Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΤΟΝ ΜΠΕΛΑ ΜΑΣ ΓΥΡΕΥΑΜΕ

Τ Ο  Ν     Μ  Π  Ε  Λ  Α     Μ  Α  Σ     Γ  Υ  Ρ  Ε  Υ  Α  Μ  Ε



Η ιστορία αυτή  άρχισε το  έτος 776 π.Χ. σε ένα χωριό της Πελοποννήσου. Είχαν μαζευτεί εκεί μερικοί κάτοικοι  από τα  πέριξ, δηλαδή  από το σημερινό  νομό Ηλείας, έβγαλαν τα ρούχα τους - που ήσαν και λιγοστά εκείνη την εποχή, ιδίως το καλοκαίρι - και βάλθηκαν να τρέχουν μιά μικρή απόσταση, για να δούνε ποιός θα κατάφερνε να περάσει τους άλλους. Κάθησαν λίγη ώρα, ξεκουράστηκαν, και κατόπιν  σηκώθηκαν και  αποφάσισαν να κάνουν πάνω στο έδαφος ένα σημάδι, μιά γραμμή, και τρέχοντας και πατώντας πάνω σ΄αυτή τη γραμμή, να πηδήξουν όσο  μπορούσαν  μακρύτερα. Το έκαναν  αυτό, και  για να δούνε  ποιός πήδηξε πιό μακρυά, μέτρησαν με κάποιο τρόπο που τον  αγνοώ τελείως - άλλωστε δεν ήμουν παρών στα συμβάντα αυτά - ποιός είχε πηδήξει περισσότερο. Κατόπιν, πήραν ένα λιθάρι βαρύ, έρριξαν όλοι τους μ΄αυτό, και με τον ίδιο τρόπο μέτρησαν και είδαν ποιός  έρριξε πιό μακρυά. Αυτή ήσαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες που έγιναν ποτέ.

Ετσι άρχισε η όλη ιστορία. Το ίδιο  πρόγραμμα συνεχίστηκε  για αρκετό  διάστημα.  Αλλά σιγά σιγά, πληθαίνανε οι άνθρωποι που ερχόντουσαν από τη γύρω χώρα, ύστερα από ολόκληρη την Πελοπόννησο, και τελικά από όλη την Ελλάδα. Και συγχρόνως, κάθε τόσο και λι-γάκι, έβαζαν και καινούργια  αγωνίσματα, που  είχαν βρεί και τον κατάλληλο χώρο τους, το στάδιο της Ολυμπίας. Εκεί που άρχισαν από τον πρώτο καιρό. Μην φανταστείτε πάντως, ένα στάδιο με κερκίδες για τους θεατές, ήταν  ένα μακρόστενο στάδιο  με έναν περιμετρικό στίβο εκατόν ενενήντα πέντε  μέτρα - την απόσταση  ενός σταδίου - αυτό  έδωσε την ονομασία στα στάδια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, Και  βέβαια, δεν είχε κανένα στρώσιμο με καρβουνίδι - όπως ήταν  πριν από τριάντα ή  σαράντα χρόνια - ούτε φυσικά με το συνθετικό ταρτάν που έχουν τα σημερινά στάδια.

Για χίλια χρόνια περίπου, κάθε χρόνο  μαζευόντουσαν  από όλη τη χώρα  οι αθλητές, και αγωνιζόντουσαν στο  στάδιο της Ολυμπίας. Όταν πέρασαν τα χίλια χρόνια που είπαμε, ο αυτοκράτορας του Βυζάντιου ο Θεοδόσιος ο Β΄, έβγαλε διαταγή που κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Γιατί το έκανε αυτό ; Την εποχή εκείνη, ότι ήταν αρχαιοελληνικό, θεωρήθηκε σαν αντιχριστιανικό, σαν  ειδωλολατρικό. Επί πλέον, πριν  αρχίσει το αγωνιστικό  μέρος των αγώνων, στην τελετή έναρξης, μαζευόντουσαν οι ιερείς του Δία και έκαμναν δεήσεις και παρακλήσεις στο Δία για την επιτυχία  των αγώνων και για άλλα παρόμοια. Κι αυτό δεν πήγαινε με τη νέα κατάσταση  πραγμάτων. Εγιναν  και πολλά άλλα  τότε, που  κατέστρεψαν πολλά αρχαία  ελληνικά, λογοτεχνία, ιστορία, ναούς, γλυπτά   και άλλα. Ο ίδιος ο Θεοδόσης αυτός, διέταξε μιά μέρα στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης, να σφαγούν εφτά χιλιάδες Σαλονικιοί, για ασήμαντη εντελώς αφορμή, τέτοιος που ήταν, τέτοια έκανε.

Οι Ολυμπιακοί αγώνες λοιπόν, καταργήθηκαν το έτος 391 μ.Χ, και κανένας από τότε δεν σκέφτηκε να τους ξαναρχίσει, φοβόντουσαν  μήπως  ξαναπαρουσιαστούν  οι ιερείς του Δία, που δεν υπήρχαν πιά, δεν λειτουργούσαν ούτε οι ναοί του Δία, ούτε  της Ηρας, ούτε της Αρτέμιδας και των άλλων εννιά θεών. Τους είχε πάρει το ποτάμι που δεν ξαναγυρίζει στην πηγή του ξανά, όπως λέει και ο μεγάλος Αττίκ. Ετσι περνούσαν οι αιώνες, ο ένας μετά από τον άλλο. Και μιά μέρα, η κατάσταση άλλαξε, και την άλλαξε ένας Γάλλος. Ηταν ο βαρώνος ντε Κουμπερτέν, λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, που έβαλε στο μυαλό του να ξανακάνει τους Ολυμπιακούς αγώνες. Σχημάτισε μιά Ολυμπιακή  επιτροπή από άλλες χώρες - ανάμεσά τους και Ελληνες - και  έβαλαν μπρος το  σχέδιο. Και αποφασίστηκε να γίνει η πρώτη διοργάνωσή  τους. όχι στην Ολυμπία, όπου  δεν υπήρχαν  οι κατάλληλοι  χώροι για να εγκατασταθούν οι  αθλητές και  οι συνοδοί, ούτε και  δρόμοι κατάλληλοι για να πάνε. Προτιμήθηκε η Αθήνα, που διέθετε κάποια στοιχειώδη μέσα. Ηταν το έτος 1896.

Για να γίνουν αγώνες, έστω και με περιορισμένο αριθμό αθλημάτων, πρέπει να διαθέτεις ένα στάδιο, που την εποχή  εκείνη σχεδόν επαρκούσε για τη διεξαγωγή των αγώνων. Ένα κολυμβητήριο - που δεν ξέρω αν υπήρχε, και ίσως  χρειάστηκε  να κάνουν τους αγώνες κολύμβησης στη θάλασσα. Και ίσως  και λίγους ακόμα βοηθητικούς χώρους για τα υπόλοιπα λίγα αθλήματα. Αλλά το μεγάλο στάδιο ήταν το απόλυτα απαραίτητο. Στάδιο όμως δεν υπήρχε. Το αρχαίο  στάδιο που ήταν στο λόφο του Αρδηττού, στις στήλες του Ολύμπιου Δία, ήταν ερείπιο, δεν μπορούσε να  χρησιμοποιηθεί, τουλάχιστον έτσι όπως ήταν. Η Ελλάδα από  την εποχή του Καποδίστρια, είχε το παρατσούκλι  « Ψωροκώσταινα », επομένως το να βρεθούν χρήματα για κατασκευή σταδίου, ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Και όμως, το στάδιο έγινε. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε μήνυμα στον Γεώργιο Αβέρωφ, ανθρωπο πλούσιο πάρα πολύ που έμενε τότε στην Αίγυπτο, και του  ζήτησε βοήθεια. Ο Αβέρωφ, Ηπειρώτης με  πολλή αγάπη στην  πατρίδα του - που δεν την έχουν οι σημερινοί πλούσιοι ούτε στο ελάχιστο - έστειλε  αμέσως τα χρήματα για να γίνει το στάδιο. Χρήματα που ήσαν πάρα πολλά. Και το στάδιο έγινε  πάνω στο αρχαίο  πρότυπο, όλο  μάρμαρο εκλεκτό, και με χωρητικότητα εξηνταπέντε χιλιάδες θεατών, μοναδικό στον κόσμο τότε.

Σημειωτέον, ότι  ο Γεώργιος Αβέρωφ έδωσε πολύ περισσότερα  χρήματα, ανυπολόγιστα για την εποχή  εκεινη, για να  αγοραστεί από  την ελληνική  κυβέρνηση το ιστορικό θωρηκτό  « Αβέρωφ », τελευταίας τεχνολογίας, το πλοίο του πολεμικού ναυτικού, που  κατατρόπωσε τον τουρκικό στόλο έξω από τα Δαρδανέλια  δυό φορές στον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Και έδωσε και πολλά χρήματα, για να κατασκευαστούν  οι φυλακές που πήραν το όνομά του. Το ανίσχυρο ελληνικό κράτος, βρήκε ένα άνθρωπο που του έδωσε πολλά, πάρα πολλά.

Οι αγώνες έγιναν  στην προγραμματισμένη  χρονιά, το 1896, και  είχαν μεγάλη επιτυχία. Υστερα συνεχίστηκαν - με πολύ μικρότερη  επιτυχία - σε άλλες  χώρες της  Ευρώπης και της Αμερικής. Πραγματικά μεγάλοι αγώνες  άρχισαν να γίνονται  από το 1920 και  πέρα. Ολες οι διοργανώσεις των Ολυμπιακών αγώνων, γινόντουσαν σε χώρες πλούσιες, που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν  στα έξοδά  τους, Γαλλία, Ενωμένες Πολιτείες, Βρεττανία, Ολλανδία, και την τελευταία πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πολεμο φορά, στο Χιτλερικό Βερολίνο, όπου είχαν εξαιρετική επιτυχία. Μετά την αναγκαστική διακοπή λόγω του πολέμου, ξανάρχισαν και πάλι.

Και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που αφορά στην ανάθεση της διαξαγωγής των αγώνων. Αν εξαιρέσουμε τη μκρή Φινλανδία των Ολυμπιακών  του 1952, όλες  οι διοργανώσεις έχουν γίνει σε χώρες μεγάλες πληθυσμιακά ή μεγάλες σε οικονομικές δυνατότητες. Σοβιετική Ενώση - τον καιρό που  υπήρχε ακόμα αυτό το σχήμα - Ενωμένες Πολιτείες, Βρεττανία, Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία, Ιαπωνία, Νότια  Κορέα, Ισπανία, Ιταλία. Και για λόγους περισσότε-ρο πληθυσμιακούς και λιγότερο οικονομικούς, στο Μεξικό το 1968.

Όταν μιλάμε για ανάθεση  των αγώνων και  αναφέρουμε χώρες, πέφτουμε σε ένα σημαντικό λάθος. Οι αγώνες δεν δίνονται σε κράτη αλλά σε πόλεις, που δεν είναι αναγκαίο να είναι πρωτεύουσες των χωρών  αυτών. Η Μελβούρνη  και το Σίντνεϋ, δεν είναι πρωτεύουσες της Αυστραλίας. Το Μόναχο δεν είναι πρωτεύουσα της Γερμανίας, ούτε το Μοντρεάλ πρωτεύουσα του Καναδά. Το Λος Αντζελες και η Ατλάντα επίσης, δεν είναι  πρωτεύουσες των κρατών τους, μάλιστα  το Λος Αντζελες δεν είναι ούτε καν πρωτεύουσα  της πολιτείας της Καλιφόρνια. Είναι όμως μεγάλες πόλεις, με καλές συγκοινωνίες  και κατάλληλες  εγκαταστάσεις για τέτοιου μεγέθους εκδηλώσεις, που κι αν δεν τις έχουν, μπορούν σχετικά εύκολα να τις τις δημιουργήσουν, έχουν τις οικονομικές δυνατότητες γι αυτό.

Πριν από καμμιά  δεκαπενταριά  χρόνια, με τη  συμπλήρωση ενός αιώνα  από την πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα, κάναμε  μιά αίτηση στη  διεθνή Ολυμπιακή  επιτροπή, να  μας δώσουν την ευκαιρία να ξανακάνουμε τους αγώνες, επέτειος γαρ των εκατό χρόνων.  Η αίτηση απορρίφτηκε, επειδή - είπαν - δεν είχαμε την καταλληλη υλικοτεχνική υποδομή για την οργάνωσή τους. Η αλήθεια ήταν  βέβαια, ότι ήθελαν να τους κάνουν  στις Πολιτείες, στην Ατλάντα της πολιτείας Τζώρτζια, για λόγους που δεν τους κατανοώ καθόλου.

Οι αγώνες έγιναν  το καλοκαίρι  του 1996, και από  πλευράς αθλητικών εγκαταστάσεων, σημείωσαν λαμπράν αποτυχίαν. Οι εγκαταστάσεις των σταδίων και κλειστών χώρων αγώνων ( μπάσκετμπωλλ, βόλλεϋμπωλλ, χάντμπωλλ  και λοιπών ), καθώς  και άλλοι χώροι όπου έγιναν διάφορα άλλα αθλήματα, ήσαν κατά το πλείστον προκάτ, μ΄άλλα λόγια  προκατασκευασμένα Είχαν συναρμολογηθεί λίγες μέρες πριν από τους αγώνες, και διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν μερικές μέρες κατόπιν. Τα περισσότερα από αυτά. Πάντως, από διοργανωτικής άποψης, οι αγώνες πρέπει να θεωρηθεί ότι πέτυχαν.

Αμέσως μετά, η  διεθνής Ολυμπιακή επιτροπή έδωσε στην Αθήνα το πράσινο φώς για τη διεξαγωγή των  αγώνων, όχι  του 2.000 - που πήγαν  στο Σίντνεϋ  της Αυστραλίας - αλλά του 2004. Χωρίς εν τω μεταξύ να έχουν εκλειψει καθόλου οι ακατάλληλες συνθήκες που υπήρχαν και νωρίτερα στην Αθήνα, και που δήθεν προκάλεσαν την απόρριψη της αίτησης για την Ολυμπιάδα του 1996. Και έτσι, ανέλαβε το κλεινόν άστυ να διοργανώσει την Ολυμπιάδα του 2004. Αυτή είναι η προϊστορία της ανάθεσης των αγώνων.

Μεγαλύτερη βλακεία από τη ανάληψη  των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, δεν ήταν δυνατό να γίνει. Ο δήμος  Αθηναίων ( που αυτός  έπρεπε να διεξαγάγει τους αγώνες ), δεν ήταν ούτε κατά διάνοια ικανός να δημιουργήσει τις  προϋποθέσεις για τέτοιους αγώνες, ένας δήμος που δεν τα βγάζει πέρα στα οικονομικά σε καθημερινή βάση, και που ήταν αδύνατο να συνάψει δάνεια από  τράπεζες του εξωτερικού. Οι αγώνες υπολογίστηκε ότι θα στοίχιζαν κάπου δυόμισυ με τρία τρισεκατομμύρια δραχμές ( ας τα λογαριάζουμε με δραχμές, με τα Ευρώ  θα τα μπερδέψουμε τα πράγματα ), ποσό  ασύλληπτο όπως  καταλαβαίνετε. Αλλά η πρόθεση να γίνουν οι αγώνες στην Αθήνα, είχε μιά παγκόσμια πρωτοτυπία : Αντί να κάνει τους αγώνες ο δήμος Αθηναίων, τους είχε  αναλάβει το ελληνικό  κράτος. Και είναι  γνωστό τοις πάσι, ότι μόνο πόλεις κάνουν αγώνες, όχι χώρες. Δηλαδή, η Μελβούρνη, το Μοντρεάλ, το Λος Αν-τζελες, η Ατλάντα. Αλλά και  στην περίπτωση που  αντί για πόλη, θα αναλάμβανε τη διοργάνωση το οποιοδήποτε κράτος, αυτό θα έπρεπε  να έχει μιά ισχυρή οικονομία για να τα βγάλει πέρα, να μην εξευτελιστεί στην παγκόσμια κοινότητα.

Αλλά το ελληνικό  κράτος, είναι ως γνωστόν εντελώς  μπατιρημένο. Μόνο το χρέος του προς τις τράπεζες του  εξωτερικού, φτάνει τα  εκατόν είκοσι δισεκατομμύρια Ευρώ, να το μεταφράσουμε σε δραχμές, είναι πάνω από τριάντα  τρισεκατομμυρια  δραχμές. Και χώρες με τέτοια ασήκωτα και  απλήρωτα βερεσέδια, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να οργανώνουν τεράστιου προϋπολογισμού διοργανώσεις. Πρόκειται για παλαβομάρα, που κανένας ψυχίατρος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τη γιατρέψει.

Να θυμηθούμε με την  ευκαιρία, ότι  ο δήμος  του Μοντρεάλ, όπου  έγιναν  οι αγώνες το 1976, χρωστά ακόμη  χρήματα από τη διοργάνωση  εκείνη. Μάλιστα, πριν λίγες μέρες, ακούστηκε ότι και ο δήμος του Μονάχου χρωστά ακόμα χρήματα από τους αγώνες που έγιναν εκεί το 1972, έτσι  είπαν στην  τηλεόραση. Από αυτά τα  παραδείγματα, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι  πάμε ξυπόλητοι στ΄αγκάθια. Ότι όλα τα ειχε η Μαριορή, μόνο ο φερετζές της έλειπε. Λοιπόν, βρήκαμε το φερετζέ, και τον βάλαμε επάνω στο κεφάλι της Μαριορής.

Τώρα, το πόσα χρόνια θα περάσουν για  να ξεχρεώσουμε το φορτίο που αναλάβαμε, ένας Θεός το ξέρει. Και το πόσο πίσω θα πάει η ελληνική οικονομία στα προσεχή χρόνια, κανένας - πλην του Θεού επαναλαμβάνω - δεν μπορεί να το ξερει. Θα το μάθει όμως προσεχώς και το διεθνές νομισματικό  ταμείο. Που θα  μας έβγαζε ευχαρίστως  σε πτώχευση, αν δεν ήταν στη μέση η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η οποία δεν θέλει με κανένα τρόπο να  ακουστεί στα  πέρατα του κόσμου, ότι ένα  μέλος της έχει κηρύξει πτώχευση, θα ήταν μέγας ο κόλαφος γι αυτήν. Αυτά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου