Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1789. Και είμαστε στο Παρίσι, σε μέρες μεγάλου αναβρασμού. Οι Γάλλοι αστοί, έχουν ξεσηκωθεί για να ανατρέψουν το ανελεύθερο καθεστώς των αριστοκρατών, των τιτλούχων, των πριγκήπων, των κομήτων, βαρώνων, μαρκησίων και άλλων παρόμοιων, που από αιώνες κυριαρχούν στη Γαλλία. Που καταπιέζουν την αστική τάξη με όποιους τρόπους μπορούν, νόμιμους και παράνομους. Όμως, πρέπει να λεμε και την αλήθεια, όσο μαύρη και πικρή μπορεί να είναι. Οι επαναστάτες, αυτοί που ξεκινούν το ιστορικό κίνημα για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα, τα τρία αυτά σύμβολα της επανάστασης, δεν είναι οι ίδιοι οι αστοί. Είναι - όπως πάντα συμβαίνει στις επαναστάσεις - οι διανοούμενοι. Οπως διανοούμενοι ήσαν και οι επαναστάτες της Ρωσικής εργατικής επανάστασης του προλεταριάτου, δεν ήσαν οι ίδιοι οι εργάτες. Μόνες εξαιρέσεις του κανόνα, υπήρξαν η επανάσταση των σκλάβων στην αρχαία Ρώμη με τον Σπάρτακο, και οι επαναστάτες της επανάστασης των χωρικών τον δέκατο έκτο αιώνα, μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι επαναστάτες του Παρισιού με αρχηγούς τους πασίγνωστους Μαρά, Ροβεσπιέρρο, Νταντόν και αλλους που δεν τους θυμάμαι, επικρατούν στην πόλη, και κυριεύουν τη Βαστίλλη, το έμβλημα της κατεπιεστικής διακυβέρνησης των αστών από τους αριστοκράτες. Πανηγύρια τρελλά στήνονται στους δρόμους της πρωτεύουσας, και αργότερα και στις πόλεις της επαρχίας. Οι επαναστάτες ανατρέπουν τα πάντα, και αρχίζει και σκληρός διωγμός των τιτλούχων και των αριστοκρατών. Ένα διωγμός που θα διαρκέσει μήνες και χρόνια, και θα στείλει μετά από δίκες διάρκειας ενάμισυ λεπτού της ώρας, πλήθος από τιτλούχους στην γκιλλοτίνα.
Δίκες διάρκειας ενάμισυ λεπτού μονάχα είπες ; Μάλιστα, άντε να πούμε και λίγων δευτερολέπτων επί πλέον. Μέχρι δυό λεπτά, όχι περισσότερο. « Πως λέγεσαι εσύ ; ». « Γκύ ντε λα Φοντελαίν ». ( Το όνομα είναι βέβαια φανταστικό, δεν ήταν κανένας νομίζω με τέτοιο όνομα, στις δίκες που γινόντουσαν θαρρώ σε αίθουσες θεάτρων ). « Ποιός είναι ο τίτλος σου πολίτη ; ». « Μαρκήσιος ντε Ρουσέν ». « Που είναι η κατοικία σου ; « Οδός Σαιν Λωράν, αριθμός 17 ». « Λοιπόν, καταδικάζεσαι σε θάνατιο με καρατόμηση ». Αυτό ήταν όλο.
Όπως βλέπουμε, η ελευθερία του ανθρώπου, αρχίζει με την κατάργηση ενός συνήγορου υπεράσπισης στη δίκη που του γίνεται. Οπως στα πανάρχαια χρόνια, όταν ο φύλαρχος δίκαζε τον ύποπτο, ή όπως ο μουσουλμάνος ιεροδίκης - ο τουρκιστί « Καντή » - δίκαζε τον κατηγορούμενο, αν και στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει μάλλον να υπήρχαν, εκτός από τους μάρτυρες κατηγορίας, και μάρτυρες υπεράσπισης. Οσο για εισαγγελείς και άλλους παράγοντες της δίκης, οι διανοούμενοι που έστηναν αυτά τα ψευδοδικαστήρια, τα ήξεραν βέβαια πολύ καλά, αλλά μέσα στη οχλοβοή της επανάστασης, ποιός θα δίνει σημασία σε κάτι τέτοια ;
Εβγαινε η καταδικαστική απόφαση, που βέβαια ήταν πάντα ή ίδια, θάνατος με αποκεφαλισμό. Με ποιό τρόπο θα γινόταν αυτός ο αποκεφαλισμός ; Με τον κλασσικό τρόπο, με τον οποίο γινόταν τα ρωμαϊκά χρόνια ή τα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγγέννησης ; Που έβαζε ο καταδικασμένος το κεφάλι του πάνω σε ένα κούτσουρο δέντρου ή σε έναν πέτρινο στύλο ; Οχι, είχε εξελιχθεί με την επανάσταση ο τρόπος αυτός, δεν θα μέναμε στα παλιά πρότυπα, όλα καινούργια. Ηταν ένα μηχάνημα που είχε επινοήσει ένας Γάλλος γιατρός, ο Γκιγιοτέν, που από το όνομά του ονομάστηκε « γκιλλοτίνα ». Μπράβο γιατρέ, έπρεπε να σου δώσουν και ένα παράσημο για την εφεύρεσή σου, σε αδίκησαν κατάφωρα.
Ένα κοφτερό μαχαίρι τεράστιο, κρεμόταν ψηλά επάνω στο ικρίωμα, τοποθετημένο μέσα σε ένα σύστημα δυό στηριγμάτων. Ο κατάδικος - που έφτανε στο τόπο της εκτέλεσης με ένα κάρρο της δημαρχίας - έβαζε το κεφάλι του πάνω σε ένα στήριγμα σταθερό, και αφού όλα ήσαν τακτοποιημένα εν ταξει, ο αρμόδιος δήμιος, άφηνε το κοφτερό και βαρύ μαχαίρι, να πέ-σει με όλη του την ταχύτητα πάνω στο λαιμό του κατάδικου. Οπότε, το κεφάλι του κοβόταν σαν τυρί, και έπεφτε σε ένα καλάθι που ήταν εκ των προτέρων βαλμένο εκεί δίπλα.
Μόλις τέλειωνε αυτή η διαδικασία, οι παρευρισκόμενοι στην πλατεία Γκρεβ, που ήταν ο τοπος των εκτελέσων και μάζευε χιλιάδες Παρισινούς, ξεσπούσαν σε επευφημίες και ζητωκραυγές. Όπως συμβαίνει όταν ο Ολυμπιακός βάζει γκόλ στον Παναθηναϊκό. Μερικοί λένε, ότι ύστερα από αυτή την παράσταση, οι παρακείμενοι έτρωγαν τους εκτελεσθέντες, αφού τους έψηναν πρώτα στη σούβλα. Ομως, αυτό είναι βδελυρή συκοφαντία, τέτοιο πράγμα δεν γινότανε. Αν πολύ σπάνια, κάποιος έτρωγε έναν εκτελεσμένο, αυτό ήταν μιά τελείως μεμονωμένη περίπτωση, πρέπει να λέμε την πάσαν αλήθεια. Οι Παρισινοί δεν ήσαν Κάφροι του δέκατου ένατου αιώνα που ήσαν ανθρωποφάγοι, απλώς διασκεδάζανε με το πολύ ωραίο θέαμα που τους προσφερότανε δωρεάν.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ένας ένας οι επαναστάτες διανοούμενοι, άρχισαν κι αυτοί να ανεβαίνουν στο ικρίωμα και να τους κόβουν το κεφάλι, χωρίς να είναι βέβαια αριστοκράτες αυτοί. Ένας δικός τους, ένας δικηγόρος από τη Βόρεια Γαλλία, ό Ροβεσπιέρρος, τους απάγγελνε κατηγορίες ότι τάχατες ήσαν προδότες της επανάστασης, παίρνονταν οι αποφάσεις, και έστελναν τους « προδότες » αυτούς στην πλατεία Γκρεβ. Οπου και πάλι ο κόσμος ξεσπούσε σε επευφημίες και τα ίδια χειροκροτήματα. Και στο τέλος, αφού επί τρεις μήνες ο Ροβεσπιέρρος έκοψε κάπου δυό χιλιάδες κεφάλια, αναγκάστηκε - τον ανάγκασαν δηλαδή - να βάλει κι αυτός το κεφάλι του στο ίδιο μέρος και να του το κόψουν. Και στο μεταξύ, η γκιλλοτίνα, είχε κόψει του κόσμου τα κεφάλια, ανάμεσα στα οποία και του βασιλιά Λουδοβίκου του δέκατου έκτου και της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέττας. Μην γίνεται ποτέ σας βασιλιάδες, δεν ξέρουμε τό τί μπορεί να σας συμβεί, ακόμα και στον αιώνα αυτό, περίπτωση του βασιλια του Ιράκ Φεϋζάλ, πριν από σαράντα περίπου χρόνια.
Οι διανοούμενοι επαναστάτες, προχώρησαν και σε άλλες καινοτομίες. Αλλαξαν τα ονόματα των μηνών και των ημερών του ημερολογίου, τους θύμιζαν τους καταπιεστές αριστοκράτες. Και επειδή, κάποιοι στα δυτικά της Γαλλίας, εκεί προς τη μεριά του Ατλαντικού, δεν πολυσυμπαθούσαν τους επαναστάτες - ο καθένας έχει και τις δικές του προτιμήσεις - οι διανοούμενοι του Παρισιού, έστειλαν στρατό και έσφαξαν καμμιά τετρακοσαριά χιλιάδες αντίθετους. Δεν ήταν και μεγάλη ζημιά, η Γαλλία είχε τότε δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους, έμενε ακόμα αρκετό υπόλοιπο. Κι αυτό το υπόλοιπο, το χρησιμοποίησε καμμιά δεκαριά χρόνια ύστερα ο Ναπολέοντας - όταν έγινε αυτοκράτορας και διαολόστειλε τη δημοκρατία των διανοούμενων - στους πολλούς πολέμους που έκανε για να διαδώσει σε όλη την Ευρώπη τις επαναστατικές ιδέες των συμπατριωτών του. Εχουν και τα καλά τους οι επαναστάσεις, αυτό είναι παραπάνω από σίγουρο. Κάνει τους λαούς να αναζητούν την ελευθερια τους, την ισότητα και την αδελφωσύνη, αυτό ζητούσαν κι οι επαναστάτες
Απο την εποχή εκείνη, απλώθηκε η έννοια της δημοκρατίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Κινήματα πολλά με στόχο την απελευθέρωση από ξενικό ζυγό, επαναστάσεις εναντίον καταπιεστών δικτατόρων και άλλα παρόμοια, συνέβησαν από την εποχή εκεινη μέχρι και τώρα. Οι τύραννοι έπεφταν και οι λαοί αποκτούσαν τις ελευθερίες τους. Για να τις χάσουν πολλές φορές, και να αναγκάζονται να κάνουν καινούργιους αγώνες για να τις ξανακερδίσουν. Τώρα, όσο για την ισότητα και την αδελφωσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, αν έιδατε τίποτε τέτοιο να γίνεται, να μου το τηλεγραφήσετε, ή να μου το στείλετε με κανένα SMS.
Ας πούμε όμως, ότι μάλιστα, αποκτήσαμε τις ελευθερίες μας, είτε εξ αιτίας της γαλλικής επανάστασης και της εξάπλωσης των ιδεών της, είτε σαν συνέπεια της; αλλαγής των εποχών και της επικράτησης νέων συνθηκών, που έτσι κι αλλοιώς, θα προκαλούσαν μιά γενικώτερη μεταβολή και σ΄αυτό τον τομέα. Στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα άλλα που αποχτήσανε οι λαοί στις πολιτισμένες χώρες του πλανήτη. Ότι οι άνθρωποι δεν βρίσκονται - στις περισσότερες περιοχές - κάτω από καταπίεση τυράννων, ότι απολαμβάνουν ελευθερίες σε όλη τους την έκταση. Το δεχόμαστε αυτό.
Αλλά ενώ αποκτήσαμε τις ατομικές μας ελευθερίες, άραγε πάψαμε να είμαστε δούλοι ; Ιδού το ερώτημα, στο οποίο θα προσπαθήσουμε να ζητήσουμε κάποιες απαντήσεις. Να δείξουμε ότι όντως, είμαστε τελείως ελεύθεροι από οτιδήποτε θα μπορούσε να μας βλάψει, να μας καταπιέσει, να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι κάπου εξακολουθούμε να είμαστε σκλάβοι, ότι μας έχουν μείνει κάποια κατάλοιπα δουλείας.
Υπάρχουν πλήθος από ελευθερίες, που μόνο φαινομενικές είναι. Μιά απ΄αυτές είναι η ελευθερία που υπάρχει στο να εξαπατούμε ο ένας τον άλλο, η εξαπάτηση των ανθρώπων από κάποιους επιτήδειους προς ίδιον όφελος. Μιά ελευθερία που νόμιμη δεν είναι, αν και υπάρχει σε μεγάλη διάδοση στο σύγχρονο κόσμο. Οχι ότι δεν υπήρχε και πρωτύτερα, αλλά τώρα έχει πάρει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, έχει και τεχνολογικές βοήθειες. Η ελευθερία των επιτήδειων, είναι μιά μορφή ασυδοσίας των « πονηρών ».
Τί θα λέγαμε για την ελευθερία που έχουν κάποιοι οικονομικά ισχυροί, στο να εκμεταλλέυονται άλλους οικονομικά ανίσχυρους ανθρώπους, να τους βάζουν κάτω από ένα ζυγό που ουσιαστικά τους κάνει δούλους ; Για την ελευθερία στο να πλουτίζεις ασύστολα και με κάθε αθέμιτο τρόπο, σε βάρος άλλων ; Την ελευθερία στο να κλέβεις τον ιδρώτα των άλλων ; Και για διάφορες αλλες « ελευθερίες » που καταργούν την αληθινή ελευθερία ;
Αλλά ας αφήσουμε αυτά τα γενικά ερωτήματα που απευθύνονται σε άλλους, κι ας πάμε σε άλλα, που αφορούν εμάς τους ίδιους. Και ρωτώ ευθέως τον εαυτό μου, ( έναν « αόριστο » και « απρόσωπο » εαυτό μου εννοείται ) : Λοιπόν, είσαι ένας ελεύθερος άνθρωπος, έτσι τουλάχιστον νομίζεις ότι είσαι. Αλλά μόλις αντικρύσεις ένα μπουκάλι με ουϊσκι, τεκίλα,, βότκα ή άλλο ποτό αλκοολούχο, δεν μπορείς να συγκρατήσεις καθόλου τον εαυτό σου. Και ορμάς κατ΄ευθείαν σ΄αυτό, γεμίζεις το ποτήρι σου και το κατεβάζεις μονοκοπανιά. Και αυτό σου έχει γίνει μιά ολέθρια συνήθεια, που σου είναι ολωσδιόλου αδύνατο να κόψεις. Είσαι λοιπόν ελεύθερος, όπως θεωρείς ότι όντως είσαι, και δεν είσαι δούλος αληθινά του αλκοόλ ;
Οχι, δεν είμαι μανιακός με το οινόπνευμα, δεν είμαι αλκοολικός. Δεν είμαι δούλος του αλκοόλ, το δηλώνω επίσημα και με παρρησία γνώμης. Αλλά συμβαίνει κάτι άλλο, είμαι μανιωδης καπνιστής ( παρά λίγο να γράψω κατά την συνήθειά μου να αναποδογυρίζω ρητά και φράσεις, « καπνιώδης μανιστής » ). Και δεν μου φτάνει ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα, δεν μου φτανουν δυστυχώς τα δύο. Είμαι καπνιστής των τριών πακέτων την ημέρα, αρχίζω το πρωϊ μόλις ξυπνήσω, και σταματώ τα μεσάνυχτα όταν πηγαίνω για ύπνο. Κι αν ξυπνήσω την νύχτα για κάποιο λόγο, το χέρι μου πηγαίνει αμέσως στο πακέτο και τον αναπτήρα.
Πολύ προσπάθησα να το κόψω το άτιμο αυτό βίτσιο, δεν κατάφερα όμως τίποτε, παρά τις επανειλλειμένες μου προσπάθειες. Χρόνια τώρα αυτό το βιολί, δεν λέει να σταματήσει με κανένα τρόπο. Ξέρω τις βλαβερές συνεπειες του καπνού, έχω δει και το έργο του Αντόν Τσέχωφ με αυτόν τον τίτλο ακριβώς - « Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού » - στο οποίο ο από καθέδρας ομιλητής αναφέρεται συνεχώς στα βάσανα στα οποία τον υποβάλλουν η γυναίκα του και οι κόρες του, αλλά ούτε λέξη για το θέμα του, τον καπνό. Λοιπόν, είμαι ένας ελεύθερος ανθρωπος, αλλά ταυτόχρονα είμαι δούλος του τσιγάρου και της νικοτίνης.
Ας πούμε όμως ότι δεν είμαι καπνιστής, δεν μπορώ ούτε τη θέα του τσιγάρου να υπομείνω. Ετσι λέει ο « εαυτός μου, ο « αόριστος και απρόσωπος » εαυτός μου. Αλλά έχω μιά άλλη ανίατη μανία. Κάθε βδομάδα, είμαι στον ιππόδρομο, στις κούρσες που κάνουν τα άλογα, πάνω στα οποία στοιχηματίζουν οι θεατές. Κι ανάμεσα σ΄αυτούς, και ο « απρόσωπος » εαυτός μου. Παίζω πολύ, και όπως συμβαίνει συνήθως, χάνω συνέχεια, η τσέπη μου είναι άδεια στο τέλος των ιπποδρομιών. Και βέβαια, δεν γυρίζω από τον ιππόδρομο με τα πόδια, όπως έλεγε το παλιό ανέκδοτο, όχι, γυρίζω με τη συγκοινωνία. Πολύ προσπάθησα να κόψω αυτή τη συνήθεια στην οποία ξοδεύω όλα μου τα φράγκα και είμαι και χρεωμένος, αλλά απότέλεσμα μηδέν. Ελεύθερος μεν, δούλος στον ιππόδρομο δέ.
Ψέμματα είπα και για τον ιππόδρομο και τις κούρσες του, δεν παίζω καθόλου πάνω στα άλογα. Αλλο είναι το πάθος μου. Μόλις βραδυάσει, παίρνω τον ίδιο δρόμο, ένα δρόμο που οδηγεί σε ένα μεγάλο διαμέρισμα σε μιά ορισμένη οδό. Ανεβαίνω στον τρίτο όροφο, μπαίνω μέσα και εκεί βλέπω τα αραδιασμένα τραπέζια. Και γύρω από τα τραπέζια αυτά, είναι καθισμένοι άνθρωποι πάσης ηλικίας και παίζουν χαρτιά. Είναι μιά επίσημη χαρτοπαικτική λέσχη, αυτό είναι το διαμέρισμα. Και σε ένα τραπέζι από αυτά που διαθέτει η λέσχη, κάθομαι κι εγώ, και εκεί μένω επί ώρες πολλές, μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα και πιό πέρα. Παίζω πόκερ, πόκα, σεμέν ντε φέρ και άλλα παιχνίδια. Και αφήνω εκεί πολλά φράγκα, φεύγω από εκεί εντελώς μπατίρης δυό τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Θα καθόμουν περισσότερες ώρες, αλλά είμαι άφραγκος, δεν μπορώ να παίζω χωρίς όβολα. Χαρτοπαίκτης λοιπόν, και να σταματήσω αυτή την υπόθεση δεν μπορώ.
Και πάλι όμως έκρυψα την πραγματική αλήθεια, δεν είμαι χαρτοπαίκτης επαγγελματίας, δεν αφήνω τα φράγκα μου στο χαρτοπαιχτικό τραπέζι. Αλλη είναι η αδυναμία μου. Εγώ, ο απρόσωπος εαυτός μου δηλαδή, έχω εθισθεί από πολύ καιρό σε ναρκωτικά. Ποιό από όλα ; Λοιπόν θα το πώ, δεν μπορώ να κρύβομαι εσαεί, πρόκειται για την κοκαϊνη, αυτή που την βγάζουν στην Κολομβία οι γνωστοί « βαρώνοι της κοκαϊνης ». Πρόκειται για διεγερτικό, δεν είναι αληθινό ναρκωτικό. Δεν με βλέπει κανένας τη στιγμή που τη βάζω δίπλα στον αντίχειρα του δεξιού μου χεριού, τη φέρνω στη μύτη μου και τη ρουφάω, έτσι παίρνεται η κοκαϊνη. Που δυστυχώς είναι και πολύ ακριβή, μου τρώει τα περισσότερα φράγκα μου. Και να την σταματήσω αυτή τη συνήθεια, δεν μπόρεσα.
Λοιπόν, με ελευθέρωσε η γαλλική επανάσταση, μου έδωσε πλήρη ελευθερία. Αλλά να με ελευθερώσει από τις άσχημες και καταστρεπτικές μου συνήθειες, από τα πάθη μου, δεν μπορεί, αυτή είναι η μαύρη αλήθεια. Τί να σου κάνει λοιπον η επανάσταση με τη γκιλλοτίνα της, να σε άλλάξει δεν μπορεί, είναι παντάπασιν αδύνατο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου