Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΡΑΣΩ ;

Σ  Α  Σ      Π  Α  Ρ  Α  Κ  Α  Λ  Ω,     Μ  Π  Ο  Ρ  Ω       Ν  Α      Π  Ε  Ρ  Α  Σ  Ω   ;

Εχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Πόσα χρόνια δεν μπορώ να θυμηθώ. Υπηρχε τότε ένας κώδικας κοινωνικής συμπεριφοράς, που υπαγόρευε τους τρόπους με τους οποίους έπρεπε να μιλούμε στους  άλλους, να φερόμαστε κατά τρόπο που να θεωρείται  « πολιτισμένος », που να γίνεται « αποδεκτός » από τους άλλους, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται « p o l i t e n e s s », και που σε ελεύθερη μετάφραση μπορεί να ορισθεί σαν  « τυπική ευγένεια ».

Όταν μιλάμε για ευγένεια, πρέπει να κάνουμε έναν σαφή διαχωρισμό. Ο ένας τύπος ευγένειας, είναι η  « φυσική » ευγένεια, αυτή που είναι έμφυτη, του χαρακτήρα. Αυτή δεν διδάσκεται, ή την έχει ο άνθρωπος ή δεν την έχει. Αυτός που δεν την έχει, δεν μπορεί να την αποκτήσει με καμμιά κυβέρνηση, αυτός που την έχει, δεν την χάνει ποτέ.

Ο άλλος τύπος ευγένειας είναι αυτός που αναφέθηκε πιό  πάνω σαν  « τυπική ευγένεια », και όπως  φαίνεται είναι δημιούργημα  της Ευρωπαικής αστικής τάξης που διαμορφώθηκε σε διάστημα  πολλών αιώνων. Ο ίδιος  τύπος ευγένειας υπήρχε από αιώνες και  στην Κίνα, όπου εκδηλώνεται με έντονη - όσο και επιφανειακή - ταπεινοφροσύνη, σχεδόν με δουλικότητα.

Φαίνεται ότι στους αστούς της Ευρώπης - ίσως και άλλων περιοχών του κόσμου - κρίθηκε αναγκαίο να διαμορφώσουν έναν κώδικα συμπεριφοράς που θα διευκολυνε τις καθημερινές τους επαφές και σχέσεις. Ο κώδικας αυτός περιελάμβανε διάφορους κανόνες που ταίριαζαν ο καθένας τους σε κάθε περίσταση. Η  παράβαση των κανόνων αυτών εθεωρείτο σαν απρεπής συμπεριφορά, σαν αγένεια.

Επειδή στην Ελλάδα - λόγω της Τουρκοκρατιας - δεν  δημιουργήθηκε αστική τάξη την εποχή που διαμορφωνότανε στην Ευρώπη, κανόνες  αυτού του τύπου δεν υπήρχαν, εκτός πιθανόν ορισμένων πόλεων του εξωελληνικού χώρου, όπου υπήρχε από  καιρό αστική τάξη, όπως της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Σύρου και μερικών ελληνικών κοινοτήτων της Ιταλίας. Ετσι, αυτή η τυπική ευγένεια εμφανίστηκε στις ελληνικές πόλεις προς τα τέλη του δέκατου ένατου  αιώνα. Τότε, άρχισαν  να ακούγονται τα « παρακαλώ », τα « ευχαριστώ » και τα παρόμοια, που χαρακτηρίζουν αυτού του τύπου την « κοσμική »  ευγένεια.

Θα μού πείτε : Σε τι χρησιμεύει αυτού του τύπου  η ευγένεια, αφού κατά κάποιον τρόπο είναι μάλλον  υποκριτική και  δεν εκφράζει  τα ειλικρινή αισθήματα των ανθρώπων που τη μεταχειρίζονται ; Η υποθετική αυτή ερώτησή σας, δεν είναι αδικαιολόγητη. Πράγματι,  θα  πρέπει να δοθεί μιά εξήγηση για τη χρησιμότητα αυτής της συμπεριφοράς.

Πρέπει να  τονισθεί ότι η τυπική συμπεριφορά για την οποία μιλάμε, δεν περιορίζεται σε φραστικά σχήματα λόγου. Εχει και την πρακτική της πλευρά, τη συμπεριφορά με πράξεις. Οταν λ.χ. μπαίνει μιά έγκυος ή ένα ηλικιωμένο άτομο σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς, λεωφορείο, τραμ κ.λ.π., ο κανόνας της καλής συμπεριφοράς -το  s a v o i r   v i v r e  των  Γάλλων -επιβάλλει στους  συνταξιδιώτες να  παραχωρήσουν τη θέση τους στο  άτομο αυτό. Αν δείς να υπάρχει πινακίδα  που να αναγράφει  τη φράση « Θέσεις ατόμων με ανάγκες », τότε σημαίνει ότι στο λαό της χώρας αυτής δεν εφαρμόζονται οι κανόνες αυτοί, αλλοιώς δεν θα  υπήρχε λόγος να τη γράφουν, θα ήταν αυτονόητη.

Λοιπόν, δεν πρόκειται για απλή εφαρμογή τυπικών κανόνων, αλλά για έναν τρόπο ζωής, επιβεβλημένο από την ίδια την  καθημερινότητα. Μπορεί  κανείς να βρεί  πλήθος από παρόμοια παραδείγματα που να δείχνουν ότι αυτές οι φαινομενικά ασήμαντες μικρολεπτομέρειες στην συμπεριφορά των  ανθρώπων  στην καθημερινή  πράξη, μπορούν  να δώσουν μιά άλλη ποιότητα ζωής στην κοινωνία.

Ας πάρουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα διαφοράς συμπεριφοράς σε  μιά συγκεκριμένη καθημερινή περίπτωση : Πηγαίνει  κάποιος σε ένα εκδοτήριο  εισιτηρίων - λ.χ. ενός σιδηροδρομικού σταθμού - και θέλει να πληροφορηθεί για κάποιο δρομολόγιο. Ρωτά  λοιπόν : « Με συγχωρείτε, μήπως μπορείτε να  μου πείτε  ποια ώρα  φεύγει το τραίνο για την πόλη Χ. ; ». Και τώρα ένας άλλος - σκαιός αυτός - τρόπος ερώτησης : « Ρε  σύ, δέ μού  λες, τι ώρα φεύγει το τραίνο για την πολη Χ ; ». Δεν είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει  κανείς τη διαφορά μεταξύ  των δύο αυτών - ακραίων βέβαια - συμπεριφορών, και πόσο διαφορετική θα είναι η εντύπωση που θα προκαλέσει σε κάποιους τρίτους.

Το γνωστό ρητό λέγει : « Η ευγένεια υποχρεώνει ». Θέλει να πεί, ότι όταν κανείς φέρεται με την ( τυπική έστω ) ευγένεια, κάμνει τον άλλο να τον ακούσει με προσοχή, να θέλει να τον εξυπηρετήσει, με λίγα λόγια τον κάμνει πιό πρόθυμο να συμπεριφερθεί και αυτός ανάλογα.

Το ίδιο  ισχύει και  αντίστροφα - με την  αρνητική συμπεριφορά, την  έλλειψη ευγένειας,  δηλαδή την αγένεια. Προδιαθέτει εκ του ασφαλούς  αρνητικά αυτόν στον οποίο απευθυνόμαστε, δύστροπο  στο να μας εξυπηρετήσει, και  γενικά εχθρικό, κι αυτό  εξ αιτίας της άσχημης συμπεριφοράς μας.

Γιατί το θέμα αυτό μπήκε  σε συζήτηση ; Ο λόγος  είναι απόλυτα διαφανής. Δεν γνωρίζω τι συμβαίνει αλλού, σε άλλες  χώρες, ξέρω όμως  και βλέπω τι συμβαίνει  στη χώρα μας. Στα παλιά χρόνια - και όταν λέω παλιά, εννοώ μέχρι πριν από δυό τρεις δεκαετίες το πολύ - υπήρχαν και σε μας οι τρόποι που προανέφερα, τουλάχιστον στους αστικούς, αλλά και στους μη αστικούς πληθυσμούς. Σήμερα όμως  παρατηρείται ότι ξαναγυρίσαμε πίσω στα χρόνια της ανάγωγης  συμπεριφοράς, και  αυτό μπορεί να το δεί κανείς  παντού. Βέβαια, υπάρχουν ακόμα υπολείμματα των καλών τρόπων, αλλά αυτά περιορίζονται  κυρίως στις παλιότερες γενιές, οι καινούργιοι θεωρούν ότι δεν χρειάζονται πιά αυτές οι συμπεριφορές, είναι αναχρονιστικές, ανήκουν σε άλλες εποχές.

Η  γενικότερη έκπτωση των ηθών, είναι αυτή  που θεωρεί το ότι είναι παλιό, είναι και απορριπτέο. Ισως θεωρεί το καλώς συμπεριφέρεσθαι σαν ένα δείγμα δουλικότητας. Βλέπουμε λοιπόν, ότι  φρασούλες όπως « σας παρακαλώ », « ευχαριστώ », « με συγχωρείτε », « σας ζητώ συγγνώμη »,  « μήπως σας ενοχλώ ; » και άλλες παρόμοιες τυπικές εκφράσεις, να έχουν εξαφανιστεί ή  σιγά σιγά  να εξαφανίζονται  από το μοντέρνο λεξιλόγιο. Στη θέση τους έχουν μπεί άλλου τύπου τρόποι  έκφρασης, χοντροκομμένοι, αγενείς, χαμηλού επιπέδου, ανάγωγοι.

Αυτά δεν ισχύουν μόνο γι  αυτούς που ζητούν κάποια εξυπηρέτηση, κάποια πληροφορία, αλλά και γι  αυτούς που καλούνται να προσφέρουν μιά τέτοια εκδούλευση. Πηγαίνεις σε  μιά κρατική υπηρεσία  για να ζητήσεις κάτι - μιά πληροφορία ας πούμε - και βλέπεις τον αρμόδιο που είναι και υποχρεωμένος μάλιστα να είναι ευγενής με αυτούς που τον χρειάζονται, καθώς αυτοί είναι που τον πληρώνουν για την υπηρεσία του, να φέρεται αγενώς, πολλές φορές μάλιστα και σκαιώς, προς τους άλλους.

Σε μιά χώρα που πολλά έχει  να κερδίσει από τον τουρισμό της, αυτού του είδους η συμπεριφορά που επιδεικνύεται βέβαια και προς τους ξένους, κάθε άλλο παρά ωφέλιμη είναι για τον σκοπό αυτό. Ο ξενος - που είναι Ευρωπαίος, συχνά υψηλής στάθμης, αλλά και Ασιάτης ή Αμερικανός -είναι συνηθισμένος σε άλλους τρόπους, και η εντύπωση που αποκομίζει είναι εξαιρετικά δυσμενής. Αυτό μπορεί να τον υποχρεώσει - μαζύ με άλλα πράγματα που τον ενοχλούν, όπως  την εξοργιστική  οικονομική εκμετάλλευση - να  απομακρυνθεί  από τη χώρα, να πάψει  να είναι πελάτης, γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο πελάτης θέλει να  εξυπηρετείται με συμπάθεια, με ευγένεια, με ευχαρίστηση.

Προ καιρού είχα διαβάσει κάπου, ότι πολύ θα άλλαζε η  καθημερινή ζωή μας, αν οι μικρές φρασούλες που πιό πάνω αναφέρθηκαν, ξανάμπαιναν στην παλιά τους χρήση. Αλλά αυτό δεν μπορεί  να γίνει  ούτε με  νόμους, ούτε με  κανονισμούς, ούτε  με προεδρικά  διατάγματα, πρέπει να έλθει από μόνο του. Και δεν το βλέπω να έρχεται.

 

 

ΚΟΝΤΟΡΕΒΥΘΟΥΛΗΣ, ΜΑΓΓΙΣΣΕΣ Κ.Λ.Π.

Κ Ο Ν Τ Ο Ρ Ε Β Ι Θ Ο Υ Λ Η Σ,     Μ Α Γ Ι Σ Σ Ε Σ     Κ.Λ.Π.

Κάποτε είμασταν μικρά παιδιά.Τα μικρά παιδιά αγαπούν όσο τίποτε άλλο τα παραμύθια. Κάθονται φρόνιμα επί ώρες, και  ακούν προσεκτικά αυτά που τους διηγείται με πολλή σοβαρότητα ένας ενήλικας. Η ιστορία πολλές φορές τραβά σε μάκρος, αλλά τα παιδιά σ΄αυτόν τον τομέα έχουν μεγάλη υπομονή - κι ας έχουν ακούσει την ίδια ιστορία  τριανταδύο φορές νωρίτερα, θα την ακούσουν ακόμη μιά φορά. ( Αλλωστε, οι παραδόσεις των λαών, πριν ανακαλυφθεί η γραφή, μεταφέρθηκαν επί  πολλούς αιώνες μ΄ αυτόν τον τρόπο, προφορικά, μέσω διηγήσεων που επαναλαμβάνόνταν στερεότυπα αναρίθμητες φορές, με τα ίδια λόγια. Μέχρι που μάθαιναν « ίστορικά » γεγονότα και θρύλους που αν γραφόντουσαν θα έπαιρναν χιλιάδες σελίδες, παράδειγμα  οι Ινδικές  Βέδες που μεταφέρθηκαν προφορικά επί πολλούς αιώνες  πριν γραφτούν, και πρόκειται για κείμενα που καλύπτουν χίλιες και πλέον σελίδες. )

Φαίνεται ότι τα παιδιά αρέσκονται σε αφηγήσεις τύπου  « "θρίλλερ ", αλλοιώς πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι  ακούν με μεγάλη προσήλωση, τρομακτικές ιστορίες που κάνουν να σηκώνονται  οι τρίχες της  κεφαλής ; Και δεν ξέρω αν υπάρχει αληθινά αυτή η τάση στα παιδιά  που οδήγησε τους  δημιουργούς των παραμυθιών να πλάσουν τις τρομακτικές ιστορίες τους, ή μήπως αυτοί διέπλασαν τα παιδιά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συνηθίσουν σ΄αυτό το είδος των αφηγήσεων.

Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι παιδαγωγοί  και παιδοψυχολόγοι, συμφωνούν στο ότι παραμύθια όπως ο Κοντορεβιθούλης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Χανς και η Γκρέτελ, δεν έπρεπε ποτέ να γίνουν αντικείμενο αφηγήσεων σε παιδιά, και μάλιστα μικρά, και  ότι τα παραμύθια που πρέπει να λέγονται, είναι ανάγκη να έχουν σαν θέματα  « ήπιες » ιστορίες που δεν θα προκαλούν φοβίες και νυχτερινούς εφιάλτες στα παιδιά.

Συμμερίζομαι τις ανησυχίες των παιδαγωγών  και των ψυχολόγων.  Ας πούμε λοιπόν, ότι διηγούμαστε  μιά όμορφη  και ήσυχη ιστοριούλα σε ένα παιδί. Νομίζετε ότι θα την παρακολουθήσει με κάποιο ενδιαφέρον ; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι, δεν θα κρεμαστεί από  τα χείλη  του αφηγητή, κι αν αυτό το κάνει την πρώτη φορά, δεν πρόκειται να γίνει σε μιά δεύτερη, η ιστορία μας είναι όμορφη, όμως ταυτόχρονα είναι και  « νερόβραστη » .

Είναι λοιπόν φανερό ότι για να  «τραβά » μιά αφήγηση το ενδιαφέρον των παιδιών, πρέπει να έχει αυτό που λέμε « σασπένς », δηλαδή αγωνία ως προς την εξέλιξη της ιστορίας, περιπέτεια και ασυνήθιστα  πράγματα, όπως μάγισσες, δράκους και τα σχετικά. Δεν ξέρω αν όλα αυτά προξενούν φοβίες και εφιάλτες στα παιδιά όπως πιστεύουν οι  ειδικοί, ίσως όμως και να μην προκαλούν  τέτοιου είδους  αντιδράσεις, άλλωστε  αυτό μπορεί  κανείς να  το ελέγξει, βλέποντας τη συμπεριφορά  του  παιδιού στο σκοτάδι, που σε περίπτωση πρόκλησης φοβιών από τις αφηγήσεις αυτές, θα πρέπει λογικά να είναι ανάλογη.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι όλοι ή σχεδόν όλοι οι συγγραφείς των παλιών παραμυθιών, διατηρούν τα στοιχεία που αναφέραμε, ακόμη και ο Χανς Χριστιανός  Αντερσεν - που ανήκει σε μιά μεταγενέστερη γενιά από εκείνη των αδελφών Γκριμ - χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία, έστω και χωρίς υπερφυσικά όντα όπως μάγισσες και δράκους. Οποιος έχει διαβάσει το  « κοριττσάκι με τα σπίρτα », θα έχει νοιώσει τη φοβερή  αίσθηση που προκαλεί το παραμύθι αυτό, τον μεγάλο πόνο που φέρνει στην ψυχή το δράμα  του μικρού κοριτσιού, που παγωμένο μέσα  στη νύχτα από το τρομερό κρύο των Σκανδιναυικών χωρών αλλά και από την απονιά των ανθρώπων πεθαίνει αβοήθητο, κρατώντας μέσα στα παγωμένα χεράκια του το κουτί με τα σπίρτα που είχε βγεί να πουλήσει στους περαστικούς.

Αραγε, ποιά  εντύπωση αφήνει στο  μικρό παιδί, η ιστοριούλα  του Κοντορεβιθούλη, του μικρότερου από τα έντεκα αδέλφια που οι γονείς τους αφήνουν στο δάσος, επειδή - άκουσον, άκουσον - είναι τόσο φτωχοί, που δεν μπορούν να τα θρέψουν ; Ποιά  γνώμη έχει ο μικρός ακροατής για κάτι  τέτοιους γονείς, και ποιά  μπορεί να είναι η γνώμη  για τους  δικούς του γονείς, όταν σκεφτεί  ότι σε κάποια ανάλογη  περίσταση, θα το άφηναν κι αυτοί σε κάποια ερημιά, μεσα στη νύχτα, με το φόβο μήπως το φάνε οι λύκοι.

Τί εντύπωση  να αφήνει  στα παιδιά  το παραμύθι των  μικρών αδελφών Χανς και Γκρέτελ, που πέφτουν στα χέρια μιάς κακής  μάγισσας, που τα ετοιμάζει  για να τα ρίξει μέσα στο φούρνο για  να τα  φάει - μιά φοβερή  περιγραφή ! Αλλά τα παιδιά αντιδρούν σωστά και ανατρέπουν την κατάσταση-και ίσως αυτό θέλει να εμπνεύσει ο συγγραφέας στην παιδική ψυχή, δηλαδή ότι σε δύσκολες και απελπιστικές περιστάσεις, μπορεί ο άνθρωπος  να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να ξεφύγει από αυτές.

Αλλού πάλι - όπως στην περίπτωση του Κοντορεβιθούλη - διδάσκεται η πρόνοια του πιτσιρίκου να αφήνει  ξοπίσω του αχνάρια της διάβασής των παιδιών μέσα  από το δάσος, έτσι ώστε να μπορέσουν να βρούνε τον δρόμο  της επιστροφής προς  τους γονιούς τους. Στην ίδια ιστορία, επεμβαίνει ο Κοντορεβιθούλης, και  με ένα τέχνασμα δικό του, ανατρέπει τα σχέδια του τρομερού δράκου, που μπερδεύει τα έντεκα παιδιά με τις δικές του κόρες, έτσι ώστε, αντί να φάει τα αδέλφια του Κοντορεβιθούλη, τρώγει τις δικές του θυγατέρες. Ισως υπάρχει και ένα ακόμα μήνυμα στην ιστορία αυτή : Ο ήρωας του παραμυθιού  είναι ο μικρότερος και ο πιό κοντός από τα αδέλφια, αποδεικνύει ότι ούτε η ηλικία, ούτε το ανάστημα παίζουν κανένα ρόλο, η ικανότητα είναι αυτή που μετράει, και έτσι δίνεται το μήνυμα στους  κοντούληδες - που μάλλον νοιώθουν μειονεκτικοί λόγω του χαμηλού ύψους τους - ότι είναι ίσως ικανότεροι από τους ψηλούς και κατά τεκμήριο πιό αποτελεσματικούς ανθρώπους.

Τι μας διδάσκει η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας ; Αξίζει νομίζω να δούμε τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από το πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο παραμύθι αυτό. Το όλο  ιστορικό μας αφηγείται ένα πέρασμα της μικρής Κοκινοσκουφίτσας μέσα από ένα δάσος, για να πάει στο σπίτι της γιαγιάς της που είναι άρρωστη, στην άλλη άκρη  του δάσους. Μέσα στο δάσος συναντά έναν λύκο, που ψαρεύοντας πληροφορίες από την αθώα μικρή, πηγαίνει πρώτος στο  σπίτι της γιαγιάς, και  αφού καταπίνει ολόκληρη τη γιαγιά, περιμένει τη μικρούλα να έλθει, και να την φάει κι αυτήν.

Το κύριο μήνυμα στο παραμύθι αυτό, είναι νομίζω το ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τον πρώτο τυχόντα, μπορεί να είναι κάποιος  πονηρός που να θέλει να μας βλάψει. Πρέπει να έχουμε τα  μάτια μας  ανοιχτά, η Κοκκινοσκουφίτσα  δεν τα έχει. Δίνει όλες τις  πληροφορίες που της ζητά ο λύκος,  που εδώ συμβολίζει το κακό. Δεν πρέπει να είμαστε αφελείς, αντίθετα πρέπει να είμαστε πάντοτε επιφυλακτικοί- τουλάχιστον με αγνώστους - να υποψιαζόμαστε ότι κάτι πονηρό έχουν  κατά νούν. Αυτό φαίνεται  τουλάχιστον να είναι το συμπέρασμα στο οποίο οφείλουμε να  καταλήξουμε από  αυτή την ιστοριούλα, μόνο  που δεν είμαι και πολύ βέβαιος ότι θα φτάσουν σ΄ αυτό τα παιδιά αν δεν τους το παρουσιάσουν έτσι οι μεγάλοι.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, φαίνεται ότι τα παραμύθια με τους δράκους, τις μάγισσες που ίπτανται επάνω στις σκούπες τους και όλα εκείνα των παλαιών εποχών, ανήκουν πιά στο παρελθόν. Οι παιδαγωγοί και οι ψυχολόγοι φαίνεται ότι  πέτυχαν το στόχο τους, έχουν εξοστρακίσει τα παραμύθια με τις τρομακτικές ιστορίες, που τόσο πολύ έθελγαν τους μικρούς ακροατές τους τον παλιό εκείνο τον καιρό. Τώρα, το αν τα παραμύθια που τους λένε τραβούν αληθινά την προσοχή τους - ακόμα κι όταν επαναλαμβάνονται για εικοστή  φορά - αυτό είναι μιά άλλη ιστορία.



Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΗ ΙΔΙΩΤΩΝ

Η     Ι Δ Ι Ω Τ Ι Κ Η     Ζ Ω Η     Τ Ω Ν     Μ Η     Ι Δ Ι Ω Τ Ω Ν



Η φράση :  « Αυτή είναι υπόθεση που αφορά την  ιδιωτική ζωή του ατόμου », ακούγεται πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό. Και  η φράση αυτή είναι σχετική  με τη ζωή διαφόρων ανθρώπων, που και επώνυμοι είναι, και που ο αντίκτυπος  των προσωπικών τους επιλογών επί ορισμένων ζητημάτων που άπτονται του ήθους  τους και του προσωπικού  γοήτρου τους, είναι καθοριστικός  για τη διαμόρφωση ενός  προτύπου της  κοινωνίας μέσα στην  οποία δρουν και  κινούνται.

Είναι απόλυτα δημοκρατικό και  κοινωνικά αποδεκτό, ότι κάθε άνθρωπος, εκτός από την προς τα έξω εικόνα του, έχει και τα κρυφά της ιδιωτικής του ζωής - που αλλοίμονο, δεν είναι συνήθως και τόσο « καθαρά » από πολλές απόψεις -και που είναι  προνόμιο του καθενός να τα φυλάγει από τον έξω κόσμο, που αλλοιώς ίσως και να « βρωμούσε » από τις αναθυμιάσεις που ενδεχομένως θα ανέδιδαν.

Τα ιδιωτικά αυτά κρυφά σημεία είναι όπως είπαμε δικαίωμα του κάθε ατόμου να τα κρατά μακρυά από τη  δημοσιότητα, και  όταν μιλάμε για δημοσιότητα, δεν εννοούμε  μόνο τον τύπο και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, αλλά και αυτόν τον κοινωνικό περίγυρο, κανείς δεν θέλει να βγαίνουν τα  « άπλυτά » του ούτε και στη γειτονιά του και να  γίνονται αντικείμενο  κουτσομπολιού.

Αυτά για τους ιδιώτες, δηλαδή τους  μη έχοντες  ανάμιξη με τα κοινά. Στην αρχαία Αθήνα, αυτούς  που δεν ψήφιζαν τους  ονόμαζαν ιδιώτες, δηλαδή απολιτικούς. ( Στην ιατρική και στα αγγλικά, ιδιώτης είναι ο άνθρωπος με  το κατώτερο επίπεδο  νοημοσύνης, πολύ κάτω και από τον ηλίθιο και από τον βλάκα, είναι δηλαδή σχεδόν ζώο ).

Λοιπόν, ο ιδιώτης έχει κάθε δικαίωμα να λέει : « Λογαριασμό δεν δίνω σε  κανένα γι αυτά που κάνω, μιάς  και δεν είναι  αξιόποινες πράξεις, όλα αυτά ανήκουν στην προσωπική μου ζωή, δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο εκτός από εμένα ». Και έχει απόλυτο δίκαιο. Τι τους νοιάζει τους άλλους και ανακατεύονται και τον κουτσομπολεύουν ; Ας καθήσουν στα αυγά τους οι άνθρωποι και ας κυττάξουν τις δουλειές τους.

Τώρα, θα φύγουμε απ΄ τους ιδιώτες και θα πάμε στους μή ιδιώτες. Και ποιοί είναι, παρακαλώ, αυτοί οι μή ιδιώτες  ; Πρώτη φορά ακούμε αυτόν τον όρο, μήπως φτιάχνουμε καινούργιες λέξεις ; Κατά  κάποιον τρόπο, ναι, φτιάχνουμε καινούργιες λέξεις, αυτή είναι προσωπική μας  υπόθεση και  δεν επιτρέπουμε  σε κανένα να αναμιγνύεται στις  προσωπικές μας υποθέσεις, ούτε και στον καθηγητή Μπαμπινιώτη.

Αυτοί λοιπόν οι μή ιδιώτες - ας τους προσδιορίσουμε τελικά για να  γίνουμε πιό σαφείς - είναι οι  λεγόμενοι  « οδηγοί του λαού », οι άνθρωποι της εξουσίας, όχι μόνο της πολιτικής εξουσίας, αλλά της  κάθε μορφής  εξουσίας. Αυτοί που  κατά  κάποιο τρόπο μας    « διαφεντεύουν » αυτοί που  είναι  πάνω από  εμάς, που θέλουν  να μας δείξουν ότι  είναι  ανώτεροι από  εμάς. Και που πρέπει να καταβάλλουμε κάθε ανθρωπίνως δυνατή προσπάθεια να τους μιμούμαστε, να τους ακολουθούμε όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον τσομπάνη τους.

Ποιοί είναι αυτοί που με τόσο αόριστο τρόπο περιγράψαμε ; Είναι οι  πολιτικοί παράγοντες της χώρας, οι πνευματικοί αρχηγοί -διανοητές, συγγραφείς, ποιητές, ακαδημαικοί - και ακόμα, είναι - για μιά μερίδα ανθρώπων τουλάχιστον -οι θρησκευτικοί αρχηγοί, αυτοί που μας διδάσκουν ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό, και το ποιά πρέπει να είναι η συμπεριφορά ημών των κατωτέρων. Αυτές είναι οι κεφαλές και το στήριγμα της κοινωνίας.

Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι ο τάδε υπουργός - ας πούμε της δημόσιας τάξης - έχει κάποια στιγμή  έλθει  στα χέρια με έναν ενοχλητικό του γείτονα, τον σκυλόβρισε και του έχωσε και μερικές μπουνιές στο σαγόνι - είχε πάρει όταν ήταν νεαρός και κάποια μαθήματα πυγμαχίας - και όλα αυτά  τα βλέπουμε να δημοσιοποιούνται. Ο δαρθείς  γείτονας δεν υποβάλλει μήνυση, το αδίκημα  δεν διώκεται αυτεπάγγελτα  παρά μόνο κατ΄ έγκληση. Τι  γίνεται τώρα ; Τον φωνάζει ο  πρωθυπουργός του και  ζητά να  του δώσει εξηγήσεις ; Μάλιστα, αυτό  κάνει, αν δεν  δώσει τις πρέπουσες  εξηγήσεις, ο πρωθυπουργός θα τον κάνει  « ντά » και  η υπόθεση θα τελειώσει εκεί, έτσι  δεν είναι ; Οχι, δεν είναι έτσι ή  τουλάχιστον  δ ε ν    π ρ έ π ε ι    ν α    ε ί  ν α ι   έ τ σ ι.

Τι λοιπόν  πρέπει  να γίνει μ΄αυτόν τον απρεπώς φερόμενον υπουργό, που εν τούτοις επιμένει ότι αυτός ο  σκυλοκαυγάς είναι  προσωπική του υπόθεση ; Να τι πρέπει να γίνει κατά την προσωπική μου γνώμη - όπως έχει αυτός προσωπικές υποθέσεις, έτσι κι εγώ έχω προσωπικές γνώμες - : Να τον αρπάξει ο πρωθυπουργός, που είναι ο άμεσος προϊστάμενός του, και να τον στείλει στο σπίτι του. Γιατί ; Ολος ο  κόσμος μπορεί να  παίζει ξύλο  με τους γείτονές του, αυτός  δεν μπορεί ; Ασφαλώς  και μπορεί, αλλά  κανένας δεν  τον ανάγκασε να γίνει υπουργός, μονάχος του το θέλησε και μάλιστα έκανε και μεγάλο αγώνα για να γίνει. Λοιπόν, ας παρατήσει το υπουργείο του και ας παίζει ξύλο όσο θέλει, και με τους γείτονές τους και με όποιον άλλον θέλει, θα  είναι προσωπικές  υποθέσεις του, της ιδιωτικής του ζωής. Τότε θα είναι αληθινός ιδιώτης.

Πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ - μάλιστα υπάρχει στον τύπο και σχετική φωτογραφία - ότι ο δείνα υπουργός γευμάτισε σε κοσμική ταβέρνα με  τον Χ.Ψ.Ω., που είναι αρχιμαφιόζος, αυτό το  ξέρει ο πάσα ένας, αλλά δεν μπορεί - ή δεν θέλει - να τον πιάσει η τσιμπίδα του νόμου. Και λοιπόν, τι  έγινε ;  Ο καθένας συντρώγει  με όποιον θέλει, αυτό αφορά την ιδιωτική του ζωή, είναι ιδιωτική του υπόθεση, αυτό έλειπε να μας πούνε και με ποιόν πρέπει να τρώμε και με ποιόν  -ή με ποιάν - να κοιμόμαστε, δεν είμαστε καλά. Και τι γίνεται εδώ ; Να τον επιπλήξει ο προιστάμενός του επειδή κάποιοι δυσανασχέτησαν που τον είδαν στην ταβέρνα; Να τον δείρει δεν πάει, είναι κοτζάμ  άντρακλας. Οχι, να του δώσει τα  παπούτσια στο χέρι, αυτό είναι αρκετό.

Ο Μητροπολίτης Τάδε πιάστηκε στα  πράσσα με μια σουρλουλού, το  μάτι των ΜΜΕ είναι παντού, δεν τους ξεφεύγει  τίποτε. Και λοιπόν, τι  έγινε ; Ο άνθρωπος  είναι άντρας όπως και όλοι οι υπόλοιποι - εκτός από μιά μικρή μειοψηφία - και έμπλεξε με κάποια, όνομα και μη χωριό, και θα  γίνει σούσουρο αυτό το πράγμα ; Οχι, ο  καθένας μπορεί να μπλέκει με την οποιαδήποτε, ουδέν το μεμπτόν. Αλλά, άνθρωπέ  μου, όταν ανελάμβανες τα υψηλά σου καθήκοντα, δεν  ήξερες ότι ήσουν  άντρας, ύστερα  το έμαθες ; Οχι, το  ήξερες, αλλά είπες : « Βρε σύ, ποιός θα το μάθει αυτό ; » Και τώρα τι γίνεται που το έμαθαν όλοι ; Ας το κουκουλώσουμε το ζήτημα, χαρά στο πράγμα που θα το στεναχωρηθούμε. Μά πώς θα το κουκουλώσουμε, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς το  έχει μάθει απ΄ έξω κι ανακατωτά, έγινε το πρώτο θέμα συζήτησης. Και λοιπόν, τι  πρέπει να γίνει ; Να τι πρέπει  να γίνει. Να του  βγάλουνε τα άμφια και τα άλλα σχετικά, και να τον στείλουνε στο σπίτι του.

Ο γιατρός Φ.Ν. σε  μιά Μακεδονική πόλη ή  χωριό - μπορεί  να είμαι εγώ ο ίδιος που το γράφω, γιατρός συμβαίνει  να είμαι και  εγώ - τα έμπλεξε με μια πελάτισσά του, μιά ασθενή του, και το έμαθαν και οι κότες, παρ΄ όλο ότι αυτές φημίζονται για την κουταμάρα τους. Εδώ δεν υπάρχει  προϊσταμένη αρχή  για να τον στείλει στο σπίτι του. Υπάρχουν όμως οι σύζυγοι, οι πατεράδες και οι άλλοι σχετικοί, και δίνουν στον γιατρό τα παπούτσια του, δεν έχει πού να πάει αλλού και να  εξασκήσει το επάγγελμά  του, θα το κλείσει  το ιατρείο του, τον έχουν μάθει σ΄όλη τη χώρα. Ας πάει στην Αυστραλία, στη  Γή του Πυρός, στη  Ζουλουλάνδη, ίσως  εκεί να μην ξέρουν  τίποτε. Μά καλά, αυτή  η υπόθεση είναι  αυστηρά ιδιωτική του, γιατί ανακατεύονται οι  άλλοι στα προσωπικά του, άντε  το πολύ πολύ να  ασχοληθεί ο σύζυγος της εν λόγω κυρίας, τους άλλους τί τους μέλλει ; Αντε, ντέ, τί τους μέλλει ;

Τη  δεκαετία του  60, κάποιοι σατανικοί ρεπόρτερς του  Λονδίνου, έστησαν μιά παγίδα στον τότε υπουργό εξωτερικών της κυβέρνησης των Συντηρητικών μίστερ Τζων Προφιούμο - για το Τζων δεν είμαι και πολύ σίγουρος πάρτε μιά εφημερίδα της εποχής εκείνης για να βεβαιωθείτε. Που λέτε, οι  ρεπόρτερς αυτοί τον παγίδεψαν  με ένα  call  girl - ο  καθένας  καταλαβαίνει  την έννοια της αγγλικής αυτής λέξης, δεν υπάρχει λόγος να τη μεταφράσουμε, όλοι μας μιλάμε  τα αγγλικά σαν τη μητρική μας γλώσσα - και αφού τον παγίδεψαν, τον φωτογράφισαν κρυφίως σε τρυφερούς εναγκαλισμούς μετά της εριτίμου μις Κριστίν Κίλλερ - ξέχασα να αναφέρω το όνομά της, τότε είχε γίνει  πασίγνωστο. Δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία στο House of  Commons - δεν θα το μεταφράσω ούτε κι αυτό, το ξέρουν όλοι μ΄αυτό το όνομα, το λένε όμως κι αλλοιώς, The Parliament, τώρα δεν μπορεί να ξεφύγει η έννοιά του από κανένα.  Λοιπόν, οι βουλευτές, τόσο της αντιπολίτευσης όσο και της  συμπολίτευσης, ζήτησαν εξηγήσεις από τον μίστερ Προφιούμο, κι αυτός  αρνήθηκε ότι υπήρξε ποτέ κάποιο τέτοιο ζήτημα, δεν την ξέρω αυτήν την κυρία που μου λέτε, ούτε εξ ακοής.

Την άλλη  μέρα, μιά σκανδαλοθηρική  εφημερίδα του Λονδίνου - δεν θυμάμαι αν ήταν η S u n,  η  συνήθης ύποπτη - δημοσίευσε τις γαργαλιστικές  φωτογραφίες  του υπουργού και η βουλή ζήτησε και πάλι  εξηγήσεις, όχι  τόσο γιατί ο μίστερ Προφιούμο - μπας και ήταν Ιταλικής καταγωγής, ένα σωρό Λονδρέζοι είναι Ιταλοί, έχουν και πολλά εστιατόρια - τα είχε μπλέξει με την αναφερθείσα κυρία, όσο για το ότι τους είχε πεί ψέμματα. Ο Προφιούμο τότε, σηκώθηκε από τη θέση του και απευθυνόμενος προς τη βουλή, είπε - περίπου - τα εξής :  « Αγαπητοί μου συνάδελφοι, δεν αξίζω να είμαι συνάδελφός  σας, επειδή  σ α ς   ε ί π α   ψ έ μ μα τ α,  γι αυτό φεύγω απ΄εδώ και αν με ξαναδείτε να με φτύσετε, είμαι ανάξιος να είμαι υπουργός  αλλά  και απλός  βουλευτής, επειδή σας  είπα ψέμματα ». Ετσι έληξε η υπόθεση εκείνη. Και η παράξενη για τον μίστερ Προφιούμο σύμπτωση: Η πέτρα του σκανδάλου που τον έφαγε, ονομαζότανε Κίλλερ, δηλαδή φονιάς, όνομα και πράμα. ( Αλλά με άλλη ορθογραφία).

Τη δεκαετία  του 70, οι Liberals  της Βρετανίας - αυτό  θα το μεταφράσω, μπορεί να μην το ξέρετε, δεν μπορείτε να τα ξέρετε όλα αυτό είναι δικό μου προνόμιο. Πρόκειται για τους Φιλελεύθερους, το  πρώτο κόμμα στον κόσμο μαζύ με τους Συντηρητικούς, ιδρύθηκαν μαζύ γύρω στο 1678 - οι Λίμπεραλς λοιπόν, έμαθαν ότι ο αρχηγός τους, ονόματι  Αντονυ Στηλ - εδώ μπορεί να τα έχω κάνει θάλασσα, είχαν κάποιον Στηλ για αρχηγό, αλλά δεν θυμάμαι καλά αν επρόκειτο γι  αυτόν ή  για κάποιον άλλο που ξέχασα το όνομά του - έμαθαν λοιπόν, ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Αμάν, τι πάθαμε ! Τι θα κάνουμε τώρα ; Ο κόσμος θα το κάνει βούκινο, και δεν θα  ξέρουμε  πού να κρυφτούμε. ( Ο πολύς κόσμος νομίζει ότι όλοι οι Βρετανοί, ιδίως οι Αγγλοι, είναι ομοφυλόφιλοι, οι στατιστικές όμως  έδειξαν ότι σε όλα  τα μέρη του κόσσμου, Δύσης και Ανατολής, το ποσοστό των ομοφυλοφίλων είναι ίδιο, δύο τοις εκατό.)

Τι κάνουμε λοιπόν μ΄αυτόν τον αρχηγό εμείς που είμαστε και το αρχαιότερο κόμμα στον κόσμο ; Να καθήσουμε να το συζητήσουμε ; Οχι, δεν  σηκώνει συζήτηση  το πράγμα. Ελα εδώ αρχηγέ. ( Δεν τον αναφέρω πιά σαν  Αντονυ Στηλ, να  μην τον πάρω  άδικα τον άνθρωπο στο στόμα μου, ίσως  έκανα λάθος.).  Ελα λοιπόν  εδώ, αρχηγέ ! Μάζεψε τα μπογαλάκια σου και δίνε  του, και να  μην μας γράφεις. Δόξα τω Θεώ, έχουμε πολλούς που θέλουν την καρέκλα σου, δεν σε χρειαζόμαστε. Μα, για σταθείτε ρε παιδιά, αυτά όλα  ανήκουν στην ιδιωτική μου ζωή, γιατί να με διώξετε έτσι άσπλαχνα ;

Δεν γίνεται αρχηγέ, ξέρεις  καλά ότι από το  δεκαοκτώ τοις εκατό  που είχαμε στις προηγούμενες εκλογές, ( ανάθεμά σας Εργατικοί που ιδρύσατε το κόμμα σας το 1900, σαν να μην μας έφταναν τα δυό κόμματα  που είχαμε επί  διακόσια και πλέον  χρόνια, κάνατε και σεις το δικό σας και μας φάγατε τις ψήφους.) θα κατέβει τώρα στο δέκα τοις εκατό, ίσως και πιό κάτω, μόνο οι  g a y s   θα μας ψηφίσουνε και ίσως και τα μέλη των οικογενειών μας.

Τι να  κάνει ο αρχηγός ; Αφού δεν τον θέλουνε, θα πάρει των ομματιών του και θα  φύγει. Ας όψονται αυτοί που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν  τα προσωπικά από τα δημόσια. Ετσι απεχώρησε από το ιστορικό κόμμα - που σημειωτέον ήταν το φιλλεληνικό κόμμα της  Βρετανίας, οι  Συντηρητικοί ήσαν τουρκόφιλοι πάντοτε. Την εποχή της ναυμαχίας του Ναυαρίνου που έδιωξε τον Ιμπραήμ  απ΄ την Πελοπόννησο και έδωσε την ελευθερία στην  Ελλάδα, την κυβέρνηση την είχαν οι Φιλελεύθεροι.

Οσο για μας τους Ελληνες - Θεέ μου να τους έδενες, ποτέ να μην τους έλυνες - εμείς δεν δίνουμε τσακιστή δεκάρα για το τι κάνει ο υπουργός, ο μητροπολίτης και οι πνευματικοί αρχηγοί μας -τέτοιοι είμασταν από την εποχή του Περικλή και της Ασπασίας. Ξέρετε βέβαια τί επάγγελμα ασκούσε η Ασπασία, το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου - αυτό λένε μερικοί ήταν το πρώτο επάγγελμα, πριν ανακαλυφθούν  οι φουρνάρηδες, οι χασάπηδες, οι  μανάβηδες.

Κατά σύμπτωση, το  ίδιο επάγγελμα ασκούσε και η Κριστίν Κίλλερ, που εξόντωσε τον Προφιούμο η άτιμη.

 

ΒΡΕ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ;

Β Ρ Ε     Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ,   Τ Ι Ν Ο Σ     Ε Ι Ν Α Ι     Τ Α     Π Α Ι Δ Ι Α     ;

Οι άνθρωποι που κατοικούνε σ΄ αυτή τη χώρα λέγονται από αρχαιοτάτων χρόνων  Ελληνες, κατάγονται  από τα  Ελληνικά φύλα που κατέβηκαν  απ΄ τον Δούναβη και από πολύ πιό ψηλά, πριν από  τέσσερις χιλιάδες  περίπου χρόνια, οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Ιωνες και οι Μακεδόνες. Για την  ακρίβεια, οι  πρώτοι που κατέβηκαν ήσαν οι Αχαιοί - γύρω στο 1800 π.Χ., και οι τελευταίοι οι Μακεδόνες - γύρω στο 1400 π.Χ. έτος.

Σήμερα, λέμε ότι όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι γνήσιοι Ελληνες, απόγονοι καθαροί των αρχαίων Ελλήνων.Είναι αληθινό αυτό ; Θα εξετάσουμε όλες τις πιθανές εκδοχές, από αυτή την  ακραία τοποθέτηση του ότι είναι  ακραιφνείς Ελληνες, μέχρι της τελείως αντίθετης άποψης ότι δεν υπάρχουν καθόλου Ελληνες.

Θα ξεκινήσουμε από μερικά αναμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα. Βλέπουμε ότι τα πρώτα δυόμισυ χιλιάδες χρόνια από την εγκατάσταση των Αχαιών, καμμιά άλλη φυλή  δεν εισέδυσε στον Ελλαδικό  χώρο. Γύρω στο  500 μ.Χ., αρχίζουν να εμφανίζονται στη Βαλκανική χερσόνησο φυλές  σλαβικές, όπως οι  Βούλγαροι και οι  Γιουγκοσλάβοι  - κυρίως  Σέρβοι. Βέβαια, πριν από αυτή την εποχή, υπήρχαν στην Αλβανία οι Ιλλυριοί - οι σημερινοί Αλβανοί - που ίσως ήσαν ντόπιο φύλο που βρέθηκε εκεί πριν έλθουν οι Ελληνες, ή είχαν κατέβει  μαζύ με τα Ελληνικά φύλα, αλλά δεν είχαν ανάμιξη με τους ελληνικούς πληθυσμούς.

Οι Βούλγαροι κατοίκησαν στην περιοχή της σημερινής Μακεδονίας των Σκοπίων, και η πρωτεύουσά  τους ήταν η Οχρίδα, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη. Ένα μέρος από αυτούς, κατοίκησε και  στο χώρο της  σημερινής Βουλγαρίας. Οι  Βούλγαροι - παρά  τις αρκετές εισβολές που έκαναν στο Μακεδονικό έδαφος - δεν αναμίχθηκαν με τους τοπικούς πληθυσμούς. Αντίθετα οι Σέρβοι, έκαναν βαθειές διεισδύσεις - κυρίως με το Στέφανο Ντούσαν - και είναι πιθανόν να έμειναν ορισμένοι από αυτούς στην  κεντρική Ελλάδα. Ο αριθμός αυτών που πιθανώς έμειναν, ήταν μικρός, και γρήγορα ή  αργά, απορροφήθηκαν  από τους μόνιμους  κάτοικους, καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και καμμιά θρησκευτική  διαφορά μεταξύ τους, πράγμα που είχε μεγάλη σημασία.

Παραλείψαμε να αναφέρουμε ότι οι κάτοικοι της Θράκης - από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου μέχρι  τον ποταμό  Στρυμώνα - ήσαν φυλή γερμανική, που χρειάστηκε να περάσουν μερικοί αιώνες μέχρι να  απορροφηθούν από τις  ελληνικές φυλές, η  απορρόφηση αυτή έγινε βέβαια σταδιακά, και τελικά μερικοί  από αυτούς - οι ορεινοί Πομάκοι - δεν απορροφήθηκαν καθόλου και τελικά εξισλαμίστηκαν.

Εισβολές  έγιναν και  από άλλες  φυλές, όπως τους ΄Αβαρους και τους Οστρογότθους, όμως αυτοί ήλθαν και απήλθαν, δεν υπάρχει καμμιά θεωρία ότι είχαν ανάμειξη με τα εντόπια φύλα. Η  μεγαλύτερη  όμως εισβολή και  μεγάλη ανάμιξη  με τις  ελληνικές φυλές, έγινε  από τους Χριστιανούς Αλβανούς, που γύρω στο 1600 μ.Χ.κατέβηκαν στον Ελληνικό χώρο, μέχρι την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τον ποταμό Εβρο.

Οι Αλβανοί αυτοί, πολύ γρήγορα - εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, Μενίδι, Εβρος - απορροφήθηκαν και συγχωνεύτηκαν  με τους τοπικούς  πληθυσμούς, και το μόνο  που θυμίζει τη μακρυνή καταγωγή τους είναι τα επώνυμα Αρβανίτης, Αρβανιτόπουλος, Αρβανιτάκης και τα παρόμοια. Πάντως, φαίνεται  ότι οι  Σουλιώτες - Τζαβελαίοι, Μποτσαραίοι και λοιποί, καθώς και οι Υδραίοι, Μιαούλης, Κουντουριώτης και λοιποί - είναι μίγμα από Ελληνες και Αλβανούς. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτών που έχουν  « Αρβανίτικο » αίμα στις φλέβες τους, πρέπει να είναι γύρω στο μισό εκατομμύριο, ίσως και παραπάνω.

Εκτός από τη  βασική αυτή επιμιξία  με τους Αλβανούς, μικρές  επιμιξίες έχουν γίνει με επιδρομείς πειρατές από τη Βόρεια Αφρική, που σε  μεμονωμένες  περιπτώσεις, χρησιμοποιώντας βία, έφεραν  σε νησιώτικους  και παράλιους  οικισμούς το στίγμα  της Μεσογειακής αναιμίας, και επίσης μικρή ήταν και η ανάμιξη με τους Ενετούς στις περιοχές που αυτοί κατείχαν, και που δεν μπορούσαν να αλλοιώσουν την καθαρότητα των τοπικών πληθυσμών.

Παρά ταύτα, ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράϋερ, παρασυρόμενος από αμφίβολης γνησιότητας γραπτές πηγές, ή  απλά από κακοπιστία, ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν καθόλου Ελληνες στην Ελλάδα που να έχουν σχέση με  τους αρχαίους. Αλλά ακόμα  και αν υπήρχε ευρεία ανάμιξη με τις σλαβικές φυλές - όπως  ισχυρίζεται ο Φαλμεράϋερ - δεν βλέπει κανείς γλωσσικές επιρροές στον Ελλαδικό χώρο, όπου σύμφωνα με τον Φαλμεράϋερ, θα έπρεπε οι ομιλούμενες γλώσσες και διάλεκτοι να είναι  περισσότερο σλαβικές παρά ελληνικές. Εξ άλλου, τί απόγιναν οι εντόπιοι Ελληνες, άνοιξε η  γή και  τους κατάπιε ; Το ότι έχουν  γίνει επιμιξίες δεν το αμφισβητεί κανένας, όμως η άποψη του Φαλμεράϋερ είναι εκτός πάσης λογικής. Κατά  τον ίδιο τρόπο σκέψης, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε ίχνος Γερμανού μετά από τις αναρίθμητες επιμιξίες που έγιναν στην κεντρική Ευρώπη, όπου  οι άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν προς πάσαν κατεύθυνσιν, και τότε και ο ίδιος ο Φαλμεράϋερ δεν θα ήταν καθόλου Γερμανός.

Σε δύσκολες εποχές, μακροχρόνιες υποδουλώσεις σε ξένους λαούς, είναι πολύ φυσικό να γίνονται μίξεις πολλές για να κατορθώσουν  οι υπόδουλοι να επιβιώσουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα με τους Τούρκους, αλλά υπήρχε το τεράστιο θρησκευτικό χάσμα μεταξύ κατακτητή και  κατακτημένου. Στην περίπτωση αυτή, έγινε το αντίθετο, οι Τούρκοι έχοντας τη δυνατότητα να παίρνουν  Ελληνίδες γυναίκες  στα χαρέμια τους, έγιναν αρκετά  « μικτοί » με τις ελληνικές φυλές. Ελληνας να πάρει Τούρκισσα ήταν έξω από κάθε δυνατότητα.

Αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,η Ελλάδα γέμισε από στρατεύματα συμμαχικά παντός χρώματος και γλώσσας. Και τότε κυκλοφόρησε ένα τραγουδάκι, πάνω στη μουσική ενός  Βρετανικού στρατιωτικού τραγουδιού, του  « Γιούπι- γιάγια », που με ελληνικούς στίχους έλεγε :

« Τα κορίτσια μας που είχαν Γερμανούς,                                          τα κορίτσια μας που είχαν Ι

Β Ρ Ε     Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ,   Τ Ι Ν Ο Σ     Ε Ι Ν Α Ι     Τ Α     Π Α Ι Δ Ι Α     ;

Οι άνθρωποι που κατοικούνε σ΄ αυτή τη χώρα λέγονται από αρχαιοτάτων χρόνων  Ελληνες, κατάγονται  από τα  Ελληνικά φύλα που κατέβηκαν  απ΄ τον  Δούναβη και  από πολύ πιό ψηλά, πριν από  τέσσερις χιλιάδες  περίπου χρόνια, οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Ιωνες και οι Μα-κεδόνες. Για την  ακρίβεια, οι  πρώτοι που κατέβηκαν ήσαν οι Αχαιοί - γύρω στο 1800 π.Χ., και οι τελευταίοι οι Μακεδόνες - γύρω στο 1400 π.Χ. έτος.

Σήμερα, λέμε ότι όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι γνήσιοι Ελληνες, απόγονοι καθαροί των αρχαίων Ελλήνων.Είναι αληθινό αυτό ; Θα εξετάσουμε όλες τις πιθανές εκδοχές,από αυτή την  ακραία τοποθέτηση του ότι είναι  ακραιφνείς Ελληνες, μέχρι της τελείως αντίθετης άποψης ότι δεν υπάρχουν καθόλου Ελληνες.

Θα ξεκινήσουμε από μερικά αναμφισβήτητα ιστορικά δεδομένα. Βλέπουμε ότι τα πρώτα δυόμισυ χιλιάδες χρόνια από την εγκατάσταση των Αχαιών, καμμιά άλλη φυλή  δεν εισέδυσε στον Ελλαδικό  χώρο. Γύρω στο  500 μ.Χ., αρχίζουν να εμφανίζονται στη Βαλκανική χερσόνησο φυλές  σλαβικές, όπως οι  Βούλγαροι και οι  Γιουγκοσλάβοι  - κυρίως  Σέρβοι. Βέβαια, πριν από αυτή την εποχή, υπήρχαν στην Αλβανία οι Ιλλυριοί - οι σημερινοί Αλβανοί - που ίσως ήσαν ντόπιο φύλο που βρέθηκε εκεί πριν έλθουν οι Ελληνες, ή είχαν κατέβει  μαζύ με τα Ελληνικά φύλα, αλλά δεν είχαν ανάμιξη με τους ελληνικούς πληθυσμούς.

Οι Βούλγαροι κατοίκησαν στην  περιοχή της σημερινής Μακεδονίας των Σκοπίων, και η πρωτεύουσά  τους ήταν η Οχρίδα, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη. Ένα μέρος από αυτούς, κατοίκησε και  στο χώρο της  σημερινής Βουλγαρίας. Οι  Βούλγαροι - παρά  τις αρκετές εισβολές που έκαναν στο Μακεδονικό έδαφος - δεν αναμίχθηκαν με τους τοπικούς πληθυσμούς. Αντίθετα οι Σέρβοι, έκαναν βαθειές διεισδύσεις - κυρίως με το Στέφανο Ντούσαν - και είναι πιθανόν να έμειναν ορισμένοι από αυτούς στην  κεντρική Ελλάδα. Ο αριθμός αυτών που πιθανώς έμειναν, ήταν μικρός, και γρήγορα ή  αργά, απορροφήθηκαν  από τους μόνιμους  κάτοικους, καθώς μάλιστα δεν υπήρχε και καμμιά θρησκευτική διαφορά μεταξύ τους, πράγμα που είχε μεγάλη σημασία.

Παραλείψαμε να αναφέρουμε ότι οι κάτοικοι της Θράκης - από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου μέχρι  τον ποταμό  Στρυμώνα - ήσαν  φυλή γερμανική, που  χρειάστηκε να περάσουν μερικοί αιώνες μέχρι να  απορροφηθούν από τις  ελληνικές φυλές, η  απορρόφηση αυτή έγινε βέβαια σταδιακά, και  τελικά μερικοί  από αυτούς - οι ορεινοί Πομάκοι - δεν απορροφήθηκαν καθόλου και τελικά εξισλαμίστηκαν.

Εισβολές  έγιναν και  από άλλες  φυλές, όπως τους ΄Αβαρους και τους Οστρογότθους, ό-μως αυτοί ήλθαν και απήλθαν, δεν υπάρχει καμμιά θεωρία ότι  είχαν  ανάμειξη με τα εντόπια φύλα. Η  μεγαλύτερη όμως εισβολή και μεγάλη ανάμιξη με τις  ελληνικές φυλές, έγινε  από τους Χριστιανούς Αλβανούς, που γύρω στο 1600 μ.Χ. κατέβηκαν στον Ελληνικό χώρο, μέχρι την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τον ποταμό Εβρο.

Οι Αλβανοί αυτοί, πολύ γρήγορα - εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, Μενίδι, Εβρος - απορροφήθηκαν και συγχωνεύτηκαν  με τους τοπικούς  πληθυσμούς, και το μόνο  που θυμίζει τη μακρυνή καταγωγή τους είναι τα επώνυμα Αρβανίτης, Αρβανιτόπουλος, Αρβανιτάκης και τα παρόμοια. Πάντως, φαίνεται  ότι οι  Σουλιώτες - Τζαβελαίοι, Μποτσαραίοι και λοιποί, καθώς και οι Υδραίοι, Μιαούλης, Κουντουριώτης και λοιποί - είναι μίγμα από Ελληνες και Αλβανούς. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτών που έχουν  « Αρβανίτικο » αίμα στις φλέβες τους, πρέπει να είναι γύρω στο μισό εκατομμύριο, ίσως και παραπάνω.

Εκτός από τη  βασική αυτή επιμιξία  με τους Αλβανούς, μικρές  επιμιξίες έχουν γίνει με επιδρομείς πειρατές  από τη Βόρεια Αφρική, που σε  μεμονωμένες  περιπτώσεις, χρησιμοποιώντας βία, έφεραν  σε νησιώτικους  και παράλιους  οικισμούς το στίγμα  της Μεσογειακής αναιμίας, και επίσης μικρή ήταν και η ανάμιξη με τους Ενετούς στις περιοχές που αυτοί κατείχαν, και που δεν μπορούσαν να αλλοιώσουν την καθαρότητα των τοπικών πληθυσμών.

Παρά ταύτα, ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράϋερ, παρασυρόμενος από αμφίβολης γνησιότητας γραπτές πηγές, ή  απλά από κακοπιστία, ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν καθόλου Ελληνες στην Ελλάδα που  να έχουν σχέση με  τους αρχαίους. Αλλά ακόμα  και αν υπήρχε ευρεία ανάμιξη με τις  σλαβικές φυλές - όπως  ισχυρίζεται ο Φαλμεράϋερ - δεν βλέπει κανείς γλωσσικές επιρροές  στον Ελλαδικό χώρο, όπου  σύμφωνα με τον Φαλμεράϋερ, θα έπρεπε οι ομιλούμενες γλώσσες και διάλεκτοι να είναι  περισσότερο σλαβικές παρά ελληνικές. Εξ άλλου, τί απόγιναν οι εντόπιοι Ελληνες, άνοιξε η  γή και  τους κατάπιε ; Το ότι έχουν  γίνει επιμιξίες δεν το αμφισβητεί κανένας, όμως η άποψη του Φαλμεράϋερ είναι εκτός πάσης λογικής. Κατά  τον ίδιο τρόπο σκέψης, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε ίχνος Γερμανού μετά από τις αναρίθμητες επιμιξίες που έγιναν στην κεντρική Ευρώπη, όπου  οι άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν προς πάσαν κατεύθυνσιν, και τότε και ο ίδιος ο Φαλμεράϋερ δεν θα ήταν καθόλου Γερμανός.

Σε δύσκολες εποχές, μακροχρόνιες υποδουλώσεις σε ξένους λαούς, είναι πολύ φυσικό να γίνονται μίξεις πολλές για να κατορθώσουν  οι υπόδουλοι να επιβιώσουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα με τους Τούρκους, αλλά υπήρχε το τεράστιο θρησκευτικό χάσμα μεταξύ κατακτητή και  κατακτημένου. Στην  περίπτωση αυτή, έγινε το αντίθετο, οι Τούρκοι έχοντας τη δυνατότητα να παίρνουν  Ελληνίδες γυναίκες  στα χαρέμια τους, έγιναν αρκετά  « μικτοί » με τις ελληνικές φυλές. Ελληνας να πάρει Τούρκισσα ήταν έξω από κάθε δυνατότητα.

Αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,η Ελλάδα γέμισε από στρατεύματα συμμαχικά παντός χρώματος και γλώσσας. Και τότε κυκλοφόρησε ένα  τραγουδάκι, πάνω στη μουσική ενός  Βρετανικού στρατιωτικού  τραγουδιού, του  « Γιούπι - γιάγια », που με ελληνικούς στίχους έλεγε :

« Τα κορίτσια μας που είχαν Γερμανούς,

τα κορίτσια μας που είχαν Ιταλούς,

τώρα έχουν Εγγλεζάκια

με κοντά παντελονάκια,

Αραπάδες, Κινέζους και Ινδούς.

Βρε γυναίκα τίνος είναι τα παιδιά,

βρε γυναίκα τίνος είναι τα παιδιά,

το ΄να λέει γιές, γιές,

τ΄ άλλο λέει γιά, γιά,

και το τρίτο γιαχαμπίμπι, γιάχα - γιά »

Η σάτιρα αυτή είχε να κάνει με τα κορίτσια που - λίγα βέβαια σε αριθμό σε σχέση με την ολότητα - είχαν  δημιουργήσει, μάλλον από ανάγκη βιοτική, σχέσεις  με τους στρατιώτες των κατοχικών στρατευμάτων και αργότερα με τους Βρετανούς - πολλούς από  τους οποίους παντρεύτηκαν και έφυγαν στη Βρετανία - αλλά όχι βέβαια με τους αραπάδες. Και εδώ επρόκειτο για μερικά αποικιακά στρατεύματα, τους Κινέζους που ήσαν το περίφημο πεζικό των Γκούρκας του Νεπάλ, και τους Ινδούς, που ήσαν οι γνωστοί μας Σιχ με τα τουρμπάνια τους.

Οι περιωρισμένες  αυτές επαφές με ξένους - που πάντοτε υπάρχουν στην ιστορία των λαών - δεν θα μπορούσε να  αλλοιώσει τον βασικό εθνολογικό κορμό  του τοπικού πληθυσμού, κι΄αυτό δεν το λέω από λόγους  « πατριωτικούς », αλλά γιατί έτσι μιλούν τα γεγονότα.

Σημειωτέον ότι ο Φαλμεράϋερ, που δεν πίστευε ότι υπάρχουν πιά Ελληνες - λανθασμένη βέβαια εκτίμηση αν όχι  κακοπροαίρετη - έλεγε ότι μόνο οι Πόντιοι είναι καθαρόαιμοι Ελληνες, επειδή η  χώρα τους ήταν έξω από κάθε πέρασμα ξένων. Αλλά τέτοια  μέρη που δεν ήσαν βατά από ξένους  υπήρχαν πάρα  πολλά, τόσο στην καθ΄ εαυτού Ελλάδα - με τις τεράστιες ορεινές περιοχές - όσο και στην Μικρά Ασία, όπου μόνο Τούρκοι μπορούσαν να μένουν επί μακρές  περιόδους χρόνου, και είπαμε ότι με τους Τούρκους  μόνο μονόπλευρη ανάμιξη ήταν δυνατή, η  εισβολή  ελληνικού στοιχείου  στο τουρκικό, τόσο με τα χαρέμια, όσο και με τις εκατοντάδες χιλιάδες των γενίτσαρων.

 

 

 

 

Ο Λ Ι Γ Α Τ Ι Ν Α Π Ε Ρ Ι Σ Ε Ι Σ Μ Ω Ν

Ο  Λ  Ι  Γ  Α       Τ  Ι  Ν  Α       Π  Ε  Ρ  Ι       Σ  Ε  Ι  Σ  Μ  Ω  Ν



Σε κάποιο  παλιό βιβλίο σχολικό, πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, υπήρχε ο εξής ορισμός  για τον σεισμό :  « Σεισμόν καλούμεν και σεισμόν ονομάζομεν, τας σεισμικάς δονήσεις τας  προκαλουμένας υπό του σεισμού ». Τέλειος ορισμός, δεν βρίσκετε ; Φυσικά, υπήρχε ο κατάλληλος  ορισμός, όμως αυτός  δεν δόθηκε τότε. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν - πάλι μεσω της εγκυκλοπαίδειας - να βρούμε το σωστό ορισμό, πριν προχωρήσουμε παραπέρα.

Σεισμός  λοιπόν, είναι  η απότομη  κίνηση ή  δόνηση μικρών  ή μεγάλων  εκτάσεων  του φλοιού της γής. Αυτός είναι ο επίσημος ορισμός του σεισμού. Αφού λοιπόν μάθαμε - από την εγκυκλοπαίδεια - τον ορισμό, ας δούμε και τις αιτίες που προκαλούν αυτές τις κινήσεις  ή δονήσεις του φλοιού της γής.

Υπάρχουν τρία είδη σεισμών, ανάλογα με την αιτία που τους προκαλεί. Ο  πρώτος τύπος είναι  οι - πάρτε βαθειά  αναπνοή -     ε γ κ α τ α κ ρ η μ ν ι σ ι γ ε ν ε ί ς   σεισμοί. Οφείλονται στην ξαφνική  κατάρρευση της οροφής υπογείων σπηλαίων. Οι σεισμοί  αυτοί είναι μερικές φορές πολύ ισχυροί, όμως γενικά  περιορίζονται σε μικρές  εκτάσεις. Ο δεύτερος τύπος είναι οι ηφαιστειογενείς  σεισμοί που προηγούνται ή συνοδεύουν εκρήξεις  ηφαιστείων, και οφείλονται στις ωθήσεις που προκαλούν τα  αέρια και η λάβα, στην προσπάθειά  τους να διαφύγουν και να βγούν από τον ηφαιστειακό πόρο. Είναι πολύ μικρής έκτασης, αλλά μπορούν να γίνουν καταστρεπτικοί για τους κατοίκους που κατοικούν πολύ κοντά στο ηφαίστειο.

Ο τρίτος και σημαντικότερος τύπος σεισμών είναι οι τεκτονικοί σεισμοί. Οι αιτίες αυτών των σεισμών είναι ποικίλες. Μπορεί να οφείλονται σε αποκαταστάσεις της ισοστατικής  ισορροπίας του γήινου φλοιού, που διαταράχτηκε εξ αιτίας άλλων γεωλογικών φαινομένων. Κυρίως όμως θα πρέπει να οφείλονται σε ελαστικές τάσεις που συσσωρεύτηκαν από αργές και μη αντιληπτές μετακινήσεις κομματιών του γήινου φλοιού, που γίνονται μέχρι  να επέλθη ξαφνική διάρρηξη των κομματιών αυτών. Καταλάβατε τίποτε από αυτόν τον ορισμό της τρίτης κατηγορίας των σεισμών αυτών ; Αν ναι, τότε κερδίζετε ωρολόγιον τσέπης - όπως έλεγαν πάλαι ποτέ οι πωλητές ζαχαρωτών που συνδύαζαν την  πώληση  των ζαχαρωτών  αυτών με κάποια προσφορά, ή πιό συνηθισμένα, τα προσέφεραν στους νικητές  των παιχνιδιών  που υπήρχαν  στα Λούνα - Παρκ.

Πιό απλά, θα πούμε ότι υπάρχει μιά ζώνη που τριγυρίζει όλη τη γή, και στην οποία υπάρχουν ρήγματα, δεν  ξέρω για ποιό  λόγο, ρωτήστε  και κανέναν  γεωλόγο, όλα εγώ  θα σας τα  λέω ; Αυτά λοιπόν τα ρήγματα, δημιουργούν καταστάσεις έλλειψης ισορροπίας, και για να επανέλθει η  ισορροπία  αυτή, γίνονται διαδοχικές μετακινήσεις μαζών, που προκαλούν αρχικά τον κύριο σεισμό, και εν συνεχεία τους πολλούς μετασεισμούς που ακολουθούν, μέχρις ότου ησυχάσει ο φλοιός της γής.

Για να αρχίσουμε από κάπου, ας αρχίσουμε από το μεγαλύτερο ρήγμα που υπάρχει στον κόσμο, αυτό του Αγίου Ανδρέα, που είναι  κοντά στο Σαν Φρανσίσκο  των Ενωμένων Πολι-τειών. Από εκεί, η ζώνη αυτή  κατεβαίνει προς τις  βόρειες χώρες της Νότιας Αμερικής, ( Περού, Κολομβία ) αφού πρώτα περάσει από το Μεξικό. Κατόπιν βγαίνει στον  Ατλαντικό, τον διασχίζει, και  βγαίνει στην Αλγερία. Από εκεί, ανεβαίνει  στην Ιταλία, και  μετά κατεβαίνει στην Βαλκανική, περνά  στην Τουρκία, ύστερα στο Ιράν, ανεβαίνει  στην Κίνα, κατόπιν στην Ιαπωνία, διασχίζει κατόπιν  τον Ειρηνικό, και ξαναγυρίζει  στο Σαν Φρανσίσκο. Ολοι σχεδόν οι σεισμοί συμβαίνουν σ΄αυτή την ζώνη  και στα πλαϊνά της.

Υπάρχουν  δυό κλίμακες  με τις  οποίες μετριούνται  οι σεισμοί ως  προς το μέγεθός τους και ως προς τα αποτελέσματά τους. Για τη μέτρηση του  μ ε γ έ θ ο υ ς   του σεισμού, δηλαδή  για την ποσότητα ενέργειας που εκλύεται κατά τον σεισμό, χρησιμοποιείται η κλίμακα Ρίχτερ, που καθορίστηκε το 1923. Πρέπει να έχουμε υπ΄ όψιν, ότι το νούμερο που μας βγάζει η κλίμακα Ρίχτερ, δεν ανταποκρίνεται  αναγκαστικά και στα αποτελέσματα του σεισμού. Μπορεί να γίνει  ένας σεισμός μεγέθους 7 Ρίχτερ  και οι ζημιές να είναι  λίγες, και τούτο επειδή η απόσταση του  υπόκεντρου είναι πολύ μεγάλη, ή το βάθος του υπόκεντρου είναι πολύ βαθειά στη γή. Αντίθετα, ένας σεισμός  μεγέθους 5 Ρίχτερ, μπορεί να είναι εξαιρετικά  καταστρεπτικός, επειδή το υπόκεντρό  του βρίσκεται  ακριβώς κάτω από μιά  πόλη και σε πολύ μικρό βάθος.

Μιά άλλη κλίμακα μέτρησης των σεισμών, είναι η τροποποιημένη  κλίμακα Μερκάλλι, η οποία δεν ενδιαφέρεται για την ένταση του σεισμού και το ποσόν της  ενέργειας που εκλύεται, αλλά  αποκλειστικά για  τα αποτελέσματα  του σεισμού, τη  βαρύτητα των καταστροφών που επιφέρει. Η κλίμακα αυτή είναι δωδεκάβαθμη, και  στον ίδιο σεισμό  και στο ίδιο μέρος, μπορεί να δίνει διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με το έδαφος και άλλα στοιχεία που καθορίζουν τις βλάβες από τον σεισμό.

Αναφέρθηκε ο όρος  « υπόκεντρο » και θα πούμε τι ακριβώς  σημαίνει. Είναι το ακριβές σημείο όπου - βαθειά μέσα στη γή - εκδηλώνεται ο σεισμός. Προέκταση του υποκέντρου προς την  επιφάνεια της γής, αποτελεί το  « επίκεντρο » του σεισμού, από το οποίο  ξεκινούν τα σεισμικά κύματα και απλώνωνται προς διάφορες διευθύνσεις.

Αυτά εν ολίγοις και με εκλαϊκευτικό τρόπο, τα σχετικά με τους σεισμούς. Παρακάτω θα αναφερθούν μερικοί από τους καταστρεπτικότερους σεισμούς που έχουν καταγραφεί.

Ο σεισμός του 526 μ.Χ. που έγινε στη Μεσόγειο, στοίχισε τη ζωή σε 120 έως 200  χιλιάδες ανθρώπους.Ο σεισμός της Σικελίας το 1692, είχε 60 χιλιάδες θύματα. Ο σεισμός της Λισσαβώνας το 1735 είχε  40 χιλιάδες θύματα, τον ίδιο  αριθμό θυμάτων  είχε και ο  σεισμός του Κίτο το 1797. Ο σεισμός του Σαν Φρανσίσκο του 1906, προκάλεσε τεράστια πυρκαιά, και άνοιξε μιά φαρδυά σχισμή στο έδαφος σε μήκος  470 χιλιομέτρων. Ο σεισμός του 1923 που έγινε  στην  Ιαπωνία, προκάλεσε  καταστροφές  σε πολλές  πόλεις και  100 χιλιάδες  θύματα. Στην Χιλή το 1939 είχε 25 χιλιάδες θύματα. Ο πρόσφατος  σεισμός στην  Αρμενία είχε 44 χιλιάδες θύματα. Ο σεισμός  της Μεσσήνης ( Σικελία ) το 1908, προκάλεσε  τεράστιες καταστροφές και  έναν αριθμό  θυμάτων που δεν  κατορθώθηκε ποτέ  να υπολογισθεί, και μάλλον έ-πρεπε να είναι μεταξύ 48 και 82 χιλιαδων.

Γιατί πέφτουν τα σπίτια, γενικά  οι οικοδομές, από  τους σεισμούς με  τόση ευκολία ; Να ένα ερώτημα μεγάλης σημασίας . Οι ειδικοί λένε ότι σε έναν σοβαρό σεισμό θα  πέσουν εκείνες οι οικοδομές που είναι ευάλωτες, κι  αυτές είναι εκείνες που είναι χτισμένες χωρίς σκελετό από τσιμέντο, ενισχυμένο με σίδερο. Οι σύγχρονες κατασκευές που έχουν αυτή την ενίσχυση με μπετόν αρμέ, συμπεριφέρονται πολύ καλά στους μέτριους και αρκετά μεγάλους σεισμούς. Τώρα αν η περιοχή συμβαίνει να είναι σεισμογενής, τότε μεγαλύτερη ενίσχυση επιβάλλεται στο σκελετό και στα θεμέλια των οικοδομών, έτσι ώστε να  μπορέσουν να αντισταθούν  και σε πολύ ισχυρούς σεισμούς.

Χαρακτηριστική  ήταν η συμπεριφορά στον μεγάλο σεισμό  που έπληξε το  Σαν Φρανσίσκο  πριν λίγα χρόνια. Τα πολύ ενισχυμένα κτίρια που έχει τώρα η πόλη, αντιστάθηκαν με            πολλή επιτυχία  και δεν κατέρρευσε σχεδόν  κανένα. Μόνο ένας υπερυψωμένος δρόμος σε έναν κόμβο με επάλληλους δρόμους, κατέρρευσε  και καταπλάκωσε τον δρόμο που ήταν από κάτω του, και  έτσι υπήρξαν θύματα από την πτώση του δρόμου, με την καταστροφή των αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν εκείνη τη στιγμή. Καλύτερη στήριξη του κόμβου αυτού, θα απέτρεπε πιθανώς την κατάρρευση του δρόμου.

Συμπερασματικά, αν θέλει κανείς να αποφύγει τις συνέπειες ενός μεγάλου σεισμού σε μιά  περιοχή με υψηλό δείκτη σεισμικότητας, δεν έχει παρά να  κατασκευάσει τις οικοδομές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αντέχουν και στον πιό ισχυρό σεισμό. Ολη η  ιστορία είναι ζήτημα δαπάνης. Όμως, αξίζει τον κόπο.

 

 

ΓΚΑΖΑΚΙΑ, ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ

Γ Κ Α Ζ Α Κ Ι Α,     Τ Ρ Ο Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α      Κ Α Ι      Α Ν Α Ρ Χ Ι Σ Μ Ο Σ

Μπορούν να μπούνε τα τρία αυτά  θέματα μαζύ, έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους ;  Μηπως  θα έπρεπε να εξεταστούν  χωριστά, αν δεν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσά τους ; Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα, τα δυό απ΄αυτά, συγκεκριμμένα τα δυό πρώτα, είναι απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους - ίσως μάλιστα να είναι ένα και το αυτό πράγμα - αλλά το τρίτο δεν  έχει σχεδόν  τίποτε το  κοινό με τα δυό πρώτα. Όμως, για λόγους  που τους ορίζω  εγώ ο ίδιος -είπαμε ότι εγώ έχω το  πεπόνι, εγώ και το μαχαίρι - τα βάζω  όλα μαζύ, ώστε  να ξεμπερδεύουμε με μιάς με όλ΄ αυτά.

Τα  γκαζάκια είναι ένα  φαινόμενο εντελώς  πρόσφατο, είναι  συσκευές που χρησιμοποιούνται για οικιακές χρήσεις, και μόλις πρόσφατα έγιναν μέσο -που φαίνεται ότι είναι πρακτικό και εύκολο - για  να κάνει κανείς μ΄ αυτό κάποιες μικρής έκτασης τρομοκρατικές πράξεις, όπως λ. χ. η πυρπόληση αυτοκινήτων, εκρήξεις σε επιλεγμένους μικρούς στόχους, όπως γραφεία, τράπεζες και τα παρόμοια. Κατά βάσιν λοιπόν, θα τα υπαγάγουμε στον ευρύτερο κύκλο της τρομοκρατικής δράσης.

Όταν μιλάμε για τρομοκρατία, πρέπει να ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για μιάς φύσεως και αιτίας δράσης, ούτε  και στοχεύει  στα ίδια  αποτελέσματα. Από  ετυμολογική άποψη, η λέξη δηλώνει την πρόθεση κάποιου ή  κάποιων, να επιβάλουν τις απόψεις  τους, χρησιμοποιώντας σαν μέσο τον εκφοβισμό, την τρομοκράτηση των όποιων αντιπάλων τους. Παρακάτω θα δούμε σε αδρές οπωσδήποτε γραμμές, ποιοί χρησιμοποιούν το μέσον αυτό, για ποιόν συγκεκριμμένο σκοπό  το χρησιμοποιούν, και  αν αυτό μπορεί να φέρει το αποτέλεσμα που προσδοκάται.

Ποιοί χρησιμοποιούν το μέσον  αυτό ; Πολλοί  ίσως νομίζουν ότι η τρομοκρατική πράξη γίνεται μόνο από ομάδες συγκροτημένες από στοιχεία  επαναστατικά ή κάποιου απελευθερωτικού κινήματος. Βέβαια, συνήθως  αυτό συμβαίνει, όχι όμως πάντοτε. Από αιώνες, η τρομοκρατία χρησιμοποιήθηκε από κρατικά όργανα, από παρακρατικές ομάδες που το ίδιο το διοικητικό σύστημα τις οργάνωνε ή  τις ενεθάρρυνε. Σαν  ένα πρόχειρο παράδειγμα, θα αναφερθούν οι  « προγραφές » που γινόντουσαν στην αρχαία δημοκρατική Ρώμη, πότε από τον Μάριο, πότε από  τον Σύλλα, και στις οποίες προγραφές - που έχουν πολλές ομοιότητες με τρομοκρατικές πράξεις - έχαναν τη ζωή τους δέκα μέχρι είκοσι χιλιάδες άτομα στη φορά.

Μιά άλλη μορφή  « κρατικής » τρομοκρατίας είναι οι δυό περίοδοι της τρομοκρατίας του Ροβεσπιέρρου στη  Γαλλική επανάσταση, κατά τις οποίες χιλιάδες άνθρωποι - όχι κατ΄ανάγκην ευγενείς, αλλά και επαναστάτες αντίθετοι προς τη γραμμή του Ροβεσπιέρρου - οδηγήθηκαν στη γκιλλοτίνα, όπου τελικά οδηγήθηκε και ο ίδιος ο Ροβεσπιέρρος στο τέλος.

Μορφές σύγχρονης κρατικής τρομομοκρατίας  υπάρχουν πολλές, έχουν εφαρμοσθεί και στη χώρα μας στο παρελθόν. Τυπικό παράδειγμα πάντως είναι η τρομοκρατία που εφαρμόζεται  σε χώρες της Κεντρικής και  Νότιας Αμερικής, όπου τα λεγόμενα « αποσπάσματα θανάτου », κρατικά ή  παρακρατικά, εξοντώνουν πολλές  χιλιάδες αντιφρονούντων προς το καθεστώς, που  κατά κανόνα  είναι μιά  δικτατορική  κυβέρνηση. Παρόμοια  « τάγματα θανάτου » είχε και ο Αδόλφος Χίτλερ στη δεκαετία του 30. Ακόμα, σε μερικές Ισλαμικές χώρες υπάρχει κρατική τρομοκρατία, όπως υπήρχε και στη Σοβιετική Ενωση την εποχή του Λαυρέντη Μπέρια και σε άλλες εποχές.

Αυτά σε  λίγες γραμμές για την  κρατική τρομοκρατία. Ισως θα έπρεπε να αναφερθούν εδώ και οι διωγμοί των Χριστιανών στη Ρωμαική αυτοκρατορία, από το 67 ως το 300 περίπου έτος, και αυτή φαίνεται να ήταν μιά μορφή κρατικής τρομοκρατίας.

Τώρα ερχόμαστε στην τρομοκρατία που ασκούν ομάδες διάφορες και με διάφορους σκοπούς. Αυτή η μορφή τρομοκρατίας είναι φαινόμενο των δυό τελευταίων αιώνων, κυρίως του εικοστού. Οι ομάδες που κάμνουν τις τρομοκρατικές πράξεις είναι συνήθως ολιγάριθμες, κάποτε όμως είναι  μεγάλες οργανώσεις, όπως  ήταν προ αρκετών ετών η Παλαιστινιακή οργάνωση, που έκανε  πολλές  τρομοκρατικές  πράξεις, τόσο  εναντίον  Ισραηλινών, όσο και έναντίον άλλων στόχων που είχαν σχέση με την κυβέρνηση του Ισραήλ.

Μιά διάσημη ομάδα στην Ευρώπη, ήταν η ομάδα Μπάαντερ - Μάϊνχοφ, της οποίας τα κίνητρα και οι στόχοι  δεν μου είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένοι. Η ομάδα έκαμνε απαγωγές, δολοφονίες σημαντικών προσώπων, και τελικά  εξουδετερώθηκε από τη Γερμανική αστυνομία με έναν αρκετά πρωτότυπο - κλασσικό - γερμανικό τρόπο.

Οι ιταλικές « Brigate rosse », οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, ήσαν ομάδες πολυμελείς που έδρασαν επί μεγάλο  διάστημα τη δεκαετία του 70 και μετά, και οι στόχοι τους ήσαν παρεμφερείς προς εκείνους της  ομάδας Μπάαντερ - Μάϊνχοφ. Δεν μπορεί  κανείς εύκολα να προσδιορίσει το τί περίμεναν οι τρομοκρατικές αυτές  ομάδες, πάντως όχι την κατάλυση του καθεστώτος, αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μαζική λαϊκή επανάσταση, και χαρακτηριστικό των τρομοκρατικών ομάδων είναι ότι δεν έχουν αρκετούς οπαδούς ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα.

Όπως συνέβαινε με τις Παλαιστινιακές οργανώσεις  που έδιναν μάχη με απελευθερωτικό σκοπό, έστω και με τρομοκρατικές ενέργειες - κάποιες απ΄αυτές μάλιστα με πολύ άσχημο διεθνή αντίκτυπο, όπως  η επίθεση κατά της Ισραηλινής  παλαιστικής ομάδας στην Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1972 - έτσι συμβαίνει και με  τους λεγόμενους  « απελευθερωτικούς » στρατούς », όπως  τον Ι.R.A., την οργάνωση για την απελευθέρωση της Κορσικής και την Ε.Τ.Α., που ζητά την  απόσπαση  της χώρας  των Βάσκων  από το Ισπανικό κράτος. Αυτοί οι  « στρατοί » δεν φαίνεται να έχουν  πάρα πολλή λαϊκή υποστήριξη, και τα αποτελέσματά της δράσης τους δεν είναι μάλλον αυτά που περιμένουν οι οπαδοί τους.

Στην Ελλάδα, οι πρώτες τρομοκρατικές οργανώσεις εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 70. Αρχικά ήταν μιά οργάνωση, και μόνο μετά  από πολλά χρόνια  εμφανίστηκε ένα  πλήθος από άλλες. Οι οργανώσεις αυτές έχουν προφανώς λίγα μέλη, και αυτό καθιστά την εξουδετέρωσή τους πολύ δύσκολη, κατ΄ουσίαν καμμιά από αυτές δεν έχει εξουδετερωθεί ακόμα. Η μεγαλύτερη - και πρώτη απ΄όλες - έχει διαπράξει πολλές δολοφονίες  πολιτικών προσώπων, ξένων διπλωματών και  οικονομικών  παραγόντων. Μερικά  από τα θύματα, δεν  φαίνεται να αποτελούσαν στόχους, καθώς  ο ρόλος τους στο χώρο τους ήταν από πολύ περιωρισμένος έως ανύπαρκτος. Μερικοί φόνοι ίσως έγιναν κατά λάθος.

Οι μικρές οργανώσεις έχουν και μικρή δράση, αν και πιό συχνή. Επιδίδονται σε πυρπολύσεις αυτοκινήτων και τοποθετήσεις  μικρών εκρηκτικών μηχανισμών σε γραφεία, κυρίως πολιτικών  προσώπων. Οι σκοποί τους - όπως και των περισσότερων τρομοκρατικών οργανώσεων - δεν  είναι και  πολύ ευδιάκριτοι. Πάντως, πρέπει να επαναλάβουμε ότι  οι οργανώσεις αυτές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, καθώς αποτελούνται από λίγα άτομα, δεν έχουν λαϊκή βάση ούτε και λαϊκή έγκριση ως προς τους στόχους τους.

Χωρίς βέβαια να έχουμε εξαντλήσει το κεφάλαιο τρομοκρατία - μόνο ακροθιγώς το αναπτύξαμε - θα περάσουμε στο πολύ πιό ενδιαφέρον κεφάλαιο του αναρχισμού. Εδώ θα πρέπει να ομολογήσω, ότι πολλά στοιχεία τα έχω πάρει από βιβλιογραφίες, κυρίως από εγκυκλοπαίπαίδειες, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Λοιπόν, σύμφωνα με τον ορισμό, ο αναρχισμός είναι μιά ιδεολογία, μιά θεωρία, που επιδιώκει την κατάλυση του κράτους, οποιεσδήποτε και αν είναι οι κοινωνικές συνθήκες. Είναι η θεωρία της απόλυτης ελευθερίας και η  συστηματική άρνηση  της κάθε εξουσίας. Η πρώτη εμφάνιση τέτοιων  ιδεών διατυπώθηκε  από ορισμένους σοφιστές και κυνικούς φιλόσοφους στην αρχαία  Ελλάδα, στην οποία  βρίσκουμε σχεδόν  όλων των  κοσμοθεωριών  την πρώτη διατύπωση. Πολύ αργότερα, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, διατύπωσε τη θεωρία ότι ο άνθρωπος γεννιέται αγαθός και ελεύθερος, και  διαφθείρεται κατόπιν  από την κοινωνία. Τρία ιδεολογικά ρεύματα ξεκινούν από τη σπουδή του  αναρχισμού . Ο  Χριστιανικός αναρχισμός - ( Τολστόη ) - ο ατομικιστικός  αναρχισμός ( Λορυλό ), κι ο  κομμουνιστικός  αναρχισμός που αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Μεταξύ των θεωρητικών, πατέρας  του αναρχισμού  θεωρείται ο Γάλλος Προυντών. Προτείνει να γίνουν οι άνθρωποι τελείως ελεύθεροι και ίσοι, με κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και κατάργηση οποιασδήποτε κρατικής εξουσίας.

Υστερα από τον Προυντών, δυό Ρώσοι, ο πρίγκηπας Κραπότκιν - άκου  εκεί να σου πετύχει πρίγκηπας αναρχικός, πράγμα ανήκουστο - και ο Μπακούνιν, και δυό Γάλλοι, ο Ελιζέ Ρεκλύ και  ο Ζαν Γκραβ, έβαλαν τις βάσεις μιάς κοινωνίας χωρίς καταναγκασμούς, όπου το κάθε άτομο, απαλλαγμένο  από κάθε  εμπόδιο, θα αναλάβει ελεύθερα όλες τις ευθύνες του. Υπάρχουν και μερικές ακόμα λεπτομέρειες, αλλά δεν θα προσθέσουν  πολλά  πράγματα στην αρχική θεώρηση. Θα προσθέσω μόνο  τη ρήση του Μπακούνιν : « Η ελευθερία  μου, η αξιοπρέπειά μου σαν ανθρώπου, έγκειται στο να μην υπακούω σε άλλον άνθρωπο, και να καθορίζω τις πράξεις μου σύμφωνα με τις ατομικές μου πεποιθήσεις ».

Ο Μιχαήλ  Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν, ( 1814 - 1876 ), ήταν  αξιωματικός του τσαρικού στρατού, αυτοεξορίστηκε όμως στο Παρίσι λόγω των επαναστατικών ιδεών του. Εκεί γνώρισε τον Μαρξ και τον Προυντών. Εξορίστηκε στη συνέχεια στη Σιβηρία, δραπέτευσε από εκεί, συντάχθηκε με την Α΄Διεθνή, και ίδρυσε το ιταλικό τμήμα της. Το 1847 έκανε  επανάσταση στην Λειψία της Γερμανίας που διαλύθηκε από τον Πρωσσικό στρατό. Στην επανάσταση αυτή είχε μετάσχει και ο νεαρός τότε συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ, που αναγκάστηκε μετά την αποτυχία της να φύγει στην Ελβετία και κατόπιν στην Ιταλία.

Όταν ο Μπακούνιν ανέπτυξε τις θεωρίες του στον Καρλ Μαρξ, επακολούθησε σύγκρουση μεταξύ τους, καθώς υποστήριξε ότι και η επαναστατική εξουσία που διακήρυττε ο Μαρξ, ήταν κατά τον Μπακούνιν προδοσία προς  τον λαό. Ο Μπακούνιν κήρυττε  τον αθεισμό,  την κατάργηση των τάξεων, την ισότητα των δύο φύλων, την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής. Από αυτές τις ιδέες του Μπακούνιν, δεν φαίνεται να υπάρχει καμμιά διαφορά με τις ιδέες του Μαρξ, και  δεν ξέρω γιατί  ήλθαν σε τόσο  μεγάλη  σύγκρουση, εξ αιτίας  μόνο της διακυβέρνησης από  τη λαϊκή επανάσταση, που θεωρήθηκε από τον Μπακούνιν σαν προδοσία.

Μπορούν να πραγματοποιηθούν οι ιδέες αυτές στ΄αλήθεια ; Μήπως πρόκειται απλώς για « ασκήσεις επί χάρτου » ; Αν  ξεκινήσουμε με τις πιό μετριοπαθείς προτάσεις που υπέβαλε ο Μαρξ, και δούμε κατά πόσον αυτές μπόρεσαν να τεθούν σε εφαρμογή, θα συμπεράνουμε ότι οι  πολύ πιό προχωρημένες ιδέες του Μπακούνιν, του Προυντών, του Κραπότκιν και των άλλων  ιδεαλιστών, δεν θα μπορούσαν να  προχωρήσουν  πέραν από το στάδιο της ουτοπίας. Οι καθ΄ όλα αξιοσέβαστοι αυτοί διανοητές ήξεραν πολύ καλά ιστορία, κοινωνιολογία, οικονομικές επιστήμες, αλλά όπως φαίνεται  από τα σχέδιά τους, αγνοούσαν παντάπασιν την ψυχολογία, και μάλιστα την ψυχολογία του βάθους που διερεύνησε  ο Φρόϋντ, και έτσι έμειναν σε  μιά θεωρία - που όπως αναφέραμε και για  τον Μαρξισμό - ήταν  πραγματοποιήσιμη μόνο σε μιά κοινωνία μυρμηκιών, ζώων που ήδη εφαρμόζουν τις θεωρίες αυτές στην πράξη, και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν τίποτε θεωρητικό σχετικά μ΄ αυτές τις θεωρίες.

Ο αναρχισμός - λόγω ίσως αυτών των ιδεών πάνω στις οποίες στηρίχτηκε - ποτέ δεν απόκτησε  κάποιον αριθμό οπαδών, έμεινε πάντα στο θεωρητικό επίπεδο. Εκτός από το πείραμα της Λειψίας, δεν γνωρίζω καμμιά άλλη περίπτωση που να  εφαρμόστηκε, εκτός ίσως  από μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου ίσως εφαρμόστηκε σε  μικρές κοινότητες. Μιά τέτοια  κοινόνότητα στην οποία εφαρμόστηκαν εν μέρει τουλάχιστον οι αρχές αυτές, ήταν το κοινόβιο της πρωτοχριστανικής κοινότητας που ίδρυσαν οι  Απόστολοι και οι βοηθοί τους διάκονοι  στην Ιερουσαλήμ, γύρω στο έτος 32 μ. Χ.και το οποίο διαλύθηκε με τον πρώτο διωγμό που εξαπολύθηκε  από  το  Ιουδαικό ιερατείο  σε  πολύ μικρό διάστημα  μετά την  ίδρυσή  του. Τα μέλη  του  κοινοβίου σκορπίστηκαν  στις επαρχίες, και δεν δοκιμάστηκε σε καμμιά  περίπτωση καινούργια εφαρμογή του, παρά το ότι οι συνθήκες ήσαν κατάλληλες για κάτι τέτοιο.                                                                                                            Στην Ελλάδα οι αναρχικοί ήσαν πάντοτε λίγο πάνω από το μηδέν τοις εκατό, κατά κανόνα  νεαροί  ονειροπόλοι, που ίσως  και σε κάποια προχωρημένη ηλικία έμειναν αιώνιοι έφηβοι. Ετσι, όταν ακούμε για ομάδες νεαρών αναρχικών  που φορούν  κουκούλες  και δημιουργούν επεισόδια σε συλλαλητήρια ή διάφορες άλλες  εκδηλώσεις, πρέπει  να ξέρουμε ότι είναι  απλώς παιδιά, και ότι  σε λίγο θα  γίνουν άντρες και  θα ακολουθήσουν άλλους δρόμους, ενώ θα τους διαδεχτούν άλλα παιδιά και ούτω καθ΄ εξής.

 

 

Β Α Σ Ι Λ Η Σ Λ Ο Γ Ο Θ Ε Τ Ι Δ Η Σ

Β   Α   Σ   Ι   Λ   Η   Σ        Λ   Ο   Γ   Ο   Θ   Ε   Τ   Ι   Δ   Η   Σ



Η πλατεία  του θεάτρου είναι  κατάμεστη από  θεατές. Τα φώτα  της σάλας  χαμηλώνουν  και σβύνουν, φωτισμένη  είναι μόνο η  περιοχή της σκηνής. Σε λίγο σηκώνεται  η αυλαία. Το σκηνικό είναι  απλό, ένα  σαλόνι, μάλλον ένα  μεγάλο αντρέ. Ενας μέσου αναστήματος- ίσως κοντός - άντρας, μέσης  ηλικίας, μπαίνει  μέσα, βγάζει  το καπέλλο του  και το ακουμπά στην κρεμάστρα. Για δυό -τρία λεπτά η πλατεία του θεάτρου συγκλονίζεται από τα χειροκροτήματα, επικρατεί  πανδαιμόνιο. Ο ανθρωπάκος περιμένει να  ησυχάσει όλη αυτή  η φασαρία  που προκλήθηκε με την είσοδό του στη  σκηνή, ύστερα γυρίζει το βλέμμα του  ολόγυρα, βλέπει την ολοφώτιστη  σάλα, πηγαίνει στον  διακόπτη του ηλεκτρικού,κλείνει τα περισσότερα φώτα, και λέει : « Ορίστε ! Και ύστερα σου λέει πού το καίμε το φώς . Νά που το καίμε το φώς. Στο γάμο του καραγκιόζη ! ».

Η φράση αυτή δεν έχει τίποτε το αστείο, τίποτε το σημαντικό. Αν την πεί κάποιος άλλος, δεν θα  δημιουργήσει καμμιά  εντύπωση, όμως  στο θέατρο δεν έχει  σημασία το  τί λές, αλλά και το πώς το λές. Και ο ανθρωπάκος μας - που θα ξαναπεί δυό - τρεις φορές την  ίδια φράση στα επόμενα λεπτά -ξέρει πώς να την πεί. Και ο κόσμος ξεσπά ξανά σε χειροκροτήματα. Βλέπει στη σκηνή  έναν από τους  μεγαλύτερους κωμικούς του κόσμου στον  εικοστό αιώνα, τον Βασίλη Λογοθετίδη, σ΄έναν από τους μεγάλους ρόλους του, το « Ένα βότσαλο στη λίμνη ».

Τώρα θα μού πείτε : « Ε, λοιπόν, υπερβάλλεις ! Πώς μας λες ότι ο μικρόσωμος αυτός ανθρωπος - καλά ντέ, τον έχουμε δεί πολλές  φορές στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση -  είναι από τους καλύτερους ηθοποιούς στον κόσμο ; Δεν έχεις  δεί άλλους μεγάλους ηθοποιούς, τον Φερναντέλ, τον Τοτό, τον Τονιάτσι, τον Τσάπλιν, τον Χάρολντ Λόυντ, τον Μπάστερ Κήτον, τον Μπομπ Χοπ, τους Ολιβερ Χάρντυ και Σταν Λώρελ, τον Αλμπέρτο Σόρντι ; »

Τους έχω δεί όλους  αυτού και πολλούς άλλους ακόμα, και εν  τούτοις επιμένω, ο Βασίλης Λογοθετίδης είναι ανάμεσα στους μεγάλους. Γιατί δεν απόχτησε παγκόσμια αναγνώριση αφού ήταν  τόσο μεγάλος ; Καλή ερώτηση, αλλά  και πολύ εύκολη και η απάντηση. Οι Ελληνες ηθοποιοι που αναγνωρίστηκαν σε παγκόσμια κλίμακα όπως η Κατίνα Παξινού, που πήρε  και Οσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στο « Για ποιόν χτυπά η καμπάνα ; » - είχαν παίξει σε ταινίες που γυρίστηκαν στο Χόλλυγουντ ή στην Τσινετσιττά. Ο Λογοθετίδης δεν έπαιξε πουθενά  έξω από την  Ελλάδα, εκτός από τις  παραστάσεις που έδωσε στο εξωτερικό για τους ομογενείς. Πώς  θα μπορούσε να  επιβληθεί στο ξένο κοινό  κάτω από αυτές  τις συνθήκες, και μάλιστα σε μιά εποχή που οι Ελληνες ηθοποιοί δεν είχαν ακόμα κάνει βήματα στον έξω κόσμο, όπως έγινε  αργότερα με τη Μελίνα Μερκούρη - με τη βοήθεια του Ζυλ Ντασσέν -και μερικών ακόμα μικρότερης εμβέλειας ηθοποιών του κινηματογράφου.

Τον Βασίλη Λογοθετίδη τον πρωτοείδα νομίζω το καλοκαίρι του 1949 στο θέατρο « Μακέδο » κοντά στα Χαυτεία, αρχή της Πανεπιστημίου, εκεί  έπαιζε την  καλοκαιρινή σαιζόν. Νομίζω ότι έπαιζε μιά γαλλική κωμωδία, ένα « Μπουλβάρ », και από την πρώτη εκείνη γνωριμία, μου έκανε  μεγάλη εντύπωση η  σκηνική του παρουσία. Από μικρή  ηλικία είχα γνώση των μεγάλων κωμικών της χρυσής εποχής του κινηματογράφου, και νομίζω ότι μπορούσα να κρίνω αν κάποιος ηθοποιός  είχε αξία ή όχι. Εκρινα ότι ο Λογοθετίδης  είχε. Και πιστεύω  ότι και πολλοί άλλοι έχουν την ίδια γνώμη, αν  και οι περισσότεροι  έχουν δεί τον  ηθοποιό μόνο στον κινηματογράφο, ενώ είναι γνωστό  ότι οι θεατρικοί  ηθοποιοί αποδίδουν το μέγεθος του ταλέντου τους επάνω στο σανίδι, μπροστά στο κοινό τους.

Χάρη πάντως στον κινηματογράφο και σε μιά συγκυρία που έφερε μεγάλους συγγραφείς να  του δίνουν σπουδαίους  ρόλους, μπορέσανε αυτοί  που δεν τον είδαν στη σκηνή του θεάτρου, να έχουν  την δυνατότητα να τον γνωρίσουν στην οθόνη, πράγμα που δεν συνέβη σε άλλους καταξιωμένους ηθοποιούς  που δεν έπαιξαν στον κινηματογράφο για διάφορους λόγους, ο κυριώτερος από τους οποίους ήταν ότι απλούστατα την εποχή τους δεν υπήρχε ουσιαστικά ελληνικός κινηματογράφος. Στην εποχή όμως  του Λογοθετίδη, το ελληνικό σινεμά ήταν ήδη σε πλήρη ανάπτυξη, και  έτσι μπόρεσαν  οι κινηματογραφικοί  παραγωγοί της εποχής  να τον χρησιμοποιήσουν σε αρκετές ταινίες. Η πρώτη ταινία του Βασίλη Λογοθετίδη -που είχε έλθει στην Ελλάδα από την  ίδιαίτερη πατρίδα του, την Κωνσταντινούπολη τη δεκαετία του 30 - ήταν το πολύ επίκαιρο λόγω του εμφύλιου  πολέμου φιλμ  « Οι  Γερμανοί  ξανάρχονται », που σημείωσε πολύ  μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική  επιτυχία. Ολο το  « στόρυ » της ταινίας είναι ένα όνειρο που βλέπει ο πρωταγωνιστής  καθώς παίρνει έναν υπνάκο στη σαιζ-λογκ του στην αυλή του σπιτιού του, που  είναι συγχρόνως  και αυλή των γειτόνων  του, έτσι ήταν φτιαγμένα πολλά σπίτια της Αθήνας της εποχής εκείνης, με μιά κοινή εσωτερική αυλή. Η ταινία έχει και μερικές πολύ όμορφες  « ατάκες » του Μίμη Φωτόπουλου και του Χρήστου Τσαγανέα, που έγιναν κοινόχρηστες φράσεις την εποχή εκείνη.

Ολες οι ταινίες στις οποίες έπαιξε ο Λογοθετίδης, θεωρούνται κλασσικές για την ελληνική κινηματογραφική ιστορία. Ο Γάλλος κριτικός του κινηματογράφου Ζωρζ Σαντούλ, αναφέρει για την σπονδυλωτή ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα  « Η κάλπικη λίρα » - στο πρώτο μέρος της οποίας παίζει ο Βασίλης Λογοθετίδης - ότι  συγκαταλέγεται  στις χίλιες καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν  σε παγκόσμια  κλίμακα. Και δεν εννοεί φυσικά ότι είναι η χιλιοστή σε  αξία,  και λαμβανομένου  υπ΄ όψιν ότι μόνο στις Ηνωμένες πολιτείες γυρίζονταν μιά εποχή γύρω στις πεντακόσιες ταινίες το χρόνο,καταλαβαίνει κανείς την αξία τόσο της ταινίας, όσο και του σκηνοθέτη και των ηθοποιών που χρησιμοποιήθηκαν. Ο ρόλος του Λογοθετίδη στην ταινία έχει αποδοθεί  με ανεπανάληπτο  τρόπο, και με τον ίδιο  τρόπο έχουν αποδοθεί  και οι ρόλοι που έπαιξε στις άλλες ταινίες του.

Επειδή ο Λογοθετίδης έπαιξε σε λίγες ταινίες, θα τις αναφέρουμε με την άδειά σας - ή και χωρίς αυτήν - όλες. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε αν η μιά είναι καλύτερη από κάποια άλλη, η εξαιρετική ερμηνεία  του ηθοποιού, η αριστοτεχνική  πλοκή και οι  πνευματώδεις διάλογοι, κάμνουν τη διάκριση αυτή εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατη.

Ο « Ζηλιαρόγατος », είναι μιά ταινία -που όπως όλες οι καλές ταινίες του παλιού ελληνικού σινεμά - είναι κινηματογραφική διασκευή θεατρικού έργου, όπου ο Λογοθετίδης, που δεν είναι καθόλου  ζηλιάρης, μέσω  μιάς σειράς συγκυριών, μετατρέπεται  σε σύγχρονο  Οθέλλο. Στην ταινία αυτή - που έχει  σπουδαίο  « κάστ » ηθοποιών -παίζουν  ακόμα ο Λάμπρος  Κωνσταντάρας, η Ιλυα Λιβυκού -μόνιμη  σχεδόν παρτεναίρ του Λογοθετίδη  στο θέατρο και στον κινηματογράφο - η Καίτη Λαμπροπούλου, ο Βαγγέλης Πρωτόπαπας και η Σμάρω Στεφανίδου.

Στο « Ένα βότσαλο στη λίμνη », ο Λογοθετίδης παίζει έναν τύπο εξαιρετικά φιλάργυρου ανθρώπου, που σε  κάποια νύχτα ξοδεύει  για χάρη μιάς γυναίκας, ένα πολύ μεγάλο ποσόν σε νυχτερινά κέντρα. Το « κάστ » συμπληρώνουν άλλα μέλη του θιάσου που είχε ανεβάσει προηγούμενα το έργο στο  θέατρο. Η ταινία  ξαναγυρίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 70 με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.

Το  « Ούτε γάτα, ούτε  ζημιά », είναι μιά κωμωδία καταστάσεων, που έχει πολλές ομοιότητες με τα γαλλικά « μπουλβάρ », θεατρικές κωμωδίες που στηρίζονται σε μιά συρροή συμπτώσεων, και  όπου ο συγγραφέας  κινεί τους  ηθοποιούς σαν  από μηχανής  θεός, τους  βάζει και τους βγάζει από τη σκηνή με τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει φυσιολογικά.

Η  « Σάντα Τσικίτα » είναι επισης μεταφορά θεατρικού έργου στην οθόνη, με όλο τον θίασο επί ποδός. Η ταινία  - που δεν υστερεί  σε σχέση  με τις άλλες - ξαναγυρίστηκε  κι  αυτή στις αρχές της δεκαετίας του 70 με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο.

« Δελησταύρου και Υιός ». Ταινία καλοπαιγμένη, με έναν πατέρα που θέλει να  αποσυρθεί από το  επάγγελμα και να  ξαναπαντρευτεί, αλλά που  πάντα βρίσκει  μπροστά  του  τον « Υιόν ». Καλογραμμένο σενάριο και πολύ καλή η όλη ταινία.

Η « Δεσποινίς ετών 39 », δεν είναι κωμωδία, ή μπορεί να χαρακτηριστεί σαν  « πικρή κωμωδία ». Εδώ ο  ρόλος του Βασίλη Λογοθετίδη είναι δραματικός, αλλά δίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε χαλαρώνει  πολύ το δραματικό  στοιχείο. Σπουδαίο  ρόλο και εδώ - έναν  από τους καλύτερούς της - παίζει η Σμάρω Στεφανίδου.

Στον  κινηματογράφο, ο Λογοθετίδης - που είναι πρωτίστως θεατρικός  ηθοποιός - παίζει με στυλ αρκετά ως πολύ θεατρικό, όμως αυτό δεν εμποδίζει το θεατή να απολαύσει τον αμίμητο αυτό θεατρίνο, που ανάγκαζε μάλιστα  τους συγγραφείς - χωρίς να  το επιδιώκει βέβαια ο ίδιος - να γράφουν τα κείμενα όπως θα τα ήθελε ο Λογοθετίδης.

 

 

ΑΣΗΜΩΣΕ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ

Α Σ Η Μ Ω Σ Ε ,   Ν Α     Σ Ο Υ     Π Ω     Τ Η      Μ Ο Ι Ρ Α     Σ Ο Υ      !

Φαίνεται ότι οι άνθρωποι  εδώ και χιλιάδες  χρόνια, άρχισαν  να νοιώθουν  ανασφαλείς, φοβόντουσαν το μέλλον και τί αυτό θα τους φέρει. Φόβος όχι αδικαιολόγητος, αν σκεφτούμε πόσα απρόοπτα μας επιφυλάσσει η λεγόμενη « μοίρα » ή τύχη - όπως κι αν την ονομάσουμε, η σημασία  της είναι η ίδια. Σεισμοί, καταποντισμοί, ξηρασίες, πλημμύρες, αρρώστειες, επιδημίες, δυστυχήματα, αναπηρίες, συζυγικές απίστίες - κι αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο ατυχήματα - όλα αυτά έκαναν τον άνθρωπο από αιώνες  πολλούς να θέλουν να μάθουν τί τους  επιφυλάσσει το μέλλον, λες  και αν το ξέρουνε, μπορούν και να το αποφύγουνε, ενώ είναι γνωστη η  ρήση των ενδόξων  προγόνων μας  « το πεπρωμένον  φυγείν αδύνατον ». Κι αφού είναι αδύνατον, σε τί χρησιμεύει να το ξέρουμε ;

Δεν  μπορούμε να  ξέρουμε  ποιούς τρόπους αναζήτησαν τις πρώτες αρχές για να μάθουν τα μέλλοντα. Σε μεταγενέστερες εποχές, έχουμε πολλά στοιχεία και μάλιστα γραπτά, και παρακάτω θα αναφέρουμε μερικά ή αρκετά από αυτά.

Η περιοχή της Μεσοποταμίας - Σουμέριοι και Ακκάδες - είναι το μέρος όπου αναπτύχθηκε η  αστρονομία που χρησίμεψε κυρίως για αστρολογικούς σκοπούς. Οι Μεσοποτάμιοι έμαθαν γρήγορα το ζωδιακό  κύκλο, δηλαδή τους  αστερισμούς, μέσα από τους  οποίους κινείται - ή μάλλον  φ α ί ν ε τ α ι   ν α    κ ι ν ε ί τ α ι  - ο  ήλιος στην ετήσια  περιφορά  του γύρω από τη γή. Και λέμε ότι φαίνεται να κινείται, επειδή αυτή που κινείται είναι η γή ενώ ο ήλιος διαγράφει τη  φ α ι ν ο μ ε ν ι κ ή    τ ρ ο χ ι ά  του στον ουρανό. Τα ζώδια είναι εικόνες που σχηματίζονται στον ουρανό από αστέρια μακρυνά, απέχοντα μεταξύ τους χιλιάδες έτη φωτός. Από την αρχαιότητα, ονόμαζαν τις εικόνες αυτές με διάφορα ονόματα. Τώρα τις ξέρουμε με τα ονόματα σκορπιός, λέοντας, παρθένος, ιχθείς και τα λοιπά γνωστά.

Οι  Μεσοποτάμιοι λοιπόν, φαντάστηκαν  ότι οι  εικόνες που έβλεπαν  στον ουρανό, μπορούσαν να προβλέψουν κατά κάποιον τρόπο το μέλλον για τους ανθρώπους. Δεν περιορίστηκαν  όμως σ΄ αυτά τα  σημεία. Δημιούργησαν  διάφορες  μορφές μαγείας, με  τις  οποίες θεωρούσαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν την τύχη άλλων ανθρώπων, εκστομίζοντας πότε ευχές και  πότε κατάρες  ή  διάφορες  ακατάληπτες  φράσεις. Ετσι, δημιουργήθηκαν οι  μάγοι. Ακολούθως, βρέθηκαν οι οιωνοσκόποι -αυτοί πλημμύρισαν όλη την οικουμένη,από τους πιό απόλίτιστους λαούς, μέχρι τους πολιτισμένους. Οι οιωνοσκόποι -που βεβαίως ανθούσαν και στην αρχαία  Ελλάδα - παρατηρούσαν διάφορα  φαινόμενα, από την  επισκόπηση  των  οστών των ζώων, μέχρι δεν ξέρω τι άλλο, και έβγαζαν τις προβλέψεις τους για το μέλλον, όπως κάμνουν οι επιστήμονες  μετεωρολόγοι σήμερα, παρατηρώντας  τις φωτογραφίες από δορυφόρους και την πορεία των διαφόρων βαρομετρικών συστημάτων.

Δεν άργησαν  να εμφανιστούν - πρώτα  στην Μέση Ανατολή - και τα μέντιουμς, που επικοινωνούσαν με τα πνεύματα των νεκρών και τα οποία τους απεκάλυπταν διάφορα πράγματα που αφορούσαν το μέλλον, κοντινό ή μακρυνό. Τελικά, όλων των ειδών οι μαντείες έκαναν την εμφάνισή τους, μάλιστα  υπό τας ευλογίας των ιερατείων, όπως τα μαντεία των αρχαίων Αιγύπτιων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων και πλήθος άλλων. Εννοείται  ότι όλα  αυτά - χωρίς καμμιά  εξαίρεση - ήσαν και  παραμένουν  απάτες εις βάρος  των ουκ ολίγων ανθρώπων, που αγωνιώντας για το μέλλον, προσφεύγουν στις καλά αμοιβόμενες υπηρεσίες τους.

Αυτά  για την αρχαιότητα.Όμως, μερικές  από αυτές τις απάτες συνεχίζονται και στα σημερινά χρόνια με τον ίδιο τρόπο που  χρησιμοποιήθηκαν και στην  αρχαιότητα. Τούτο  ισχύει κυρίως για την αστρολογία, μιά  « επιστήμη », που διατείνεται ότι  με την κατάταξη των ανθρώπων σε διάφορα ζώδια - ανάλογα με  τον  χρόνο της γέννησής  τους - έχουν και διαμορφωμένο από τα άστρα χαρακτήρα, και ανάλογες τάσεις και ροπές προς διάφορες καταστάσεις.

Στην εποχή που η γενετική επιστήμη, δηλαδή η μελέτη της κληρονομικότητας, η  μελέτη των γονιδίων που περιέχονται στην έλικα του D.N.A. και προσδιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις ιδιότητες του ατόμου - ξεκινώντας  από πολύ παλιούς προγόνους - παρουσιάζονται οι  αστρολόγοι -που δεν είναι τίποτε άλλο από αγύρτες της χειρότερης μορφής -να μας λένε τι πρόκειται  να μας συμβεί μέσα στην ημέρα ή την βδομάδα. Και υπάρχουν πλήθη ανθρώπων που τους ακούνε και εμπιστεύονται στις προβλέψεις τους. Λένε λ.χ., ότι στα αισθηματικά σας ζητήματα, ( λάθος αγραμματωσύνης, τα αισθηματικά αφορούν την ακοή, την όσφρηση, την όραση, δηλαδή τις αισθήσεις, ενώ  ύπονοούν τα συναισθηματικά ), θα τα πάτε έτσι ή αλλοιώς, άσχετα αν ο ενδιαφερόμενος είναι πεντε ή ενενήντα ετών, δεν έχει σημασία. Το ίδιο και για τα οικονομικά, που ισχύουν και για τους εύπορους και για τους συνταξιούχους των εκατό χιλιάδων δραχμών.

Λένε επισης για κάποιον που είναι στη φυλακή με ισόβια δεσμά, ότι οι οικονομικές ή και οι « αισθηματικές » του υποθέσεις βρίσκονται σε καλό δρόμο,αλλά θα έχει κάποια  δυσκολία στο θέμα της υγείας του.Σε κάποιον άλλο λένε, ότι η υγεία του θα έχει κάποιες δυσκολίες-και ο άνθρωπος  βρίσκεται στο  τελικό ανίατο  στάδιο του  καρκίνου.Κατά  όμοιο τρόπο δίνονται και άλλες προβλέψεις που καταντούν να είναι κωμικές, αν όχι για κλάμματα.

Βέβαια, υπάρχει μιά επιρροή που δεν την αρνείται κανένας. Είναι η επιρροή της Σελήνης πάνω στη γή, υπό τη μορφή των παλιρροιών, αυτό είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση σωστό. Όμως, η πρόσκαιρη μετατροπή ενός ανθρώπου σε λυκάνθρωπο - αγγλικά werewolf - κάτω από την επίδραση της πανσέληνου, είναι αποκύημα της φαντασίας, που έχει  δημιουργήσει αυτόν τον μύθο  σε πολλούς λαούς, και αυτό δεν οφείλεται βέβαια στους διάφορους μάγους.

Μιά πολύ γνωστή μορφή  πρόβλεψης του  μέλλοντος, είναι  η χειρομαντεία. Η  τσιγγάνα - συνήθως τσιγγάνες επιδίδονται στο ευγενές αυτό σπορ - κυττάζει εμβριθώς την παλάμη του επιθυμούντος να μάθει τα μελλούμενα, και αποφαίνεται - κατόπιν καταβολής της προβλεπόμενης αμοιβής - το τι  πρόκειται να  συμβεί σε χρόνο  αόριστο, και κατά ένα  τρόπον τα μάλα αόριστον επίσης.

Οι μαγικές  κάρτες Ταρώ, είναι επίσης ένας καλός και αξιέπαινος τρόπος να κερδίσει μιά χαρτομάντισσα μερικά ή  αρκετά  ή και πολλά χρήματα από κάποιους αφελέστατους  πελάτες της. Από παλιά  χρόνια εξ άλλου, η χαρτομαντεία - υπό μορφήν μιάς λίαν επιστημονικής  μεθόδου, της πασιέντζας - ήταν σε  ευρύτατη χρήση, η χαρτομαντεία Ταρώ είναι μιά μετεξέλιξη της παλαιάς αυτής και αλάνθαστης μεθόδου πρόγνωσης του μέλλοντος.

Να μην ξεχάσουμε και την καφεομαντεία, αυτό το όνομα της δίνω  ελλείψει κάποιου πιό κατάλληλου που όμως δεν μου έρχεται στο  νού. Η απαράμιλλη  τεχνική της  μεθόδου αυτής που σπουδάζεται σε  ειδικές σχολές, συνίσταται  ως γνωστόν, στην σχολαστική μελέτη του ιζήματος του καφέ -κατακάθι ή ντελβές κατά την λαϊκή απόδοση - και η οποία  μελέτη φέρνει σε φως  μυστηριώδη  πράγματα, από την  εύρεση χαμένων αντικειμένων, μέχρι την αποκάλυψη κάποιων κρυφίων  « νυχτοπερπατημάτων » του συζύγου.

Είναι να θαυμάζει κανείς και να απορεί συγχρόνως, για το πόσο πολλοί είναι οι ασχολούμενοι επαγγελματικά  με τις προβλέψεις του μέλλοντος, καθώς και για το πόσο πολλοί είναι οι καταφεύγοντες στους ειδικούς αυτούς. Λέμε ότι βρισκόμαστε βαθειά μέσα στην εποχή της μεγάλης επιστημονικής προόδου, και όμως το εμπόριο αυτό ανθεί όσο ποτέ άλλοτε. Σημείο των καιρών. Πολύ μεγάλη είναι η ανασφάλεια του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτή ακριβώς είναι που τον οδηγεί στους  « επιστήμονες » αυτού του κλάδου.

Και όμως. Στο δέκατο όγδοο κεφάλαιο του Δευτερονομίου - ενός από τα τριανταεννιά βιβλία της  Παλαιάς Διαθήκης - αναφέρεται ρητώς και αμετακλήτως, ότι οι  πάσης φύσεως μάγοι, προγνώστες μέλλοντος, μέντιουμς που επικοινωνούν με τα πνεύματα των νεκρών και άλλοι παρόμοιοι, πρέπει να  δ ι ώ χ ν ο ν τ α ι    α π ό    τ η    χ ώ ρ α, με  άλλα λόγια  είναι όλοι τους απατεώνες μεγάλης ολκής. Αυτά πριν περίπου τρεις  χιλιάδες  χρόνια. Πού είσαι καϋμένε  Μωυσή να δεις τα χάλια μας !

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΣΤΑ " ΣΚΥΛΑΔΙΚΑ "

Α  Π  Ο      Τ  Ο  Ν       Τ  Σ  Ι  Τ  Σ  Α  Ν  Η       Σ  Τ  Α     «  Σ  Κ  Υ  Λ  Α  Δ  Ι  Κ  Α  »

Μιά  φορά κι  έναν καιρό, υπήρχαν στον Ελληνικό χώρο  κάποια  τραγούδια που τα oνομάζανε  « ρεμπέτικα ». Η ονομασία αυτή είχε προέλθει από το γεγονός ότι αυτά τα τραγούδια τα δημιουργούσαν κάποιοι άνθρωποι - περιθωριακοί συνήθως, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό-που στη λαϊκή γλώσσα ήσαν « ρεμπέτες ». Η Εγκυκλοπαίδεια « Πάπυρος - Λαρούς » αναφέρει στο λήμμα « ρεμπέτης », ή  « ρεμπέτας » ή  « ρεμπεσκές », τα ακόλουθα : Οκνηρός- ανεπρόκοπος - αχαϊρευτος, και  κατ΄ επέκτασιν : Μόρτης - μπερμπάντης. Οι όροι αυτοί  δεν είναι από  τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, τότε δεν ήταν καθηγητής και δεν του ζήτησαν να βάλει τον ορισμό.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι η λέξη δεν περιείχε τίποτε αποδεκτό από την κοινωνία, ο ρεμπέτης εθεωρείτο αντικοινωνικό και περιθωριακό στοιχείο. Μάλιστα, μερικοί από τους δημιουργούς των  πρώτων ρεμπέτικων  τραγουδιών ήσαν καταναλωτές χασίς, και  υπάρχουν και μερικά  ή αρκετά τραγούδια στα οποία αναφέρεται η χρήση του φυτού αυτού, και που δεν είναι μάλλον γραμμένα από χρήστες του χασίς.

Όμως, πρέπει να  τονισθεί με έμφαση, ότι το λεγόμενο  « ρεμπέτικο » τραγούδι δεν άρχισε από περιθωριακούς ανθρώπους, αλλά από πρόσφυγες που ήλθαν από τη  Μικρά Ασία, κυρίως Σμυρναίους, που έφθασαν στην Αθήνα μετά την Μικρασιατική καταστροφή.Τα τραγούδια που έφεραν απ΄ τις πατρίδες τους είναι τα  γνωστά « Σμυρναίϊκα », που μόνο σαν « προκλασσικά » ρεμπέτικα μπορούν  να θεωρηθούν, δηλαδή  ότι απετέλεσαν τη  βάση πάνω στην  οποία χτίστηκε το καθαυτό ρεμπέτικο.

Ότι οι πρώτοι  δημιουργοί των τραγουδιών αυτών  ήσαν κατά κάποιο τρόπο « ρεμπέτες » φαίνεται ότι  αληθεύει, ήσαν τύποι  « μποέμ », έτσι ίσως θα τους αποκαλούσαν αν  ήσαν στο Παρίσι του 19ου  αιώνα. Φτωχοί - όπως και οι πάλαι ποτέ μποέμ του Παρισιού - εργαζόμενοι περιστασιακά, χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον  για  να πλουτίσουν ή έστω να  ανέβουν  κοινωνικά. Για τον υπόλοιπο κόσμο ήσαν απλώς μποέμ, και μ΄αυτό το  σκεπτικό έβλεπαν - ή μάλλον άκουγαν - τα πρώτα τραγούδια τους. Αυτά πρέπει να εγίνοντο στα μέσα ή στο τέλος της δεκαετίας του 20. Βέβαια, τέτοια τραγούδια υπήρχαν στην κυρίως Ελλάδα  και πριν να  έλθουν οι πρόσφυγες από τη  Σμύρνη, οι  ειδικοί επί  του θέματος  έχουν πλήρη  στοιχεία, έχουν γράψει πολλούς τόμους σχετικά με την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Τα ρεμπετικα  που ξέρουμε εμείς οι  « ανειδίκευτοι », αρχίζουν με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον « πατέρα » του ρεμπέτικου στην « τελική » μορφή του. Ο Μάρκος καταγότανε από τη Σύρο και ήλθε στην Αθήνα έχοντας μαζύ του και το τραγούδι του. Αμέσως μετά, σχηματίστηκαν διάφορες « ομάδες » συνθετών τέτοιων τραγουδιών - χωρίς να ξεχωρίζουμε εκείνους που προυπήρχαν-και τότε γράφτηκαν πολλά τραγούδια που μέχρι σήμερα και τραγουδιούνται και παίζονται στο ραδιόφωνο, κυρίως σε ειδικές εκπομπές που τις παράγουν άνθρωποι που έχουν μεγάλη πείρα και γνώσεις πάνω στο θέμα.

Είναι φανερό ότι στο μικρό αυτό χρονικό, δεν μπορεί να γίνει λεπτομερής ανάλυση όλων των  στοιχείων που απαρτίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά  και αν μπορούσε να γίνει, θα έπαιρνε εκατοντάδες σελίδες και θα ήταν άχρηστο για τον κοινό αναγνώστη. Ετσι, θα περιοριστούμε στο να περιγράψουμε μερικά ουσιώδη στοιχεία του,ώστε να δοθεί μιά γενική σύνοψη του συνόλου.

Η άνοδος του ρεμπέτικου από την « προκλασσική » του περίοδο στην κλασσική, συμπίπτει σχεδόν με την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά την 4η Αυγούστου του 1936. Η κυβέρνηση αυτή θέτει αμέσως σε διωγμό τα τραγούδια αυτά, με το σκεπτικό ότι δεν είναι « ελληνικά » αφ΄ενός και εκφράζουν ανατολίτικη  νοοτροπία - που εν μέρει ίσως είναι αληθινό - και αφ΄ ετέρου προέρχονται από περιθωριακά στοιχεία της κοινωνίας. Βέβαια, τα τραγούδια αυτά  τραγουδιούνται, αλλά  γενικώς  είναι υπό διωγμό, δεν παίζονται από το κρατικό ραδιόφωνο - αυτό θα  αλλάξει δεκαετίες μετά, όταν ο Χατζηδάκης θα τα προβάλει με τις διασκευές  του. Πρωτύτερα, στη  διάρκεια του  εμφύλιου πολέμου, οι στρατιωτικοί πομποί τα έπαιζαν συνεχώς, κι αυτό έγινε επειδή οι στρατιώτες, αυτή τη μορφή ψυχαγωγίας προτιμούσαν.

Την περίοδο  των « διωγμών », μεγάλη υπηρεσία  πρόσφεραν στη διατήρηση αμέτρητων τέτοιων  τραγουδιών, ο  Μίνως Μάτσας - διευθυντής  του οίκου  « Οντεόν » - και  μαζύ του ο συνθέτης  Σπύρος  Περιστέρης. Και  οι δυό  τους αντιλήφθηκαν  τη σημασία  που είχε  για τη μουσική κληρονομιά  της σύγχρονης Ελλάδας αυτό το είδος της λαϊκής μουσικής. Οι δυό αυτοί, κατάφεραν να διασώσουν πάρα πολλά τραγούδια εκείνη την εποχή, και ηχογράφησαν ση-μαντικό αριθμό από αυτά.

Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 30, εμφανίστηκε στο  ρεμπέτικο τραγούδι ο Τρικαλινός Βασίλης Τσιτσάνης, που εγκατέλειψε τη νομική σχολή για να αφοσιωθεί στο τραγούδι. Ο Τσιτσάνης - κατά ομολογία των περισσότερων ειδικών και μή - υπήρξε ο μεγαλύτερος στο είδος του, είχε ένα τελείως προσωπικό στυλ, έτσι ώστε μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει τον συνθέτη πίσω από το τραγούδι. Το πρώτο σουξέ του ήταν η « Αρχόντισσα », γραμμένη το 1939. Στο πόλεμο και μετά, είχε πλούσια παραγωγή καλών τραγουδιών, όπως « Η αχάριστη», η « Συννεφιασμένη Κυριακή », « Τα καβουράκια », « Σερσέ λα φάμ », « Η σατράπισσα », το « Απόψε κάνεις μπαμ », το « Μπαχτσέ τσιφλίκι » και πολλά άλλα.

Ο Γιάννης  Παπαιωάνου είναι  ένας σημαντικός  συνθέτης της  προπολεμικής και της μεταπολεμικής περιόδου. Η μεγάλη επιτυχία  του πριν τον πόλεμο ήταν η  « Φαληριώτισσα », ένα τραγούδι που το λενε συχνά και σήμερα. Αλλα σουξέ του ο « Καπετάν Αντρέας Ζέππος »-που ήταν αληθινό πρόσωπο και  ήταν κουμπάρος  του Παπαιωάννου - και το  οποίο δεν είναι ρεμπέτικο, αλλά μπάλλος, το  « Σβύσε το φως  να κοιμηθούμε », το  « Πριν το χάραμα »  και πολλά άλλα.

Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ήταν ένας  επίσης σπουδαίος « ρεμπέτης ». Από τα τραγούδια του ξεχωρίζουν τα  « Γκελ, γκελ, καϊκτσή », με θαυμάσια ενορχήστρωση, το  « Αλήτη  μ΄ είπες  μιά βραδυά »( 1938 ), και μιά μεγάλη παραγωγή επιτυχιών. Ακόμη, ήταν και μια σπουδαία φωνή.

Ο Δημήτρης Γκόγκος - γνωστός από το παρατσούκλι του « Μπαγιαντέρας » - ήταν ίσως ο πιό ευαίσθητος από όλους. Το  « Τραγούδι της αγάπης », που τραγούδησε ο ίδιος μαζύ με τον Μανώλη Χιώτη, είναι από τα τρυφερώτερα λαϊκά τραγούδια, βοηθούντος και του στίχου. Εχει γράψει πολλά όμορφα τραγούδια.

Ο Κώστας  Καπλάνης είναι γνωστός με τα γλυκό « Μινόρε της αυγής ». Ο Μανώλης Χιώτης - πριν μεταπηδήσει σε ένα είδος  λαϊκού τραγουδιού που ο ίδιος δημιούργησε πάνω σε λατινοαμερικάνικους ρυθμούς και  με διαφορετική, μή  ρεμπέτικη ορχήστρα - έγραψε μερικά καλά τραγούδια, όπως ο πολύ γνωστός « Πασατέμπος ».

Ο Σπύρος Περιστέρης  που αναφερθηκε σαν ένας από  αυτούς που διατήρησαν  το είδος κατά τα Μεταξικά χρόνια, ήταν και σπουδαίος συνθέτης, μάλιστα έγραψε και τα τραγούδια σε νότες, καθώς οι « ρεμπέτες » συνθέτες δεν ήξεραν να γράφουν μουσική, η μεγάλη πλειονότητά τους τουλάχιστον.Ο Περιστέρης έγραφε συνήθως παρωδιακά ρεμπέτικα, όπως τη « Μαρία Μανταλένα », τον  « Αντώνη, το βαρκάρη, το σερέτη » και  μετά τον πόλεμο τους « Τρεις Καμπαλλέρος ». Πριντον πόλεμο είχε γράψει μερικά καθεαυτού ρεμπέτικα,όπως το χασάπικο « Απόψε θα περάσω » », και ίσως και ένα άλλο σουξέ, « Το μελαχροινό  ».

Αφήσαμε τελευταίο - Τhe  last but  not the  least - όπως λένε οι αγγλόφωνοι - τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον πρώτο των Μοϊκανών. Γνωστότατη η « Φραγκοσυριανή » του.Υπάρχει πλήθος από τραγούδια του, που δεν είναι του παρόντος  να αναφέρουμε, άλλωστε ο καθένας από αυτούς έχει γράψει εκατοντάδες τραγούδια, αναγκαστικά αναφέρονται τα πιό γνωστά από αυτά. Πρέπει να  αναφερθεί ότι τα  περισσότερα από τα τραγούδια αυτά, τα τραγουδούσαν οι ίδιοι οι δημιουργοί τους μαζύ με  έναν ή περισσότερους από τα μέλη της ορχήστρας. Εκτός όμως  αυτών, υπήρχαν και κάποιοι  που τραγουδούσαν  τραγούδια άλλων. Ο πιό διάσημος από αυτούς ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, μιά εξαιρετική φωνή, κατάλληλη για την ερμηνεία ρεμπέτικων  τραγουδιών. Ηταν  γνωστός  με  το παρατσούκλι  « Τεμπέλης », όπως ήταν γνωστός στην  « πιάτσα »  ο Τσιτσάνης  με το όνομα  « Βλάχος », και  ο πολυγραφώτατος  στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης - στον οποίο οφείλουμε πάρα πολλά τραγούδια - με το  παρατσούκλι  « Ο Τσάντας », επειδή κυκλοφορούσε  ολόκληρη τη μέρα με μιά τσάντα, γεμάτη με στίχους τραγουδιών που μετέφερε στους μουσικούς.

Μετά τον πόλεμο,έκαναν την εμφάνισή τους οι τελευταίοι συνθέτες ρεμπέτικων. Ανάμεσα σ΄ αυτούς ήσαν ο Απόστολος Καλδάρας, (  « Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι » -  « Ένα  τραγούδι απ΄τ΄ Αλγέρι » - « Εβίβα λεβέντες, εβίβα παιδιά » κ.λ.π. ), ο Γιώργος Μητσάκης, με πολλές επιτυχίες,( « Φτωχό κομπολογάκι μου »- « Οπου Γιώργος και μάλαμα »κ.λ.π.), ο Μανώλης Χιώτης - πριν περάσει στα νοτιοαμερικάνικα λαϊκά - με τον « Πασατέμπο » και λίγα άλλα.

Αφού έκαναν  την εμφάνισή τους λίγοι ακόμα δημιουργοί  καθαρού ρεμπέτικου μετά τον πόλεμο, άρχισε να  εμφανίζεται ένα άλλο είδος  μουσικής, πολύ διαφορετικής  από  τη μουσική  του κλασσικού  ρεμπέτικου. Η μουσική αυτή ονομάστηκε  « λαϊκή », χωρίς να έχει τίποτε το λαικό επάνω  της, μάλιστα πολλές συνθέσεις της είχαν χαρακτήρα « ελαφρολαϊκού » τραγουδιού, δηλαδή  ήταν ένα εντελώς « νόθο » κατασκεύασμα, ούτε λαϊκό,ούτε ελαφρό. Για την ακρίβεια, προσπαθούσε να αναβιώσει το παλιό όμορφο ελληνικό ελαφρό τραγούδι - από τα πρώτα στην Ευρώπη -και να του δώσει έναν ψεύτικο « λαϊκό » ήχο, που κατά κανόνα ήταν άθλιος από κάθε άποψη. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πτωχό, δεν μπορούσε να ήταν αλλοιώς.

Στο μεταξύ, είχε δημιοιυργηθεί ένα νέο στυλ τραγουδιού, το λεγόμενο ανεπιτυχώς και ακαίρως « έντεχνο λαϊκό τραγούδι », στο οποίο πρωταγωνιστής και πρωτοπόρος ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, και που σαν στίχο χρησιμοποιούσε ποίηση  μεγάλων Ελλήνων ποιητών, οπως του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και του Γκάτσου. Και το τραγούδι αυτό είναι « νόθο » υπό ευρεία  έννοια, δεν γνωρίζω να υπάρχει κανένα μέρος του κόσμου όπου οι στίχοι των τραγουδιών να παίρνονται  από καθαρά  ποιητικά κείμενα, πάντα χρησιμοποιείται  ένας ελαφρός και κατανοητός  στίχος, εύκολα  απομνημονευόμενος  που όλο κάτι  μας θυμίζει, όπως  και η μουσική του, αλλά δεν  ξέρουμε τί - κατά τη ρήση του Λουκιανού  Κηλαηδόνη. Τα βαθυστόχαστα νοήματα έχουν θέση στην καθαρή ποίηση, όχι στα τραγούδια. Τα  ρεμπέτικα  τραγούδια δεν είχαν βαθυστόχαστα  και πολύπλοκα  νοήματα στο στίχο τους, κι όμως  φαινόταν ότι έβγαιναν απ΄ την καρδιά, όχι από το μυαλό.

Εκτός  από αυτές τις εξελίξεις, έναν καιρό εισέβαλαν στην  Ελλάδα μουσικές άλλων  χωρών, τελείως ξένες προς την ελληνική μουσική παράδοση, Ινδικά, Αιγυπτιακά και δεν ξέρω από ποιές άλλες χώρες, και σερβιρίστικαν σαν ελληνικά.Μάλιστα,τον καιρό εκείνο γνώρισαν  αρκετή επιτυχία, για να ξεχαστούνε μετά κάποιο διάστημα ολότελα.

Τα λεγόμενα « ελαφρολαικά » εν τω μεταξύ, συνέχιζαν την πορεία τους, και τελικά έμειναν οριστικά μέσα στην παραγωγή μέχρι και τώρα, και ίσως μείνουν για πολύ διάστημα ακόμα. Ο  ρυθμός τους  είναι συνήθως  « μάμπο », συχνά πάλι αυτό που στα  παλιά  ονομάζαμε  « σλόου φοξ », ακόμα μερικά είναι γραμμένα σε ρυθμό « τσα - τσα », και σε ότι άλλο βάλει ο νους σου.

Παράλληλα, γράφονται και τραγούδια στους παλιούς ρεμπέτικους ρυθμούς,όπως τσιφτετέλι ( που είναι βέβαια ρυθμός τουρκικός ), χασαποσέρβικος, ζεϊμπέκικος, ( που κι αυτός πρέπει να είναι τουρκικής προέλευσης, από τους ζεϊμπέκηδες, ειδικό σώμα τουρκικού στρατού ), καρσιλαμάς - επίσης τουρκικός, όπως  προδίδει το όνομά του από το « καρσί » που σημαίνει « αντίκρυ ».

Τον τελευταίο καιρό, ανθεί μιά « βιομηχανία » τραγουδιών που είναι περίπου ίδια το ένα με το άλλο, με πτωχότατο στίχο, γραμμένα πάνω στο γόνατο,και που ακούγονται για μιά - δυό  εβδομάδες, και μετά εξαφανίζονται ολότελα. Δεν αξίζει να γίνει και απλή αναφορά σ΄ αυτά.

Κάτι από το καλό τραγούδι, έστω το ελαφρολαικό, έχει αφήσει ο τελευταίος από τους μεγάλους συνθέτες, ο Γιώργος Ζαμπέτας. Τα τραγούδια που έγραψε είναι « γνήσια », έχουν καλό στίχο - που του προμήθεψαν καλοί στιχουργοί, όχι ποιητές - και πολύ πρωτότυπη μουσική που μπορεί  να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, όπως άντεξαν και θα αντέξουν για απροσδιόριστο  χρόνο ακόμα, τα γνήσια  ρεμπέτικα του  Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Παπαιωάννου, του Μπαγιαντέρα, του Μητσάκη, του Χατζηχρήστου  και των υπόλοιπων « καθαρόαιμων »  ρεμπέτηδων του παρελθόντος.

 

 

OI BΛABEΡEΣ ΣYNEΠEIEΣ THΣ THΛEOΡAΣHΣ

O I B Λ Α Β Ε Ρ Ε Σ      Σ Υ Ν Ε Π Ε Ι Ε Σ      Τ Η Σ      Τ Η Λ Ε Ο Ρ Α Σ Η Σ

Οσο κι  αν φαίνεται παράξενο,τα πρώτα πειράματα σχετικά με τη μεταβίβαση εικόνας είχαν γίνει ήδη το 1884 από τον P a u l   N i p k o w. Τα επόμενα βήματα έγιναν το 1923 και το 1929 από τον Ρωσοαμερικανό  V l a d i m i r   Z w o r y k i n, και την  άνοιξη του 1939  η τηλεόραση μπήκε στην  υπηρεσία της δημόσιας  ψυχαγωγίας. Δεν θα επεκταθούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες πάνω στην εξέλιξη της τηλεόρασης, γιατί δεν είναι  αυτός ο σκοπός μας, τις παρακάμπτουμε λοιπόν.

Από το 1947  η τηλεόραση κάμνει τα  πρώτα βήματά  της στο  εμπόριο, στις  ευρωπαικές χώρες αγοράζονται συσκευές  από τους πολύ « εύπορους », και σε κάποιο σπίτι στη  γειτονιά που διαθέτει τηλεόραση, μαζεύονται πολλοί γείτονες για να παρακολουθήσουν την εκπομπή- έτσι τουλάχιστον βλέπουμε σε μιά Βρετανική ταινία του 1947. Την εποχή εκείνη -μας λέει ο ευθυμογράφος Τζωρτζ  Μάικς  ή  αν προτιμάται με  το ουγγαρέζικο  όνομά του Γκεόργκ Μικές -το να έχεις μιά κεραία στη στέγη του σπιτιού σου, δήλωνε οικονομική ευμάρεια και κοινωνική καταξίωση, όπως το  ίδιο δήλωνε  μετά δέκα χρόνια η κατοχή αυτοκινήτου, ή μετά από άλλα δέκα χρόνια η κατοχή πολυτελούς και άρα ακριβού αυτοκινήτου. Συνεπώς, τα πάντα είναι ζήτημα επίδειξης - κοινώς -  « φιγούρας ».

Οι συσκευές τηλεόρασης στην Ελλάδα του 1970 - ασπρόμαυρες βέβαια - δήλωναν ακριβώς το ίδιο πράγμα -τη φιγούρα. Ησαν πανάκριβες, μιά ασπρόμαυρη συσκευή 24 ιντσών, κόστιζε σε σημερινό  χρήμα επτακόσιες  χιλιάδες  δραχμές. Λίγοι είχαν  την ευχέρεια  να έχουν μιά τέτοια συσκευή, και είχε την ίδια σημασία που έχει σήμερα η κατοχή μιάς Μερσεντές.

Τον πρώτο καιρό, η  τηλεόραση είχε  περιωρισμένες βλαβερές  συνέπειες. Είχε εκπομπές -τουλάχιστον στη χώρα μας - μόνο τις απογευματινές και νυχτερινές ώρες, τα μεσάνυχτα σταματούσε την εκπομπή της. Εξ άλλου, τα προγράμματά της δεν ήσαν « φθοροποιά » - αν καταλαβαίνετε  τη σημασία της λέξης. Βέβαια, και τότε είχε αρχίσει να περιορίζει τις πολύ χρήσιμες ώρες της ανάγνωσης λογοτεχνικών έργων, αυτό ήταν μεγάλη ζημιά που με τον καιρό πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις, τόσο που σχεδόν έδιωξε την λογοτεχνία από τα σπίτια.

Εκείνο  που δεν είχαμε  φανταστεί τότε ήταν ότι χάνοντας  τη λογοτεχνία, χάναμε  και τη γλώσσα μας, καθώς μπαίναμε σε μιά εποχή - όχι αμέσως, αλλά με την εισβολή  των ιδιωτικών καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών στην χώρα - που διαμόρφωνε μιά ιδιότυπη γλώσσα ανθρώπων, που δεν ήσαν συνήθως κάτοχοι της γλώσσας και την κακοποιούσαν ανηλεώς.

Αυτές ήσαν δυό από τις πολλές  « βλαβερές συνέπειες » της τηλεόρασης αλλά και της ιδιωτικής  ραδιοφωνίας - μάλιστα η τελευταία απόδείχτηκε ότι μας  ήταν ολωσδιόλου  άχρηστη, το  πολύ πολύ να  ήταν ένα ιδιωτικό  τζουγκ -μποξ  κι  ακόμα χειρότερα, καθώς στο  τζουγκ - μποξ που υπάρχει για δημόσια χρήση, βάζεις τους δίσκους που θέλεις ν΄ακούσεις,  και όχι ότι τιποτένιο σου σερβίρουν.Και ας μην μιλήσουμε για τους αυτοσχέδιους « νιουσκάστερς » των ιδιωτικών  ραδιοφωνικών πομπών, που ρεζιλεύουν  την  ομορφότερη γλώσσα  που έχει φανεί στον κόσμο και καμμιά άλλη γλώσσα δεν μπορεί να τη φτάσει στον πλούτο των εννοιών και της έκφρασης.

Μιά  « πληγή »  που όσο πηγαίνει και  γίνεται χειρότερη, είναι οι αναρίθμητες σειρές - τα λεγόμενα αγγλιστί  « σήριαλς » -που υποβιβάζουν την κινηματογραφική τέχνη στο ναδίρ της. Συνήθως στα σήριαλς αυτά - που γράφονται  ως γνωστόν στο  « γόνατο » - ο « συγγραφέας » τους δε γνωρίζει ο ίδιος ποιά συνέχεια θα  δώσει στην  ιστορία του  την επόμενη μέρα, ας ξημερώσει  και θα δούμε  τι θα  γράψουμε, ότι  και να  γράψουμε ο κόσμος  θα το καταπιεί, δεν μπορεί να κάνει κι αλλοιώς, έχει πάθει « διανοητική παράλυση » που θεραπεία δεν παίρνει.

Εδώ, πρέπει να γίνει διάκριση προς  τις σειρές που αφηγούνται κάθε φορά και μιά διαφορετική ιστορία, αν και τα κύρια πρόσωπα παραμένουν τα ίδια. Αναφέρομαι στις ξένες σειρές - κυρίως αμερικανικές - που είτε χαρακτηρίζονται σαν  « αστυνομικές », είτε σαν  « κωμικές », τα λεγόμενα  sitcoms - που οι περισσότερες απ΄αυτές είναι πολύ αξιόλογες, αλλά απαιτούν μεγάλα σχετικά  budgets, που ούτε κατά  διάνοια μπορούν  να διατεθούν σε  άλλες χώρες  όπως στην Ελλάδα αλλά και αλλαχού, επειδή οι  τοπικές αγορές είναι περιωρισμένες  και τα έξοδα δεν βγαίνουν. Η αμερικανική αγορά έχει παγκόσμια εμβέλεια, έτσι μπορεί να χρησιμοποιήσει καλούς ηθοποιούς, καλούς τεχνικούς και καλούς σεναριογράφους.Τα ελληνικά σήριαλς γυρίζονται μέσα σ΄ ένα δωμάτιο, οι  ηθοποιοί ανταλλάσσουν  μερικές κουβέντες, πίνουν  και  κανένα  καφέ, κάμνουν μερικά  κουτσομπολιά  και αύριο η  συνέχεια - και στο  μεταξύ δεν έχει προχωρήσει η ιστορία καθόλου, έτσι  ώστε να μπορούν να  γίνουν τετρακόσια επεισόδια, και όλα αυτά θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μιά ταινία  95 λεπτών. Αλλά  σε μιά τόσο  ακριβή ταινία των  95 λεπτών, πόσες  διαφημίσεις  μπορούμε να  βάλουμε ώστε να  συντηρηθούν τα κανάλια ;

Το να παρακολουθεί κανείς τις σειρές αυτές - τα « ατσήριαλς », όπως τα έλεγε κάποτε ο Κώστας Χατζηχρήστος- είναι άσκοπη σπατάλη χρόνου, όχι μόνο επειδή δεν λένε τίποτε απολύτως σαν κινηματογραφική  ή και θεατρική τέχνη, αλλά τρώνε και την ώρα  που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί  με άλλον τρόπο. Η δικαιολογία ότι έτσι περνάμε την ώρα μας, δεν στέκεται καθόλου, μπορεί κανείς να περάσει την ώρα του με πολλούς άλλους  τρόπους, λ.χ. τη  συζήτηση , παίζοντας χαρτιά άνευ χρημάτων - που είναι πολύ πιό διασκεδαστική  απασχόληση - ακόμα και το κουτσομπολιό είναι προτιμώτερο από την αποβλάκωση που προκαλεί η παρακολούθηση των εξαμβλωμάτων αυτών.

Η τηλεόραση προβάλλει  και κινηματογραφικές  ταινίες, όμως στην πλειοψηφία τους αυτές είναι  δεύτερης και τρίτης - και  πιό κάτω - διαλογής. Είναι  γνωστό ότι οι ταινίες  πρώτης διαλογής νοικιάζονται  πολύ ακριβά, έτσι σπανίως τα κανάλια δίνουν τα απαιτούμενα χρήματα, και προτιμούν τα πολύ χαμηλού προυπολογισμού και πολλών εσόδων απ΄τις διαφημίσεις ελληνικά σήριαλς.

Ένα αμφιλεγόμενο σημείο  των ιδιωτικών καναλιών, είναι η παρουσίαση  των λεγομένων reality  shows, στα οποία άτομα με πολλά προβλήματα -οικογενειακά, οικονομικά και διάφορα άλλα - προσέρχονται στα κανάλια για να εκθέσουν τα προβλήματά τους. Τα προγράμματα αυτά έχουν σημαντική θεαματικότητα, καθώς λίγο πολύ οι τηλεθεατές έχουν κι αυτοί προβλήματα, και βλέποντας ότι άλλοι έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, παρηγοριούνται κατά κάποιον  τρόπο, αυτή είναι η εξήγηση  που δίνω. Από την άλλη μεριά, με την ανυπαρξία κράτους πρόνοιας, είναι πολύ φυσικό, άνθρωποι που βρίσκονται μπροστά σε αδιέξοδα, να πηγαίνουν στα κανάλια  και να εκθέτουν τα  προβλήματά τους  με την ελπίδα  ότι θα βρούν κάποια λύση.

Μιά  άλλη αμφιλεγόμενη πλευρά  της τηλεόρασης, είναι και  τα ποικίλα  Talk - shows, οι επί παντός θέματος  συζητήσεις  « στρογγυλής  τραπέζης », μερικές από τις  οποίες παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, οι περισσότερες όμως κατατρίβονται σε ασημαντότητες  της επικαιρότητας. Σε μερικές από  αυτές, καλούνται  πρόσωπα που εκ  των προτέρων  είναι βέβαιο ότι θα εκτραπούν σε φιλονικείες και κάποτε και σε ύβρεις, η  κατάσταση  εκτραχύνεται, καθώς μάλιστα όλοι μιλούν συγχρόνως, και ο  τηλεθεατής, μη ακούοντας  σχεδόν τίποτε, γυρίζει σε άλλο κανάλι για να αποφύγει αυτήν την κακοφωνία.

Βέβαια η τηλεόραση δεν έχει μόνο μειονεκτήματα- λησμόνησα να αναφέρω τις κάκιστες παιδικές εκπομπές που προετοιμάζουν τους αυριανούς ανώμαλους και κακοποιούς, επ΄αυτού είναι  σύμφωνοι όλοι σχεδόν οι  παιδοψυχολόγοι. Δεν έχει λοιπόν μόνο  μειονεκτήματα και στραβά, άλλωστε είναι γνωστο το  « ουδέν κακόν αμιγές καλού ».Υπάρχουν και καλές εκπομπές - κυρίως στα κρατικά κανάλια - με ντοκυμανταίρ, αθλητικές διοργανώσεις σε απ΄ ευθείας συνδέσεις με  τους αγωνιστικούς χώρους, επιστημονικές  και άλλες εκπομπές που στοχεύουν στην πληροφόρηση. Ακόμα, και τα δελτία ειδήσεων - όταν  είναι σοβαρά και υπεύθυνα -είναι χρήσιμα από κάθε άποψη. Όμως, όταν σε ένα πράγμα, το άσχημο είναι πολύ περισσότερο από το καλό, μπορούμε να πούμε ότι στο σύνολό του πρέπει να θεωρείται αποτυχημένο.

 

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Π Ε Ρ Ι     Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ο Υ     Τ Ρ Ο Π Ο Υ     Α Υ Τ Ο Κ Τ ΟΝ Ι Α Σ



Πώς είπατε ; Θα μιλήσουμε για κάποιο νέο τρόπο αυτοκτονίας, δεν μας φτάνουν οι παλιότεροι; Μάλιστα, έχουν ανακαλυφθεί προσφάτως νέες μέθοδοι με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο εφ΄όσον το επιθυμεί, αλλά και χωρίς να το επιθυμεί, το τελευταίο μάλιστα είναι που θα μας απασχολήσει.

Και πώς γίνεται παρακαλώ να αυτοκτονεί κανείς χωρίς να το επιθυμεί; Αυτό δεν γίνεται, δεν μπορεί  κάποιος να βάζει τέρμα στη ζωή του χωρίς να το θέλει ο ίδιος. Ο ίδιος  ο ορισμός της αυτοκτονίας  αυτοαναιρείται  με το οξύμωρο αυτό σχήμα. Αυτοκτονώ  σημαίνει ότι βάζω τέρμα ο ίδιος στην ύπαρξή μου, δεν μπορεί  να γίνει αυτό  ασυνείδητα, γιατί τότε δεν πρόκεικειται περί αυτοκτονίας αλλά περί θανάτου από άλλη αιτία και χωρίς τη θέλησή μου.

Βέβαια, όποιος φέρνει τέτοιου είδους γραμματολογικές αντιρρήσεις, έχει  απόλυτο δίκαιο. Ετσι, πρέπει να  πούμε ότι ο τίτλος του θέματος που βάλαμε,είναι σκοπίμως παραπλανητικός, δεν πρόκειται περί ενσυνείδητης αυτοκτονίας, πάντως όπως θα δείτε παρακάτω, δεν απέχει από πλευράς ουσίας από την ενσυνείδητη πράξη.

Ασφαλώς και δεν πρόκειται να πάρουμε ένα περίστροφο και αδεξίως κρατώντας το, προκαλούμε την εκπυρσοκρότησή του, έτσι ώστε να μας βρεί η σφαίρα σε καίριο σημείο του σώματός μας και έτσι να εκπνεύσωμεν πριν της ώρας μας. Ούτε θα βάλουμε παραθείο στον καφέ μας, θα τον πιούμε με ανέκφραστη ευχαρίστηση και ούτω θα αποχωρήσουμε αδόξως από τον κόσμο αυτόν, που μερικοί θεωρούν μάταιον- κυρίως οι βουδιστές, αλλά και πολλοί μη οπαδοί του Γκαουτάμα, του ασκητή που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ανιαρής ζωής του ακίνητος, κάτω από ένα δέντρο, τόσο είχε σκυλοβαρεθεί που ζούσε.

Τελείως άλλοι και πολύ πρωτότυποι είναι οι τρόποι με τους οποίους ο σημερινός άνθρωπος - και πρέπει να τονίσουμε, ο δυτικός, ο πολιτισμένος άνθρωπος - προσπαθεί να παρατήσει τα εγκόσμια και να αποχωρήσει από το πεδίο της μάχης, όπως ο δειλός πολεμιστής εγκαταλείπει τις τάπιες του και τις πολεμίστρες του και τρέπεται εις άτακτον φυγήν προ του εχθρού. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να μελετήσουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς.

Ενας εξαιρετικός τρόπος αυτοκτονίας - όχι βέβαια πρωτότυπος αλλά αποτελεσματικός - είναι αυτός που επιτυγχάνεται με το κάπνισμα. Και ναι μεν το αποτέλεσμα είναι ασφαλές και εγγυημένο, όμως έχει και ένα μειονέκτημα : Αργεί, επέρχεται μετά αρκετά χρόνια. Για να έχει γρήγορη δράση, η μέθοδος απαιτεί την κατανάλωση πάνω από τα τρία πακέτα ημερησίως, ίσως χρειάζονται τέσσερα, οπότε σε εικοσιπέντε χρόνια είναι κανείς εξασφαλισμένος ότι θα έχει επιτυχία. Ένα μεγάλο προτέρημα όμως της επιστημονικής αυτής μεθόδου είναι ότι συνοδεύεται με την άφατη ευχαρίστηση που παρέχει ομολογουμένως το κάπνισμα.

Ενας καλός, αλλά επίσης κάπως αργός τρόπος, είναι η γενναία κατανάλωση αλκοόλ επί καθημερινής βάσεως. Η μέθοδος είναι αρκούντως αποτελεσματική, δρά βραδέως αλλά ασφαλώς, με σταδιακή αλλά σίγουρη καταστροφή του ήπατος, που - σε αντίθεση με την περίπτωση του μυθικού Προμηθέα, που την ημέρα ένα όρνιο έτρωγε το σηκώτι του αλλά την νύχτα ξαναγεννιώτανε - αποφεύγει αυτήν την αναγέννηση στην περίπτωση κατάχρησης αλκοόλ, και έτσι έχει κανείς το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ενας άλλος τρόπος - που δεν είναι κι  αυτός πολύ γρήγορος - είναι το καθημερινό ξενύχτι επι καθημερινής κι αυτό βάσεως - κατά προτίμηση σε χαρτοπαικτικές λέσχες και με σκληρό παιχνίδι, αλλά  και σε νυχτερινά κέντρα - κατά προτίμηση στα  αποκαλούμενα  « σκυλάδικα », με τη συνοδεία ορχήστρας, σε συνδυασμό με την προηγούμενη μέθοδο της κατανάλωσης ισχυρότατων ποτών, λ.χ. βότκας, ουίσκι και άλλων παρομοίων. Η φθορά του οργανισμού είναι απόλυτα εξασφαλισμένη και εγγυημένη, και συνιστάται αυτή η μέθοδος ολοθερμα.

Ενας άλλος πολύ διαδεδομένος - κυρίως στη χώρα μας, όπου ως γνωστόν ανθεί και η φαιδρά πορτοκαλέα - τρόπος, είναι  διά της μεθόδου του οδηγείν αυτοκίνητο υπό τύπον αγώνος Φόρμουλα Ένα, στους εξαίρετους από κάθε άποψη δρόμους που υπάρχουν σχεδόν σε όλη την επικράτεια. Αν μάλιστα το οδηγείν συνδυάζεται και με γενναίαν κατανάλωσιν ποτών ισχυρών, τότε το αποτέλεσμα είναι βέβαιο. Ο οδηγός μπαίνει με όλη την άνεσή του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και έτσι έχει και την ευχέρεια, μαζύ με την αναχώρησή του από τον μάταιο όπως θεωρεί κόσμο μας, να πάρει μαζύ του και έναν ή περισσότερους άλλους εποχούμενους επί οχημάτων, και μάλιστα χωρίς να έχει νομικές συνέπειες, καθώς, για να σου απαγγελθεί  κατηγορία για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, πρέπει να βρίσκεσαι εν ζωή, άλλως η κατηγορία καταπίπτει αυτομάτως. Βέβαια, η  εξόντωση κάποιων ανθρώπων που βαδίζουν αμέριμνα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, δεν είναι έργο θεάρεστο, αλλά τι να γίνει ; Βλέπεις, το πρωτοπορειακό σε τέτοιου είδους διευκολύνσεις κράτος μας, φροντίζει για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, να μην έχει βάλει ισχυρά - ούτε και ασθενή - στηθαία, δηλαδή μπαρριέρες, μεταξύ των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Δυστυχώς για τους άλλους « δυτικούς », οι χώρες τους δεν έχουν προνοήσει καταλλήλως και έχουν τοποθετήσει τέτοια στηθαία, χωρίς να παίρνουν υπ΄όψιν τους τις προθέσεις των πολιτών τους.

Αναφέρθηκαν μερικοί  μοντέρνοι τρόποι  αυτοκτονίας - μερικοί  δεν είναι και  τόσο μοντέρνοι, αλλά βελτιώσεις προηγουμένων μεθόδων - και θα μπορούσαν να αναφερθούν και κάποιοι άλλοι, το παν είναι να διαθέτει κανείς φαντασία και θα επινοήσει κάποιον πολύ πιό πρωτότυπο. Ενας τρόπος που εσχάτως άρχισε να  εφαρμόζεται, είναι το πέταγμα με τις πτητικές μηχανές που χρησιμοποιούνται στον λεγόμενο αεροπτερισμό. Ανεβαίνεις σε μιά συσκευή που μοιάζει - κάπως αμυδρά είναι η αλήθεια - τη συσκευή των αδελφών Ράιτ, και σκουντώντας τη συσκεή αυτή που ίπταται πάνω από λόγγους και λαγκάδια, κάμνεις διάφορα ακροβατικά και λίαν θεαματικά νούμερα, με τέτοιον τρόπο, ώστε αναποδογυρίζει το σκάφος σου και γκρεμοτσακίζεσαι από αρκετό ύψος, έτσι ώστε όταν σε βρούνε, να είναι το μεγαλύτερο κομμάτι σου το αυτί σου.

Η οδήγηση μοτοσυκλέττας με την λογική κατά πάντα ταχύτητα των εκατό πενήντα χιλιομέτρων την ώρα, είναι μιά ακόμα ασφαλής μέθοδος για να φτάσεις στον σκοπό  σου, ιδίως αν αν ο δρόμος παρουσιάζει κάποια ολισθηρότητα. Η μέθοδος αυτή  χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από νεαρής ηλικίας άτομα, που έχουν αηδιάσει την πεζή αυτή ζωή και δεν επιθυμούν να την συνεχίσουν.

Αυτή τη στιγμή, δεν μου έρχεται στο νού καμμιά άλλη τέτοια μέθοδος, έχει στερέψει το μυαλό μου. Ασφαλώς υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι που δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Οποιος ξέρει τίποτε σχετικό, ας κάνει  κάποια ανακοίνωση, πολλοί συνάνθρωποί μας θα ήθελαν να πληροφορηθούν σχετικώς.