Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Μ Π Α Τ Ι Ρ Η Σ Ο Λ Ο Υ Κ Α Σ

Ο     Μ  Π  Α  Τ  Ι  Ρ  Η  Σ     Ο     Λ  Ο  Υ  Κ  Α  Σ



Μιλήσαμε πιό πάνω για τη φτώχεια και ποιό είναι το όριό της. Είπαμε  κάποια πράγματα για τους πλούσιους, τους πολύ πλούσιους  με τα κόττερα  και τις βίλλες που  υπάρχουν δίπλα στους φτωχούς. Εξηγήθηκε  το πώς δημιουργήθηκε  αυτή η μεγάλη διάκριση σε τάξεις με πολύ διαφορετικές οικονομίες. Ποιά ήταν η αρχή αυτής της κατάστασης ; Κι αυτό το είπαμε, ήταν η ανακάλυψη  του χρήματος, αυτή ήταν  που χώρισε με την  πάροδο του χρόνου τους ανθρώπους σε τόσο τεραστίων αποστάσεων οικονομικές διαφορές. Αυτοί που μπορούσαν να αποκτήσουν το  χρήμα, έγιναν  και γίνονται  πλούσιοι, αυτοί  που δεν  μπορούν να  το αποκτή-σουν, μένουν  φτωχοί στον  αιώνα. ( Εκτός και  γίνουν οι  μοναδικοί τυχεροί του Λόττο, του Πρώτο, του Τζόκερ και των άλλων σχετικών, πράγμα που όμως σε ελάχιστους συμβαίνει ).

Για τους φτωχούς, τα πράγματα  ειπώθηκαν με  λεπτομέρειες, δεν  χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε άλλο. Μπορούμε  όμως να πούμε για  τους πλούσιους, και ιδιαίτερα για μιά μερίδα  μέτριων  πλούσιων - όχι  μεγιστάνων του  πλούτου - που  ενώ είναι  αληθινά  πλούσιοι, συμπεριφέρονται σαν πολύ φτωχοί, εντελώς φτωχοί μερικές φορές. Ενώ έχουν πολλά χρήματα, αποθηκευμένα σε  αποταμιεύσεις, σε  ομόλογα, σε μετοχές και σε κτήματα, εν τούτοις θέλουν να δείχνουν φτωχοί. Κι αυτό το δείχνουν, με το να μην ξοδευουνν παρά ελάχιστο μέρος από τα χρήματά  τους. Κι αυτό  το πράγμα, κρατά  ολόκληρη  τη ζωή τους. Μιά  ζωή άραχλη, χειρότερη κι από εκείνη  των πολύ φτωχών, που βρίσκονται  πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας. Πλούσιοι λοιπόν, που το  « παίζουν »  φτωχοί, αυτός  θα μπορούσε να  είναι ο ορισμός τους στην καθημερινή γλώσσα.

Εννοείται, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά  φιλάργυροι, τόσο πολύ, ώστε αν δείτε έναν από αυτούς  να δίνει έστω  και δέκα λεπτά  του Ευρώ σε έναν  ανάπηρο χωρίς χέρια και πόδια που επαιτεί στο δρόμο, να μου  τρυπήσετε τη μύτη. Και να την τρυπήσετε μάλιστα, όχι με μιά λεπτή  βελόνα, αλλά με  μιά χοντρή  σακορράφα, τόσο  αδύνατο είναι  να δείτε ένα τέτοιο καταπληκτικό θέαμα. Τους αναφέρουν με διάφορα ονόματα ή εκφράσεις. Τσιγγούνηδες, σπαγγοραμμένους, ότι έχουν  καβούρια στην τσέπη τους και διάφορα άλλα. Χαρακτηριστική είναι και η ονομασία  που δίνουν οι Τούρκοι σ΄αυτού  του είδους τους  ανθρώπους, τους ονομάζουν  « σού βερμεζλήδες », τουτέστιν, ότι δεν δίνουνν ούτε  νερό σ΄αυτόν  που θα το ζητήσει. Τέτοιοι είναι, δεν μπορούν να αλλάξουν με τίποτε.

Φυσικά, αυτοί οι  άνθρωποι πάντα  έχουν περιουσία, και πώς να μην  έχουν ; Αλλά εκτός από αυτή  τη φάρα  των τσιγγούνηδων, υπάρχει πλήθος  από  πλούσιους  που ξοδεύουν, ξοδεύουν απλόχερα για να καλοπερνούν σ΄αυτό τον ντουνιά. Και αυτοί βέβαια βρίσκονται συνεχώς στο κυνήγι του χρήματος, πώς θα ξοδέψεις τα φράγκα αν δεν τα έχεις ; Αγώνας μέγας λοιπόν για να μαζευτεί  το χρήμα, αυτός ο διάβολος που  επινοήθηκε κάποτε από τον άνθρωπο, και τον έχει  κυριέψει συθέμελα, τον έχει  κάνει σκλάβο του. Αγώνας  που απαιτεί να σηκώνεσαι στις έξι το πρωϊ, στα άγρια  χαράματα, και να  προσπαθείς ολημερίς  να βγάλεις τον « επιούσιό » σου με κάθε τρόπο, νόμιμο και άνομο.

Με την ευκαιρια, θα αναφέρω και τη σχετική  παραβολή που είπε  πριν από δυό χιλιάδες χρόνια ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, για να  τονίσει τη  ματαιοδοξία που δέρνει αυτούς που τρέχουν αδιάκοπα  πίσω από το χρήμα. Την ξέρετε  βέβαια την  παραβολή, αλλά για να φρεσκάρουμε λίγο  τη μνήμη μας, την  παραθέτω  όπως την είπε, « μεταγλωττισμένη »  βέβαια στην ελληνική γλώσσα  της σημερινής  εποχής.  Λοιπόν, Λουκάς, κεφάλαιο 12, εδάφια από 16 ως 20 :  « Ενός ανθρώπου  πλούσιου, τα χωράφια  έφεραν μεγάλη  σοδειά, και  σκεφτόταν μέσα του :  « Τί να κάνω τώρα, επειδή δεν έχω πού να συγκεντρώσω τους καρπούς μου ; ». Και είπε : « Να τι θα κάνω. Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες. Και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου  και τα αγαθά  μου. Και θα πώ στην ψυχή μου : Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά για πολλά χρόνια, φάγε, πιές και να εφραίνεσαι  ». Ο Θεός όμως του είπε : « Ανόητε, αυτή τη νύχτα  ζητούν  την ψυχή  σου. Εκείνα  λοιπόν που  ετοίμασες, ποιός θα τα πάρει ; ».

Αυτά για τον  πλούσιο που  νομίζει ότι θα  ζήσει χιλιάδες  χρόνια για να απολαμβάνει τα πλούτη του. Και το  λαϊκό τραγούδι που  τους στίχους του  έγραψε ο Κώστας Βίρβος, λέει τα παρακάτω στο ρεφραίν του, σε μιά επιτύμβια επιγραφή :

 

E ν τ α ύ θ α   κ ε ί τ α ι   ο   μ π α τ ί ρ η ς   ο   Λ ο υ κ ά ς,

π ο υ   ε ί π ε   τ ο ύ τ η   τ η ν   κ ο υ β έ ν τ α   τ η   μ ε γ άλ η,

π ω ς  « τ α   λ ε φ τ ά   σ ο υ   ό σ ο   ζ ε ί ς   α ν   δ ε ν   τ α   φ ά ς,

ό τ α ν   π ε θ ά ν ε ι ς   θ α   τ α   φ ά ν ε   κ ά π ο ι ο ι   άλ λ ο ι »

 

Και αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα, όπως όλοι ξέρουμε. Μαζεύουν, μαζεύουν, και στο τέλος δεν παίρνουν  τίποτε από αυτά  μαζύ τους. Και μιάς και  μένουν οι περιουσίες τους σ΄αυτόν τον κόσμο, τα τρώνε οι κάποιοι άλλοι. Ψέμματα ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου