Α Π Ο Τ Ο Ν Τ Σ Ι Τ Σ Α Ν Η Σ Τ Α « Σ Κ Υ Λ Α Δ Ι Κ Α »
Μιά φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν στον Ελληνικό χώρο κάποια τραγούδια που τα oνομάζανε « ρεμπέτικα ». Η ονομασία αυτή είχε προέλθει από το γεγονός ότι αυτά τα τραγούδια τα δημιουργούσαν κάποιοι άνθρωποι - περιθωριακοί συνήθως, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό-που στη λαϊκή γλώσσα ήσαν « ρεμπέτες ». Η Εγκυκλοπαίδεια « Πάπυρος - Λαρούς » αναφέρει στο λήμμα « ρεμπέτης », ή « ρεμπέτας » ή « ρεμπεσκές », τα ακόλουθα : Οκνηρός- ανεπρόκοπος - αχαϊρευτος, και κατ΄ επέκτασιν : Μόρτης - μπερμπάντης. Οι όροι αυτοί δεν είναι από τον καθηγητή Μπαμπινιώτη, τότε δεν ήταν καθηγητής και δεν του ζήτησαν να βάλει τον ορισμό.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η λέξη δεν περιείχε τίποτε αποδεκτό από την κοινωνία, ο ρεμπέτης εθεωρείτο αντικοινωνικό και περιθωριακό στοιχείο. Μάλιστα, μερικοί από τους δημιουργούς των πρώτων ρεμπέτικων τραγουδιών ήσαν καταναλωτές χασίς, και υπάρχουν και μερικά ή αρκετά τραγούδια στα οποία αναφέρεται η χρήση του φυτού αυτού, και που δεν είναι μάλλον γραμμένα από χρήστες του χασίς.
Όμως, πρέπει να τονισθεί με έμφαση, ότι το λεγόμενο « ρεμπέτικο » τραγούδι δεν άρχισε από περιθωριακούς ανθρώπους, αλλά από πρόσφυγες που ήλθαν από τη Μικρά Ασία, κυρίως Σμυρναίους, που έφθασαν στην Αθήνα μετά την Μικρασιατική καταστροφή.Τα τραγούδια που έφεραν απ΄ τις πατρίδες τους είναι τα γνωστά « Σμυρναίϊκα », που μόνο σαν « προκλασσικά » ρεμπέτικα μπορούν να θεωρηθούν, δηλαδή ότι απετέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε το καθαυτό ρεμπέτικο.
Ότι οι πρώτοι δημιουργοί των τραγουδιών αυτών ήσαν κατά κάποιο τρόπο « ρεμπέτες » φαίνεται ότι αληθεύει, ήσαν τύποι « μποέμ », έτσι ίσως θα τους αποκαλούσαν αν ήσαν στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Φτωχοί - όπως και οι πάλαι ποτέ μποέμ του Παρισιού - εργαζόμενοι περιστασιακά, χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον για να πλουτίσουν ή έστω να ανέβουν κοινωνικά. Για τον υπόλοιπο κόσμο ήσαν απλώς μποέμ, και μ΄αυτό το σκεπτικό έβλεπαν - ή μάλλον άκουγαν - τα πρώτα τραγούδια τους. Αυτά πρέπει να εγίνοντο στα μέσα ή στο τέλος της δεκαετίας του 20. Βέβαια, τέτοια τραγούδια υπήρχαν στην κυρίως Ελλάδα και πριν να έλθουν οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι ειδικοί επί του θέματος έχουν πλήρη στοιχεία, έχουν γράψει πολλούς τόμους σχετικά με την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Τα ρεμπετικα που ξέρουμε εμείς οι « ανειδίκευτοι », αρχίζουν με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον « πατέρα » του ρεμπέτικου στην « τελική » μορφή του. Ο Μάρκος καταγότανε από τη Σύρο και ήλθε στην Αθήνα έχοντας μαζύ του και το τραγούδι του. Αμέσως μετά, σχηματίστηκαν διάφορες « ομάδες » συνθετών τέτοιων τραγουδιών - χωρίς να ξεχωρίζουμε εκείνους που προυπήρχαν-και τότε γράφτηκαν πολλά τραγούδια που μέχρι σήμερα και τραγουδιούνται και παίζονται στο ραδιόφωνο, κυρίως σε ειδικές εκπομπές που τις παράγουν άνθρωποι που έχουν μεγάλη πείρα και γνώσεις πάνω στο θέμα.
Είναι φανερό ότι στο μικρό αυτό χρονικό, δεν μπορεί να γίνει λεπτομερής ανάλυση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και αν μπορούσε να γίνει, θα έπαιρνε εκατοντάδες σελίδες και θα ήταν άχρηστο για τον κοινό αναγνώστη. Ετσι, θα περιοριστούμε στο να περιγράψουμε μερικά ουσιώδη στοιχεία του,ώστε να δοθεί μιά γενική σύνοψη του συνόλου.
Η άνοδος του ρεμπέτικου από την « προκλασσική » του περίοδο στην κλασσική, συμπίπτει σχεδόν με την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά την 4η Αυγούστου του 1936. Η κυβέρνηση αυτή θέτει αμέσως σε διωγμό τα τραγούδια αυτά, με το σκεπτικό ότι δεν είναι « ελληνικά » αφ΄ενός και εκφράζουν ανατολίτικη νοοτροπία - που εν μέρει ίσως είναι αληθινό - και αφ΄ ετέρου προέρχονται από περιθωριακά στοιχεία της κοινωνίας. Βέβαια, τα τραγούδια αυτά τραγουδιούνται, αλλά γενικώς είναι υπό διωγμό, δεν παίζονται από το κρατικό ραδιόφωνο - αυτό θα αλλάξει δεκαετίες μετά, όταν ο Χατζηδάκης θα τα προβάλει με τις διασκευές του. Πρωτύτερα, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, οι στρατιωτικοί πομποί τα έπαιζαν συνεχώς, κι αυτό έγινε επειδή οι στρατιώτες, αυτή τη μορφή ψυχαγωγίας προτιμούσαν.
Την περίοδο των « διωγμών », μεγάλη υπηρεσία πρόσφεραν στη διατήρηση αμέτρητων τέτοιων τραγουδιών, ο Μίνως Μάτσας - διευθυντής του οίκου « Οντεόν » - και μαζύ του ο συνθέτης Σπύρος Περιστέρης. Και οι δυό τους αντιλήφθηκαν τη σημασία που είχε για τη μουσική κληρονομιά της σύγχρονης Ελλάδας αυτό το είδος της λαϊκής μουσικής. Οι δυό αυτοί, κατάφεραν να διασώσουν πάρα πολλά τραγούδια εκείνη την εποχή, και ηχογράφησαν ση-μαντικό αριθμό από αυτά.
Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 30, εμφανίστηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι ο Τρικαλινός Βασίλης Τσιτσάνης, που εγκατέλειψε τη νομική σχολή για να αφοσιωθεί στο τραγούδι. Ο Τσιτσάνης - κατά ομολογία των περισσότερων ειδικών και μή - υπήρξε ο μεγαλύτερος στο είδος του, είχε ένα τελείως προσωπικό στυλ, έτσι ώστε μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει τον συνθέτη πίσω από το τραγούδι. Το πρώτο σουξέ του ήταν η « Αρχόντισσα », γραμμένη το 1939. Στο πόλεμο και μετά, είχε πλούσια παραγωγή καλών τραγουδιών, όπως « Η αχάριστη», η « Συννεφιασμένη Κυριακή », « Τα καβουράκια », « Σερσέ λα φάμ », « Η σατράπισσα », το « Απόψε κάνεις μπαμ », το « Μπαχτσέ τσιφλίκι » και πολλά άλλα.
Ο Γιάννης Παπαιωάνου είναι ένας σημαντικός συνθέτης της προπολεμικής και της μεταπολεμικής περιόδου. Η μεγάλη επιτυχία του πριν τον πόλεμο ήταν η « Φαληριώτισσα », ένα τραγούδι που το λενε συχνά και σήμερα. Αλλα σουξέ του ο « Καπετάν Αντρέας Ζέππος »-που ήταν αληθινό πρόσωπο και ήταν κουμπάρος του Παπαιωάννου - και το οποίο δεν είναι ρεμπέτικο, αλλά μπάλλος, το « Σβύσε το φως να κοιμηθούμε », το « Πριν το χάραμα » και πολλά άλλα.
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ήταν ένας επίσης σπουδαίος « ρεμπέτης ». Από τα τραγούδια του ξεχωρίζουν τα « Γκελ, γκελ, καϊκτσή », με θαυμάσια ενορχήστρωση, το « Αλήτη μ΄ είπες μιά βραδυά »( 1938 ), και μιά μεγάλη παραγωγή επιτυχιών. Ακόμη, ήταν και μια σπουδαία φωνή.
Ο Δημήτρης Γκόγκος - γνωστός από το παρατσούκλι του « Μπαγιαντέρας » - ήταν ίσως ο πιό ευαίσθητος από όλους. Το « Τραγούδι της αγάπης », που τραγούδησε ο ίδιος μαζύ με τον Μανώλη Χιώτη, είναι από τα τρυφερώτερα λαϊκά τραγούδια, βοηθούντος και του στίχου. Εχει γράψει πολλά όμορφα τραγούδια.
Ο Κώστας Καπλάνης είναι γνωστός με τα γλυκό « Μινόρε της αυγής ». Ο Μανώλης Χιώτης - πριν μεταπηδήσει σε ένα είδος λαϊκού τραγουδιού που ο ίδιος δημιούργησε πάνω σε λατινοαμερικάνικους ρυθμούς και με διαφορετική, μή ρεμπέτικη ορχήστρα - έγραψε μερικά καλά τραγούδια, όπως ο πολύ γνωστός « Πασατέμπος ».
Ο Σπύρος Περιστέρης που αναφερθηκε σαν ένας από αυτούς που διατήρησαν το είδος κατά τα Μεταξικά χρόνια, ήταν και σπουδαίος συνθέτης, μάλιστα έγραψε και τα τραγούδια σε νότες, καθώς οι « ρεμπέτες » συνθέτες δεν ήξεραν να γράφουν μουσική, η μεγάλη πλειονότητά τους τουλάχιστον.Ο Περιστέρης έγραφε συνήθως παρωδιακά ρεμπέτικα, όπως τη « Μαρία Μανταλένα », τον « Αντώνη, το βαρκάρη, το σερέτη » και μετά τον πόλεμο τους « Τρεις Καμπαλλέρος ». Πριντον πόλεμο είχε γράψει μερικά καθεαυτού ρεμπέτικα,όπως το χασάπικο « Απόψε θα περάσω » », και ίσως και ένα άλλο σουξέ, « Το μελαχροινό ».
Αφήσαμε τελευταίο - Τhe last but not the least - όπως λένε οι αγγλόφωνοι - τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον πρώτο των Μοϊκανών. Γνωστότατη η « Φραγκοσυριανή » του.Υπάρχει πλήθος από τραγούδια του, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε, άλλωστε ο καθένας από αυτούς έχει γράψει εκατοντάδες τραγούδια, αναγκαστικά αναφέρονται τα πιό γνωστά από αυτά. Πρέπει να αναφερθεί ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια αυτά, τα τραγουδούσαν οι ίδιοι οι δημιουργοί τους μαζύ με έναν ή περισσότερους από τα μέλη της ορχήστρας. Εκτός όμως αυτών, υπήρχαν και κάποιοι που τραγουδούσαν τραγούδια άλλων. Ο πιό διάσημος από αυτούς ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, μιά εξαιρετική φωνή, κατάλληλη για την ερμηνεία ρεμπέτικων τραγουδιών. Ηταν γνωστός με το παρατσούκλι « Τεμπέλης », όπως ήταν γνωστός στην « πιάτσα » ο Τσιτσάνης με το όνομα « Βλάχος », και ο πολυγραφώτατος στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης - στον οποίο οφείλουμε πάρα πολλά τραγούδια - με το παρατσούκλι « Ο Τσάντας », επειδή κυκλοφορούσε ολόκληρη τη μέρα με μιά τσάντα, γεμάτη με στίχους τραγουδιών που μετέφερε στους μουσικούς.
Μετά τον πόλεμο,έκαναν την εμφάνισή τους οι τελευταίοι συνθέτες ρεμπέτικων. Ανάμεσα σ΄ αυτούς ήσαν ο Απόστολος Καλδάρας, ( « Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι » - « Ένα τραγούδι απ΄τ΄ Αλγέρι » - « Εβίβα λεβέντες, εβίβα παιδιά » κ.λ.π. ), ο Γιώργος Μητσάκης, με πολλές επιτυχίες,( « Φτωχό κομπολογάκι μου »- « Οπου Γιώργος και μάλαμα »κ.λ.π.), ο Μανώλης Χιώτης - πριν περάσει στα νοτιοαμερικάνικα λαϊκά - με τον « Πασατέμπο » και λίγα άλλα.
Αφού έκαναν την εμφάνισή τους λίγοι ακόμα δημιουργοί καθαρού ρεμπέτικου μετά τον πόλεμο, άρχισε να εμφανίζεται ένα άλλο είδος μουσικής, πολύ διαφορετικής από τη μουσική του κλασσικού ρεμπέτικου. Η μουσική αυτή ονομάστηκε « λαϊκή », χωρίς να έχει τίποτε το λαικό επάνω της, μάλιστα πολλές συνθέσεις της είχαν χαρακτήρα « ελαφρολαϊκού » τραγουδιού, δηλαδή ήταν ένα εντελώς « νόθο » κατασκεύασμα, ούτε λαϊκό,ούτε ελαφρό. Για την ακρίβεια, προσπαθούσε να αναβιώσει το παλιό όμορφο ελληνικό ελαφρό τραγούδι - από τα πρώτα στην Ευρώπη -και να του δώσει έναν ψεύτικο « λαϊκό » ήχο, που κατά κανόνα ήταν άθλιος από κάθε άποψη. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πτωχό, δεν μπορούσε να ήταν αλλοιώς.
Στο μεταξύ, είχε δημιοιυργηθεί ένα νέο στυλ τραγουδιού, το λεγόμενο ανεπιτυχώς και ακαίρως « έντεχνο λαϊκό τραγούδι », στο οποίο πρωταγωνιστής και πρωτοπόρος ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, και που σαν στίχο χρησιμοποιούσε ποίηση μεγάλων Ελλήνων ποιητών, οπως του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και του Γκάτσου. Και το τραγούδι αυτό είναι « νόθο » υπό ευρεία έννοια, δεν γνωρίζω να υπάρχει κανένα μέρος του κόσμου όπου οι στίχοι των τραγουδιών να παίρνονται από καθαρά ποιητικά κείμενα, πάντα χρησιμοποιείται ένας ελαφρός και κατανοητός στίχος, εύκολα απομνημονευόμενος που όλο κάτι μας θυμίζει, όπως και η μουσική του, αλλά δεν ξέρουμε τί - κατά τη ρήση του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Τα βαθυστόχαστα νοήματα έχουν θέση στην καθαρή ποίηση, όχι στα τραγούδια. Τα ρεμπέτικα τραγούδια δεν είχαν βαθυστόχαστα και πολύπλοκα νοήματα στο στίχο τους, κι όμως φαινόταν ότι έβγαιναν απ΄ την καρδιά, όχι από το μυαλό.
Εκτός από αυτές τις εξελίξεις, έναν καιρό εισέβαλαν στην Ελλάδα μουσικές άλλων χωρών, τελείως ξένες προς την ελληνική μουσική παράδοση, Ινδικά, Αιγυπτιακά και δεν ξέρω από ποιές άλλες χώρες, και σερβιρίστικαν σαν ελληνικά.Μάλιστα,τον καιρό εκείνο γνώρισαν αρκετή επιτυχία, για να ξεχαστούνε μετά κάποιο διάστημα ολότελα.
Τα λεγόμενα « ελαφρολαικά » εν τω μεταξύ, συνέχιζαν την πορεία τους, και τελικά έμειναν οριστικά μέσα στην παραγωγή μέχρι και τώρα, και ίσως μείνουν για πολύ διάστημα ακόμα. Ο ρυθμός τους είναι συνήθως « μάμπο », συχνά πάλι αυτό που στα παλιά ονομάζαμε « σλόου φοξ », ακόμα μερικά είναι γραμμένα σε ρυθμό « τσα - τσα », και σε ότι άλλο βάλει ο νους σου.
Παράλληλα, γράφονται και τραγούδια στους παλιούς ρεμπέτικους ρυθμούς,όπως τσιφτετέλι ( που είναι βέβαια ρυθμός τουρκικός ), χασαποσέρβικος, ζεϊμπέκικος, ( που κι αυτός πρέπει να είναι τουρκικής προέλευσης, από τους ζεϊμπέκηδες, ειδικό σώμα τουρκικού στρατού ), καρσιλαμάς - επίσης τουρκικός, όπως προδίδει το όνομά του από το « καρσί » που σημαίνει « αντίκρυ ».
Τον τελευταίο καιρό, ανθεί μιά « βιομηχανία » τραγουδιών που είναι περίπου ίδια το ένα με το άλλο, με πτωχότατο στίχο, γραμμένα πάνω στο γόνατο,και που ακούγονται για μιά - δυό εβδομάδες, και μετά εξαφανίζονται ολότελα. Δεν αξίζει να γίνει και απλή αναφορά σ΄ αυτά.
Κάτι από το καλό τραγούδι, έστω το ελαφρολαικό, έχει αφήσει ο τελευταίος από τους μεγάλους συνθέτες, ο Γιώργος Ζαμπέτας. Τα τραγούδια που έγραψε είναι « γνήσια », έχουν καλό στίχο - που του προμήθεψαν καλοί στιχουργοί, όχι ποιητές - και πολύ πρωτότυπη μουσική που μπορεί να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, όπως άντεξαν και θα αντέξουν για απροσδιόριστο χρόνο ακόμα, τα γνήσια ρεμπέτικα του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Παπαιωάννου, του Μπαγιαντέρα, του Μητσάκη, του Χατζηχρήστου και των υπόλοιπων « καθαρόαιμων » ρεμπέτηδων του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου