Τ Ι Μ Α Τ Ο Ν Π Α Τ Ε Ρ Α Σ Ο Υ Κ Α Ι Τ Η Ν Μ Η Τ Ε Ρ Α Σ Ο Υ
Ο νεαρός ήταν σε ηλικία δεκαέξι χρόνων, όμορφος, έξυπνος, άριστος στα μαθήματα και χωρίς τα ψυχολογικά προβλήματα που ταλανίζουν ένα πλήθος ανθρώπων σήμερα, ιδιαίτερα τους νέους, και τους σπρώχνουν σε αδιέξοδα μονοπάτια. Έμενε μαζύ με τους γονείς του και τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, σε μιά πόλη της βόρειας Ελλάδας.
Από πιό μικρή ακόμα ηλικία ήταν ευγενής, με καλούς τρόπους και τον θαύμαζαν όλοι οι άνθρωποι του συγγενικού περιβάλλοντός του. Αγαπούσε πολύ την μητέρα του και τον πατέρα του, και μεγάλη εντύπωση του έκαμνε η Πέμπτη εντολή που ως γνωστόν λέει : « Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ζήσεις πολλά χρόνια στη γή που σου δίνει ο Κύριος ο Θεός σου ». Αλλά παρ΄όλο που η εντολή αυτή δεν λέει να αγαπάς τους γονείς σου - η αγάπη δεν μπορεί να δημιουργηθεί με εντολές, αναγκαστικά είναι αυθόρμητη - ο νεαρός αγαπούσε τους γονείς του. Κι αυτό δεν είναι λίγο, αν σκεφτούμε τα λόγια του Όσκαρ Ουάϊλντ : « Δεν μπορεί να αγαπάς τους γονείς σου. Στην καλύτερη περίπτωση τους ανέχεσαι ». ( Αν και μεταξύ μας, δε δίνω και πολύ βάση σ΄ αυτά ειδικά τα λόγια του ιδιόρρυθμου αυτού Ιρλανδού συγγραφέα, που ως γνωστόν είχε παράξενες αντιλήψεις για τα πράγματα ).
Τους έβλεπε πόσο σκληρά αγωνιζόντουσαν στη ζωή για να περνά καλά ολόκληρη η οικογένεια. Έβλεπε τον πατέρα του να σηκώνεται από τα άγρια χαράματα, να ετοιμάζεται από πολλή ώρα πριν για να πάει στη δουλειά του, όπου υπέφερε επί ολόκληρο οκτάωρο κάτω από την πίεση των προϊσταμένων του. Και κατόπιν να γυρίζει εξουθενωμένος τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, και όλα αυτά, έκαμναν τον νεαρό να στεναχωριέται πάρα πολύ. « Πώς μπορεί - έλεγε - να αντέχει ένας άνθρωπος μιά ολόκληρη ζωή μιά τέτοια κατάσταση καταπίεσης, μέχρι να έλθει η ώρα να αποσυρθεί από τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία, και έχοντας περάσει μέσα από μιά κόλαση όλα αυτά τα χρόνια ; Σε τί θα τον ωφελήσει που θα περάσει κάποια χρόνια σαν απόμαχος της εργασίας και μαραζωμένος από την άθλια ζωή που έχει περάσει ; »
Αυτά σκεφτόταν κάθε μέρα ο νέος αυτός, ο λαμπρός αυτός νεαρός, που η ψυχή του πονούσε αφάνταστα για τις ταλαιπωρίες που περνούσαν οι δικοί του. Γιατί δεν επρόκειτο μόνο για τον πατέρα του με τα βάσανα τα αφόρητα που είχε στη δουλειά του, και που έφθειραν την εύθραυστη υγεία του. Ηταν και τα βάσανα της μάνας του που τον στεναχωρούσαν αφάνταστα. Την έβλεπε καθημερινά να σηκώνεται από το φέξιμο της μέρας, και να καταπονείται ολημερίς με τις πολλές και διάφορες δουλειές του σπιτιού, που τελειωμό δεν εχουν οι άτιμες. Η καθαριότητα, το μαγείρεμα, το πλύσιμο των πιατικών, το πλύσιμο των ρούχων, το σιδέρω-μα που τρώει ώρες και πολλά άλλα. Όλα αυτά προκαλούσαν στο νεαρό μεγάλη κατάθλιψη. Ηθελε να απαλλάξει τους γονείς του από τις ταλαιπωρίες αυτές, αλλά τρόπο δεν έβλεπε. Αυτό το καθημερινό μαρτύριο τον εξουθένωνε, είχε πέσει σε μαύρη απελπισία, καθώς ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος στα βάσανα των άλλων, πολύ περισσότερο των δικών του ανθρώπων.
Επί πολύ καιρό, σκέψεις πολλές στριφογύριζαν στο μυαλό του και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Κάτι έπρεπε να κάνει για να ανακουφίσει από τις ταλαιπωρίες αυτές τους γονείς του, δεν άντεχε να τους βλέπει σ΄αυτην την καθημερινή καταπίεση. Αλλά τι μπορούσε να κάνει ; Το σκεφτόταν, το σκεφτόταν, και λύση δεν έβρισκε. Ωσπου μιά νύχτα, εκεί που αγρυπνούσε από τη στενοχώρια του, βρήκε αυτό που γύρευε. Και αποφάσισε να το βάλει σε εφαρμογή αμέσως, την επόμενη κιόλας μέρα.
Την άλλη μέρα, μετά το μεσημεριανό γεύμα, έβαλε μπρος την εφαρμογή του σχεδίου. Σηκώθηκε από το κάθισμά του, και είπε στη μητέρα του ότι κάτι ήθελε να της πεί ιδιατέρως. Σηκώθηκε και η μητέρα του, και μαζύ, πήγαν σε ένα άλλο απόμακρο δωμάτιο του σπιτιού. « Θα σου πώ τί με απασχολεί, μαμά », είπε. Ένα μαχαίρι ήταν πάνω σε ένα έπιπλο, αφημένο από τον ιδιο από τα πριν. Το άρπαξε στα χέρια του, και πιάνοντας την μητέρα του απ΄ το κεφάλι, της έκοψε με μιά αστραπιαία κίνηση το λαιμό. Το δωμάτιο πλημμύρισε από το αίμα. ( Αν ήταν να παίζεται ο « Μακμπέθ » του Σαίξπηρ στο θέατρο, θα ακουγόντουσαν τα λόγια της λαίδης Μακμπέθ : « Τί πολύ αίμα είχε αυτός ο γέρος ! »). Το άψυχο κορμί της μάνας του έπεσε στο πάτωμα χωρίς θόρυβο, καθώς την κατέβασε ήρεμα ο ίδιος κάτω στο δάπεδο.
Υστερα, έπλυνε το μαχαίρι επιμελώς, το σκουπισε, και αφού έπλυνε τα χέρια του, πήγε σε άλλο δωμάτιο και άφησε εκεί το μαχαίρι σε μιά προσιτή θεση. Κατόπιν, πήγε πάλι στην κουζίνα, και είπε στον πατέρα του : « Μπαμπά, έχω να πώ και σε σένα κάτι το πολύ σημαντικό ». Ο πατέρας του σηκώθηκε, και ο νεαρός τον οδήγησε στο άλλο δωμάτιο όπου είχε αφήσει το μαχαίρι, και εκεί επανέλαβε τα ίδια. Αυτά εν ολίγοις, και πρέπει να προσθέσω ότι πιθανώτατα τα γεγονότα δεν έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά κάπως διαφορετικά. Πάντως, αφού ξάπλωσε και τον πατέρα του στο πάτωμα, έπλυνε και πάλι το μαχαίρι και τα χέρια του, σκουπίστηκε στην πετσέτα, έφτιαξε τα μαλλιά του που είχαν κάπως ανακατωθεί απ΄όλα αυτά, και ήσυχος πιά που είχε αποδώσει όλες τις τιμές στους γονείς του, βγήκε από το σπίτι. Είχε κάνει στο έπακρον το καθήκον του.
Μετά από λιγες ώρες, ήλθε στο σπίτι ο μεγάλος αδελφός ( καμμιά ομοιότητα με τον Μεγάλο Αδελφό - τον B i g B r o t h e r - που μας περιμένει στο μέλλον και μάς την έχει στήσει στη γωνία ), και μόλις είδε το θέαμα, πάγωσε κυριολεκτικά. Αμέσως τηλεφώνησε στην Αστυνομία, η οποία κατεφθασε σε χρόνο μηδέν. Στην αρχή οι αστυνομικοί υποψιάστηκαν τον μεγάλο αδελφό για ύποπτο, αλλά σε λίγες ώρες είδαν ότι ήταν αθώος, ίσως είχε και ισχυρό άλλοθι. Να ήταν ληστεία από κλέφτες που έκαναν έγκλημα ; Απεκλείετο, δεν έλειπε τίποτε απ΄ το σπίτι. Και τότε σκέφτηκαν σαν ύποπτο το μικρό γιό.
Πέρασε λίγη ώρα, και εμφανίστηκε ο νεαρός στο σπίτι του. Τον μάζεψαν οι αστυνομικοί και τον ανέκριναν. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να ομολογήσει ο μικρός το διπλό έγκλημα, που όμως - όπως ξέρουμε - δεν ήταν έγκλημα, αλλά μιά τήρηση της Πέμπτης εντολής, που λέει ότι πρέπει να τιμάμε τον πατέρα μας και τη μητερα μας. Ο ένοχος δε θέλησε να εξηγήσει την πράξη του μ΄ αυτό το δικαιολογητικό, ξέροντας ότι δεν θα τον πίστευαν. Και οι αστυνομικοί τον παρέπεμψαν στον εισαγγελέα. Και όπως ξέρουμε ο εισαγγελέας παραπέμπει τους κατηγορούμενους για ποινικά και άλλα αδικήματα, στον ανακριτή. Και αυτό έκανε ο λειτουργός της Θέμιδας.
Ο ανακριτής, άρχισε την ανάκριση, ανακριτής είναι, ανακρίσεις κάμνει. Ρώτησε τον μικρό αν είχε τίποτε προστριβές με τους γονείς του, αν τον έδερναν, αν του στερούσαν τα κάποια μικροέξοδα που χρειαζεται να κάμνει ένας νέος άνθρωπος και διάφορα άλλα τέτοια. Ο κατηγορούμενος δεν απαντούσε. Τί να του πεί του ανακριτή ; Ότι από τη στενοχώρια του αναγκάστηκε να απαλλάξει τους γονείς του από τα βάσανά τους, να τους γλυτώσει απ΄αυτή τη μίζερη ζωή, πως εφάρμοσε την εντολή που λέει να τιμάμε τον πατέρα και τη μητερα μας ; Και τι θα καταλάβαινε ο άξεστος αυτός ανακριτής από τέτοια ; Τίποτε. Και έτσι, δεν προσπάθησε καθόλου να δικαιολογήσει τα πράγματα σε κάποιον που δεν θα καταλάβαινε τίποτε από αυτά που θα του έλεγε.
Ακολούθησε μετά αρκετό καιρό η δίκη την οποία ούτε έμαθα πού έγινε, ούτε τι λέχθηκε σ΄αυτήν. Επίσης, δεν ξέρω ποιά ποινή επεβαλε το δικαστήριο στον κατηγορούμενο, κανονικά δίνουν δυό φορές ισόβια κάθειρξη, μιά για τον κάθε φόνο, κι έτσι ο κατάδικος δεν έχει καμμιά δυνατότητα να βγή από τη φυλακή, μένει σ΄ αυτήν δια βίου. Ισως να του καταλογίστηκαν μερικά ελαφρυντικά, ίσως οι ψυχίατροι να τον έβγαλαν τρελλό, ίσως κάτι άλλο που δεν μπορώ να το σκεφτώ, να μείωσε την ποινή του. Αλλά ένα είναι βέβαιο. Ότι ο νεαρός αυτός θεωρεί ότι έκανε μιά υπέρτατη πράξη απόδοσης τιμής στους γονείς του, έστω και με ένα βαρύ τίμημα γι αυτόν. Αλλά μεταξύ μας, η όλη ιστορία περί της εκτέλεσης της Πέμπτης εντολής, είναι δικό μου δημιούργημα, θέλησα να κάνω ένα βαρύ μαύρο χιούμορ, αυτά παθαίνει κανείς όταν κάθεται να γράψει. Γεγονός πάντως είναι, ότι δεν έμαθα ποτέ την αιτία της σφαγής αυτής, και δεν ξέρω αν την έμαθε κανείς άλλος.
Και κάτι ακόμα που ίσως μπορεί να ρίξει λίγο φως στην πολύ περίεργη αυτή ιστορία. Πέρισυ, άκουσα στις ειδήσεις ότι ο λαμπρός κατά τα άλλα - η καθ΄όλα - νέος αυτός, έδωσε εξετάσεις - όντας μέσα στη φυλακή - και μάλιστα πέτυχε να μπή σε μιά Ανώτερη ή Ανώτατη σχολή. Δεν μπόρεσα να βεβαιωθώ αν επρόκειτο γι αυτό το παιδί, αλλά κατά τα φαινόμενα, περί αυτού επρόκειτο. Και για να μπορεί να δώσει εξετάσεις, θα έπρεπε πρωτύτερα να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου. Και αυτό βέβαια, πρέπει να έγινε πάλι μέσα από τη φυλακή. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν αποκλείεται εντελώς να έκανε τις πράξεις που αναφέρθηκαν στην αρχή, με το κίνητρο που αναφέρθηκε. Ισως να πρόκειται περί μιάς « ανώμαλης ερμηνείας » της Πέμπτης εντολής, αλλά το πιό πιθανόν είναι να είναι όλα αυτά της φαντασίας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου