Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ε Ν Α Σ Φ Ι Λ Ο Σ Α Π' Τ Α Π Α Λ Ι Α

Ε  Ν  Α  Σ     Φ  Ι  Λ  Ο  Σ    Α  Π΄    Τ  Α    Π  Α  Λ  Ι  Α



Είχα χρόνια να τον δώ, ίσως μιά εικοσαετία. Είχαμε μιά φιλική σχέση από την εποχή της φοίτησής μας στο γυμνάσιο, ύστερα  έφυγε και πήγε  στην πρωτεύουσα  για να ασκήσει το επάγγελμα - ή λειτούργημα αν θέλετε - του δημοσιογράφου, Τον έβλεπα από καιρού εις καιρό όταν ερχόταν στην πόλη μας, αλλά τους τελευταίους καιρούς, είχα αυτά πολλά χρόνια να τον δώ, προφανώς δεν είχε επισκεφθεί την πατριδα του όλον αυτόν τον καιρό.

Τον συνάντησα στο δρόμο, απ΄τα παλιά είχε τη συνήθεια να τριγυρνά στους δρόμους της πόλης στην  οποία είχε  μεγαλώσει, δεν  του έκαμνε  κέφι να κάμνει  χρήση του  αυτοκινήτου του στις επισκέψεις  του αυτές. Τον είδα λοιπόν και τον σταμάτησα, και με σταμάτησε κι αυτός. Είπαμε μερικά πράγματα εκεί στο δρόμο, και πήγαμε κατόπιν σ΄ένα από τα παλιά  « στέκια » μας να  τα πούμε πιό  διεξοδικά. Με  τη συνοδεία  ενός αναψυκτικού, δεν  συνηθίζει να κάνει χρήση οινοπνευματωδών ποτών.

Είπαμε πολλά και διάφορα, τα  περισσότερα των  παλιών εποχών. Πέρασε  έτσι κάμποση ώρα. Και κάποια  στιγμή που μάλλον  ετομαζότανε να φύγει, μου είπε : « Δεν θα το έχεις μάθει ίσως, αλλά είχα μιά ιστορία που μου συνέβη πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα, θα σου τα πώ τώρα με λίγα λόγια τα σχετικά με αυτό το περιστατικό ».

Και συνέχισε : « Γινόταν ένα συνέδριο εκκλησιαστικό σε ένα από τα λεγόμενα  « αριστοκρατικά » προάστεια της πρωτεύουσας. Σ΄αυτό το συνέδριο, που γίνεται πότε πότε για να ομαλοποιουνται οι σχέσεις  ανάμεσα στις χριστιανικές  εκκλησίες των διαφόρων δογμάτων, επρόκειτο να λάβουν  μέρος καθολικοί  ιεράρχες, ορθόδοξοι επίσκοποι και στελέχη διαμαρτυρόμενων εκκλησιών, όλοι τους υψηλόβαθμοι στις εκκλησίες τους.

Σαν δημοσιογράφος που ασχολείται με πολλά και ποικίλα θέματα, πήρα  την εντολή από την εφημερίδα μου να  καλύψω τα σχετικά  με το συνέδριο  αυτό. Όπως θα ξέρεις από παλιά, συνήθιζα να χρησιμοποιώ στις μετακινήσεις μου μοτοσυκλέττα. Με τη μηχανή μου αυτή, ξεκίνησα για να  πάω στον τόπο του  συνεδρίου. Και είχα φτάσει σχεδόν στο  σημείο εκείνο, όπου βρισκόταν το κτίριο που φιλοξενούσε το συνέδριο αυτό, ήμουν κοντά στα εκατόν πενήντα μέτρα απ΄αυτό, όταν μου συνέβη το περιστατικό που θα περιγράψω.

Δεν είχε ακόμα  βραδυάσει, είχε  αρχίσει όμως να  πέφτει το φώς της  ημέρας. Το κτίριο που θα φιλοξενούσε τους συνέδρους, δεν ήταν  πάνω σε κεντρικό δρόμο του αριστοκρατικού προαστείου, ήταν  σε μιά πάροδο  όχι πολυσύχναστη. Όταν λοιπόν έφτασα εκεί κοντά, δυό εκατοντάδες  πάνω κάτω  μέτρα από το  κτίριο, ένα αυτοκίνητο  βγήκε από  κάπου εκεί κοντά, και μου έκοψε το  δρόμο. Βγήκαν απ΄αυτό δυό  άνθρωποι, και  βγάζοντας ο καθένας από ένα πιστόλι, με ακινητοποίησαν  στη μέση του  δρόμου, δεν μπορούσα  να περάσω καθώς μου είχαν κλείσει τη  δίοδο, βάζοντας στα  πλάγια το αμάξι  τους. Και αμέσως, με  άψογα ελληνικά - δεν υπήρχαν  τότε αλλοδαποί στη χώρα - μου ζήτησαν να τους δώσω τα χρήματά μου και ότι άλλο είχα κάποιας αξίας επάνω μου.

Επειδή έδειξα ότι αρνιόμουν αυτή την απαίτησή  τους ( ή μάλλον έτσι  τους φάνηκε ), με χτύπησε ο ένας  απ΄αυτούς με ένα ρόπαλο που είχε βγάλει από  το άμάξι τους. Το χτύπημα ήταν εξαιρετικά δυνατό, αισθάνθηκα  αμέσως ότι μου είχε σπάσει το ένα μου πόδι, ακριβώς επάνω από το γόνατο. Επεσα κάτω στη άσφαλτο, και τότε μου άδειασαν  τις τσέπες, πήραν ότι είχα σε χρήματα - ήσαν  κάπου πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, ήταν πολύ πριν από την εισβολή του Ευρώ - και κάποια άλλα πράγματα, κάρτες ανάληψης χρημάτων και τα σχετικά.

Βρέθηκα εκεί πεσμένος στο έδαφος, και περίμενα να περάσει κάποιος να με βοηθήσει. Ενα σπασμένο πόδι που πονά πολύ, δεν  σου επιτρέπει  να κάνεις την  παραμικρή κίνηση. Είπα μέσα μου, ότι όλο  και κάποιος θα  περάσει, συνέδριο γίνεται, θα έλθουν σύνεδροι στο μέρος εκείνο. Και  θα μου  έδινε την  βοήθεια που  χρειάζομουνα  και μάλιστα  επειγόντως, αν είχες σπάσει ποτέ το πόδι ή άλλο κομμάτι από το σκελετό σου, θα καταλάβαινες την κατάσταση.

Λοιπόν, δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά, και φάνηκε να έρχεται προς τη μερια του κτιρίου και τη δική μου, ένα αυτοκίνητο. Το οποίο μόλις με πλησίασε, έκοψε ταχύτητα, αλλά αμέσως προχώρησε και έφτασε μπροστά στην κεντρική  είσοδο. Ανοιξε  η πόρτα του αμαξιού, και είδα να βγαίνει από μέσα ένας  άνθρωπος, που κατάλαβα από τα ρούχα του - τα ξέρω αυτά τα πράγματα  από χρόνια - ότι ήταν  ένας καθολικός ιερωμένος, ένας  καρδινάλιος. Που με είχε δεί χωρίς άλλο ξαπλωμένο καταγής, αλλά δεν έλαβε τον κόπο να δεί τί μου είχε συμβεί. .       Αμέσως μετά, άλλο αυτοκίνητο φάνηκε στη στροφή. Προχώρησε κι αυτό προς το εν λόγω κτίριο, πέρασε  από δίπλα μου, και αυτοί που ήσαν μέσα, πρέπει να με είδαν  έτσι όπως ήμουν φαρδυά πλατειά ξαπλωμένος στο έδαφος. Δεν σταμάτησαν όμως  να δουν τί συμβαίνει, προχώρησαν και έφτασαν κι αυτοί  στην εξώθυρα του κτιρίου, βγήκαν από το αμάξι και μπήκαν μέσα. Αδιαφορία  θα πείς, μάλιστα, περί αυτού  πρόκειται. Αδιαφορία  ή φόβος  μήπως ο ξαπλωμένος  ήταν κάποιος  κακοποιός που  θα τους έκαμνε  κακό. Αυτό  που είδα  στην περίπτωση αυτή, ήταν  ένας ορθόδοξος  επίσκοπος - αυτός γνωρίζεται πολύ εύκολα - που τον συνόδευαν άλλοι δυό ιερείς. Και μπήκαν κι αυτοί στο κτίριο.

Ηρθε και τρίτο αμάξι αμέσως ύστερα, ούτε κι αυτό σταμάτησε  να δούνε οι επωχούμενοι σ΄αυτό τί να έχει πάθει ο άνθρωπος που ήταν πεσμένος χάμω. Και όταν σταμάτησε για να ξεφορτώσει τους επιβάτες του, είδα και αναγνώρισα από το κοστούμι που φορούσε και το γνωστό   d o g   c o l l a r   που τύλιγε  το λαιμό του, ένα διαμαρτυρόμενο  πάστορα, ίσως αγγλικανό, ίσως κάποιας αμερικανικής εκκλησίας. Που το  ενδιαφέρον του για τον κατάχαμα ξαπλωμένο, ήταν το ίδιο όπως και των προηγούμενων.

Πέρασαν λίγα λεπτά ακόμα, και  τότε φάνηκε  ένα άλλο αμάξι, που  όταν πλησίασε προς το μέρος μου, σταμάτησε. Από μέσα του  βγήκε ένας  άνθρωπος, που δεν έδειχνε ότι ήταν εκπρόσωπος εκκλησίας. Εσκυψε  πάνω μου, και αφού  είδε ότι ήμουν  τραυματισμένος αλλα ήμουν σε θέση να  μιλήσω - δεν είχα χάσει  τις αισθήσεις  μου - με  ρώτησε ποιός ήμουν και τί μου συνέβη. Του εξήγησα  τα γεγονότα. Αμέσως  με σήκωσε από  το έδαφος, με  έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του, και προχώρησε. « Θα σε πάω σε μιά ιδιωτική κλινική που βρίσκεται εδώ στο προάστειο, εκεί θα  σε φροντίσουν », μου είπε. Και πράγματι, σε ελάχιστο χρόνο, σταμάτησε μπροστά σε ένα ιατρικό κέντρο, φώναξε κάποιους από  το νοσηλευτικό προσωπικό, που με έβαλαν σε ένα φορείο και με ανέβασαν στην κλινική. Μαζύ μου ήλθε και ο άνθρωπος που με είχε σηκώσει στο δρόμο, και μπήκε στο θάλαμο όπου με είχαν βάλει.

« Καλέ μου άνθρωπε », του  είπα, « ποιά είναι η εκκλησία που αντιπροσωπεύετε στο συνέδριο αυτό, που γίνεται  εκεί κοντά στο  μέρος όπου με βρήκατε ; ». « Ποιό συνέδριο, δεν έχω την παραμικρή ιδέα για  ποιό πράγμα  με ρωτάς », αποκρίθηκε  ο άνθρωπος. « Δεν ανήκω σε καμμιά εκκλησία, και δεν  ξέρω τίποτε για  το συνέδριο που μου λές. Εντελώς τυχαία περνούσα από εκεί και σε είδα. Οσο για εκκλησία που με ρωτας, έ, λοιπόν, εγώ  είμαι άθεος, δεν πιστεύω σε τίποτε  και σε κανένα ». Αυτά μου  είπε ο άνθρωπος. Υστερα - όπως έμαθα αργότερα - πήγε σε κάποιο γραφείο της ιδιωτικής κλινικής, και πλήρωσε προκαταβολικά τα έξοδα νοσηλείας που υπολογίσθηκαν  από τους αρμόδιους  ότι θα χρειαζόντουσαν. Και ύστερα από αυτά, με αποχαιρέτισε και έφυγε, αφού μου ευχήθηκε καλή ανάρρωση ».

Εδώ τέλειωσε την αφήγηση της ιστορίας του ο παλιός φίλος. Και αμέσως σχεδόν, με αποχαιρέτησε και  έφυγε. Και  τότε, κάτι  μου ηλθε στο  μυαλό. « Ρε σύ », είπα μέσα  μου, « κάτι μου θυμίζει όλη αυτή η ιστορία. Κάπου έχω διαβάσει κάτι τέτοιο ή παρόμοιο. Μα πού το έχω διαβάσει άραγε ; ». Αλλά πολύ γρήγορα το θυμήθηκα, το είχα διαβάσει κάποτε σε ένα από τα  ευαγγέλια. Και ήταν η ιστορία με ένα άνθρωπο που είχε πάθει τα  ίδια σαν το παλιό φίλο, και κάποιους άλλους που ταίριαζαν μ΄αυτούς που είχε συναντήσει στην περιπέτειά του.

Ηταν μιά παραβολή που είχε πεί ο Ιησούς σε έναν Ισραηλίτη νομικό, από αυτούς που ερμηνεύανε τα κείμενα  της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι σαν  τους σημερινούς θεολόγους. Ρωτούσε ο νομικός εκείνος τον Ιησού, με ποιό τρόπο θα εξασφάλιζε την είσοδό  του στη βασιλεία των ουρανών. Και του είπε ο Ιησους : « Τα ξέρεις  αυτά, με το να  αγαπάς τον Θεό σου με όλη τη δύναμή σου, με  όλη την καρδιά  σου. Αλλά και  τον πλησίον σου  σαν αδελφό .». Και τότε ο νομικός - θεολόγος εκείνος, ρώτησε : « Και ποιός άραγε είναι αυτός ο πλησίον μου ; ». Και ο Ιησούς, του αφηγήθηκε μιά ιστοριούλα - που βέβαια πρέπει να ήταν μιά παραβολή - που είχε ως εξής.

Μιά μέρα, ένας ταξειδιώτης πήγαινε  περπατώντας - όπως  συνήθιζαν τότε - προς την Ιεριχώ. Και καθώς  κατέβαινε την  κατηφοριά που  πάει στην πόλη  αυτή, μιά  συμμορία ληστών βρέθηκε στο δρόμο του, τον λήστεψε, τον χτύπησε άγρια και τον  άφησε μισοπεθαμένο μέσα στο δρόμο. Λίγη ώρα  μετά, πέρασε  από εκείνο το  μέρος, ένας ιερέας Ισραηλίτης, που χωρίς να δώσει καμμιά σημασία στον πεσμένο και λιπόθυμο  άνθρωπο, προσπέρασε αδιάφορος. Υστερα από λίγο, πέρασε  από εκείνο το  σημείο ένας Λευϊτης, ένας  άνθρωπος δηλαδή από ιερατική οικογένεια, από την  οποία προερχόντουσαν και οι ιερείς. Ούτε όμως κι αυτός σταμάτησε να δεί τί συνέβαινε μ΄αυτόν τον άνθρωπο που ήταν σε άσχημη κατάσταση.

Λίγο πιό ύστερα, πέρασε από εκεί και ένας άνθρωπος από τη Σαμάρεια, ένας ας τον πούμε  « άθεο », όπως τον  θεωρούσαν οι τότε Ισραηλίτες. Που πήρε τον τραυματία, τον πήγε σε ένα πανδοχείο, του περιποιήθηκε τα τραύματα του, και πλήρωσε τον πανδοχέα, λέγοντας του μάλιστα, ότι θα του πλήρωνε στην επιστροφή του κι όλες τις δαπάνες που θα έκανε γι αυτόν.

Λες να ήταν μιά φανταστική αφήγηση που την ξεκίνησε ο παλιός φίλος, ξεκινώντας από την ευαγγελική εκείνη παραβολή, ήταν δημιούργημα της φαντασίας του ; Η μήπως ήταν αληθινή η ιστορία του, είχαν συμβεί πράγματικά εκείνα τα γεγονότα ; Απάντηση δεν μπόρεσα να έχω, ο φίλος είχε  φύγει και δεν μπορούσα να τον ρωτήσω να πεί ποιό από τα δύο συνέβαινε. Αν τον ξαναδώ, θα τον ρωτήσω. Αλλά δεν ξέρω πότε και αν θα ξανάρθει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου