Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΜΕΣΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΖΩΗΣ

Η     Μ  Ε  Σ  Η     Δ  Ι  Α  Ρ  Κ  Ε  Ι  Α     Ζ  Ω  Η  Σ



Ηταν τέλη του δέκατου ένατου ή αρχές του εικοστού αιώνα. Όταν ένας Ουκρανός ( ή Ρώσος, δεν είμαι και πολύ βέβαιος για την ακριβή εθνικότητά του ), ο Ηλίας Μέτσνικωφ,  καθηγητής της Βιολογίας στο  πανεπιστήμιο της Οδησσού, διατύπωσε τον γνωστό - αλλά εν πολλοίς άγνωστο  στους πολλούς - νόμο του. Εχω αναφερθεί  πριν από πολύ  καιρό σ΄αυτόν τον Μέτσνικωφ και στο νόμο του, θα τα ξαναπώ ακόμα μιά φορά.

Αυτός ο Ηλίας, παρατήρησε ότι όλα γενικά τα  θηλαστικά, χωρίς ίσως  καμμιά εξαίρεση, ζούνε εφτά φορές το χρόνο της ανάπτυξής  τους. Για  παράδειγμα, αν ο  σκύλος φτάνει στην πλήρη σωματική του ανάπτυξη σε δυό χρόνια και δεν πάει παραπέρα, τότε θα ζήσει δεκατέσσερα χρόνια, δύο επί εφτά μας κάνουν δεκατέσσερα, έτσι μάθαμε στην  πρακτική αριθμητική στο δημοτικό σχολείο. Αν πρόκειται για ένα αρνί που φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του σε ενάμισυ χρόνο, τότε  θα έχουμε  ένα προσδόκιμο  ζωής - έτσι  λέγεται ο  χρόνος που περιμένει κανείς να ζήσει ένα είδος και ο ίδιος ο ανθρωπος - μέχρι περίπου τα έντεκα ή δώδεκα χρόνια. Αυτός είναι ο νόμος  του Ηλία Μέτσνικωφ, που πήρε και  βραβείο Νομπέλ στη Βιολογία στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Σύμφωνα μ΄αυτό τον  νόμο, ο άνθρωπος πρέπει να ζεί περίπου εκατόν είκοσι χρόνια, εφτά φορές δηλαδή το χρόνο  της τελικής του ανάπτυξης, που είναι περίπου στα δεκαοκτώ χρόνια ή κάπως λιγότερο. Τί μας λέει  όμως η πείρα της καθημερινότητας ; Ότι  αυτός ο επιστημονικά εδραιωμένος στόχος, δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο σπανιώτατα. Και πρέπει να υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι που εμποδίζουν την επαλήθευση του νόμου αυτού στο ανθρώπινο είδος. Θα κάνουμε λοιπόν μιά προσπάθεια να εξετάσουμε το πρόβλημα αυτό.

Μέχρι πριν από πενήντα  περίπου χρόνια, κάπου στα  μέσα του εικοστού  αιώνα, ο μέσος χρόνος  επιβίωσης του  ανθρώπου, ήταν πολύ χαμηλός σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Στις αναπτυγμένες και πλούσιες και με καλές ιατρικές  φροντίδες  χώρες, με εμβολιασμούς και λοιπά, ο χρόνος  επιβίωσης ήταν  γύρω στα εξήντα χρόνια ή λίγο παραπάνω. Στις καθυστερημένες και φτωχές χώρες, ο χρόνος αυτός ήταν πολύ μικρότερος, τριάντα ή λίγο παραπάνω χρόνια, κάποτε και πολύ πιό κάτω. Ενας παράγοντας που συντελούσε σ΄αυτό το χαμηλό προσδόκιμο ζωής, ήταν η πολύ υψηλή βρεφική θνησιμότητα, που στις μεν αναπτυγμένες χώρες ήταν κάπου στο τρία ή πέντε τοις εκατό, στις φτωχές όμως και καθυστερημένες χωρες, μπορούσε να φτάσει και το πενήντα τοις εκατό. Μ΄αλλα λόγια, μπορούσαν να χάσουν τη ζωή τους, τα μισά παιδιά πριν κλείσουν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους.

Οι λόγοι αυτής της τεράστιας βρεφικής αλλά και παιδικής - λιγότερο βέβαια - θνησιμότητας, ήσαν οι λοιμώξεις από μικρόβια και ιούς. Ο κοκκύτης λ.χ. που σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου, ήταν πολύ επικίνδυνος σε υποσιτιζόμενα παιδιά, το ίδιο  και πιό πολύ η ιλαρά, που κι αυτή έχει εξαφανιστεί με τους εμβολιασμούς. Τεράστιο πρόβλημα ήταν η διφθερίτιδα, θανατηφόρα τις περισσότερες  φορές. Οι μηνιγγίτιδες, οι εγκεφαλίτιδες, η ελονοσία, η φυματίωση - μάλιστα, και στα  παιδιά φυματίωση - μαζύ με πλήθος μέγα από άλλες λοιμώξεις, γαστρεντερίτιδες, δυσεντερία και πιό σπάνιες  λοιμώξεις, ήσαν  σε ημερήσια διάταξη τα χρόνια εκείνα, στα οποία δεν υπήρχαν ακόμα τα αντιβιοτικά, και στις φτωχές χώρες, ούτε οι απαραίτητοι σήμερα εμβολιασμοί.

Εκτός από την βρεφική  κα την παιδική θνησιμότητα, που κατέβαζαν πάρα πολύ τον μέσο όρο ζωής, ήσαν και το πλήθος των ασθενειών  των ενήλικων ατόμων, που δεν τα άφηναν να φτάσουν εύκολα σε μιά κάπως υψηλή ηλικία. Οι πνευμονίες, η τρομακτική φυματίωση, η ελονοσία στις εύκρατες και τροπικές περιοχές, κάποιες  παθήσεις που δεν οφειλόντουσαν σε ιούς και μικρόβια, όπως οι αγγειακές διαταραχές και οι ασθένειες του πεπτικού συστήματος, όλα αυτά, και οι από καιρού εις καιρόν μεγάλες ή  μικρές επιδημίες  χολέρας, τυφοειφούς πυρετού, εξανθηματικού τύφου και πανούκλας, κατέβαζαν το χρόνο επιβίωσης πολύ. Η έλλειψη καλής ιατρικής και  νοσοκομειακής φροντίδας, είχε κι αυτή το ρόλο της σ΄αυτή την κατάσταση. Εξ αιτίας όλων αυτών των παραγόντων, το προσδόκιμο ζωής έμενε στα χαμηλά.

Τον δέκατο ένατο  και τους προηγούμενος  αιώνες, τα  πράγματα ήσαν πολύ πιό άσχημα. Δεν είχε ανακαλυφθεί  ακόμα η αντισηψία, η χειρουργική που ήταν η μόνη αληθινή ιατρική, ήταν ακόμα πολύ πίσω, και ο μέσος όρος ζωής ήταν ακόμα πιό χαμηλός από ότι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Και ενδεικτικά, μπορούμε να αναφερθούμε στις ηλικίες στις οποίες έφτασαν μερικοί γνωστοί από τον τομέα της μουσικής, που τον ξέρω καλύτερα.

Μεγάλος συνθέτης ο Σούμπερτ, τον έχουν ακουστά και οι μή  ασχολούμενοι καθόλου με τη μουσική. Τριανταένα χρόνια έζησε ο ανθρωπος αυτός στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Στον ίδιο  αιώνα, ο  μεγάλος Μότσαρτ έφτασε μόλις τα τριανταπέντε  χρόνια, ο Μέντελσον - που ακούμε το γαμήλιο εμβατήριό του  στους γάμους - πήγε μέχρι τα τριάντα οκτώ, ο Μπιζέ που έργο του είναι η  « Κάρμεν », προχώρησε μόλις στα τριανταεφτά, ο Τσαϊκόφσκυ με τα διάσημα μπαλλέτα του τα πενηνταένα. Αρκετά πιό πάνω  έφτασε  ο Λουδοβίκος Βαν Μπετόβεν, στα πενηνταεφτά χρόνια. Και δυό τρεις, πήγαν κάπως ψηλά, ο Βάγκνερ στα εβδομήντα, και ο χοντρός αλλά εύθυμος Ροσσίνι τα εβδομήντα  έξι, που ήταν  μεγάλη ηλικία. Και μόνο ο Τζιουζέππε Βέρντι, πήγε  στα ογδόντα οκτώ χρόνια, χρόνος ρεκόρ για διάσημο πρόσωπο της τέχνης. Εκεί βρισκόντουσαν τα πράγματα όσον αφορά το μέσο όρο επιβίωσης.

Οι άνθρωποι των πενήντα ετών, ήσαν στ΄αλήθεια - ή τουλάχιστον εθεωρούντο -γεροντάκια. Υπάρχει - λένε - καταχώρηση σε Αθηναϊκή εφημερίδα του 1890, μιάς είδησης που έλεγε « Γέρων τεσσαράκοντα  ετών, κατεπλακώθη υπό κάρρου ». Μάλιστα, ένας άνθρωπος σαράντα χρόνων, που σήμερα θα περνούσε για νεαρός - ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία - εθεωρήθη σ΄αυτή την  ανακοίνωση σαν  « γέρων  ». Αντίθετα  με την άποψη  του Ζαμπέτα μετά από μερικές δεκαετίες, που έλεγε ότι  « ο πενηντάρης, ο πενηντάρης, είναι ο νέος της εποχής ».

Κάτι θα έχετε ακούσει για τους Παρισινούς « Μποέμ » του  τέλους του δέκατου ένατου αιώνα. Που οι περισσότεροι - αν όχι όλοι - έπασχαν  από φυματίωση, και  έφευγαν  από τον κόσμο αυτό σε  ηλικίες μεταξύ  εικοσιπέντε και  τριανταπέντε  χρόνων. Και  ήσαν ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς και γενικά καλλιτέχνες σε μεγάλο ποσοστό.

Οι κάτοικοι των μεγάλων  πόλεων, ήσαν σε  μειονεκτική θέση στο θέμα της μακροβιότητας. Μπορούσαν να έχουν συχνές επαφές με ανθρώπους που έπασχαν από μεταδοτικές ασθένειες, και ήταν πολύ εύκολο να  « κολλήσουν » από  αυτές. Αντίθετα, οι κάτοικοι των μικρών κέντρων και των χωριών, είχαν λιγότερες πιθανότητες να αρπάξουν κάποια λοιμώδη ασθένεια από τους γείτονες. Και οι  επιδημίες χολέρας, πανούκλας, δυσεντερίας  και αυτής ακόμα της γρίππης, δύσκολα  έφταναν σε απόμερα  μέρη λόγω  έλλειψης  συγκοινωνιών, και επομένως και επικοινωνίας με άλλους πληθυσμούς. Είχαν όμως τον μπαμπούλα της ελονοσίας, που είχε μεγάλη εξάπλωση στους αγροτικούς και ημιαγροατικούς πληθυσμούς τα χρόνια εκείνα.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει - κυρίως στις αναπτυγμένες και πάλι χώρες - μετά την ανακάλυψη των πρώτων  αντιβιοτικών, και στη συνέχεια με τα νεώτερα από αυτά, που αντιμετώπιζαν σχεδόν κάθε ασθένεια που προκαλείται από μικροβιακούς οργανισμούς. Με το δεδομένο αυτό, θα περίμενε  κανείς μιά πολύ  μεγάλη άνοδο του προσδόκιμου της ζωής. Βέβαια, υπήρξε μιά σημαντική  άνοδος, που όμως  δεν έφτασε στα  ύψη που έπρεπε, εξ αιτίας διαφόρων παραγόντων που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται  στις ονομαζόμενες  « δυτικές »  κοινωνίες. Ο τρόπος ζωής άλλαζε συνέχεια, και η  αλλαγή αυτή ήταν  συνήθως προς το χειρότερο. Η ακατάλληλη τροφή, το άγχος  που ήταν - και είναι - μεγάλο, το πολύ κάπνισμα με καπνό ιδιαίτερα κακής ποιότητας και με τεράστιες ποσότητες πίσσας και νικοτίνης, όλα αυτά και μερικά άλλα, δεν άφησαν τον μέσο όρο να ανέβει όσο ήταν αναμενόμενο.

Οι καινούργιες ασθένειες ( που δεν ήσαν όλες καινούργιες, για μερικές ήταν μιά μεγάλη αύξηση παλιών, όπως ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες, οι κακοήθεις όγκοι  ), και κάποιες αληθινά καινούργιες που προέκυψαν καθ΄οδόν, ήσαν οι αιτίες για τον περιορισμό της ευεργετικής δράσης των καινούργιων  θεραπευτικών μεθόδων που είχαν μπή στην ιατρική. Να προσθέσουμε ακόμα και τα πολλά ατυχήματα, τροχαία προπαντός και άλλα, που περιορίζουν την άνοδο του προσδόκιμου ζωής. Ακόμα όμως και  με αυτά τα  εμπόδια, σημαντική ήταν η πρόοδος που έγινε, ο μέσος όρος ζωής ανέβηκε σε όλες τις χώρες. Στις αναπτυγμένες, έφτασε στα εβδομηνταπέντε χρόνια  περίπου για τους άνδρες, στα ογδονταένα για τις γυναίκες. ( Τα νούμερα αυτά αφορούν τη χωρα μας ). Η  πρόβλεψη  που γίνεται για  τα επόμενα δέκα ως είκοσι χρόνια, είναι ότι το προσδόκιμο μπορεί να ανέβει στα ογδόντα με ογδονταπέντε χρόνια. Ανάλογη - αλλά όχι η ίδια φυσικά - ήταν και η άνοδος  του μέσου  όρου, και  σε πολλές υποανάπτυκτες περιοχές.

Η άνοδος του προσδόκιμου ζωης, ήταν και αυτή μιά αιτία για την άυξηση των παλιών ασθενειών, που ερχόντουσαν στις μεγάλες ηλικίες. Κάτι που έκαμνε πρωτύτερα την εμφάνισή του σπάνια, επειδή ήταν κατάσταση των μεγάλων ηλικιών, έγινε τώρα συχνό, γιατί αυξήθηκαν πολύ οι άνθρωποι που έφταναν και φτάνουν στις μεγάλες ηλικίες.

Στο προσεχές μέλλον, όχι το  πολύ  μακρινό, αναμένεται  εκτός απροόπτων βέβαια, να ανέβει το προσδόκιμο  ζωής στα  ενενήντα  και πάνω  χρόνια. Πάντως, όχι στα  εκατόν είκοσι που προβλέπει  ο νόμος του Ηλία Μέτσνικωφ. Ο άνθρωπος δεν είναι καμμιά θαλάσσια χελώνα, για να φτάνει στα ακρότατα όρια της προσδοκώμενης από το νόμο αυτό ηλικίας. Η χελώνα αυτή, φτάνει στα  διακόσια και πλέον  χρόνια, αλλά ας  μην ξεχνάμε ότι δεν έχει καθόλου στενοχώριες οικονομικές, θλίψεις από την απώλεια προσφιλών προσώπων, εργασιακό άγχος, πιέσεις από τις οικονομικές  εφορίες, επιταγές που δυσκολεύεται να εξωφλήσει, ταλαιπωρίες γενικά ποικίλης  φύσεως. Το μόνο  πλάσμα που έχει  τέτοιες ταλαιπωρίες, είναι χωρίς καμμιά αμφιβολία ο άνθρωπος, τα κοινωνικό αυτό  « ζώο ».

Αυτή την εποχή, αυτές τις  μέρες, πολύς  θόρυβος γίνεται στις ευρωπαϊκές  χώρες και αλλού, που σχετίζεται  με το μέλλον των  ασφαλιστικών καλύψεων και των συντάξεων των εργαζόμενων. Γενική είναι η  ομολογία των αρμόδιων παραγόντων, ότι με τις παρούσες συνθήκες, τα ασφαλιστικά ταμεία και οι πάσης φύσεως  καλύψεις για την  υγεία, έχουν  φτάσει σε ένα σημείο εξαιρετικά κρίσιμο για το μέλλον τους. Ότι σε  μερικά - όχι πολλά - χρόνια, θα υπάρχει μεγάλη δυσκολία μέχρι τέλειας αδυναμίας των ασφαλιστικών φορέων, να συνεχίσουν να λειτουργούν. Οχι  μόνο στο θέμα  των συντάξεων, αλλά  και στο  μεγαλύτερο  ακόμα, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης τόσων πολλών γηραλέων  συνταξιούχων, που έχουν πολλά προβλήματα - μικρά ή μεγάλα - υγείας, με νοσοκομεία και φάρμάκα πολλά.

Οι πρώτες  συντάξεις που  δόθηκαν σε  παγκόσμια  κλίμακα, ήσαν αυτές που έδωσε η κυβέρνηση του  γνωστού  γερμανού πολιτικού Οττο φον Μπίσμαρκ, γύρω  στο 1875 έτος. Φαίνεται, ότι αρχικά  δόθηκαν μόνο πολεμικές συντάξεις σε απόμαχους του  στρατεύματος, και στις χήρες στραιωτικών που είχαν χάσει τη ζωή τους στα πεδία των μαχών. Λέγεται μάλιστα, ότι μιά γεμανίδα που έμεινε χήρα στα είκοσι περίπου χρόνια της, έπαιρνε σύνταξη πολεμική, μέχρι τα ενενήντα και πάνω  χρόνια της. Και υπάρχει και ένα ανέκδοτο που λέει, ότι αν σαν κι αυτή τη γυναίκα υπήρχαν κάμποσες άλλες, η γερμανική οικονομία θα κατέρρεε γρήγορα.

Οταν δόθηκαν στην Ελλάδα οι πρώτες συντάξεις  στο δημόσιο - είχαν αρχίσει από πριν σε ειδικούς κλάδους επιστημόνων - γιατρών, νομικών και λοιπών - είχαν υπολογίσει να δίνονται οι συντάξεις στο εξηκοστό έτος της ηλικίας του συνταξιούχου. ( Μπορεί να ήταν απ΄αρχής το εξηκοστό πέμπτο έτος, δεν  είμαι και πολύ  σίγουρος γι αυτό ). Αλλά οι περισσότεροι από τους δικαιούχους συντάξεως, δεν έφταναν σ΄αυτές τις ηλικίες τότε, τις  συντάξεις τις έπαιρναν ( στο μισό ή στα δύο τρίτα τους ), οι  χήρες των  συνταξιούχων. Οσων από αυτούς είχαν γυναίκες, και μάλιστα εν ζωή.

Με την άνοδο κατά πολύ του προσδόκιμου ζωής, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Τα εξηνταπέντε χρόνια είναι πολύ χαμηλή ηλικία, έτσι λένε οι ειδικοί, και πρέπει να ανέβει. Πόσο να ανέβει ; Λενε τώρα στα εξηντα εφτά χρόνια. Αλλά και πάλι δεν θα καταφερουν πολλά πράγματα, ιδίως στο άμεσο  μέλλον, όταν θα  ανέβει ακόμα  πιό πολύ ο μέσος όρος. Κι όταν με το καλό θα πάει στα ογδονταπέντε και - γιατί όχι - στα ενενήντα, τότε να δούμε πόσα απίδια χωράει ο σάκκος. Βέβαια, και τώρα υπάρχουν  ογδονταπεντάρηδες και ενενηντάρηδες και ακόμα μεγαλύτεροι που  παίρνουν σύνταξη, αλλά δεν είναι και τόσο πολλοί. Όταν θα περισσέψουν και  θα γίνουν μέγα πλήθος - αλλά χωρίς μέγα  πάθος - είναι πολύ πιθανό να μη ανέβει μόνο στα εξηνταεφτά που ζητούν οι κυβερνήσεις σήμερα, αλλά στα εβδομήντα και πάνω.

Το να παίρνεις επί εικοσιπέντε και τριάντα χρόνια σύνταξη, σίγουρα είναι καλό πράγμα. Μπορούν όμως οι ασφαλιστικοί φορείς, δηλαδή τα ταμεία συντάξεων και ασφαλίσεων, να δίνουν συντάξεις για τόσο μεγάλο χρονικό  διάστημα ; Λοιπόν, Ιδού η απορία, t h a t   i s   t h e   q u e s t i o n, για να το πάμε και λίγο αλά Σαίξπηρ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου