Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΠΑΤΑΛΗ, ΤΩΡΑ ΛΙΤΟΤΗΤΑ

Μ  Ε  Τ  Α     Τ  Η  Ν    Σ  Π  Α  Τ  Α  Λ  Η,    Τ  Ω  Ρ  Α     Λ  Ι  Τ  Ο  Τ  Η  Τ  Α



Η αλήθεια – μάυρη, άσπρη ή  πολύχρωμη αν θέλετε – είναι ότι στον κόσμο αυτόν εδώ, όπου ζούμε και τον αφήνουμε μιά και καλή, τίποτε δεν είναι αιώνιο, όλα αλλάζουν, ή όπως το διατύπωσε ο  μεγάλος Ιωνας φιλόσοφος Ηράκλειτος, « τα πάντα  ρεί », δηλαδή, τα πάντα ρέουν, τα πάντα  αλλάζουν, περνούν. Το ένα πράγμα, η  μιά κατάσταση, έρχεται, παραμένει  για κάποιο διάστημα και ύστερα φεύγει, για να τη διαδεχτεί μιά άλλη κατάσταση που κι αυτή παρέρχεται και ούτω καθ΄εξής.

Θα πούμε για πρόσφατες σχετικά καταστάσεις στην αρχή των πραγμάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε τώρα. Θα πάμε  σε ένα σχετικά πρόσφατο  παρελθόν, ας πούμε πριν από πενήντα, εξήντα χρόνια. Και θα  δούμε μερικά πράγματα  που χαρακτηρίζανε την εποχή εκείνη την όχι μακρυνή, που  σχετιζότανε με τον  τρόπο διαβίωσης  της εποχής εκείνης, εδώ  στην πολύπαθη χώρα μας, όχι στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, ούτε στις πάμφτωχες περιοχές του πλανήτη, Αφρική και πολλές χώρες της Ασιατικής ηπείρου.

Αυτό που χαρακτήριζε την εποχή για την οποία γίνεται λόγος, ήταν  μιά κατάσταση οικονομική, μέτρια από  κάθε άποψη. Ειδικά στις επαρχιακές περιοχές της χώρας, όπου οι αληθινά πλούσιοι με  την έννοια της λέξης εκείνης της εποχής, ήσαν πολύ λίγοι ή ακόμα και ελάχιστοι. Η μεγάλη μάζα  του πληθυσμού, βρίσκονταν από πλευράς οικονομικής σε μιά μετριό-τητα, ή το πολύ πολύ, σε μιά μέση από πλευράς πλούτου κατάσταση. Ειχαν τα σπίτια τους με τη στοιχειώδη άνεση των παλιών εκείνων εποχών, και τα βγάζανε περα κάπως δύσκολα, αλλά οπωσδήποτε χωρίς ιδιαίτερες στερήσεις.

Το τραπέζι των πιό  πολλών, ήταν  σχετικά καλά  εφοδιασμένο. Το ντύσιμο  ήταν μάλλον λιτό, και για να καταλάβουμε την λιτότητα αυτή, θα αναφέρουμε ότι για να πάρει κανείς καινούργια παπούτσια, έπρεπε να παλιώσουν για τα καλά τα παλιά. Αφού βέβαια τα δίνανε πρώτα στους τσαγκάρηδες για επισκευές  αρκετές φορές στα  σημεία όπου χώλαιναν, και βέβαια, έτοιμα παπούτσια δεν βρισκόντουσαν μάλλον στην αγορά. Παραγγελία τα έκαμναν στον υποδηματοποιό, που έπαιρνε τα  μέτρα των  ποδιών των  πελατών του, και  με μιά  φροντισμένη δουλειά, τους παρέδιδε τα καλύμματα των κάτω άκρων τους, όταν τα είχε έτοιμα, συχνά μετά από κάποιες πρόβες.

Σχετικά με το ντύσιμο, και πάλι θα πούμε ότι έτοιμα ρούχα δεν έβρισκες την εποχή εκείνη. Στον ράφτη θα πήγαινε  ο άντρας ή  και το παιδί, για του  ετοιμάσει – αφού του έπαιρνε κι αυτός  τα μέτρα και έκαμνε και τις σχετικές πρόβες – το κοστούμι του, συνήθως  με μέτριας ποιότητας ύφασμα. Και που το επισκεύαζε όταν χρειαζότανε επισκευή μετά από κάποιο, μάλλον αρκετό  καιρό. Οσο για το γυναικείο ντύσιμο, το πράγμα πήγαινε στις μοδίστρες, αφού τα έτοιμα ρούχα ήσαν μάλλον σπάνια. Και οι  μοδίστρες, όπως και  οι ράφτες, έπαιρναν σχολαστικά τα μέτρα των πελατισσών τους, και μετά από μερικές μέρες στις οποίες έκαμναν τις σχετικές πρόβες, τα είχαν έτοιμα.

Ο κόσμος την εποχή εκείνη, πήγαινε τακτικά στο σινεμά, το εισιτήριο ήταν βέβαια φτηνό και για όλα τα βαλάντια. Να τονισθεί εδώ με την ευκαιρία,, ότι οι ταινίες της εποχής εκείνης, του αμερικανικού, του βρετανικού, του γαλλικού και του ιταλικού  κινηματογράφου, ήσαν σχεδόν όλες από  καλές μέχρι  εξαιρετικές, δεν πήγαιναν  τα φράγκα για τα εισιτήρια τζάμπα.

Οσο για θέατρο, θίασοι  από την Αθήνα δεν ερχόντουσαν στις επαρχίες, έπαιζαν σχεδόν αποκλειστικά στο κλεινόν άστυ, και κάπου κάπου ερχόντουσαν και στην συμπρωτεύουσα. Στις επαρχίες, είχαμε τα τότε ονομαζόμενα « μπουλούκια », περιοδεύοντες θιάσους με όχι γνωστά ονόματα – που μερικά από αυτά γινόντουσαν αργότερα πολύ γνωστά – και τριγυρνούσαν στις επαρχίες με εισιτήρια πολύ φτηνά βέβαια.

Υπήρχαν και σχετικά  αρκετά κέντρα διασκέδασης, ταβέρνες, εξοχικά  κέντρα με  ορχήστρες ελαφράς μουσικής, ελληνικής  και ξένης, που ήσαν αρκετά φτηνά και μπορούσε ο στοιχειωδώς τακτοποιημένος οικονομικά, να πάει μιά δυό φορές το μήνα ή και  συχνότερα, και να διασκεδάσει  και να  χορέψει τάνγκο, φοξ τροτ, ρούμπα, σλόου φοξ, βάλς  και άλλους χορούς της τότε μόδας. Και να περάσει πολύ ευχάριστα, με όχι ιδιαίτερα έξοδα μέχρι αργά τη νύχτα.

Κάποιοι λιγοστοί, είχαν στα  σπίτια τους εκείνο το  τότε μοντέρνο  μουσικό μαραφέτι, το γραμμόφωνο. Πάνω στο οποίο έβαζαν  έναν δίσκο από βινύλιο, έβαζαν και μιά βελόνα στον σχετικό υποδοχέα, και αφού  το κουρντίζανε καλά  μπας και αρχίσει  να χαλαρώνει ταχύτητα, το έβαζαν να παίζει τα σουξέ της εποχής. Και μπορεί τα γραμμόφωνα να  ήσαν λιγοστά, αλλά οι  άνθρωποι – στόμα με  στόμα – μάθαιναν και τραγουδούσαν ακατάπαυστα, τα  τραγούδια που μάθαιναν ο ένας από τον άλλο. Οσο για ραδιόφωνα, αυτά παρουσιάστηκαν κοντά στο χίλια εννιακόσια σαράντα, και πολύ λίγοι, ελάχιστοι τα είχαν.

Σχετικά με τις θερινές  διακοπές, να αναφερθεί  ότι πολύ λίγοι πήγαιναν  στις εξοχές, όχι τόσο επειδή δεν  είχαν τις οικονομικές  δυνατότητες γι αυτές, όσο γιατί πριν από εξήντα χρόνια και αργότερα, δεν ήταν « μόδα » να πηγαίνουν οι Ελληνες στις εξοχές, στα χωριά και στα νησιά. Και ξέρουμε πολύ καλά, πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η μόδα σε πολλές περιπτώσεις.

Τα μεροκάματα και οι μισθοί, ήσαν μάλλον σε χαμηλά ή πολύ χαμηλά επίπεδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρχαν αληθινές στερήσεις στις οικογένειες, που είχαν μάλιστα και αρκετά ή και πολλά παιδιά. Καθώς τα έξοδα ήσαν πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με τα σημερινά έξοδα που έχει ένα σπιτικό. Να πούμε, ότι η θέρμανση ήταν πολύ φτηνή, γινόταν με θερμάστρες  που έκαιγαν  καυσόξυλα, μάλιστα στα σπίτια  υπήρχε και θέρμανση με τα  άγνωστα στους σημερινούς μαγκάλια, που έκαιγαν ξυλάνθρακα.

Και το πιό παράδοξο σε όλα  αυτά, ήταν και το  παρακάτω, που θα το ακούσουν οι συγχρονοι καταναλωτές, ακόμα  και οι σχετικά  εύποροι. Λοιπόν, παρά τα χαμηλά εισοδήματα που είχαν την  εποχή εκείνη οι άνθρωποι της χώρας, υπήρχε και το  καταπληκτικό εκείνο πράγμα, να έχουν καταθέσεις στις τράπεζες, ακόμα και οι αληθινά φτωχοί. Για την ώρα της ανάγκης, όπως ελέγετο το πράγμα τότε, καθώς δεν υπήρχαν συντάξεις, δεν υπήρχαν κάποια νοσοκομεία άξια λόγου, δεν υπήρχε δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη, και ολοι οι ηλικιωμένοι της εποχής  εκείνης, βασιζόντουσαν στα παιδιά τους  όταν θα έφταναν  στο σημείο να μην μπορουν πιά να εργάζονται λόγω μεγάλης ηλικίας.

Και μιάς και αναφέρθηκαν οι καταθέσεις και των φτωχών και των οικονομικά αδύνατων στις τραπεζες  της εποχής εκείνης, θα  πρέπει να αναφερθεί, ότι οι τράπεζες της εποχής εκείνης, δεν έδιναν σε κανέναν δάνεια, εκτός από τους εμπόρους, και μάλιστα  με αρκετά υψηλό επιτόκιο. Και γιατί  συνέβαινε αυτό ; Επειδή τα δάνεια που τα  έδιναν στους εμπόρους, ήσαν σε μεγάλο βαθμό, απο τις καταθέσεις του κοσμάκη. Και επειδή οι τράπεζες έδιναν στους καταθέτες επιτόκια της τάξης των τέσσερα και τεσσεράμισυ τοις εκατό, ήταν απολυτα φυσικό, να δίνουν τα εμπορικά δάνεια με ανάλογα υψηλό επιτόκιο.

Μερικά ακόμα στοιχεία από τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων της εποχής εκείνης, που είναι πολύ γνωστά στους παλιούς ανθρώπους ( που δεν είναι βέβαια παλιάνθρωποι ), αλλά είναι τελείως άγνωστα στους καινούργιους, είναι και τα παρακάτω.

Είπαμε για τις θερμάστρες που έκαιγαν καυσόξυλα, είπαμε και για τα μαγκάλια που έκαιγαν ξυλάνθρακα. Αυτά μέχρι τη δεκαετία του  πενήντα, οπότε έκαναν  την εμφάνισή, τους οι θερμάστρες πετρελαίου. Που στις αρχές  της εποχής τους, λιγοστοί τις είχαν, αλλά με την πάροδο του καιρού, τις αποχτήσανε όλοι. Και μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, νά΄σου και τα καλοριφέρ, που πρωτύτερα και δεκαετίες νωρίτερα, τα έβλεπες μόνο στα ξενοδοχεία, αλλά τη δεκαετία του εξήντα μπήκαν στις πολυκατοικίες και εκεί βρίσκονται και σήμερα.

Στις σημερινές  μέρες, όλοι οι άνθρωποι έχουν άφθονα μέσα  καθαριότητας  στα σπίτια τους, μέσα που λειτουργουν με φτηνό ηλεκτρικό ρεύμα. ( Το ηλεκτρικό ρεύμα, είναι στ΄αλήθεια πολύ φτηνό, πρέπει να το ομολογήσουμε  αυτό ). Εχουν ηλεκτρικές σκούπες, ηλεκτρικά πλυντήρια και πολλά άλλα. Τι γινότανε όμως τις εποχές τις παλιές, για τις οποίες  γίνεται εδώ η αναφορά ; Λοιπόν, η σκούπα αλλά και το σφουγγαρόπανο για τον  καθαρισμό του σπιτιού. Και το πλυσταριό – έχετε ακούσει αυτόν  τον όρο ; - για  το πλύσιμο  των ρούχων, δηλαδή τη μπουγάδα. Μάλιστα, αυτά υπήρχαν σε κάποιες εποχές, όχι πολύ πίσω από τη σημερινή.

Αναφορικά τώρα με τον αριθμό των επιστημόνων της εποχής εκείνης. Κατ΄αρχην, τα Πανεπιστήμια ήσαν μόνο τέσσερα – περιλαμβανομένου και του Μετσόβειου Πολυτεχνείου και της Ανώτατης Εμπορικης σχολής – και σ΄αυτά  φοιτούσαν σχετικά λίγοι φοιτητές. Οι τότε οικογένειες, δεν είχαν τα έξοδα  σπουδών  που έχουν οι σημερινές. Και οι υποψήφιοι που πήγαιναν να  δώσουν εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, ήσαν οι άριστοι των αρίστων, αλλοιώς δεν πήγαιναν καθόλου να σπουδάσουν.

Σχετικά τώρα με τους τρόπους μετακίνησης τις  εποχές τις παλιές, στις  οποίες αναφερόμαστε. Από πολύ νωρίτερα, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, ο κόσμος ταξίδευε με τραίνο, φυσικά σε όσες περιοχές υπήρχε σιδηροδρομικό δίκτυο. Που στις εποχές στις οποίες αναφερόμαστε, ήταν αρκετά εκτεταμμένο, κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη τη χώρα, εκτός  από τη Δυτική Στερεα Ελλάδα  και την Ηπειρο. Και  βέβαια, είχαν αρχίσει και λεωφοριακές συνδέσεις σε όλη τη χωρα, κι εκεί που δεν υπήρχε σιδηρόδρομος.

Η σημερινή εποχή, βρίσκεται  πέντε ή έξι  δεκαετίες ύστερα  από τις εποχές που αναφέρθηκαν εν συντομία. Και στο διάστημα  αυτό, όλα άλλαξαν εκ θεμελίων, τίποτε σχεδόν δεν υπάρχει από την  εποχή εκείνη, μιά εποχή, κατά την οποία οι μετακινήσεις εντός πόλεως, γινόταν αρχικά με βωδάμαξες και  σούστες – ξέρετε  τί είναι η  σούστα ; - και  στο τέλος εκείνης της εποχής, υπήρχαν  και τα τρία ταξί στη κεντρική πλατεία της πόλης. Υπήρχαν και τρία Γιώτα Χι αμάξια ( ή αραμπάδες για να πάμε στο  τουρκικό ). Το ποιά αναποδογύρισαν, και το ποιά ήλθαν στο διάστημα αυτό, θα  προσπαθήσουμε να  το εκθέσουμε ξηρώς κι εν συντομία, όπως έλεγε ο Γεώργιος Σουρής, ο μεγαλύτερος σατιρικός ποιητής όλων των αιώνων και όλου του κόσμου.

Πέρασαν όμως εκείνες  οι όχι μακρυνές εποχές  της λιτότητας, και σιγά σιγά αλλά σταθερά, απλώθηκε σ΄όλη τη χώρα, η εποχή της μεγάλης  κατανάλωσης – όχι βέβαια εν μία νυκτί -και με την πάροδο των ετών, ήλθαν πράγματα που  δεν τα ξέραμε  καθόλου. Που ανέβασαν την κατανάλωση μέρα με τη μέρα σε ψηλότερα  επίπεδα. Ερχόντουσαν το ένα  μετά το άλλο, και τη διαφορά από το χθες και το προχθές, δεν την καταλαβαίναμε.

Πέρασε η εποχή  για -παράδειγμα – του  γραμμοφώνου, και ήλθε η εποχή της τηλεόρασης. Που στην αρχή, λιγοστοί την είχαν, αλλά όλο και περισσότεροι την αποχτούσαν, μέχρι που την απόχτησαν όλοι ανεξαιρέτως. Ηλθε και η εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που έφεραν κατόπιν και το Ιντερνέτ, που  αρχικά λίγοι τα είχαν  αυτά, και  με την πάροδο του χρόνου απλώθηκαν σε πολλούς. Είχαν έλθει πρωτύτερα και τα ηλεκτρικά πλυντήρια και οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές, που  αντικαταστήσανε τα παλιά εκείνα  και πρωτόγονα  συστήματα καθαριότητας. Ηλθαν και πολλά άλλα, και ήλθε και η αμερικανική  αγορά των σουπερμάρκετς που τη βλέπαμε επί χρόνια στις αμερικανικές ταινίες.

Η εποχή των κατά παραγγελία ενδυμάτων που οι ράφτες και οι μοδίστρες ετοιμάζανε, πέρασε ανεπιστρεπτί, όλοι τώρα αγοράζουν έτοιμα ρούχα και παπούτσια, και αγορές αυτών των προϊόντων μεγάλωσε πολύ, μεγάλο μέρος της αγοράς βρίσκεται σ΄αυτόν τον τομέα. Το ίδιο έγινε και σε ένα πλήθος από καταναλωτικά αγαθά, που δεν είναι καμμιά ανάγκη να τα απαριθμήσουμε, όλοι τα ξέρουν, όπως δεν ήξεραν τα παλιά εκείνα που ξεχάστηκαν πιά εντελώς.

Μ΄αυτούς τους νεωτερισμούς  και άλλους που παραλείψαμε, όπως τις τραπεζικές κάρτες, τα Α.Τ.Μ και διάφορα  άλλα καινούργια φρούτα, άλλαξε τελείως ο τρόπος ζωής των νεώτερων γενεών. Που συνήθισαν σ΄αυτά τα καινούργια, που τους φαίνονται τώρα εντελώς απαραίτητα. Χωρίς βέβαια στην πραγματικότητα να είναι.

Και λοιπόν, όλα εχουν την  ακμή τους και την  παρακμή τους. Εχουμε  συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής, και  νομίζουμε ότι δεν  μπορούμε να τον αλλάξουμε. Είναι έτσι όμως τα πράγματα ; Η ιστορία  λέει ότι δεν είναι. Πολλές φορές  έχουν γίνει αλλαγές, και οι  αιτίες των αλλαγών αυτών, όλο και  είναι διαφορετικές. Πότε είναι οι πόλεμοι με αντιπάλους, πότε είναι εμφύλιοι πόλεμοι, άλλοτε είναι περίοδοι πείνας – στα  παλιά χρόνια  λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών – άλλοτε δε διαφορετικοί λόγοι.

Και ένας από  τους λόγους που  δεν τον σκεφτόμαστε ποτέ, είναι οι οικονομικές κρίσεις, ένα φαινόμενο που  σε προγούμενους αιώνες ήταν  ανύπαρκτο, ούτε καν τον όρο αυτό τον ξέρανε τότε οι  άνθρωποι. Αλλά καθώς « τα πάντα ρεί » του Ηράκλειτου  εξακολουθεί και θα εξακολουθεί πάντοτε να ισχύει, έτσι και τώρα, δύο φορές μέσα σε ογδόντα περίπου χρόνια, έχουμε αυτή την  ανατροπή των συνθηκών. Που θα οδηγήσει πολλούς άνθρώπους σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις στερήσεων βασικών  πραγμάτων, που θεωρούνται κάθε φορά απαραίτητα. Χωρίς να είναι απαραιτήτως έτσι.

Μέσα σ΄αυτή την οικονομική  δίνη, βρίσκεται εδω και κάμποσο καιρό και η χώρα μας, όπως είχε βρεθεί και την προηγούμενη φορά. Τα έχει  όμως  κάνει μούσκεμα  από κάθε άποψη  αυτή τη  φορά, αλλοιώς  ήταν στην πρώτη εκείνη  κρίση του  εικοσιεννιά. Εχει τώρα φταίξει πολύ, και η ευθύνη για το χάλι στο οποίο  βρίσκεται, είναι αποκλειστικά δική της. Κι όταν λέω δική της, δεν  τα φορτώνω μονάχα στις κυβερνήσεις που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια, τα φορτώνω και στον ίδιο το λαό αυτό, που αρκετά συχνά δεν ξέρει πού πηγαίνουν τα τέσσερα. Και που φταίει κι αυτός, έχει κι αυτός το μερίδιό του σ’ αυτά που τραβάει και σ΄αυτά που θα τραβήξει τα επόμενα εφτά ή δέκα χρόνια.

Ο κόσμος της χώρας, φορτώνει τα πάντα επάνω  στους πολιτικούς. Ξεχνά όμως ένα πολύ βασικό πράγμα : Ότι τους πολιτικούς  τους φτιάχνει αυτός ο ίδιος ο λαός, αυτός τους διαφθείρει με τους εκβιασμούς στους οποίους τους βάζει όταν έλθει η ώρα να τους εκλέξει. Που τους εκβιάζει ότι θα τους ψηφίσει, μόνο  αν κάνουν  τα χατήρια των  ψηφοφόρων τους, αν  δεν τα κάνουν και δεν διορίζουντους δικούς τους στο δημόσιο ή σε κάποια άλλη δουλειά  - ψέμματα είναι αυτά ; - δεν πρόκειται να τους ψηφίσουν. Ισως δεν τους το λένε κατ΄ευθείαν και κατά πρόσωπο, το αφήνουν όμως να εννοηθεί με ευκρίνεια μεγάλη. Και τώρα που καταφέρεται  εναντίον των σπάταλων πολιτικών όλων των κυβερνήσεων, δείχνει να ξεχνά ότι αυτός ο ίδιος ο λαός, κατάντησε τους πολιτικούς ζητιάνους της ψήφου του. Δεν  αρέσουν  βέβαια αυτά τα  πράγματα, πολύ συχνά η αλήθεια είναι πικρή. Ηταν μαθημένος ο  λαός πριν την  κρίση αυτή σε  ένα είδος μεγαλομανίας, ένα είδος όσο γίνεται πιό πολυτελούς  διαβίωσης. Είχε αποχτήσει πολύ κακές συνήθειες με τα πάσης φύσεως δάνεια, τις τραπεζικές κάρτες, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα ανέμελα πράγματα που συνεχώς τα έβαζε στην πράξη. Τις εξοχές, τις βίλλες, τα εξοχικά – που οι παλιότεροι δεν τα έβλεπαν ούτε στα όνειρά τους – και σε κάθε είδος σπάταλης ζωής.

Όμως, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Ηλθε τώρα ο καιρός να ξεχάσει για κάποιο – μάλλον σημαντικό – διάστημα, όλα  αυτά που είχε συνηθίσει να κάμνει και να δοκιμάζει. Θα δεί ότι δύσκολες μέρες έρχονται  μπροστά του, δυσκολίες που θα φανούν πιο έντονα, επειδή είχε συνηθίσει σε άλλου είδους καταστασεις. Που νόμιζε  ότι δεν θα άλλαζαν σε  καμμιά περίπτωση, δεν έβαζε ο νους το  τί μπορεί να επακολουθήσει  από στιγμή σε στιγμή, χωρίς καμμια προειδοποιήση. Και να δούμε πώς θα αντιδράσει στις καινούργιες συνθήκες, που ποτέ δεν τις φανταζότανε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου