Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΑΛΗΤΗ Μ΄ΕΙΠΕΣ ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ

Α   Λ   Η   Τ   Η        Μ ΄   Ε   Ι   Π   Ε   Σ        Μ   Ι   Α B Ρ A Δ Y A



Ο  φωνογράφος- η αλλοιώς  γραμμόφωνο - εφευρέθηκε από τον Εντισον γύρω στο 1880. Ηταν  ένα πολύ σπουδαίο επίτευγμα της τεχνολογίας - η αποτύπωση των ήχων επάνω σε μία πλάκα, και βεβαίως και της ανθρώπινης φωνής πάνω σ΄αυτήν. Μ΄αυτόν τον τρόπο διατηρήθηκαν φωνές μεγάλων καλλιτεχνών, όπως του Ενρίκο Καρούζο, του Σαλιάπιν και τόσων άλλων.

Στα χρόνια πριν τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί λίγοι είχαν την ευχέρεια να έχουν στήν κατοχή τους ένα γραμμόφωνο, είτε γιατί είτε κόστιζε πολύ, είτε γιατί ο κόσμος δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα - που είναι πάλι το ίδιο πράγμα. Επρεπε ακόμα να αγοράζονται δίσκοι - που δεν φαίνεται να ήσαν και τόσο φτηνοί - βελόνες, και τα συναφή.Υστερα απ΄όλα αυτά,  κάνει μεγάλη εντύπωση το πόσο  πολύ τραγουδούσαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης - που η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν διέθετε γραμμόφωνο - και μάλιστα  είναι απορίας άξιο το ότι κατά  το πλείστον γνώριζαν και τους στίχους των τραγουδιών, που ήσαν πολλές φορές μακροσκελέστατοι και όχι όπως των σημερινών τραγουδιών που με δυό - τρείς σειρές βγάζουν το  τραγούδι - και μήπως έχουν να πούνε και τίποτε παραπάνω ;

Είναι φανερό ότι τα τραγούδια μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.Η μητέρα μου- που είχε πάθος με την ελαφρά μουσική - είχε ένα πολύ μεγάλο ρεπερτόριο από τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε όλη τη μέρα ενώ έκαμνε τις σπιτικές δουλειές της.Το πρόγραμμά της περιελάμβανε διάφορα σουξέ της εποχής, που ήσαν Ελληνικά ελαφρά τραγούδια ή και ξένα μεταγλωττισμένα, ακόμα αρκετά τραγούδια από οπερέττες του Νίκου Χατζηαποστόλου-πολύ σημαντικού συνθέτη της δεκαετίας του 20 και του 30 - τραγουδούσε ακόμα και τη σερενάτα του  Schubert, με Ελληνικούς στίχους φυσικά, και δεν ξέρω αν τα κατάφερνε να βγάλει το τελευταίο και  αρκετά δύσκολο  κομμάτι της, δύσκολο για  κάποιον που δεν έχει μουσική  παιδεία.  Συμπερασματικά, όλος ο κόσμος  τραγουδούσε  την προπολεμική εκείνη εποχή, και έβλεπες τους ανθρώπους  σε κάθε ευκαιρία - και  χωρίς καν ευκαιρία - να τραγουδούν ατέλειωτες σειρές από τραγούδια και να διασκεδάζουν μ΄ αυτά.

Θυμάμαι πολύ ζωηρά μια εικόνα, σαν να ήταν χτες. Βρισκόμαστε στο 1939, και περπατούμε δυό - τρεις πιτσιρίκοι των έντεκα χρονών στην Ιουστινιανού, λίγο κάτω απ΄το Γυμνάσιο. Και τραγουδούμε ένα ρεμπέτικο σουξέ της εποχής :

« Αλήτη μ΄ είπες μιά βραδυά,  χωρίς καμμιά αιτία,

μα του αλήτη η καρδιά δεν σου κρατάει κακία »

Αυτό είναι  το πιο  παλιό ρεμπέτικο  που θυμάμαι. Περίπου  ίδια εποχή, τραγουδάμε μιά, δυό στροφές από τη « Φαληριώτισσα » του Γιάννη Παπαιωάνου, καθώς και δυό τραγουδάκια για μελαχροινές, που είναι τώρα τελείως ξεχασμένα :

« Kάθε  βράδυ σαν περνάω απ΄ το στενό,

πάντα εσένα αναζητάω, μελαχροινό,

πάντα εσένα αναζητάω, μελαχροινό,

κάθε βράδυ σαν περνάω απ΄ το στενό »

Αυτό το τραγούδι - αγνώστου σε μένα συνθέτη - ήταν ένα ζειμπέκικο,αυτός ο περίεργος  ρυθμός που γράφεται στο εκτός κάθε μουσικού κανονισμού χρόνο των εννέα ογδόων, που κάμνει τους ξένους μουσικολόγους να χάνουν τα αυγά με τα πασχάλια. Και να και το άλλο τραγούδι, πάντα για μελαχροινές - ο οξυζενές δεν συνηθιζότανε  τότε πολύ - ένα αργό χασάπικο, που το είχε γράψει ο Σπύρος Περιστέρης.

« Aπόψε  θα περάσω, δυό λόγια να σου πώ,

πως έχω στην καρδιά μου, για σε καλό σκοπό.

...................................................................... ................

για να σου πώ πως σε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχροινό  »

Η γραμμή που λείπει, δηλώνει ότι το στίχο αυτό τον έχω εν μέρει ξεχάσει και δεν μπορώ να τον ξαναβρώ, καθώς και τα δυό αυτά τραγουδάκια - όπως και πάρα πολλά  άλλα - δεν βρίσκονται στους επίσημους καταλόγους που έχουν δημοσιευτεί.

Η αλήθεια είναι ότι  τα τραγούδια  που λέγαμε σ΄ εκείνη την εποχή κι΄ ακόμα  νωρίτερα, δεν ήσαν συνήθως ρεμπέτικα ή  Σμυρναίικα. Κατά το πλείστον, λέγαμε ελαφρά τραγούδια με τους ρυθμούς της εποχής, δηλαδή, Τάνγκος, Φοξ τροτς, Τσάρλεστονς, Ρούμπες και τα σχετικά.

Το καλοκαίρι του 1940 είδαμε  μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου στα θερινά « Διονύσια » -το μετέπειτα θερινό Ολύμπιο απέναντι από τα Εκπαιδευτήρια- ένα μουσικοχορευτικό φίλμ, το πρώτο έγχρωμο φιλμ που παίχτηκε στην Δράμα, αν δεν κάνω λάθος. Ηταν  μιά θεαματική παραγωγή  της Μetro-Goldwin-Mayer, με τον τίτλο « Goldwin Follies ». (Σημειωτέον ότι ενώ πρωτύτερα τα έγχρωμα φιλμς ζωγραφίζονταν με το χέρι, εικόνα με εικόνα, από   δυό ή τρία χρόνια νωρίτερα είχε ανακαλυφθεί το έγχρωμο φιλμ « Τεχνικόλορ », με το οποίο  κατορθώθηκε να γυριστεί αληθινό έγχρωμο φίλμ.) Μεταξύ άλλων, στην ταινία αυτή ακούστηκε και το  γνωστό ντουέτο  από  την  πρώτη πράξη της όπερας « Τραβιάτα  » του Βέρντι, « Ιl  brindisi  » ( Η πρόποση ).

Ηταν η πρώτη  φορά νομίζω που άκουγα όπερα  ( Σε μικρότερη ηλικία με πήγαιναν οι ξαδέλφες μου σε συναυλίες Συμφωνικής μουσικής  που έδινε η Συμφωνική ορχήστρα του Ωδείου Δράμας - το Ωδείο ήταν από τα  καλλίτερα στην Ελλάδα  με Γερμανούς καθηγητές,  καθώς η πόλη είχε πολύ πλούτο λόγω της μεγάλης αξίας του καπνού στις  Ευρωπαικές αγο ρές- αλλά λόγω της μικρής ηλικίας  δεν θυμόμουν τίποτε  από κλασσική  μουσική ). Το ντουέττο λοιπόν αυτό της Τραβιάτας φαίνεται ότι ασυνείδητα το απομνημόνευσα, και σε ανύποπτο χρόνο - δυό χρόνια ίσως  μετά - το  θυμήθηκα. Αλλωστε  είναι και πολύ εύκολο για απομνημόνευση. Ετσι, μπήκα και στον κόσμο αυτής της μουσικής, τής τόσο παραγνωρισμένης στη χώρα μας.

Το ελαφρό ελληνικό τραγούδι, που είχε υποστεί σημαντική επίδραση τόσο  από το  ιταλικό, όσο και από το γαλλικό, ήταν ανάμεσα στα τρία - τέσσερα στην Ευρώπη στα χρόνια  του μεσοπόλεμου, ιδίως την περίοδο 1930-1950. Μεγάλα ονόματα συνθετών ήσαν ο Αττίκ, ο Κώστας Γιαννίδης, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Νίκος  Χατζηαποστόλου, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ο Λεό Ραπίτης, ο Μίμης Κατριβάνος και άλλοι.

Από  τραγουδιστές, δύο ήσαν τα μεγάλα ονόματα που δέσποζαν στην Ελλάδα - και θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη καριέρα και στην Ευρώπη, αν υπήρχαν τότε οι κατοπινές  συνθήκες που ανέδειξαν την Βίκυ Λέανδρος, τον Τζίμη Μακούλη, την Νάνα Μούσχουρη και άλλους, πολύ κατώτερους από τη Σοφία Βέμπο και τον Νίκο Γούναρη, δύο από τις καλλίτερες φωνές στον Ευρωπαικό χώρο, αν όχι οι καλλίτερες. Αλλα αστέρια του τραγουδιού, όχι της ίδιας βέβαια κλάσης αλλά πολύ καλά, ήσαν η Κάκια Μένδρη, η Δανάη, η Στέλλα Γκρέκα, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου και μερικές άλλες.

Ανάμεσα στους  τραγουδιστές,δεν πρέπει να παραλείψω μερικούς πολύ αξιόλογους.Τους λυρικούς καλλιτέχνες -που τραγουδούσαν οπερέττες, ή ακόμα και όπερες - όπως ο Πέτρος Επιτροπάκης - αλλά και ελαφρά τραγούδια : Aλκης Παγώνης, Μιχάλης  Θωμάκος, Νίκος Μοσχονάς ( αργότερα μόνιμο στέλεχος της  Μετροπόλιταν  Οπερα της Νέας Υόρκης ), Αντώνης Δελένδας, Πύρρος  Χρονίδης. Ακόμα, πριν τον πόλεμο είχαν εμφανιστεί και οι πολύ καλοί Φώτης Πολυμέρης, Φιλιππόπουλος, Νίκος Περδίκης, ο Ορέστης Μακρής - ο  γνωστότατος  και μεγάλος ηθοποιός που είχε αρχίσει την καριέρα του στο μουσικό θέατρο πριν μεταπηδήσει στην πρόζα και στον κινηματογράφο. Ο Κώστας Μανιατάκης. Η Λουίζα Ποζέλλι. Η Ελένη ντε Ροζέ. Η Λουντιάνα. Ονόματα που έχουν ξεχαστεί, όπως θα ξεχαστούνε και όλα τα τρανταχτά ονόματα  που μεσουρανούν  σήμερα, τόσο στον τομέα της σύνθεσης, όσο και στον τομέα της εκτέλεσης.

Εκτός από τα καθαρώς ελληνικά  τραγούδια, κυκλοφορούσαν και πάρα πολλά  ξένα τραγούδια με ελληνικούς στίχους - συνήθως του Πωλ Μενεστρέλ. Αυτά ήσαν συνήθως γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και λίγα νοτιοαμερικάνικα, όλα βέβαια παγκόσμιες επιτυχίες.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου