Π Ω Σ Α Λ Λ Α Ζ Ο Υ Ν Τ Α Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Α !
Μπορούμε άραγε να κάνουμε ένα μικρό σε διάρκεια ταξειδάκι σε κάποιες παλιές εποχές, ας πούμε στα πριν από πενήντα ή και σαράντα χρόνια ; Να δούμε πώς ήσαν οι άνθρωποι των εποχών εκείνων και ακόμα πιό παλιών, να πάρουμε μιά ιδέα του τί τους άρεσε τις εποχές εκείνες, ποιά ήσαν τα γούστα και οι προτιμήσεις τους ; Να δούμε τί τραγουδούσαν τότε - μάλιστα ήταν εποχές που όλοι σχεδόν τραγουδούσαν - ποιές παραστάσεις στο θέατρο προτιμούσαν, ποιές ταινίες παρακολουθούσαν στις μεγάλες οθόνες των κινηματογράφων. Πώς αισθανόντουσαν τον έρωτα ; Με ποιούς τρόπου περνούσαν τις ώρες τους, τον τρόπο της διασκέδασής τους ; Και τον τρόπο που σκεφτόντουσαν τότε ;
Μάλιστα, μπορούμε να πάμε στα χρόνια εκείνα, να τα δούμε όλα αυτά. Να θυμηθούμε κάποια από αυτά, να μάθουμε από άλλες πηγές αυτά που θα μας δώσουν το στίγμα εκείνων των εποχών. Και με τον τρόπο αυτό, να μπορέσουμε να κάνουμε και κάποιες συγκρίσεις με αυτά που σήμερα βλέπουμε και ακούμε να γίνονται.
Αυτό το πισωγύρισμα στο χρόνο, δεν είναι ανάγκη να το κάνουμε με κάποιου είδους χρονομηχανή, μιά T i m e m a c h i n e, σαν κι εκείνη τη φανταστική που χρησιμοποίησε ο Ουέλλς στο μυθιστόρημά του που έχει ακριβώς αυτόν τον αγγλικό τίτλο. Θα πάμε με αυτά που από ιδίαν πείραν ξέρουμε, και από εκείνα που μπορουμε να έχουμε, μεσω των πληροφοριών που έχουμε τη δυνατότητα να βρούμε από διάφορες πηγές.
Ξεκινάμε λοιπόν τώρα και παίρνουμε δρόμο. Θα πάμε πρώτα σε κάπως παλιές εποχές, ας πούμε στη δεκαετία του 1920, πιό πίσω δεν μπορούμε να πάμε, καθώς δεν θα έχουμε επαρκή στοιχεία για πιό παλιές εποχές. Για τη δεκαετία αυτή, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που θα μας κάνουν ικανούς να σχηματίσουμε μιά αρκετά καθαρή εικόνα των πραγμάτων. Πάνω σε πολλά επίπεδα, κοινωνικά, τρόπων διασκέδασης, και άλλων που θα μας έλθουν στο νού στη διάρκεια της έρευνας αυτής.
Ο παπάς πρώτα τα γένεια του ευλογεί. Κι εμείς θα ευλογήσουμε επίσης τα γένεια μας, γυρίζοντας πίσω στην παλιά Δράμα της δεκαετίας του 20, ύστερα θα ασχοληθούμε με την υπόλοιπη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο. Βρισκόμαστε λοιπόν στην πόλη μας πριν από ογδόντα και πλεον ίσως χρόνια. Και βλέπουμε τα συμβαίνοντα, σαν από ένα ψηλό μέρος, ας πούμε από έναν φανταστικό πύργο του Άϊφφελ, σαν κι αυτόν που είναι στο Παρίσι.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε, είναι οι άνθρωποι που περπατάνε, όχι μόνο στα πεζοδρόμια, αλλά και στο ίδιο το οδόστρωμα. Στο οποίο δεν κυκλοφορούν καθόλου αυτοκίνητα - ή « οχτωκίνητα » όπως τα είπαμε - υπάρχουν όμως κάμποσα κάρρα, βωδάμαξες και ζώα που μεταφέρουν ανθρώπους και άλλα φορτία. Τί αφήνουν πίσω τους αυτά τα ζώα ; Οχι καυσαέρια βέβαια, αλλά αλλοιώτικες « εκπομπές », που θα περάσει σε λίγη ώρα το κάρρο της δημαρχίας για να τα μαζέψει. Πολύ διαφορετική κατάσταση από τη σημερινή.
Βλέπουμε και πλήθος από παιδιά, την εποχή εκείνη μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτελούν τα παιδιά. Που κι αυτά κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς να φοβούνται τίποτε. Στους δρόμους των συνοικιών - που έχουν δημιουργηθεί μετά τα μέσα της δεκαετίας του 20 - βλέπουμε τα παιδιά να παίζουν καταμεσίς του δρόμου. Και τί παίζουν ; Πολλά και διάφορα παιχνίδια, άγνωστα τελείως στις σημερινές μέρες. Κρυφτό, κυνηγητό, αγιούτο, μπίλλιες, σβούρες και άλλα παρόμοια. Και παίζουν επίσης και ποδόσφαιρο, στο δρόμο μαθαίνουν αυτό το παιχνίδι με μικρές λαστιχένιες ή και πάνινες μπάλλες. Και με την ευκαιρία, να μην ξεχάσουμε και τα τραγουδιστικοχορευτικά παιχνίδια, που τα παίζανε κυρίως τα κορίτσια των μικρών και μεσαίων ηλικιών. Στα οποία, μιά ομάδα από τέσερα ή πέντε κοριτσάκια, προχωρούσε με βήμα προς τα εμπρός, λέγοντας τραγουδιστά τα ορισμένα λόγια του παιχνιδιού : Δ ε ν π ε ρ ν ά ς κ υ ρ ά Μ α ρ ί α,
δ ε ν π ε ρ ν ά ς , δ ε ν π ε ρ ν ά ς,
Δ ε ν π ε ρ ν ά ς κ υ ρ ά Μ α ρ ί α,
δ ε ν π ε ρ ν ά ς, π ε ρ ν ά ς
Για να έλθει η αντιφώνιση από την άλλη ομάδα των κοριτσιων, που ενώ υποχωρούσαν τα πρώτα, προχωρούσαν αυτά προς την αντίθετη κατεύθυνση, τραγουδώντας τους σχετικούς απαντητικούς στίχους. Και ξανά η πρώτη ομάδα, πάλι η δεύτερη και ούτω καθ΄εξής.
Οι δρόμοι. Λιγοστοί κεντρικοί δρόμοι είναι στρωμένοι, όχι βέβαια με άσφαλτο ( που είναι μάλλον άγνωστη ), αλλά με κυβόλιθους, δείγματα από τέτοιους δρόμους, βλέπουμε και σήμερα. Οι πολλοί υπόλοιποι δρόμοι, είναι λιθόστρωτοι, καλτερίμια όπως λέγονται στην Ανατολή. Και πάνω σ΄αυτούς τους δρόμους που δεν τους διασχίζουν « οχτωκίνητα », έχουν αρχίσει - πιθανόν στα τέλη της δεκαετίας - να κινούνται τα ιπποκίνητα ταξί. Πρόκειται για τους γαλλιστί λεγόμενους με το ελληνικό όνομα « Φαέθωνες », που γράφονται στα γαλλικά « P a t h e o n », και προφέρονται « Παετόν », αυτό που είναι γνωστό σαν « παϊτόνι ». Ένα άλογο - και σπανίως δύο - είναι ζεμένα στο παϊτόνι, και με αυτό κινούνται μέσα στην πόλη, μ΄αυτό πηγαίνουν στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρουν το τραίνο.
Συγκοινωνίες με τα χωριά νομίζω ότι δεν υπάρχουν στη δεκαετία αυτή, ίσως προς τα τέλη της να χαράχτηκαν καποιοι δρόμοι χαλικόστρωτοι, που έκαμναν δυνατή τη σύνδεση με μεγάλα αγροτικά κέντρα, όπως το Νευροκόπι και μερικά άλλα. Για την Καβάλα, πρέπει να υπήρχε συγκοινωνία με κάποιυ είδους λεωφορεία, δεν ξέρω όμως πάνω σε τί δρόμους κυκλοφορούσαν αυτά. Μπορεί να υπήρχε άσφαλτος από τότε, μπορεί και όχι. Με Ξάνθη και Σέρρες, μάλλον δεν θα υπήρχε οδική σύνδεση, το τραίνο ήταν μάλλον το μέσον για να πάς σ΄αυτές τις κοντινές πόλεις. Το τραίνο ήταν επίσης πολύ χρήσιμο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, κι αυτό κράτησε επί τέσσερις και παραπάνω δεκαετίες.
Η αγορά της πόλης είναι πολύ περιορισμένη, κάποια μαγαζιά μέτριας δυναμικότητας βρίσκονται στο κέντρο, κοντά στην κεντρική πλατεία. Είναι υφασματοπωλεία, τσαγκαράδικα - που σου φτιάχνουν τα παπούτσια επί παραγγελία, αφού σου πάρουν πρώτα τα μέτρα και κάνουν και μιά πρόβα - καταστήματα τροφίμων, παντοπωλεία, άλλα μικρομάγαζα όπως ψιλικών, δυό τράπεζες, πέντε έξι φαρμακεία, και μερικά άλλα που δεν μπορώ να τα ξέρω. Η πόλη όμως, έχει ένα πλήθος από νερόμυλους, χάρη στα άφθονα νερά που πηγάζουν από μέσα της. Κι όταν μιλάμε για νερά, δεν εννοούμε μόνο τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας, αλλά και το πλήθος των πηγών που υπήρχαν ανατολικά και γύρω από το σημερινό δημοτικό κήπο. Ηταν ένα είδος μικρής Βενετίας εκείνη η περιοχή, τώρα τα έχουν σκεπάσει όλα αυτά τα νερά. Και οι υδρόμυλοι αυτοί, είναι σε όλα τα μέρη όπου υπάρχουν τα ποτάμια αυτά μέσα στην πόλη.
Πώς διασκεδάζουν οι κάτοικοι της πόλης, που στα τέλη της δεκαετίας του είκοσι, είναι γύρω στις τριάντα χιλιάδες ; Σε ταβερνάκια, σε κάποιο σινεμά, μάλλον σ΄αυτό που πήρε τότε το όνομα « Μέγας », αργότερα έγινε « Ολύμπιον », και μετά πέρασε στα χέρια του Δήμου. Σ΄αυτόν τον κινηματογράφο, παίζονται στα τέλη της δεκαετίας, ταινίες του βωβού κινηματογράφου, ο ομιλών που είχε εφευρεθεί στις Πολιτείες το 1927, δεν είχε ακόμα στείλει εδώ τις ομιλούσες ταινίες του. Που όμως δεν θα αργούσαν να έλθουν σε πολύ μικρό διάστημα, ίσως με την είσοδο της δεκαετίας του 30.
Υπήρχε και χορός. Πού χορεύανε δεν ξέρω τη δεκαετία του είκοσι, ίσως σε κάποιες αίθουσες χειμερινές και ίσως και σε ανοιχτούς χώρους. Στη δεκαετία αυτή, κυριαρχούσε το αργεντίνικης καταγωγής τάνγκο, και το αμερικανικής προέλευσης τσάρλεστον, για το τελευταίο δεν ξέρω αν χορευόταν στην πόλη μας. Η μουσική για να μπής στο χορό, ερχόταν μόνο από γραμμόφωνα, τα ελάχιστα που υπήρχαν στην πόλη. Εβαζες το δίσκο, γυρνούσες το μοχλό για να « κουρντιστεί » το γραμμόφωνο, και έβαζες τη βελόνα επάνω στο δίσκο. Και άρχιζε να παίζει.
Μουσική από οπερέττες, κυρίως του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και του Νίκου Χατζηαποστόλου, αυτή ακουγότανε στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας. Τραγουδούσαν πολλοί ανθρωποι της πόλης, όπως και οι άνθρωποι των άλλων αστικών πληθυσμών σε ολόκληρη τη χώρα. Για τους αγροτικούς πληθυσμούς ας μην γίνεται λόγος, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να πάει και σ΄αυτούς η ελαφρά μουσική, δηλαδή η ευρωπαϊκή. Από την εποχή εκείνη, το τραγούδι έπρεπε να έχει σαν βάση την καλή μελωδία, ο στίχος δεν ήταν πάντα πολύ καλός. Ο έρωτας ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της εποχής εκείνης, που επομένως περνούσε και μέσα από τη μουσική.
Τα ίδια περίπου με αυτά της πόλης μας, υπήρχαν και στις άλλες μικρές και μεσαίες πόλεις της χώρας. Σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας, οι μόνες διαφορές με τις μεγάλες πόλεις, ήσαν τα κάποια λιγοστά « οχτωκίνητα » που υπήρχαν σ΄αυτές, οι μεγαλύτερες αγορές, οι περισσότεροι κινηματογράφοι και κάποια κέντρα διασκέδασης. Περίπου ίδια πρέπει να ήταν η κατάσταση και στις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Για τους κεντρώους και βόρειους Ευρωπαίους, δεν ξέρω πολλά πράγματα.
Περνάμε τώρα στη δεκαετία του τριάντα. Η πόλη μας έχει αναπτυχθεί πολύ, οι πρόσφυγες που είχαν εισρεύσει σ΄αυτήν τη δεκαετία του είκοσι, έχουν προσαρμοστεί στα καινούργια γι αυτούς δεδομένα. Λίγο πολύ, τα ίδια πράγματα βλέπουμε και σ΄αυτή τη δεκαετία. Εχουν τώρα δημιουργηθεί κέντρα διασκέδασης και χορού που δεν υπήρχαν πρωτύτερα. Μάλιστα, επικρατεί τώρα η άποψη, ότι όποιος δεν ξέρει χορό, είναι άξεστος και χωριάτης. Δυό ή και τρία χοροδιδασκαλεία όπου μαθαίνουν οι τότε συμπολίτες μας χορό, λειτουργούν στα μέσα της δεκαετίας, ίσως και λίγο νωρίτερα. Οι μαθητευόμενοι χορευτές, συνωστίζονται στις αίθουσες των σχολών χορού, που γεμίζουν πολλές φορές ασφυκτικά. Η μουσική στις σχολές αυτές, είναι πάντα από το γραμμόφωνο. Ραδιοφωνικός σταθμός στην Αθήνα, άρχισε να εκπέμπει στα τέλη περίπου της δεκαετίας του τριάντα, ελάχιστοι όμως μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στο κόστος της αγοράς ενός ραδιοφώνου.
Θεατρικές παραστάσεις δεν γίνονται στην πόλη μας Από επαγγελματικούς θιάσους εννοείται, οι ερασιτεχνικοί θίασοι του γυμνασίου και του λυκείου της πόλης, παίζουν τη δεκαετία αυτή αρχαία ελληνική τραγωδία. Που μάλιστα, την μεταφέρουν και σ΄ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα την περίοδο των σχολικών εκδρομών, τα έξοδα των οποίων βγάζουν εν μέρει από αυτές τις παραστάσεις. Ισως και κάποιο θεατρικό « μπουλούκι », να επισκέπτεται την πόλη, δεν είμαι και πολύ σίγουρος όμως γι αυτό. Αλλά ούτε και η Θεσσαλονίκη έχει θεάτρο, μόνο κάποιοι τοπικοί θίσασοι δίνουν εκεί παραστάσεις. Οι αθηναϊκοί θίασοι δεν έχουν αρχίσει ακόμη να επισκέπτονται την ονομαζόμενη « συμπρωτεύουσα », που αυτό τον τίτλο τον έχει μόνο στις ομιλίες των επίσημων. Το θέατρο ανθεί μόνο στην Αθήνα, με πολλές επιθεωρήσεις, οπερέττες και με έργα ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Μεγάλοι ηθοποιοί παίζουν στα θεατρικά αυτά έργα, και οι επαρχιώτες έχουν την ευκαιρία να δούνε θέατρο όταν επισκέπτονται την Αθήνα, όπου οι θεατές είναι συχνά πιό πολλοί επαρχιώτες παρά Αθηναίοι..
Η δεκαετία του τριάντα, είναι ο « χρυσός αιώνας » της Δράμας, αλλά και άλλων περιοχών, αυτών που είχαν καλλιέργειες καπνού. Επειδή ο ελληνικός - όπως και ο τουρκικός - καπνός, ήταν και είναι εξαιρετικής ποιότητας, τον αγόραζαν οι Ευρωπαίοι, κυρίως οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί, σε πολύ υψηλές τιμές. Τον ανακάτευαν σε ποσοστό πέντε τοις εκατό με καπνό χαμηλών ποιοτήτων, και μοσχοπουλούσαν το χαρμάνι αυτό σε πολλες ευρωπαϊκές χώρες. Απίστευτο φαίνεται, και όμως ήταν αληθινό. Μιά οκά - δηλαδή χίλια διακόσια ογδόντα γραμμάρια - καπνού, πήγαινε μιά χρυσή λίρα, ίσως εικοσαπλάσια και πλεόν τιμή από τη σημερινή. Επεφτε πολύ χρήμα στην περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει κανένα σχεδόν έργο με όλη αυτή την οικονομική ευρωστία, όλα πήγαν στο βρόντο, για την ακρίβεια, στα καμπαρέ της πόλης. Που ήσαν πολλά, και άφησαν εποχή.
Καμπάρέ είπαμε ; Μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται αυτό τρελλό. Καμπαρέ που δεν τα είχε το Βερολίνο, η πρωτεύουσα του καμπαρέ. Ησαν όλα στο κέντρο της πόλης, και οι εργαζόμενες σ΄αυτά, προερχόντουσαν από την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και άλλες κεντρικοευρωπαϊκές χώρες. Κυκλοφορούσε μάλιστα και μιά ιστοριούλα με πρωταγωνιστή αρνητικό, έναν καπνοπαραγωγό - προφανώς ποντιακής καταγωγής - από τα ανατολικά του νομού. Ο οποίος είχε εισπράξει όλα τα χρήματα της χρονιάς, πάρα πολλές χρυσές λίρες, και τα ξόδεψε όλα την ίδια βραδυά στο « Μαύρο γάτο », το διασημότερο από όλα τα καμπαρέ της πόλης. Το αν είναι αληθινή αυτή η ιστορία, δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
Για να καταλάβουμε καλύτερα την οικονομία της πόλης και του νομού, αξίζει να αναφερθεί, ότι τη δεκαετία εκείνη υπήρχε στην πόλη ωδείο με Γερμανούς καθηγητές. Και το ωδείο αυτό, είχε και μιά μικρή συμφωνική ορχήστρα, που έδινε κατά καιρούς και συναυλίες στον κινηματογράφο « Μέγα », που τις παρακολουθούσε πλήθος Δραμινών φίλων της κλασσικής μουσικής. Ο γράφων, που ήταν σε πολύ μικρή παιδική ηλικία τότε, παρακολούθησε μιά τέτοια συναυλία, χωρίς βέβαια να καταλάβει απολύτως τίποτε από τα παιζόμενα από την ορχήστρα μουσικά κομμάτια.
Το σινεμά τώρα, έπαιζε ταινίες ομιλούσες, αμερικανικής και πολλές γαλλικής παραγωγής. Και δεν ήταν μόνο ο ένας και μοναδικός κινηματογράφος, ο « Μέγας ». Ηταν και το χειμερινό « Πάνθεον » στην οδό Αδριανουπόλεως, ήταν και το Αττικόν, επίσης χειμερινό, που εγκαινιάστηκε νομίζω το 1937 ή ένα χρόνο αργότερα. Υπήρχαν από νωρίτερα ακόμα, θερινοί κινηματογράφοι, με ποιό γνωστό τη « Ρέμβη », απέναντι από το ξενοδοχείο « Ξενία ». Πολύς κόσμος πήγαινε στα σινεμά την εποχή εκείνη, καθώς δεν υπήρχε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Ηταν και μάλλον φτηνό το εισιτήριο, εν τη καταναλώσει το κέρδος. Κάπως σαν το γνωστό από παλιότερες εποχές, αμερικανικό « Νικελόντεον », που πλήθη συνέρρεαν σ΄αυτό, εξ αιτίας του πολύ φτηνού εισιτηρίου που είχε. Εισιτηρίου που πληρωνότανε με νικέλινα κέρματα, σεντσια του δολλαρίου, κι έτσι πήρε το όνομα αυτό με το νίκελ και το όντεον, που σημαίνει όπως καταλαβαίνουμε με τα λίγα αγγλικά μας, « ωδείον ». Το ελληνικό τραγούδι περνά μιά περίοδο άνθησης τη δεκαετία αυτή, φτάνει νομίζω να είναι το τρίτο στην Ευρώπη, μετά το ιταλικό και το γαλλικό. Τα τραγούδια της εποχής, γράφονται σε διάφορα στυλ, επικρατέστερο από τα οποία είναι και πάλι το τάνγκο, και ακόμα τραγουδιούνται πολλά τραγούδια από τον αστικό κόσμο της πόλη και της χώρας, που είναι γραμμένα σε ρυθμούς χαμπανέρας - του ισπανοκουβανέζικου αυτού ρυθμού - φοξ τροτ, που είναι από τις Πολιτείες, το σλόου φοξ που παίζεται πάνω στα νέγρικα μπλούζ, και η ρούμπα που έρχεται από την Κούβα. Και βέβαια, το βαλς σε όλους τους τύπους του, το γρήγορο της Βιέννης, το Αγγλαί και το αργό Εζιτασιόν. Πολλά τραγούδια γράφονται για το κρασί, που λανσάρονται από τις θεατρικές επιθεωρήσεις, και είναι κι αυτά σε ρυθμό χαμπανέρας.
Τη δεκαετία αυτή, αρχίζει η άνοδος του ρεμπέτικου τραγουδιού, που το μαθαίνουν όλοι οι Ελληνες. Ερχεται από τον Πειραιά, και κυριώτεροι δημιουργοί του είναι ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊώνου και ο Τσιτσάνης. Η « Φραγκοσυριανή », η « Φαληριώτισσα » και η « Αρχόντισσα », είναι στα χείλη των ανθρώπων που αγαπούν το νέο αυτό είδος τραγουδιού. Το ρεμπέτικο - λαϊκό, είχε τις ρίζες του στην προηγούμενη δεκαετία, αλλά άνθισε μετά το τριάντα.
Τα ελληνικά τραγούδια του τριάντα και κατόπιν του σαράντα, είναι έντονα ερωτικά. Ο ρωμαντισμός που είχε καταλάβει την Ευρώπη το δέκατο ένατο αιώνα σε όλες σχεδόν τις μορφές της τέχνης, μεταξύ των οποίων και τη μουσική, δεν ήλθε τον αιώνα εκείνο στην Ελλάδα. Και γιατί δεν ήλθε λοιπόν ; Επειδή η χώρα δεν είχε αστικό πληθυσμό, σ΄αυτόν θα ερχόταν αυτό το ρεύμα. Αστοί υπήρχαν μόνο στην Αλεξάνδρεια, στα Ιόνια νησιά, στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Καθυστέρησε λοιπόν, και ήλθε στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν είχε παρακμάσει στην Ευρώπη. Και μαζύ με το ρωμαντισμό, ήλθε και η επίδρασή του πάνω στην ελαφρά μουσική.
Εκτός από τα τραγούδια, το θέατρο - όπου υπάρχει - τον κινηματογράφο και τα κέντρα χορού και διασκέδασης, υπάρχει και άλλος τρόπος να περάσει κανείς χρήσιμα την ώρα του. Είναι το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων, που ελλείψει τηλεόρασης και ραδιοφώνου, είναι ένας πολύ καλός και ευχάριστος τρόπος να περάσει κανείς την ώρα του, αλλά και να μορφωθεί. Κάτι που το έχουμε σχεδόν ξεχάσει τη σημερινή εποχή των πολλών θεαμάτων, και ακροαμάτων, ο σημερινός Ελληνας δεν διαβάζει. Οι κάποιοι λίγοι, δεν αλλάζουν την κατάσταση.
Αλλά αρκετά σταθήκαμε στη δεκαετία του τριάντα, θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα πράγματα γι αυτήν, αλλά το πολύ « Κύριε ελέησον », το βαριέται κι ο παπάς. Ετσι, πάμε στην δεκαετία του σαράντα, που στη χώρα μας αρχίζει με τρεισήμισυ χρόνια κατοχής από Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους. Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτε για τα πολύ άσχημα αυτά χρόνια, αυτό είναι ολοφάνερο. Κάποτε όμως τελειώνει ο πόλεμος, φεύγουν όλοι οι εισβολείς, και τα πράγματα ξαναπαίρνουν την κανονική τους πορεία.
Η δεκαετία του σαράντα, σε πολλά ζητήματα ακολουθεί την δεκαετία του τριάντα. Η μουσική και ο χορός συνεχίζουν να είναι στην καθημερινότητα. Χορός και μουσική, επηρεάζονται πάντοτε από τις χώρες της λατινικής Αμερική, των Πολτειών και της Δυτικής Ευρώπης. Στο χορό ειδικά, μπαίνουν καινούργιοι ρυθμοί της Βόρειας Αμερικής, που είναι πρώτα το σουϊνγκ, που είχε μεσουρανήσει στις Πολιτείες την προηγούενη δεκαετία, και στο ρυθμό του οποίου είχαν γραφτεί σπουδαία κομμάτια για μεγάλες ορχήστρες. Στην Ευρώπη και στην Ελ-λάδα, ήλθε τη δεκαετία του σαράντα, αρκετά αργοπορημένα. Και ενώ συνέχιζε να χορεύεται η κουβανέζικη ρούμπα, προστέθηκε σ΄αυτήν και στο αργεντίνικο τάνγκο, και η βραζιλιάνικη σάμπα, που χορεύτηκε κι αυτή πολύ.
Το ελαφρό ελληνικό τραγούδι, συνέχισε να είναι έντονα ρωμαντικό, να υμνεί τον έρωτα από κάθε πλευρά του. Χρησιμοποίησε τους νοτιοαμερικάνικους ρυθμούς και των Πολιτειών, αλλά συνέχιζε και τις παλιές φόρμες της χαμπανέρας, της ρωμάντζας. Και προστέθηκαν και κάποιες επιδράσεις από την ιταλική και τη γαλλική μουσική της εποχής εκείνης, λ.χ. το γαλλικό Παρισινό βαλς, που παιζότανε σχεδόν αποκλειστικά με ακκορντεόν. Αυτά για την ελαφρά μουσική.
Η λαϊκή - ρεμπέτικη μουσική, συνέχισε το δρόμο της, ελαφρά ανανεωμένη. Μπήκε στην αρχήστρα και το ακκορντεόν, και κάποτε και το πιάνο. Και ενώ μέχρι τότε, το ρεμπέτικο τραγούδι το τραγουδούσαν μόνο άνδρες - εκτός ολίγων εξαιρέσεων - μπήκαν τώρα και οι γυναίκες, και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, έδωσαν ένα άλλο αέρα στο είδος αυτό της λαϊκής μουσικής.
Στον τομέα της λογοτεχνίας, λίγα πράγματα προστέθηκαν την περίοδο αυτή. Τα κλασσικά μυθιστορήματα της Ρωσικής, της Γαλλικής και της Αγγλόφωνης λογοτεχνίας, εξακολουθούσαν να έχουν τους πολλούς αναγνώστες. Ντοστογιέφσκυ, Τολστόη, Ντίκενς και πολλοί άλλοι, είχαν μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Στο οποίο προστέθηκαν και τα αγγλικά αστυνομικά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι, που πουλούσαν πολλά αντίτυπα. Η ελληνική λογοτεχνία βρέθηκε σε κάποια κάμψη εκείνη την εποχή. Παρά το ότι είχαν πλέον ραδιόφωνα αρκετοί, το διάβασμα δεν έπαψε να είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να περνά η ώρα, αλλά και για να μαθαίνεις πολλά πράγματα.
Ο κινηματογράφος της δεκαετίας, αρχίζει να χρησιμοποιεί περισσότερο τα χρώματα, που σε πολύ μικρή κλίμακα - καθώς ήταν πολύ δαπανηρή αρχικά η χρώση των ταινιών - είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του τριάντα. Πολλές μουσικοχορευτικές ταινίες, τα σημερινά ονομαζόμενα « μιούζικαλς », παίζονται στις κινηματογραφικές αίθουσες. Πλήθη μεγάλα θεατών, παρακολουθούν αυτό το μάλλον καινούργιο είδος κινηματογράφου, που θα κρατήσει πολλά χρόνια, πάνω από μιά δεκαετία.
Αυτά μέσες άκρες για τη δεκαετία του σαράντα. Και μπαίνουμε στην επόμενη δεκαετία του πενήντα. Αλλαγές σπουδαίες δεν γίνονται σ΄αυτή την περίοδο. Στον μουσικό και τον τομέα του χορού - αναφερόμαστε συνεχώς στο χορό, επειδή ήταν κάτι το σημαντικό τις εποχές εκείνες - τα πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ. Κάποιοι χοροί παροδικού χαρακτήρα, μας έρχονται από τις Πολιτείες - όπως το τουϊστ που κράτησε κάποιο καιρό - αλλά σε πολύ μικρό διάστημα, παύουν να χορεύονται, προτού μάλιστα τους μάθει ο πολύς κόσμος. Καινούργιοι έρχονται, κι αυτοί όμως φεύγουν πολύ γρήγορα. Ο πιό μόνιμος ρυθμός, είναι το τσα - τσα.
Εκτός από τη μουσική και το χορό, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, ίσως πιό σοβαρά. Στη δεκαετία αυτή, κάνουν την εμφάνισή τους οι σόμπες πετρελαίου, που σιγά σιγά, θα αντικαταστήσουν τις ξυλόσομπες, που και μεγάλο μπελά έχουν στη λειτουργία τους, και αποθήκη για τα καυσόξυλα χρειάζονται, που δεν θα υπάρχουν στις πολυτοικίες που ήδη έχουν αρχίσει να χτίζονται στην πόλη μας. Είναι μιά μεγάλη μεταβολή στον τρόπο θέρμανσης των σπιτιών και άλλων χώρων, που οι μεταγενέστεροι δεν μπορούν να συλλάβουν. Καθώς έχουν μάθει με τον σύγχρονο τρόπο της θέρμανσης με τα καλοριφέρ.
Τη δεκαετία του πενήντα, έχουμε στη χώρα μας, ένα « εξευγενισμό » θα μπορούσαμε να τον πούμε της ρεμπέτικης - λαϊκης μουσικής. Μέσα από τις θεατρικές επιθεωρήσεις, εμφανίζεται ένα καινούργιο είδος τραγουδιού, το αρχοντορεμπέτικο. Που τους στίχους του, τους γράφουν συνήθως οι ίδιοι οι συγγραφείς των επιθεωρήσεων, και τη μουσική του σημαντικοί συνθέτες ελαφράς μουσικής της εποχής. Οι ορχήστρες που τα παίζουν, δεν είναι λαϊκές, δεν έχουν μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τα τοιαύτα. Η ορχήστρα αποτελείται από όργανα της ελαφράς μουσικής, βιολί, πιάνο, ακκορντεόν και λοιπά. Τα πρώτα τέτοια τραγούδια που ακούγονται, είναι γραμμένα - αν θυμάμαι καλά - από το Μιχάλη Σουγιούλ, πάνω σε στίχους των Σακκελάριου - Γιαννακόπουλου. Το « τελευταίο τραμ », ο « Τραμπαρίφας », είναι τα πρώτα που ακούστηκαν. Πλήθος μεγάλο από τέτοια αρχοντορεμπέτικά, συνέχισε να κυκλοφορεί επί περίπου δέκα χρόνια. Και κατόπιν, το είδος εγκαταλείφθηκε. Αλλά δεν ξεχάστηκε, ακόμα και τώρα, εξακολουθούν να ακούγονται κάποια από αυτά.
Ο κινηματογράφος, βρίσκεται στο ζενίθ του. Τόσο ο αμερικανικός, όσο και ο αγγλικός, ο ιταλικός, ο γαλλικός αλλά και ο ρωσικός, δίνουν πολύ μεγάλες ταινίες. Φυσική συνέπεια λοιπόν και τα πλήθη των φίλων της έβδομης τέχνης, που συρρέουν στις σκοτεινές άιθουσες. Το πράγμα θα κρατήσει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, και κατόπιν αργή αλλά συνεχής πτώση της ποιότητας.. Και εξαφάνιση σχεδόν όλων των κινηματογραφικών σχολών, αγγλικής, γαλλικής και λοιπά.
Για να ξανάρθουμε στη μουσική - που τη θεωρώ σαν σημαντική για την πολιτιστική εμφάνιση της χώρας και του κόσμου - θα αναφερθώ στους τελευταίους μεγάλους του τραγουδιού. Που είναι οι γνωστοί στους παλιούς, και διεθνούς ακτινοβολίας αμερικανοί, Μπινγκ Κρόσμπυ, Φρανκ Σινάτρα, Ντήν Μάρτιν και κάποιοι άλλοι, λίγότερο γνωστοί. Και στα τραγούδια που λένε, πουλάνε πολλά εκατομμύρια δίσκους. Και είναι εξόχως μελωδικά, καμμιά σχέση με τα σύγχρονα αμερικανικά τραγούδια, που έχουν εξαπλωθεί μάλιστα σαν επιδημική ασθένεια σε όλο σχεδόν τον κόσμο.
Η τελευταία αναλαμπή, ήταν το r o c k ΄n r o l l, που γρήγορα έδωσε τη θέση του στο ρόκ και την ποπ μουσική γενικά. Και την οποία, ακούμε στα φεστιβάλ της Γιουροβίζιον, και προσπαθούμε - αλλά ματαίως - να βρούμε κάτι που να κάμνει ένα τραγούδι διαφορετικό από τα άλλα. Μιά Γιουροβίζιον, που είχε αρχίσει τη δεκαετία του πενήντα με πολύ μεγάλη επιτυχία, και συνεχίστηκε με την ίδια επιτυχία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Από εκεί και πέρα, η ευρωπαϊκή αυτή μουσική εκδήλωση, έπαψε να είναι μουσική, έγινε κάτι σαν μουσικοχορευτική, για να καταλήξει σήμερα να είναι σχεδόν ολοκληρωτικά χορευτική, με λίγο τραγούδι πενιχρής αξίας, τα μουσικά κομμάτια που μας δίνει τελευταία, είναι μάλλον για τον κάλαθο των αχρήστων.
Στην Ελλάδα της μετά Ζαμπέτα εποχής, τίποτε δεν αξίζει να ακούεται. Από τα κουτούκια στα οποία πήγαινε ο κόσμος για ν΄ακούσει τους παλιούς μαστόρους του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, φτάσαμε στα σκυλάδικα, όπου όμως και οι σκύλοι δεν πατάνε το πόδι τους. Αυτοί ίσως καταλαβαίνουν καλύτερα από μουσική από τους σημερινούς ανθρώπους.
Γενική η πτώση σε πολλούς τομείς αυτές τις δεκαετίες. Εκτός από την τεχνολογία και την ιατρική, που καταφέρνουν να συγκρατούν την κατάσταση. Στα υπόλοιπα, παρακμή και τίποτε άλλο. Αλλάζουν οι καιροί, και αλλάζουν τώρα προς το χειρότερο. Αλλά μήπως θα έπρεπε να περιμένουμε τίποτε διαφορετικό σε μιά εποχή σαν τη σημερινή, την εποχή της ποσότητας και όχι της ποιότητας ; Μιά εποχή, που κύριο χαρακτηριστικό της, είναι ο υπερκαταναλωτισμός και τίποτε άλλο ; Μια εποχή στην οποία τα πάντα έχουν πέσει σε μεγάλη κατάπτωση, και μόνο το αγοράζειν - με πιστωτικές κυρίως, αλλά και με πάσης φύσεως κάρτες - είναι το μόνο πράγμα που ανθεί, και δεν πρόκειται επί του παρόντος να πέσει σε παρακμιακή πορεία. Εκεί έχουμε καταντήσει δυστυχώς, αν και φαίνεται ότι για τους περισσότερους, αυτό πάει με το « ευτυχώς »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου