Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Τ Η Λ Ε Π Α Ι Χ Ν Ι Δ Ι Α

Τ   Η   Λ   Ε   Π   Α   Ι   Χ   Ν   Ι   Δ   Ι   Α

Ο τηλεπαρουσιαστής είναι ένας πολύ γνωστός στους τηλεθεατές άνθρωπος, μπορεί να είναι ένας ηθοποιός του θεάτρου, ή κάποιος άλλος επώνυμος  των τηλεοπτικών καναλιών. Απέναντί του στέκονται  τρεις ή τέσσερις νεαροί ή νεαρές, και περιμένουν. Τί περιμένουν ; Θα το δούμε και θα το ακούσωμε σε λίγο. Ο παρουσιαστής  ανοίγει έναν  φάκελλο, βγάζει από μέσα του ένα  χαρτάκι, το  ξεδιπλώνει, και  απευθυνόμενος  στον πρώτο εκ  των παρισταμένων, τον ρωτά : « Τι ήταν  ο Βίκτορας Ουγκώ, Ρώσος  πιανίστας, Γάλλος συγγραφέας ή  Νορβηγός μαθηματικός ; »

Ο νεαρός, κάθεται στο σκαμνί του, και  φαίνεται πολύ  συλλογισμένος. Μά ποιός να ήταν αυτός ο Ουγκώ, που τον  ανακάλυψε και μού τον σέρβιρε τώρα αυτόν  τον άγνωστο ; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα.  Είναι φανερό ότι δεν έχω απάντηση. Μπορώ να δώσω στην τύχη μιά απάντηση  και ίσως πιάσει, οι  πιθανότητες είναι  μία στις τρεις. Δεν είναι και λίγες. Όμως, υπάρχει και ένα παράθυρο. Μπορώ απ΄ τον κανονισμό  να ζητήσω βοήθεια από κάποιον. Μάλιστα, αυτό θα κάνω αν δεν βρώ ποιός να είναι αυτός οπώς τον είπαμε - Ουγκός ;

« Νορβηγός μαθηματικός », λέει στον ερωτώντα παρουσιαστή που του απηύθυνε την ερώτηση. « Οχι, δεν είναι αυτός ».  « Μπορώ να έχω μιά  βοήθεια ; ».  « Μάλιστα, ποιόν θα πάρεις ; ». Λοιπόν, ξέρει  ποιόν να πάρει που  να ξέρει ποιός  κερατάς είναι αυτός ο Ουγκός ; Το είχε αποφασίσει απ΄ τα πριν, θα πάρει έναν ξάδερφό  του που ξέρει πολλά  πράγματα, ίσως το ξέρει και του το πεί. Το τηλέφωνο του ξάδερφου το θυμάται απ΄ έξω. « Θα πάρω τον τάδε », λέει. « Να τον πάρεις, έχεις ακόμα αυτή την ευκαιρία ».

Παίρνει το ακουστικό και ζητά τον ξάδερφο. Ερχεται αμέσως στο τηλέφωνο, είχαν συνεννοηθεί απ΄τα πριν - όπως είπαμε - ότι θα είναι  στο παιχνίδι με τις δύσκολες ερωτήσεις, και να είναι πρόχειρος - h a n d y  που λένε οι Αμερικάνοι - για να τον βοηθήσει. « Κοίτα, είμαι ο Δημήτρης ο ξάδερφος. Θέλω να με βοηθήσεις. Μήπως ξέρεις ποιός είναι ένας Βίκτορας Ουγκός, το είπα σωστά  το όνομα ; ». « Οχι, Ουγκώ », παρεμβαίνει ο παρουσιαστής. « Το  είπα λάθος, Ουγκώ είναι ο άνθρωπος, έχεις καμμιά ιδέα ; »

Ευτυχώς ο ξάδερφος έχει ακουστά αυτό το  όνομα, μπορεί να  μην έχει διαβάσει ποτέ του κανένα απ΄τα βιβλία του, αλλά τέλος πάντων, ξέρει ποιός είναι. « Γάλλος συγγραφέας ». Ο ερωτηθείς μεταφέρει την απάντηση  αυτή. « Είναι  ένας Γάλλος συγγραφέας ». « Μάλιστα, το βρήκατε. Μήπως ξέρετε κανένα από τα έργα του ; ». « Οχι, δεν θυμάμαι κανένα αυτή τη στιγμή ». « Δεν πειράζει, κερδίσατε εκατό χιλιάδες δραχμές ».

Σίγουρα θα έχετε παρακολουθήσει τέτοια τηλεπαιχνίδια κάποια φορά. Και ξέρετε το είδος των ερωτήσεων που υποβάλλονται στους παίκτες του παιχνιδιού. Είναι παραπάνω από αστείες, υποθέτεις ότι και ένας απόφοιτος του  δημοτικού πρέπει  να τις ξέρει. Αλλά  δεν είναι έτσι. Δεν τις ξέρουν, και δεν καταλαβαίνω  γιατί πηγαίνουν να παίξουν, όταν ξέρουν το πόσες γνώσεις  γενικού  ενδιαφέροντος γνωρίζουν  ή μάλλον δεν γνωρίζουν. Θα μου  πείτε ότι όταν κάποιος είναι θρασύς, μπορεί  να τολμά τα πάντα, ακόμα  και να διακινδυνεύει  τον εξευτελισμό μπροστα σε εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές. « Δε  βαρυέσαι, μήπως κι αυτοί  που κάθονται μπροστά στην τηλεόραση, τα ξέρουν αυτά τα πράγματα ; ». Ισως κάποιοι δεν τα ξέρουν. Αλλά τι γίνεται μ΄εκείνους που τα ξέρουν και θα σε κοροϊδέψουν ; « Δεν βαρυέσαι, μισή ντροπή δική μου, μισή δική τους. Αρκεί να τσιμπήσω μερικά χιλιαρικα, ξέρω δεν ξέρω ».

Ησαν κάποιες παλιές εποχές, που και  τότε παρουσίαζαν στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση κάποια τέτοια  παιχνίδια. Αλλά - όπως λέει και η λαϊκή ρήση - άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. Για όσους έχουν δεί τα παιχνίδια αυτά των εποχών εκείνων, η διαφορά ανάμεσα  στα παλιά  και στα καινούργια, είναι η  ίδια που υπάρχει  ανάμεσα στη  μέρα και στη νύχτα.

Το ραδιόφωνο του Μόντε Κάρλο - το  αναφέρω σαν  παράδειγμα, το ίδιο γινόταν και από άλλα ραδιοτηλεοπτικά μέσα - είχε έναν  διαγωνισμό, τους κανόνες  του οποίου έμαθα από τον αδελφό μου που ήταν  εκείνη την περίοδο στη Γαλλία. Στον διαγωνισμό γνώσεων που έκαμνε ο εν λόγω πομπός, τα  πράγματα πήγαιναν  ως εξής. Ο διευθύνων το πρόγραμμα, έκαμνε στον διαγωνιζόμενο, μιά πρώτη  ερώτηση, σχετικά εύκολη - όχι βέβαια σαν τον Βίκτορα τον μουγκό - και ο ερωτώμενος απαντούσε  με επιτυχία. Κατόπιν τον ρωτούσε αν θέλει να συνεχίσει, αν απαντούσε σωστά και  στη δεύτερη ερώτηση, διπλασίαζε το μικρό κέρδος που είχε αποκομίσει απ΄ την πρώτη  ερώτηση, αλλά αν  αποτύγχανε, έχανε και  το ποσό που είχε κερδίσει με την πρώτη  ερώτηση.  Ο συμμετέχων στο παιχνίδι ήθελε να προχωρήσει - δεν ήταν  « στούρνος » σαν τους σημερινούς  παίκτες - και του υπεβάλετο η δεύτερη ερώτηση. Απαντούσε σωστά και σ΄αυτήν. Τον ρωτούσαν αν θα πήγαιναν και σε τρίτη - όσο πήγαιναν και οι ερωτήσεις γινόντουσαν και  δυσκολώτερες - κι ας πούμε  ότι ζητούσε να  προχωρήσει, εν γνώσει του ότι κέρδιζε κι άλλα, ή έχανε και όλα τα προηγούμενα. Κατόπιν η τέταρτη ερώτηση, αν βέβαια απαντούσε σωστα στην τρίτη. Η τέταρτη ήταν πολύ δύσκολη, ήθελε  « κότσια »  ( στα  αγγλικά  g u t s ), για να προχωρήσει. Αλλά ας πούμε ότι πήγαινε. Επακολούθούσε πέμπτη και φαρμακερή ερώτηση.

Τι να κάνει τώρα ; Το ποσό είχε ανέβει πολύ, αλλά πολύ περισσότερο είχε ανέβει το ρίσκο της αποτυχίας και της απώλειας  όλων των κερδηθέντων με ιδρώτα και αίμα. Λοιπόν, συχνά αποσυρότανε, δεν  είχε την τόλμη - ή  τις γνώσεις - να πάει παραπέρα. Αλλά  αν ήξερε ότι μπορούσε να βασίζεται στον εαυτό του, δεχόταν και την παρακάτω ερωτηση. Και με αυτό τον τρόπο, του όλα τα κερδίζεις ή όλα τα χάνεις, έφταναν - σπανίως βέβαια - να του προσφέρουν και μιά βίλλα, μάλιστα, βίλλα. Αλλά για να την πάρεις τη βίλλα, θα έπρεπε να ξέρεις εξαιρετικά ασήμαντες λεπτομέρειες  πάνω σε ουσιώδη ζητήματα, όπως λ.χ. τι νούμερο παπούτσια φορούσε ο καρδινάλιος  Ρισελιέ όταν ήταν ακόμα δεκατριών ετών, αυτό το έφερα σαν παράδειγμα, δεν ήσαν αυτού του τύπου οι  ερωτήσεις. Αλλά μπορούσαν να σου παιξουν τρεις μόνο νότες στο  πιάνο, και να πρέπει να απαντήσεις από ποιό έργο ήσαν αυτές, τίνος συνθέτη, σε ποιό από τα τμήματα του έργου βρισκόταν, ( αντάντε, αλλέγρο μαεστόζο, αλλέγρο μοντεράτο, φινάλε ), ποιά χρονιά  γράφτηκε το έργο  αυτό και σε ποιά  αίθουσα συναυλιών πρωτοπαίχτηκε, μεγάλο  « μανίκι » δηλαδή. Εκεί έφευγαν οι παίκτες, ποιός θέλει  να βάλει το κεφάλι του στον τορβά ; Αλλά σπανιώτατα, έμενε κάποιος παίκτης, κι αν απαντούσε σωστά, έπαιρνε κάτι πολύ σημαντικό, εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα, δηλαδή πολλά σημερινά εκατομμύρια σε δραχμές.

Άλλο περιστατικό που συνέβη  στο Λονδίνο σε παρόμοια εκπομπή του B.B.C. Ηταν το έτος 1974. Και τις μέρες που γινόταν η εισβολή του  « Αττίλα 2 » στην  Κύπρο. Καθόμαστε, εγώ κι ο γιός μου, στο  δωμάτιο του ξενοδοχείου, και βλέπουμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση ένα τέτοιο παιχνίδι. Από  τα πριν, είχε δηλωθεί  ότι θα γινόντουσαν  ερωτήσεις, αποκλειστικά και μόνο από  τον πόλεμο  Ιαπωνίας  και Κίνας, κάπου στα μέσα  του δέκατου όγδοου αιώνα, δεν θυμάμαι  καλά, και τα  αγγλικά μου  δεν ήσαν ούτε  και είναι αρκετά καλά. Και όσοι θα έπαιρναν μέρος  στο παιχνίδι - που  δεν ξέρω αν είχε και χρηματικά έπαθλα, που μάλλον είχε - ήξεραν ότι όλες οι ερωτήσεις θα ήσαν αναφορικά  με τον πόλεμο  αυτό. Και ούτε μπόρεσα να βρώ πουθενά στις πηγές μου, κανέναν πόλεμο ανάμεσα στην Ιαπωνία και στην Κίνα, ίσως να έγινε κάποια διαμάχη  στα μέσα του  αιώνα που αναφέραμε, σχετικά  με την προσάρτηση της Φορμόζας - της σημερινής Ταϊβάν - στην Κίνα, στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα, μετά από σκληρές συγκρούσεις με Ιάπωνες πειρατές, ίσως αυτό να εννοούσε το παιχνίδι εκείνο.

Εν πάση περιπτώσει, οι ερωτήσεις που γινόντουσαν στους παίκτες σχετικά με το θέμα, ήσαν τόσο λεπτομερειακές, που  απορούσε κανένας  αν θα μπορούσε να δοθεί απάντηση, έστω σε μία απ΄ αυτές. Ρωτούσαν λ.χ., πόσο μήκος είχαν τα  κουπιά των κινέζικων ιστιοφόρων, και άντε να θυμάσαι  κάτι τέτοιο. Και όμως απαντούσαν ότι φερ΄ειπείν, είχαν μήκος τέσσερις γυάρδες, δυό πόδια και τρεις ίντσες. ( Ξέρετε βέβαια τα αγγλικά μέτρα και  σταθμά, τα ξέρετε απ΄έξω κι ανακατωτά, δεν  χρειάζεται να τα  μετατρέπουμε σε μέτρα ). Ρωτούσαν ακόμα πώς λεγότανε το ιστίο που κρεμότανε στο μπροστινό κατάρτι των  Ιαπωνικών πλοίων και τι σχήμα είχε, τρελλά πράγματα δηλαδή. Όταν οι  ερωτώμενοι ήξεραν, έδιναν  την απάντηση, αλλοιώς έλεγαν πολύ  γρήγορα  « p a s s », δηλαδή πέρνα, το γνωστό απ΄ το πόκερ  « πάσο », καθώς έπαιζε μεγάλο ρόλο και ο χρόνος στο παιχνίδι αυτό.

Την ίδια περίπου εποχή ή λίγο αργότερα, ο γνωστότατος τότε κονφερανσιέ της μουσικής επιθεώρησης Ίκαρος, παρουσίαζε ένα παρόμοιο παιχνίδι σε ένα από τα δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια  Έφερνε στο  σταθμό δύο τάξεις  από δύο γυμνάσια της πρωτεύουσας, και τα έβαζε το ένα απέναντι απ΄το άλλο. Οι ομάδες αυτές πρέπει να αποτελούνταν από δέκα ή δεκαπέντε μαθητές η  καθεμιά. Τώρα, όσο για τις ερωτήσεις, οι  περισσότερες ήσαν  πολύ δύσκολες. Θυμάμαι μιά φορά, που ρώτησε  ποιοί ήσαν οι  « Επτά επί Θήβας », από τον πολεμο που ακολούθησε μετά την αποχώρηση του Οιδίποδα απ΄τον θρόνο της  Θήβας - εκείνου του ταλαίπωρου, που κατά λάθος παντρεύτηκε τη μάνα του την Ιοκαστη. Και ύστερα τυφλώθηκε και πήγε στον Κολωνό - υπάρχει και η τραγωδία του Αισχύλου « Οιδίπους επί Κολωνώ » -και τέλος πάντων, έμεινα  με το στόμα ανοιχτό, όταν μιά μαθητριούλα, που  τώρα δεν είναι πιά μαθητριούλα, πρέπει να είναι κάπου πενήντα χρονών με παιδιά  και εγγόνια, σηκώθηκε και απαρίθμησε και τους επτά  αυτούς που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας, που είχε τότε βασιλιά τον Κρέοντα. Αυτόν που  καταδίκασε την Αντιγόνη  και τον γιό του τον Αίμωνα σε θάνατο, κλείνοντας  και τους δύο σε ένα σπήλαιο, επειδή η Αντιγόνη είχε θάψει τον αδελφό της τον  Πολυνείκη , παρά  την απαγόρευση  του Κρέοντα, αυτού  του μασκαρά. Και  είναι η ίδια τραγωδία, όπου ο  Αισχύλος λέει για τον έρωτα « Έρως ανίκατε μάχαν », και μερικοί κακοήθεις προσθέτουν σ΄αυτό και το  « που ποιείς τον άνθρωπον χάχαν  ». Αυτούς τους  « επτά επί Θήβας », δεν τους είχα μάθει ποτέ, τους άκουσα  τότε και τους ξέχασα αυθωρεί και παραχρήμα.

Αυτά ήσαν τα  τηλεοπτικά  παιχνίδια των  εποχών που τα  παιδιά και  οι ενήλικοι, ήξεραν πέντε πράγματα, κι όταν λέω πέντε  πράγματα, εννοώ  ότι ήξεραν  πολλά, πάρα πολλά, δεν ήσαν σαν τις σημερινές πλίθες, δηλαδή  « τούβλα ». Οχι  βέβαια, ότι και τότε οι πολλοί ήξεραν τους Επτά επι Θήβας και άλλα δύσκολα πράγματα, αλλά δεν έλεγαν ότι η Αλάσκα είναι πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Και όσοι  δεν αισθάνονταν αρκετά δυνατοί, δεν  πηγαιναν καθόλου στα τηλεπαιχνίδια αυτά.

Αλλά πρέπει να λέμε και του στραβού το δίκαιο, αλλοιώς ο στραβός θα μας πάει στην Ευρωπαϊκή επιτροπή  ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου θα βρούμε μπελά μεγάλο. Πρέπει να πούμε δηλαδή, ότι και σήμερα υπάρχει σε ένα κανάλι - όνομα και μη χωριό - ένα τέτοιο παιχνίδι, όπου οι ερωτήσεις που υποβάλλονται, είναι δύσκολες, μερικές φορές μάλιστα, πάρα πολύ δύσκολες. Ετσι, για να θυμόμαστε τα παλιά.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου