Κοντά στους ανθρώπους ή όχι πολύ μακρυά τους, ζούνε από πάντα, πολλά και διαφορα ζώα, που στην αρχή ήσαν όλα σε άγρια κατάσταση, αλλά πολλά απ΄ αυτά έχουν εξημερωθεί. Αυτά τα ζώα, ήταν επόμενο από κάποια εποχή και ύστερα, να χρησιμέψουν στις διάφορες γλώσσες σαν μέρη του λόγου, για να χαρακτηρίσουν ενέργειες ή ιδιότητες που έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, που τις παρομοιάζουν με κάποια στοιχεία που - υποτίθεται χωρίς να είναι πάντα σίγουρο - ότι υπάρχουν στα ζώα αυτά.
Από πολλά χρόνια, απ΄τη μικρή μου ηλικία - έτσι νομίζω - είχα πάντα την απορία, γιατί ένα συμπαθέστατο, άκακο και υπομονετικό ζώο, ο γάϊδαρος, χρησιμεύει σαν προσβλητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός από τους ανθρώπους. Ακούμε συχνά να λέγεται λ.χ.
« αυτός ο άνθρωπος είναι αληθινό γαϊδούρι », ή « ρε σύ, μεγάλη γαϊδουριά ήταν αυτή που έκανες ». Υπάρχει κάτι το σωστό σ΄όλη αυτή την προσβλητική φρασεολογία, που να δικαιολογείται από τη συμπεριφορά του γαϊδάρου ; Ολοι θα συμφωνήσετε - ελπίζω - ότι δεν υπάρχει. Και νομίζω, ότι αν μπορούσαν οι γάϊδαροι να μιλήσουν και να δούν τη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων, θα έλεγαν : « Για κοίτα, τι άνθρωπος είναι αυτός ο τύπος », ή « για δες ανθρωπιά που έκανε αυτός ο γάϊδαρος », αν και όπως φαίνεται, κανένας γάϊδαρος δεν θα έκαμνε καμμιά « ανθρωπιά ». ( Στον τύπο της « γαϊδουριάς » ). Από την άλλη μεριά όμως, όταν θέλουμε να πούμε για έναν άνθρωπο ότι έχει πολύ μεγάλη υπομονή, λέμε « γαϊδουρίσια υπομονή έχει αυτός ο άνθρωπος ». ( Εννοείται ότι τα αναφερόμενα για το αρσενικό των ανθρώπων και των γαϊδάρων, ισχύουν και για το θηλυκό γένος : « Μωρέ αυτή η γυναίκα, δεν είναι γαϊδούρα στ΄αλήθεια ; ).
Ένα άλλο ζώο που το χρησιμοπoιούμε για προσβολή, είναι το μουλάρι, ο συμπαθής επίσης και πολύ αξιόπιστος σε δύσκολες ορεινές διαδρομές ημίονος. « Βρε μουλάρι, θα κάνεις λίγη ησυχία ; ». Εχει το μουλάρι κανένα κουσούρι που να μας αναγκάζει να το μεταχειριζόμαστε κατ΄ αυτόν τον τρόπο ; Τα ίδια που θα λέγανε για τους ανθρώπους τα γαϊδούρια, θα τα έλεγαν ασφαλώς και τα μουλάρια αν μπορούσαν να μιλήσουν. Κατά ευτυχή όμως - για τους ανθρώπους - συγκυρία, δεν μπορούν ούτε κι αυτά να μιλήσουν. Για τα μουλάρια, που όπως ξέρουμε τα πιάνει συχνά το πείσμα, λέμε - και πολύ σωστά αυτή τη φορά : « Τον έπιασε το πείσμα και μουλάρωσε ετούτος ».
Μιά φράση που τη λέμε συχνά, αλλά που ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί, είναι : « Δουλεύει σαν σκυλί ». Εχετε δεί ποτέ σας σκύλο που να εργάζεται, εξαιρουμένων των κυνηγητικών, και κάπως των μαντρόσκυλων ; Δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εδώ ένα άλλο ζώο που αληθινά εργάζεται, όπως το βώδι, ο γάϊδαρος, το μουλάρι, και βρέθηκε ο σκύλος να κάμνει υπερωρίες ;
Η αναφορά στο σκύλο, είναι προσβλήτική σε πολλές γλώσσες. « Ξέρεις τι μου έκανε αυτό το παλιόσκυλο, ο Χατζημαστοράκης ; ». Αυτό στα ελληνικά. Στα τουρκικά επίσης, ο σκύλος είναι ο « κιοπέκ », ή πιό συχνά ο « κιοπέογλου κιοπέκ », δηλαδή ο « γιός του σκύλου » .
Στα αγγλικά δεν είναι ο ίδιος ο σκύλος, αλλά ο γιός της σκύλας, ο « s o n o f a b i t ch », που έχει διάφορες έννοιες, συνήθως σαν προσβλητική αναφορά, άλλοτε σαν κοινή απρόσωπη βρισιά ή επιφώνημα πογοήτευσης ή αγανάκτησης, όπως λ.χ. « να πάρει η οργή » και διάφορα άλλα παρόμοια και άλλα που δεν λέγονται. Στα αγγλικά υπάρχει ακόμα και η φράση « d i t c h t h e b i t c h », που επί λέξει σημαίνει « ρίξε τη σκύλα στο χαντάκι ». Τη φράση αυτή την άκουσα για πρώτη φορά, πριν από περίπου εικοσιπέντε χρόνια, και το ιστορικό της ήταν το εξής : Ηταν λίγο πριν υπουργός Παιδείας, η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία κατήργησε το πρόγευμα που έδιναν τα σχολεία στους μαθητές, με το σκεπτικό ότι δεν ταίριαζε σε μιά χώρα σαν τη Βρεττανία, να προσφέρει πρωϊνό στους μαθητές της, σαν να μην μπορούσαν να το έχουν στο σπίτι τους, σαν τριτοκοσμικοί. Οι αντίπαλοί της, οι Εργατικοί, ύστερα από αυτή την ενέργειά της, φώναζαν εν χορώ όταν έμπαινε στη Βουλή των Κοινοτήτων « d i t c h
t h e b i t c h, d i t c h t h e b i t c h », ρίξτε τη σκύλα στο χαντάκι. Αλλά η « σκύλα » τούς την έφερε μετά από λίγα χρόνια, όταν έγινε πρωθυπουργός της Βρεττανίας και στη θέση αυτή έμεινε επί δεκατρία συναπτά χρόνια, καταρρίπτοντας όλα τα ρεκόρ των τελευταίων διακοσίων χρόνων, μόνο το ρεκόρ του Ουϊλλιαμ Πιτ του νεώτερου που ήταν δεκαεπτά χρόνια συνεχή στην πρωθυπουργία, αλλά στον δέκατο όγδοο αιώνα, μόνο αυτό δεν μπόρεσε να καταρρίψει.
Μιά άλλη περίπτωση που χρησιμοποιούμε το σκύλο, αλλά σε συνδυασμό με ένα άλλο κατοικίδιο, τη γάτα, είναι όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε δυό ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγκρουση, σε καυγάδες κ.λ.π. « Τρώγονται σαν τη γάτα με το σκύλο », αυτή είναι μιά πολύ επιτυχημένη παρομοίωση, είναι γνωστή η αντιπάθεια που τρέφουν αυτά τα ζώα μεταξύ τους, που ξεκινά από ζήλεια για την πρωτοκαθεδρία τους στο σπίτι, τη διεκδίκηση των πρωτείων στον ίδιο κοινό χώρο όπου μένουν και τα δυό. Τη γάτα σε συνδυασμό με τον ποντικό, την αναφέρουν στο λεγόμενο « παίζει όπως η γάτα με τον ποντικό », και ξέρουμε σε ποιές περιπτώσεις ταιριάζει αυτή η φράση. Και άλλη φράση σχετική με γάτα και ποντικό : « Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια ». Όταν ο προϊστάμενος λείπει, οι υπ΄αυτόν το ρίχνουν στην τεμπελιά. Αλλοτε, προσπάθεια να συγκαληφθούν κάποιες ανωμαλίες που εγιναν εν απουσία του υπεύθυνου.
Τι λένε για την αλεπού, την κυρά Μάρω των παιδικών παραμυθιών ; Οτι είναι πονηρή, ότι δεν πιάνεται ποτέ στα πράσσα. Και είναι πράγματι έτσι. Οι αλεπούδες είναι από τη φύση τους πολύ φιλύποπτες. Επειδή ξέρουν τις παγίδες που στήνονται γι αυτές, φροντίζουν όσο μπορούν να τις αποφύγουν, μεταχειριζόμενες προς τούτο πονηριές, όπως λ.χ να πατούν με τα δυό πόδια μαζύ στο ίδιο σημείο, ώστε να καταλαμβάνει το πάτημά τους όσο γίνεται μικρότερο χώρο, για να μειώσει τις πιθανότητες να πιαστούν στο δόκανο. Τώρα, θα μου πείτε, πού θα βρεθούν οι αλεπούδες τη σημερινή εποχή. Λοιπόν, όσο κι αν τις ξεχνάμε, αυτές βρίσκονται εκεί που πρέπει, και είναι το κοτέτσι με τις κότες, εκεί εισβάλλουν για να αποκομίσουν την τροφή τους. Αλλά κι αν δεν μπορούν να βρουν κοτέτσι, πάντα κάτι θα βρούν, ένα έξυπνο ζώο πάντα θα καταφέρει να επιβιώσει.
Μιά άλλη αναφορά στην αλεπού, είναι η παραλλαγή που υπάρχει στον Αισώπιιο μύθο με τους όμφακες, όταν η αλεπού θέλησε να φτάσει τα σταφύλια, κι όταν είδε ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί τόσο ψηλά και να τα πάρει, δήλωσε : « Αγουρίδες είναι αυτές ». Στη σύγχρονη ελληνική, μεταφέρθηκε με τον γνωστό τρόπο : « Οσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια ».
Ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου σαν « βώδι », δηλώνει ότι πρόκειται για βλάκα, καθυστερημένο και τα παρόμοια. Οντως, τα βώδια δεν χαρακτηρίζονται από μεγάλη εξυπνάδα, είναι μάλλον βραδύνοα. Αλλά τι να κάνουμε ; Δεν γίνεται να είναι οι πάντες έξυπνοι - μιλώ για τους ανθρώπους βέβαια -υπάρχει και σημαντικός αριθμός κάπως καθυστερημένων.
Ο λύκος - για τον οποίο οι οικολόγοι κάμνουν μεγάλο αγώνα για να επιβιώσει - είναι από τη φύση του « κακός », δεν θέλει να είναι, αλλά δεν μπορεί να το αποφύγει, έτσι είναι πλασμένος. Βλέπετε, και να θέλει ο διάβολος να αγιάσει, πάλι δεν τον αφήνουν, κι αν θέλει ο λύκος να μην είναι ο « κακός » - σαν τους κακούς των ταινιών γουέστερν - πάλι δεν μπορεί να γίνει καλός. Ετσι, λέμε « έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα », και το λέμε στις κατάλληλες περιπτώσεις. « Λυκοφιλία ». Απατηλή φιλία. Φιλία που κρύβεται κάτω από ύπουλο σχέδιο. « Ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώση άλλαξε, ούτε την κεφαλή του ». Παρά το ότι περνούν τα χρόνια, αυτός ο άνθρωπος εμμένει στο πείσμα του, στις ιδέες του.
Το γουρούνι είναι ένα πολύ βρώμικο - το πιό βρώμικο από όλα - ζώο. Κυλιέται μέσα στη λάσπη και όπου αλλού βρεί. Βέβαια, σήμερα η εκτροφή του γίνεται στα οργανωμένα χοιροστάσια, όπου - δυστυχώς γι αυτό - δεν υπάρχει ίχνος από λάσπη και άλλες βρωμιές. Αλλά η φήμη του παραμένει απ΄τα παλιά, καλύτερα να σου βγεί το μάτι παρά το όνομα, λέει μιά παροιμία. ( Αν και προσωπικά, θα προτιμούσα να μου βγεί το όνομα παρά το μάτι, δεν είναι κανένας ωραίος σαν μονόφθαλμος, άσε και την περιορισμένη όραση που θα έχει ).
Η προσαγόρευση ενός ανθρώπου με τον ήκιστα τιμητικό τίτλο του γουρουνιού, είναι βαρειά ύβρις που σημαίνει πολλά και διάφορα πράγματα. « Είσαι ένα βρωμογούρουνο, το ξέρεις αυτό ; ». Τώρα, τι το ήθελε εκείνο το πρόθημα « βρωμο - », δεν το καταλαβαίνω, όλα τα γουρούνια είναι ιδια, δεν ξεχωρίζουν σε βρώμικά και σε καθαρά.
Μιά άλλη αναφορά στα γουρούνια - που δεν έχει καμμιά σχέση με την καθαρότητά τους - είναι και η γνωστή « Δεν αγοράζω γουρούνι στο σακκί », που σημαίνει ότι δεν παίρνω κάτι, χωρίς να εξετάσω τι ακριβώς είναι, αν έχει ποιότητα, αν αξίζει τα λεφτά του. Η φράση
χρησιμοπιείται πολύ συχνά, ειδικά στο σημερινό κόσμο όπου βασιλεύει η απάτη.
« Έγινε λαγός ». Φράση που λεγεται για κάποιον που - για κάποιο λόγο, φόβο, απειλή και κάτι άλλο σχετικό - το βάζει στα πόδια με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ο λαγός είναι εξαιρετικά γρήγορο ζώο, και η φράση αυτή του πηγαίνει γάντι. Τώρα, πώς κατάντησε - κατά τον Αίσωπο - να χάσει έναν αγώνα δρόμου από μιά χελώνα, είναι μιά άλλη υπόθεση που έχει να κάνει με την υποτίμηση του αντιπάλου, αυτό διδάσκει η ιστοριούλα αυτή, που την διαβάσαμε την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, όταν πρωτοαρχίσαμε τα αρχαία ελληνικά. Είπαμε γιά
λαγούς ; Λοιπόν, πάρα πολύ χρησιμοποιείται η φράση : « Άλλα τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας ». Για να δηλώσει ότι δεν μπορούν να συγκριθούν δυό πράγματα που έχουν μεγάλη διαφορά το ένα απ΄το άλλο, ότι ένα πράγμα είναι πολύ ανώτερο από κάποιο άλλο, δεν έχουν καμμιά σχέση μεταξύ τους, δεν συγκρίνονται.
« Οι ποντικοί έφαγαν το τυρί », λέει μιά άλλη αναφορά. Σκοπός της είναι να μη γενικεύουμε τα πράγματα. Όταν κάποιοι κατηγορούνται συλλήβδην και ομαδόν, πρέπει να διαχωρίζουμε ποιός ή ποιοί από αυτούς είναι οι υπεύθυνοι για τις ενέργειες για τις οποίες τους κατηγορούμε. Οι γιατροί είναι εκμεταλλευτές. Οχι ακριβώς, μερικοί ή αρκετοί απ΄ τους γιατρούς είναι εκμεταλλευτές, αυτό θέλει να μας πεί η παραπάνω αναφορά. Και έχει απόλυτα δίκαιο, δεν πρέπει να τους βάζουμε όλους σε ένα τσουβάλι. Ασχετο με τους ποντικούς είναι το λεγόμενο « αυτός είναι ποντικομαμμή », που σημαίνει τον μικροπανούργο που δημιουργεί προβλήματα.
Ο παπαγάλος - επισήμως ψιττακός - είναι ένα πουλί που μερικά από τα είδη του, μιμούνται την ανθρώπινη φωνή, πολύ περίεργο πράγμα, οι πίθηκοι που έχουν φωνητικές χορδές που λογικά θα έπρεπε να μοιάζουν πιό πολύ με εκείνες του ανθρώπου, δεν βγάζουν μιλιά ανθρώπινη, ένα πουλί μπορεί να λέει λόγια, φράσεις που ακούει και επαναλαμβάνει χωρίς να κατάλαβαίνει βεβαια την έννοιά τους. Το ρήμα « παπαγαλίζω », θέλει να μας πεί, ότι μαθαίνω ένα κείμενο απ΄ έξω, από στήθους, χωρίς να το εννοώ. Αυτό παρατηρειται έντονα τους τελευταίους καιρούς στα ελληνικά σχολεία, όπου αν πείς το μάθημα με δικά σου λόγια, δεν παίρνεις βαθμό καλό, πρέπει να το πείς όπως το λέει το βιβλίο, αντίθετα από τις παλιές εποχές, όπου όσο διαφορετικά λόγια χρησιμοποιούσες για να αναπτύξεις ένα θέμα, τόσο μεγαλύτερο βαθμό επαιρνες, οι «παπαγαλίζοντες » δεν είχαν πολύ καλή βαθμολογία.
Μιά αλληγορική ιστορία που έχει ήρωες δυό πουλιά, είναι γιά τους ανθρώπους. Μπορεί να την ξέρετε, αλλά δεν βλάπτει να τη θυμηθούμε. Μιά μέρα, μιά κουκουβάγια πηγαίνει στο σχολείο για να πάει κάτι στο μικρό της να το φάει στο διάλειμμα. Στο δρόμο την συναντά μιά πετροπέρδικα και την ρωτά πού πηγαίνει. « Στο σχολείο », απαντά η κουκουβάγα. « Λοιπόν, μιάς και πηγαίνεις στο σχολείο, σε παρακαλώ, δίνεις αυτό το πακετάκι στο παιδί μου που πηγαίνει κι αυτό στο ίδιο σχολείο ; ».
« Πολύ ευχαρίστως », λέει η κουκουβάγια, « αλλά πώς θα γνωρίσω το παιδί σου ; ». « Α, είναι πολύ απλό, είναι το ομορφότερο από όλα τα πουλιά, θα το γνωρίσεις πολύ εύκολα ». Η κουκουβάγια συνεχίζει το δρόμο της, και κάποτε επιστρέφει. Και βρίσκοντας την πέρδικα, της λέει : « Εψαξα πολύ όλο το σχολείο. Αλλά το πιό όμορφο πουλί που είδα, ήταν το δικό μου. Ετσι, σου επιστρέφω το πακετάκι που μου έδωσες ».
Το περιστέρι θεωρείται έμβλημα της ειρήνης, επειδή ίσως είναι πουλί φιλήσυχο και « ειρηνικό ». Επίσης θεωρείται - για τους ίδιους λόγους - σαν σύμβολο της αθωότητας. Λέμε ειρωνικά για κάποιον που τον θεωρούμε ένοχο κάποιας παράνομης πράξης : « Παριστάνει την αθώα περιστερά ».
« Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν σαν λιοντάρια στις Θερμοπύλες ». Φράση που αντικατοπτρίζει απόλυτα την αλήθεια. Ο βασιλιάς των ζώων, είναι ένα ζώο περήφανο, που δεν διστάζει να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε εχθρό που θα το απειλούσε. Το λιοντάρι - αντίθετα απ΄ότι νομίζουν κάποιοι - δεν επιτίθεται ποτέ σε άνθρωπο, όχι επειδή τον φοβάται, αλλά διότι αντιλαμβάνεται ότι κατά κάποιο τρόπο είναι κάτι διαφορετικό ο άνθρωπος από τα ζώα, και δεν είναι της αρμοδιότητάς του να του επιτεθεί, παρεκτός κι αν προκληθεί, σαν αυτοάμυνα. Υπάρχουν βέβαια και σπάνιες περιπτώσεις, στις οποίες ένα λιοντάρι επιτίθεται σε άνθρωπο για να τον καταβροχθίσει, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο σε ανθρωποφάγο λιοντάρι, εκείνο δηλαδή που κάποτε - σε περίοδο που δεν έβρισκε πουθενα τροφή, πράγμα απίθανο - αναγκάστηκε να φάει ανθρωπο. Και επειδή το κρέας του ανθρώπου έχει καταπληκτική γεύση - έτσι λένε, εγώ δεν δοκίμασα ποτέ - κάθε φορά που βλέπει άνθρωπο, σπεύδει να τον κατασπαράξει, και ακολούθως να τον καταβροχθίσει με μεγάλη βουλιμία.
Για τη μύγα ή την αλογόμυγα : « Μα ποιά μύγα τον τσίμπησε τώρα αυτόν ; ». Όταν κάποιος ξαφνικά καταπιάνεται με κάτι μη αναμενόμενο από τους άλλους. Για το κουνούπι : « Σε βλέπω σαν κουνούπι ». Δεν σε υπολογίζω καθόλου. « Του έχει γίνει κουνούπι ». Του έχει γίνει ενοχλητικός, του έχει γίνει φόρτωμα ».
Πολλά λέγονται για τους ψύλλους. « Για ψύλλου πήδημα ». Για ασήμαντη αφορμή, για το τίποτα. Και ένα ανέκδοτο φοιτητικό : Ο καθηγητής της ζωολογίας, ρωτά στις εξετάσεις τον φοιτητή : « Δεν μου λες, πόσο μακρυά μπορεί να πηδήξει ο ψύλλος ; ». Ο φοιτητής, απορεί, μένει αμήχανος και λέει : « Κύριε καθηγητά, δεν μπορώ να το ξέρω αυτό ». Ο καθηγητής : « Λοιπόν, σε απορρίπτω, να έλθεις την επόμενη εξεταστική περίοδο ». Και ο φοιτητής : « Μα τώρα με κόβετε κύριε καθηγητά για ψύλλου πήδημα ! ». « Μου μπήκαν ψύλλοι στ΄αυτιά », ή « άρχισαν να με τρων οι ψύλλοι ». Υποπτεύθηκα κάτι κακό. « Γυρεύει ψύλλους στ΄άχυρα ». Ματαιοπονεί, άδικα ψάχνει. « Ούτε ψύλλος στον κόρφο του ». Δεν θα ήθελε κανένας να βρίσκεται στη δύσκολη θέση του. « Ψυλλιάζομαι κάτι ». Υποπτεύομαι ότι κάτι συμβαίνει.
Ο κορέος, κοινώς κοριός είναι μικροσκοπικό έντομο, που κρυμμένο μέσα στο κρεββάτι, ανεβαίνει τη νύχτα επάνω στον άνθρωπο, και σαν βαμπίρ, του απομυζά το αίμα. Είναι ένα είδος εντόμου - Δράκουλα. Όταν αντιληφθεί ότι κάποιος εχθρός τον πλησιάζει, τι κάνει ο πονηρός ; Ακινητεί τελείως προσποιήμενος τον νεκρό, θεωρώντας ότι εφ΄όσον κάποιος είναι νεκρός, δεν έχει φόβο μήπως τον χτυπήσουν, δεν υπάρχει πιά κανένας λόγος γι αυτό. Και περιμένει υπομονετικά, μέχρις ότου καταλάβει ότι ο κίνδυνος έχει παρέλθει, οπότε επαναλαμβάνει την δράση του. Λοιπόν, όταν κάποιος άνθρωπος κάνει τον ανήξερο επί ενός ζσητήματος που τον καθιστά ύποπτο μιάς πράξης του, λέμε γι αυτόν « Για δες, παριστάνει τον ψόφιο κοριό ».
Για την ψείρα. « Πολύ ψείρας είναι αυτός ο άνθρωπος ». Είναι τσιγγουνης, φιλάργυρος. « Πολύ τα ψειρίζει τα πράγματα ». Είναι εξοργιστικά λεπτολόγος. Περνά από λεπτό κόσκινο τα πράγματα. « Η ψείρα όταν χορτάσει, ανεβαίνει στο γιακά ». Όταν κάποιος πάρει τον αέρα σου, γίνεται ενοχλητικός. Εννοεί και τη διαγωγή των νεόπλουτων, που όταν αποκτήσουν πολλά χρήματα, κάνουν τον σπουδαίο. « Για κοίτα αυτόν τον ψειριάρη ». Αυτόν τον τιποτένιο.
Μεγάλη χρήση γίνεται στα ελληνικά των πουλερικών, και πιό ειδικά των ορνιθοειδών. Οι κότες είναι πολύ κουτές, αυτό είναι πασίγνωστο. « Δεν έχει μυαλό ούτε μιάς κότας », είναι μιά έκφραση που είναι εν χρήσει. « Σαραπέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση », παλιό λαϊκό ρητό, στο οποίο θα μπορούσε να προστεθεί και η φράση : « Kαι σαρανταπέντε Κώστηδες - ή Γιώργηδες, αυτά είναι τα τρία πιό συχνά ονόματα στην Ελλάδα - δεν έχουν άλλη τόση ». « Ο άνθρωπος αυτός είναι κοκορόμυαλος », άλλη σχετική φράση. Πολύ συχνό είναι και το « Μωρέ, τι κουτορνίθι είναι ετούτος ! ».
« Κάνει την πάπια », μιά πολύ χρησιμοποιούμενη φράση, που είναι ταυτόσημη με το « κάνει τον ψόφιο κοριό ». « Νά μιά πάπια, μά ποιά πάπια », γνωστός γλωσσοδέτης, φράση που όταν επαναλαμβάνεται με ταχύτητα και συνεχώς, οδηγεί πολύ εύκολα σε εμπλοκή της γλώσσας. Η χήνα, που θεωρείται επίσης «κουτό » πουλί, χρησιμοποιείται και για μιά άλλη, τελείως διαφορετική χρήση, στη θέση του « χιλιάρικου ». « Το αγόρασα αυτό με εικοσιπέντε « χήνες », το ακούμε συχνά αυτό. Γιατί τα χιλιάρικα λέγονται στην ελληνική «αργκό » χήνες, δεν το γνωρίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου