήμερα ακόμα έχουν πληθυσμούς που μιλούν ελληνικά, παρεφθαρμένα βέβαια. Το ίδιο και τα τραγούδια τους που είναι στην ίδια ελληνοϊταλική διάλεκτο. Ηταν η λεγόμενη τότε « Μεγάλη Ελλάς ».
Αυτή η φυλή που είχε κατέβει πριν από χιλιάδες χρόνια από την κεντρική Ευρώπη ή την Ουκρανία στο νότιότατο τμήμα της ευρωπαϊκης ηπείρου, από πολύ νωρίς το είχε ρίξει στο φευγιό. Γιατί αυτό ; Μήπως από την αναζήτηση της περιπέτειας σε ξένους τόπους ; Μαλλον όχι, δεν ήταν ο τυχοδιωκτισμός που τους έστελνε αλλού. Πολύ πιό πιθανό, ήταν να έφευγαν από περιοχές όχι και τόσο γόνιμες στο έδαφός τους, για να βρούνε κάτι καλύτερο. Και αυτό το έκαναν επί αιώνες, μόλις ανακαλύπτονταν μιά καινούργια περιοχή, έβγαζαν"διαβατήρια » για το καινούργιο μέρος, και να΄σου που βρισκόντουσαν και εκεί. Βόρεια Αμερική, Νότια Αμερική, Αυστραλία και όπου αλλού θέλεις.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα - ίσως κι από τα τέλη του δέκατου ένατου - ήταν ένας Βρεττανός στρατηγός όνόματι Κίτσενερ. Ο οποίος χάθηκε όταν βυθίστηκε το πλοίο στο οποίο επέβαινε στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μάλλον από τορπιλλισμό από εχθρικό υποβρύχιο. Λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός ήταν κοσμογυρισμένος, η Βρεττανική αυτόκρατορία ήταν τόσο εκτεταμένη, ώστε έλεγαν ότι ο ήλιος δεν δύει ποτέ σ΄αυτήν. Και ο στρατηγός είχε γυρίσει σε πολλές περιοχές που βρισκόντουσαν υπό τη Βρεττανική κυριαρχία.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα μόνιμο μαράζι, δεν μπορούσε να βρεί ένα μέρος στον κόσμο, όπου σε μιά ακτίνα - ας πούμε - δέκα ή είκοσι μιλλίων, να μην έβρισκε ένα Ελληνα. Γύρισε από δώ, πήγε εκεί, τίποτε. Παντού έβρισκε αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν έλθει από μιά μικρή χώρα με μικρό επίσης πληθυσμό. Κάποτε λοιπόν, ο στρατηγός βρέθηκε σε μιά ζούγκλα αφρικανική, κάπου σε μιά περιοχή στην κεντρική Αφρική, που βρισκόταν υπό Βρεττανική κυριαρχία. Και μέσα στην καρδια της ζούγκλας αυτής, βρέθηκε σε ένα χωριό αγρίων αφρικανών, τελείως απομονωμένων από τον πολιτισμό.
« Εδώ είναι το μέρος όπου δεν θα βρεθεί κανένας από τη φυλή αυτή », σκέφτηκε ο στρατηγός. Πλησίασε τον αρχηγό και μάγο και γιατρό της φυλής ( όλα αυτά τα ασκούσε στις φυλές αυτές ο ίδιος άνθρωπος ), και τον ρώτησε αν ξέρει καθόλου αγγλικά. Όταν ο αρχηγός του είπε ότι είχε μάθει αρκετά αγγλικά, ο Κίτσενερ τον ρώτησε : Δεν μου λες αρχηγέ, έχεις ακούσει τίποτε για κανένα άνθρωπο εδώ γύρω, στα δεκαπέντε ή είκοσι μίλλια, που να λένε ότι είναι Ελληνας ; »
Ο μάγος της φυλής δεν δίστασε να απαντήσει : « Στρατηγε μου, σ΄όλη αυτή την περιοχή, κανένας από αυτή τη ράτσα που μου λές, δεν υπάρχει. Εκτός από μένα ». Κόκκαλο ο στρατηγός. Και από τότε, σταμάτησε να ψάχνει για απρόσιτα μέρη μήπως και βρεί κάποιο μέρος, όπου να μην υπάρχουν καθόλου άνθρωποι απ΄αυτή τη φυλή.
Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011
ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΣ, ΘΑ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙΣ Ο Π Ο Υ Κ Ι Α Ν Π Α Σ, Θ Α Τ Ο Υ Σ Β Ρ Ε Ι Σ Η εποχή ήταν γύρω στο 330 έτος π.Χ. Από αρκετό καιρό νωρίτερα, οι Φωκαείς, δηλαδή οι άνθρωποι από τη Φώκαια της Ιωνίας, δεινοί ναυτικοί που είχαν μάθει τη ναυτική τέχνη α-πό τους Φοίνικες, είχαν ιδρύσει στη σημερινή νότια Γαλλία, τη σημερινή Μασσαλία. ( που οι Γάλλοι σήμερα της έχουν αυτό το όνομα, που το προφερουν « Μαρσέϊγ ». Το όνομα αυτό της το έδωσαν οι ίδιοι οι Φωκαείς, και εκεί στη Μασσαλία, πήγαν αργότερα πολλοί κάτοικοι της Φώκαιας, όταν η πόλη υπέστη επίθεση από τους Πέρσες, που την κατέστρεψαν. Αυτοί οι Φωκαείς - Μασαλλιώτες, δημιούργησαν κατόπιν πολλές άλλες αποικίες εκεί κοντά τους και στη διπλανή Ισπανία, και μιά από τις αποικίες τους αυτές, ήταν και η Νίκαια. Που οι Γάλλοι την ονομάζουν με αυτό το όνομα και σήμερα, το προφέρουν « Νις », και είναι η πόλη αυτή δίπλα στο Μονακό και στο Μόντε Κάρλο με το καζίνο του. Την εποχή λοιπόν στην οποία αναφερόμαστε, ένας ναυτικός από τη Μασσαλία, ο Πυθέ- ας, σκέφτηκε κάτι μάλλον παλαβό για τον καιρό εκείνο : Να μπεί μέσα στο καράβι του ( που ήταν ένα μικρό πλοιάριο με κουπιά και πανιά ), και να προχωρήσει προς το άγνωστο με βάρ-κα την ελπίδα. Ποιά ελπίδα ; Να περάσει τις στήλες του Ηρακλή, το σημερινό δηλαδή στενό του Γιβραλτάρ, και να ξανοιχτεί στη θάλασα που κανένας δεν ήξερε, τον Ατλαντικό ωκεανό. Που δεν ήξεραν τί λογής πράγμα είναι, από πού αρχίζει και πού τελειώνει. Μάλιστα, αυτή την τρέλλα τη σκέφτηκε ο συμπατριώτης μας ο Πυθέας. Κι αφού το σκέφτηκε καλά, μίαν ω-ραίαν πρωϊαν μπήκε μέσα στο καράβι του, άνοιξε τα πανιά, έβαλε τους κωπηλάτες στα κου- πιά να κωπηλατούν, και έβαλε ρότα τις στήλες του Ηρακλή. Αυτός ο Πυθέας ήταν ένας άνθρωπος τολμηρός, ( θα μπορούσαμε να τον πούμε τρελλό, οι τρελλοί ξεκινάνε να πάνε κάπου που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τί και πού είναι ). Πάν-τως, τολμηρός ή τρελλός, ο Πυθέας έφτασε σε λίγο καιρό στο Γιβραλτάρ, πέρασε μέσα από το στενό και βρέθηκε σε μιά ανοιχτή θάλασσα, που Μεσογειακοί λαοί φαίνεται πως μέχρι τότε δεν την είχαν αντικρύσει. Ηταν ο Ατλαντικός ωκεανός, μιά απέραντη θάλασσα. Αν βρισκόταν κατά κάποιο μαγικό τρόπο στο Γιβραλτάρ ο Γιώργος Ζαμπέτας, ίσως του έλεγε το γνωστό τραγούδι του, με παραλλαγμένο στίχο βέβαια : Π ο ύ π ά ς χ ω ρ ί ς π υ ξ ί δ α α ν θ ρ ω π ε π α λ α β έ, τ ο ν δ ρ ό μ ο θ α τ ο ν χ ά σ ε ι ς, δ ε ν θ α τ ο ν β ρ ε ί ς π ο τ έ. Ο Πυθέας δεν είχε πυξίδα, δεν είχε χάρτες. Και πού θα έβρισκε χάρτες περιοχών όπου δεν είχε ακόμα πατήσει πόδι ανθρώπου ; Δεν είχε ακόμα ούτε εξάντες, ούτε κανένα άλλο ναυτι-λιακό βοήθημα, αυτά θα τα ανακαλύπτανε μετά από αιώνες. Και όμως πήρε δρόμο και ανέ-βηκε προς τα βόρεια, ήξερε πού είναι ο βορράς από τον πολικό αστέρα. Εκεί είναι ο βορράς - είπε ο Πυθέας - και ας πάω να δώ τί υπάρχει στα άγνωστα μέρη εκείνα. Ανέβηκε λοιπόν προς τα πάνω, ακολουθώντας στην αρχή τα παράλια της; Γαλλίας, που τότε λεγόταν Γαλατία. Υστερα, έφτασε στο βρεττανικό νησί, και του έκανε έναν γύρο, παίρ-νοντας μαζύ και την Ιρλανδία. Ηταν ήδη πολύ μακρυά από τη βάση του και σε μέρη ολοσδι-όλου άγνωστα. Και τί κάμνει ο άνθρωπος ; Πάει συνέχεια προς το βορρά, λές και προχωρού-σε προς το βόρειο πόλο. Και δεν έμεινε πολύ μακρυά απ΄αυτόν. Κάποια μέρα, είδε από μα-κρυά μιάν ακτή, πλησίασε και αποβιβάστηκε εκεί. Αργότερα, όταν περιέγραψε σε έναν συγ- γραφέα το ταξείδι του, είπε ότι η ημέρα εκεί κρατούσε εικοσιμία ώρες, η νύχτα μόνο τρεις ώ-ρες. Καλό αυτό το μερος, ίσως να σκέφτηκε, δεν θα χρειάζεται να καίμε πολύ ρεύμα. Αλλά πέρασε ο καιρός, ήλθε ο χειμώνας και τότε διαπίστωσε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η νύ-χτα τώρα κρατούσε εικοσιμία ώρες, η μέρα μόνάχα τρεις. Ο Πυθέας ανάφερε ότι επρόκειτο για ένα νησί πολύ κρύο το χειμώνα, και ότι το όνομά του ήταν Θούλη. Ποιό μπορεί να ήταν αυτό το νησί ; Από τη διάρκεια μέρας και νύχτας στις διάφορες εποχές, βγαίνει το εύλογο συμπέρασμα ότι ήταν η Ισλανδία, στον Βόρειο Παγωμέ-νο Ωκεανό, το πιό κοντινό στο Βόρειο Πόλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μπορεί να φαί-νεται απίστευτη η ιστορία αυτή, αλλά έτσι φαίνεται ότι έγινε, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από το ταξείδι του Χριστόφορού Κολόμβου στην Αμερική μετά από χίλια οκτακόσια χρόνια. Που έγινε κάτω από πολύ καλύτερες συννθήκες. Η Μασσαλία είχε αποικιστεί γύρω στο 600 έτος π.Χ. Έναν αιώνα νωρίτερα, δηλαδή γύ-ρω στο 700, άλλοι Ιωνες, οι Μιλήσιοι, δεινοί ναυτικοί κι αυτοί, ανέβηκαν προς την Λήμνο, από εκεί πέρασαν στα Δαρδανέλλια, ύστερα από το Βόσπορο, και μπηκαν στον άγνωστο το-τε Εύξεινο Πόντο. Στη μεγάλη αυτή κλειστή θάλασσα, οι Μιλήσιοι γέμισαν την περιοχή με ένα σωρό από αποικίες, πλήθος μεγάλο από Ιωνες πλημμύρισαν τη θάλασσα αυτή. Ξαναγυρίζουμε πίσω στην εποχή του Πυθέα. Ιδια εποχή, και ο Αλέξανδρος από τη Μα-κεδονία, πηγαίνει με σαράντα χιλιάδες στρατό στην Μέση Ανατολή. Κατακτά όλη την περιο-χή μέχρι τα σύνορα του σημερινού Πακιστάν και Ινδίας. Οι στρατιώτες του είναι σχεδόν όλοι ανύπαντροι, τί γυρεύει ένας οικογενειάρχης σε μιά τόσο μεγάλη εκστρατεία ; Και λοιπόν, εγ-καθίστανται όλοι αυτοί στις χώρες εκείνες, παίρνουν ντόπιες γυναίκες, και κατά κάποιο τρό-πο « ελληνοποιούν » την περιοχή. Κάπου σαράντα εκατομμύρια κάτοικοι του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, του Τουρκμενιστάν, της Περσίας και άλ-λων εκεί κοντά περιοχών, ισχυρίζονται ότι είναι μακρυνοί απόγονοι του Ισκεντέρ, όπως ονο- νομάζουν στις γλώσσες της Μέσης Ανατολής τον Αλέξανδρο. Πριν και από αυτή την εποχή, πολλές περιοχές της κάτω Ιταλίας είναι κατοικημένες από ελληνικούς πληθυσμούς, που πηγαν εκεί σαν άποικοι από τις περιοχές της κυρίως Ελλάδας. Η Σικελία, η Καλαβρία και η περιοχή του Τάραντα, και σήμερα ακόμα έχουν πληθυσμούς που μιλούν ελληνικά, παρεφθαρμένα βέβαια. Το ίδιο και τα τραγούδια τους που είναι στην ί-δια ελληνοϊταλική διάλεκτο. Ηταν η λεγόμενη τότε « Μεγάλη Ελλάς ». Αυτή η φυλή που είχε κατέβει πριν από χιλιάδες χρόνια από την κεντρική Ευρώπη ή την Ουκρανία στο νότιότατο τμήμα της ευρωπαϊκης ηπείρου, από πολύ νωρίς το είχε ρίξει στο φευγιό. Γιατί αυτό ; Μήπως από την αναζήτηση της περιπέτειας σε ξένους τόπους ; Μαλλον όχι, δεν ήταν ο τυχοδιωκτισμός που τους έστελνε αλλού. Πολύ πιό πιθανό, ήταν να έφευγαν από περιοχές όχι και τόσο γόνιμες στο έδαφός τους, για να βρούνε κάτι καλύτερο. Και αυτό το έκαναν επί αιώνες, μόλις ανακαλύπτονταν μιά καινούργια περιοχή, έβγαζαν « διαβατή-ρια » για το καινούργιο μέρος, και να΄σου που βρισκόντουσαν και εκεί. Βόρεια Αμερική, Νό-τια Αμερική, Αυστραλία και όπου αλλού θέλεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα - ίσως κι από τα τέλη του δέκατου ένατου - ήταν ένας Βρεττανός στρατηγός όνόματι Κίτσενερ. Ο οποίος χάθηκε όταν βυθίστηκε το πλοίο στο ο-ποίο επέβαινε στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μάλλον από τορπιλλισμό από εχθρικό υποβρύχιο. Λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός ήταν κοσμογυρισμένος, η Βρεττανική αυτό-κρατορία ήταν τόσο εκτεταμένη, ώστε έλεγαν ότι ο ήλιος δεν δύει ποτέ σ΄αυτήν. Και ο στρα-τηγός είχε γυρίσει σε πολλές περιοχές που βρισκόντουσαν υπό τη Βρεττανική κυριαρχία. Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα μόνιμο μαράζι, δεν μπορούσε να βρεί ένα μέρος στον κόσμο, όπου σε μιά ακτίνα - ας πούμε - δέκα ή είκοσι μιλλίων, να μην έβρισκε ένα Ελληνα. Γύρισε από δώ, πήγε εκεί, τίποτε. Παντού έβρισκε αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν έλθει από μιά μικρή χώρα με μικρό επίσης πληθυσμό. Κάποτε λοιπόν, ο στρατηγός βρέθηκε σε μιά ζούγ-κλα αφρικανική, κάπου σε μιά περιοχή στην κεντρική Αφρική, που βρισκόταν υπό Βρεττανι-κή κυριαρχία. Και μέσα στην καρδια της ζούγκλας αυτής, βρέθηκε σε ένα χωριό αγρίων αφ-ρικανών, τελείως απομονωμένων από τον πολιτισμό. « Εδώ είναι το μέρος όπου δεν θα βρεθεί κανένας από τη φυλή αυτή », σκέφτηκε ο στρα- τηγός. Πλησίασε τον αρχηγό και μάγο και γιατρό της φυλής ( όλα αυτά τα ασκούσε στις φυ-λές αυτές ο ίδιος άνθρωπος ), και τον ρώτησε αν ξέρει καθόλου αγγλικά. Όταν ο αρχηγός του είπε ότι είχε μάθει αρκετά αγγλικά, ο Κίτσενερ τον ρώτησε : Δεν μου λες αρχηγέ, έχεις ακού- σει τίποτε για κανένα άνθρωπο εδώ γύρω, στα δεκαπέντε ή είκοσι μίλλια, που να λένε ότι εί-ναι Ελληνας ; » Ο μάγος της φυλής δεν δίστασε να απαντήσει : « Στρατηγε μου, σ΄όλη αυτή την περιοχή, κανένας από αυτή τη ράτσα που μου λές, δεν υπάρχει. Εκτός από μένα ». Κόκκαλο ο στρατη-γός. Και από τότε, σταμάτησε να ψάχνει για απρόσιτα μέρη μήπως και βρεί κάποιο μέρος, ό-που να μην υπάρχουν καθόλου άνθρωποι απ΄αυτή τη φυλή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου