Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

THN ΞΕΚΑΝΑΜΕ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΑΜΕ

Τ  Η  Ν     Ξ  Ε  Κ  Α  Ν  Α  Μ  Ε     Κ  Α  Ι     Η  Σ  Υ  Χ  Α  Σ  Α  Μ  Ε



Αυτός ο πλανήτης πάνω στον οποίο κατοικεί η  ανθρωπότητα, υπάρχει - σύμφωνα με τις μάλλον αξιόπιστες  διαπιστώσεις των  γεωλόγων - εδώ και  περίπου τεσσεράμισυ δισεκατομμύρια χρόνια, πολύ, πάρα πολύ καιρό δηλαδή. Ομως, ζωή πάνω σ΄αυτή τη γή που την πατούμε κι όλοι μέσα της θα μπούμε όπως λέει και το λαϊκό γνωμικό, δεν υπήρχε καθόλου τα πρώτα  δυό δισεκατομμύρια  χρόνια, ούτε ένα  κουνούπι, ούτε καν μια  αμοιβάδα, ένα μονοκύτταρο πρωτόζωο. Ερημη ολωσδιόλου ήταν στο μακρύ αυτό διάστημα, και υπήρχαν πολύ σημαντικοί λόγοι που ήταν εντελως ακατοίκητη. Απλά, οι συνθήκες που επικρατούσαν πάνω στην επιφάνειά της, ήσαν μέχρι τότε εντελώς ακατάλληλες για να ζήσει πάνω σ΄αυτήν  ένα φυτικό η ζωϊκό πλάσμα. Ατμόσφαιρα, θερμοκρασία και άλλοι παράγοντες.

Πέρασαν αυτά τα πρώτα δυό δισεκατομμύρια χρόνια ( μην τα θεωρούμε  και τόσο πολλά μέσα στο άπειρο του χρόνου ), και κάποτε η  ερημιά έπαψε να  υπάρχει. Και τί πρωτοφάνηκε πάνω σ΄ αυτόν  τον πλανήτη, τον  μόνο που  κατοικείται  στο ηλίακό μας  σύστημα ; Κάποιοι μονοκύτταροι  μικροοργανισμοί, πρωτόζωα και μικρόβια. Και γιατί άραγε μονάχα αυτά τα πλάσματα που να τα δούμε δεν μπορούμε, και μόνο  με το μικροσκόπιο είναι ορατά ; Δενθα μπορούσαν  να υπάρχουν  ευθύς εξ αρχής  κάποια μεγαλύτερα όντα, ψάρια, ερπετά, έντομα, πουλιά και άλλα μεγάλα ή έστω και σχετικά  μικρότερα ; Ισως θα μπορούσε να γίνει και κάτι τέτοιο, αλλά  πάντως δεν  έγινε. Τον λόγο  δεν τον ξέρουμε ακριβώς, μπορούμε όμως να κάνουμε κάποιες βάσιμες  υποθέσεις. Αλλά δεν θα τις κάνουμε, υπάρχουν αυτά που μας λένε οι γεωλόγοι και οι παλαιοντολόγοι και δεν  έχουμε τη δυνατότητα να  τους πάμε κόντρα, δεν θα δεχτούν άλλωστε τις όποιες αντιρρήσεις θα τους πούμε.

Ο καιρός περνούσε αργά αργά, βιασύνη δεν χρειάζεται σε τόσο  μακρόχρονες διαδικασίες. Και σιγά σιγα, άρχισαν να εμφανίζονται πιό μεγάλα όντα, όλα πρέπει να πούμε μέσα στη θάλασσα. Φυτά και ψάρια γέμιζαν τις θάλασσες και τους ωκεανούς, ενώ  στην επιφάνεια της γής δεν υπήρχε τίποτε τους πρώτους εκείνους  καιρούς. Και πώς θα  μπορούσαν να υπάρχουν φυτά και ζώα επάνω στην επιφάνεια του πλανήτη, στην επιφάνεια μιάς ξηράς που όλο και είχε διάφορες αλλαγές, καταβυθίσεις, ανυψώσεις και  πάλι και κατ΄επενάληψη  αυτά τα φαινόμενα αστάθειας που θα αργούσαν να καταλαγιάσουν. Μέχρι που θα έφτανε  η εποχή που όλα θα έπαιρναν την οριστική μορφή τους και σταθερότητα θα επικρατούσε πάνω στην ξερή   επι φάνεια της γής. Κι από εκεί και ύστερα, όλα θα έπαιρναν την κανονική τους θέση.

Πολύ άργησε να  κάνει την εμφάνισή του  ο άνθρωπος, ίσως όχι πριν από πενήντα ή εκατό χιλιάδες  χρόνια, και ήταν και το τελευταίο είδος που  δημιουργήθηκε. Από εκεί και ύστερα, κανένα άλλο είδος φυτικού ή ζωϊκού πλάσματος δεν έκανε την εμφάνισή  του πάνω στον πλανήτη. Αυτός ο άνθρωπος ήταν  η έκφρασή της τελειότητας, χώρος δεν υπάρχει για κάτι ανώτερο, κάτι  πιό  ψηλότερο πάνω  απ΄αυτόν. Περισσότερες λεπτομέρειες  δεν  χρειάζεται να λεχθούν πάνω  στη σειρά αυτή  της εμφάνισης των  διαφόρων όντων, φτάνουν  και περισσεύουνε αυτά.

Βρέθηκε λοιπόν ο άνθρωπος  αυτός των πολύ  παλιών εποχών  επάνω στη στερεά επιφάνεια της γής, και άρχισε  την περιπέτειά του. Που περιλάμβανε μονάχα τα πρώτα και στοιχειώδη πράγματα που του χρειαζόντουσαν, κι αυτά  ήσαν η κατοικία του, η  διατροφή του και η αντιμετώπιση των δυσκολιών που του έδιναν οι  μεταβολές των καιρικών  συνθηκών του περιβάλλοντος. Επρεπε να βρίσκει συνεχώς λύσεις πάνω στα βασικά αυτά προβλήματα που είχε, κι αυτό ήταν μιά εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.

Πρώτα η κατοικία. Κανενα διαμέρισμα σαν κι αυτά που έχουμε σήμερα ; Με τη θέρμανσή του, τις  διάφορες συσκευές  που βοηθάνε  τον σύγχρονο  άνθρωπο  να τα  βγάζει πέρα με μεγάλη ευκολία ; Με το  καλοριφέρ του, το  ψυγείο του, την ηλεκτρική  του κουζίνα, το λουτρό του, τα κλιματιστικά  του ; Ούτε ίχνος  απ΄αυτά. Τίποτε απολύτως. Και πού βρήκε μέρος για να μπορέσει  να μείνει ; Πολύ  απλά, μιά  σπηλιά στα  εύκρατα μέρη  του πλανήτη, στο υπαιθρο ή σε μιά πρόχειρη εντελώς ψευτοκαλύβα στα ζεστά κλίματα.

Μέσα στα σπήλαια  έμεινε μέχρι και πριν από καμμιά δεκαριά χιλιάδες χρόνια, πάνω κάτω. Εκεί κοιμότανε, εκεί έτρωγε τον άρτο του τον επιούσιον, που δεν ήταν βέβαια άρτος, αλλά ότι έπαιρνε από τα δέντρα, ότι  μπoρούσε να βρεί με το πρωτόγονο  κυνήγι που  έκαμνε, χωρίς κανένα όπλο. Kάπως αργότερα - αλλά δεν ξέρουμε πότε - βρήκε τον τρόπο να φτιάξει κάποια υποτυπώδη όπλα. Ένα κοντάρι  στην αρχή από ξύλο  δέντρου, ένα τόξο  με το βέλος του αργότερα. Και με αυτά  έβγαινε παγανιά για να βρεί την τροφή του.

Ζώα άγρια και ήμερα τριγύρω του ολημερίς  κυκλοφορούσαν. Με  τα ήμερα δεν είχε κανένα πρόβλημα. Με τα  άγρια και πεινασμένα, έτοιμα να του ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Αλλά μπορεί τα  άγρια αυτά να είχαν  μεγάλη δύναμη, να είχαν φοβερά νύχια, να είχαν τρομερά δόντια, αλλά αυτός είχε κάτι πολύ πιό δυνατό από αυτά που είχαν τα θηρία : To μυαλό του το κοφτερό, με το οποίο μπορούσε να βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους κινδύνους.

Πέρασε πολύς καιρός από  τον καιρό των  σπηλαίων, και κάποτε βγήκε από αυτά και άρχισε να κατοικεί σε πιό άνετα ενδιαιτήματα. Εκοβε κορμούς από  δέντρα, έκοβε και κλαδιά απ΄αυτά, και έφτιαχνε καλύβες. Από εκεί και ύστερα, δεν ξαναμπήκε μέσα σε σπηλιές, αυτές που προηγούμενα τον προφυλάγανε από το κρύο του χειμώνα και τη ζέστη του καλοκαιριού.

Δεν ήταν όμως  μόνο η τροφή και  η κατοικία. Σε αντίθεση  με τα υπόλοιπα ζωϊκά πλάσματα, αυτός είχε και την ανάγκη να φορά κάποια ρούχα, που να τον  προστατεύουν κι από το κρύο, αλλά  και από  άλλες καταστάσεις. Και επειδή δεν είχε ο φουκαράς υφάσματα  για να φτιάχνει μ΄αυτά  τα ρούχα  του, σκέφτηκε  και αποφάσισε  κάτι άλλο. Να φορά  δέρματα από ζώα, που πολύ καλά έκαμναν τη δουλειά που θα έκαμνε ένα ρούχο  από υφαντά. Και το κρύο αντιμετώπιζε μ΄αυτά, και τα τσιμπήματα από έντομα και άλλα  συναφή. Και μ΄αυτά τα ρούχα - που δεν τα είχαν  καθόλου και ούτε τα  χρειαζόντουσαν  αυτοί που  ζούσαν σε  πολύ ζεστά κλίματα - πέρασε τις πολλές χιλιάδες χρόνια, μέχρι να  κάνει την μεγαλύτερη ανακάλυψη όλων των εποχών : Τον αργαλειό, με τον οποίο κατάφερε να φτιάξει υφαντά, και να ντυθεί με ρούχα που έφτιαχνε μ΄αυτά.

Και πριν από καμμιά δεκαριά  χιλιάδες χρόνια και  σε λίγες στην  αρχή περιοχές της γής, βρήκε τους τρόπους να αναπτύξει την καλλιέργεια της γής. Οργώνοντας με πρωτόγονα στην αρχή αλέτρια το χώμα, φύτεψε τους σπόρους  που εντελώς τυχαία στην αρχή είχε ανακαλύψει. Κι αυτή καλλιέργεια - πρώτα στη Μεσοοταμία όπως φαίνεται - του έδωσε και τα προϊόντα της γής, τα οποία του προστέθηκαν στην καθημερινή του τροφή, που  μέχρι τότε προερχόταν βασικά από το  κυνήγι. Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει  από νωρίτερα να  εξημερώνει κάποια ζώα που τα έβαλε στη δούλεψή του ( χωρίς να τα πληρώνει  και χωρίς επομένως να τα κολλά και τα ασαφαλιστικά τους ένσημα που θα τα έδιναν την υποθετική σύνταξη όταν θα έφταναν στα γεράματά τους ). Εκτός από ένα άγριο στην αρχή ζώο, που ήλθε από μόνο του, δεν χρειάστηκε καθόλου να το εξημερώσει. Το σκύλο.

Τα πράγματα προχώρησαν  ήσυχα κι ωραία  επί χιλιάδες χρόνια. Ολο και κάποιες μικροβελτιώσεις έκαμνε στο μεταξύ στον τρόπο ζωής του, καλύτερα σπίτια που όλο και τα βελτίωνε, καλύτερους τρόπους επικοινωνίας απ΄το ένα μέρος στο άλλο - με τη βοήθεια ζώων και αραμπάδων - με την εφεύρεση όπλων στα οποία  έβαλε μπαρούτι και οβίδες για να μπορεί να βομβαρδίζει τους αντιπάλους του και διάφορες άλλες επινοήσεις που του φαινόντουσαν χρήσιμες. Κι αυτό με μικρές αλλάγές πήγε μέχρι τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, μέχρι δηλαδή πριν από διακόσια  χρόνια. Κι εκεί τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, και η κατάσταση άρχισε σιγά σιγά να ξεφεύγει από τα χέρια του, χωρίς ο ίδιος ο άνθρωπος να το πάρει χαμπάρι. Καθώς τα πραγματα  άλλαζαν αργά - αλλά  και σταθερά - και δεν φαινόταν κάτι το δυσάρεστο να προκύπτει από τις αλλαγές που ο ίδιος έφερνε στην επιφάνεια..

Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον πολύ άσχημο  δρόμο τους σε ένα αρκετά μεγάλο νησί που βρίσκεται στα δυτικά της Ευρώπης. Το νησί αυτό είχε μέσα στα σπλάχνα του πολύ κάρβουνο, αυτό  που το λέμε  λιθάνθρακα ή  πετροκάρβουνο. Κι επειδή ήταν  σχετικά κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, άρχισε ο άνθρωπος του νησιού αυτού να σκάβει το χώμα για να το βγάλει  από μέσα απ΄ τη γή. Και τί  το έκαμνε μετά ; Το έκαιγε στις σόμπες του για να ζεσταίνεται, αυτή  ήταν η πρώτη χρήση του. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί, γρήγορα σκέφτηκε να το βάλει να κάνει κι άλλες δουλειές. Και νά πώς εξελίχθηκε η κατάσταση.

Ηταν ο καιρός που ξέσπασε στο νησί εκείνο - που τότε είχε δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους και τώρα έχει  καμμιά εξηνταριά - μιά επανάσταση, και αυτή η επανάσταση δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να χρησιμοποιηθεί το πετροκάρβουνο. Η υπόθεση ήταν να φτιάχνονται υφάσματα με μηχανές, όχι με τους ποδοκίνητους  και χειροκίνητους αργαλειούς που επί χιλιάδες χρόνια τους είχαν σε χρήση. Αυτή ήταν η βιομηχανική επανάσταση.

Στήθηκαν λοιπόν αυτά τα εργοστάσια και μεγάλη παραγωγή άρχισε με τους καρβουνοκίνητους αυτούς  αργαλειούς. Υστερα  απ΄αυτό, το  πετροκάρβουνο κι οι  μηχανές που κινούσε πέρασε και στην παραγωγή και άλλων πραγμάτων, επανάσταση  δηλάδή  μεγάλη, που έκανε τη χώρα αυτή να γίνει η πρώτη που έγινε βιομηχανική. Και φυσικά, το πράγμα δεν μπορούσε να περιοριστεί μόνο στο νησί  αυτό, σιγά σιγά απλώθηκε η βιομηχανία αυτού του τύπου και σε άλλες χώρες. Όλα ήσαν  καλά και άγια, εκτός  από ένα : Το κάρβουνο αυτό όταν καιγότανε, έβγαζε έναν πολύ μαύρο  και πυκνό καπνό, που δεν  ήταν όμως καθόλου καλός για την υγεία. Αλλά είπαν  οι άνθρωποι τότε : Και τί θα πάθουμε ρε παιδιά  αν βγαίνει αυτός  ο καπνός από τις καμινάδες ; Στον ουρανό πηγαίνει, εμάς δεν μας ενοχλεί καθόλου.

Πέρασαν μερικές δεκαετίες και φτάσαμςε αισίως στο σωτήριο έτος 1859. ( Το κατά πόσο  « σωτήριο » έτος ήταν αυτό, θα φανεί σε λίγο ). Στην Πενσυλβάνια  των Πολιτειών εκείνη τη χρονιά, έγινε  η πρώτη στον κόσμο άντληση πετρελαίου από τα έγκατα της  γής, όπου ήταν φυλακισμένο για κάπου πεντακόσια εκατομμύρια χρόνια, και περίμενε υπομονετικά να τρυπήσουν το έδαφος για να το βγάλουν και να το κάψουν. Κάποια προϊόντα πετρελάϊκά  - όπως η νάφθα - ήσαν γνωστά από δυό και τρεις χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, αυτά όμως δεν ήσαν κατάλληλα για μιά ευρεία χρήση, μόνο το πετρέλαιο, το λεγόμενο  « ακάθαρτο « πετρέλαιο, το αγγλιστί λεγόμενο  c r u e l   o i l, μόνο αυτό κάμνει για κάψιμο και πολλές άλλες δουλειές.

Στα πρώτα χρόνια μετά την άντληση του πετρελαίου, δεν το χρησιμοποιούσαν καθόλου σαν κινητήρια δύναμη σε μηχανές. Το είχαν για να  καίγεται έτσι  όπως ήταν, για  να φωτίζει δρόμους  και σπίτια με  τις γκαζόλαμπες, αλλας  χρήσεις δεν ξέρω  που να το  είχαν. Κι αυτό κράτησε κάπου τριάντα χρόνια, μέχρι την  εποχή που  πρωτοφάνηκε  το θαυματουργό κατασκεύασμα του ανθρώπου που κινείται πάνω σε τροχούς, το αυτοκίνητο.

Με τροχούς κινούσαν οι άνθρωποι από χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα κάποια άλλα οχήματα, τους αραμπάδες στη γλώσσα των εξ ανατολών γειτόνων μας. Εφτιαχναν έναν αραμπά, μπροστά απ΄αυτόν έβαζαν βώδια, γαϊδούρια, άλογα ή μουλάρια, κι αυτά τα τετράποδα τραβούσαν τον αραμπά πάνω σε χωματόδρομους  και πολύ  αργότερα  πάνω σε  καλντιρίμια. Αλλά ήλθε τώρα η εποχή να αρχίσουν να αποχωρούν οι αραμπάδες που τους έσερναν τετράποδα, για να εμφανιστούν οι μοντέρνοι αραμπάδες που θα τους κινούσε  αυτό το υγρό που  έβγαζαν μέσα από τη γή, το αξιαγάπητο καθ΄όλα πετρέλαιο.

Το αυτοκίνητο που  προτιμώ να  το ονομάζω  « οχτωκίνητο ( δυό  χέρια, δυό  πόδια, δυό μάτια και δυό αυτιά το καθοδηγούν ), είχε κάνει την εμφάνισή του αρχές περίπου της δεκατίας του 1880 στη Γαλλία. Δεν περπατούσε με υγρά κάυσιμα, το πήγαινε το  πετροκάρβουνο, που το κουβαλούσε από πίσω του σε μιά καρότσα το οχτωκίνητο. Οπως  συνέβαινε και με τα τραίνα που μέχρι πριν πενήντα χρόνια τα κινούσε το κάρβουνο και που το τραβούσε  η ατμομηχανή σε σε ένα ειδικό βαγόνι που βρισκότανε πίσω της. Αλλά  προς τα μέσα της δεκαετίας του 1880, ένας  Γερμανός, ο  Νταίμλερ, έβαλε το πετρέλαιο  να κινήσει το  τροχοφόρο αυτό, και λίγο αργότερα, μαζύ με τον επίσης Γερμανό Μπεντζ, αντικατέστησαν το πετρέλαιο με τη βενζίνη και έτσι  στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, πέταξαν το κάρβουνο από το οχτωκίνητο και του έβαλαν μέσα σαν καύσιμο τη βενζίνη.

Λιγοστά ήσαν τα οχτωκίνητα τις πρωτες τρεις δεκαετίες, άρχισαν όμως γράγορα να περισσεύουν μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή εποχή που  έχουν καταπλημμυρίσει  ολόκληρο τον πλανήτη. Και στο μεταξύ, έμεινε και το πετρέλαιο σε  μεγάλη χρήση, λιγότερο για βαριά οχτωκίνητα και πολύ περισσότερο για τα εργοστάσια που κι αυτά έχουν γίνει εκατοντάδες χιλιάδες και  εκατομμύρια. Και φτάσαμε τώρα - εδώ και μερικές δεκαετίες -  σε μια  κατάσταση που χαρακτηρίζεται από  ακατάπαυστες και συνεχείς καύσεις αυτών των  υγρών που μέσα από τη γή τα βγάζουνε για να τα καίνε. Και όχι μόνοι για να καίγονται στις πάσης φύσεως μηχανές, αλλά τελικά να φτάσουν στο σημείο να κάψουν και όλο τον πλανήτη, με όλα τα πλάσματα που από αμέτρητους καιρούς φιλοξενεί στην επιφάνειά του.

Όταν καίμε πετρέλαιο  και οποιοδήποτε  από τα παράγωγά  του, βενζίνη, κηροζίνη αεροπλάνων και άλλα προϊόντα που βγαίνουν απ΄αυτό, γίνεται και ένα πολύ στραβό πράγμα. Με το κάψιμο που κάμνει, παράγονται ένα σωρό άερια που γεμίζουν όλο το γύρω χώρο. Κι αφού γεμίσουν τον περιβάλλοντα χώρο, μένουν  λίγο έξω  απ΄ αυτόν ή ανεβαίνουν πιό ψηλά και σκεπάζουν όλο τα από πάνω της γής με ένα δηλητηριώδες σύννεφο. Που όταν  βρίσκεται στα χαμηλά, το αναπνέουμε με μεγάλη ευχαρίστηση  και το μπάζουμε μέσα στα πνεμόνια μας, κι όταν στέκεται στα ψηλά, κάνει κι άλλη μεγάλη, τρομακτική ζημιά.

Διοξείδιο του θείου, διοξείδιο του μολύβδου, διοξείδιο του αζώτου και το καϋμένο το διοξείδιο του άνθρακα, που είναι το πιό  ακίνδυνο και του φορτώνουν ένα σωρό άσχημα πάνω στην πλάτη του, αδικώντας το κατάφωρα. Είναι και μερικά άλλα  υποπροϊόντα των καύσεων, που δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε, ο κατάλογος θα είναι πολύ μακρύς και θα βαρεθούμε να τον διαβάζουμε. Όλα αυτά τα δημιουργεί αυτό το εξαιρετικό  προϊόν που το ανακαλύψαμε και το βγάζουμε μέσα από τα βάθη της επιφάνειας της Γής.

Θερμοκήπιο και μερικά άλλα που μας λένε οι ειδικοί, θα ανεβάσουν - μας λένε οι άνθρωποι αυτοί οι απαισιόδοξοι - ακόμα πιό πολύ τη  θερμοκρασία του πλανήτη. Ακριβώς το ετος 2071 -άκου εκεί ακρίβεια στην πρόβλεψη που κάνουν ! - θα  ανέβη άλλους πέντε βαθμούς. Εν τάξει, θα έχουμε πολλή  ζέστη, δεν είναι  και τόσο φοβερό  αυτό, τα κλιματιστικά να΄ ναι καλά και θα  αντιμετωπίσουμε το  πρόβλημα. Και πολλά άλλα  μας λένε, κι ανάμεσα σ΄αυτά και κάτι που ίσως να φανεί ευχάριστο. Θα τελειώσει - λένε - και το πετρέλαιο σε καμμιά πενηνταριά χρόνια  και θα πάψει να μας ενοχλεί με τα αέριά του. Θα βρούμε - λέει - άλλες μορφές ενέργειας που δεν θα υψώσουν άλλο τη θερμοκρασία του  πλανήτη. Μπορεί πράγματι να γίνουν κι αυτά τα πράγματα, κανείς δεν μπορεί να γίνει προφήτης τους σημερινούς καιρούς.

Αλλά γιατί να χολοσκάμε για το μέλλον αυτού του πλανήτη, που μας λένε επίσης ότι θα είναι ακατοίκητος σε  μερικούς - όχι  πολλούς - αιώνες ; Δεν θα καταστραφεί το σύμπαν αν λείψει απ΄τη μέση  σαν φιλόξενη για  τη ζωή αυτή  η Γή μας Υπάρχουν στο σύμπαν τρισεκατομμύρια πολλά  από πλανήτες που μπορεί να φιλοξενούν και ζωή, φυτά, ζωϊκά είδη, ακόμα και κάποιου είδους άνώτερα όντα, μ΄άλλα λόγια ανθρώπους με δυό χέρια, δυό πόδια, δυό μάτια, δυό αυτιά και ούτω καθ΄εξής. Ολα αυτά  θα μείνουν, θα διατηρηθούν  και δεν θα υπάρξει έλλειψη. Παρεκτός  κι αν έχουν  κι αυτοί οι  πλανήτες πετρέλαιο στα σπλάχνα τους. Οπότε, κλάφ΄ τα Χαράλαμπε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου