Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

ENA NEO EIΔΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Ε  Ν  Α     Ν  Ε  Ο     Ε  Ι  Δ  Ο  Σ     Μ  Ε  Τ  Α  Ν  Α  Σ  Τ   Ε  Υ  Σ  Η  Σ



Εχουν περάσει από τότε, χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια. Οι  άνθρωποι γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και  πέθαιναν, χωρίς να το  κουνήσουν ρούπι  από τον τόπο  τους. Υπήρχαν  βέβαια  και μεγάλες μετακινήσεις ολόκληρων  φυλών σε μεγάλες  αποστάσεις, παράδειγμα οι μετακινήσεις ευρωπαϊκών φυλών, που  μετανάστευσαν πριν από  τέσσερις χιλιάδες  χρόνια από την κεντρική ή  ανατολική Ευρώπη  προς διάφορες  κατευθύνσεις,Τη  Βαλκανική  χερσόνησο οι Ελληνες και οι Γερμανοί Θράκες, οι Λατίνοι  και άλλοι μαζύ τους προς την Ιταλική χερσόνησο, οι Κέλτες Ιβηρες προς  την Ισπανία, άλλοι Κέλτες και  οι γερμανικές φυλές προς τα δυτικά και τα βόρεια. Και οι Σλάβοι, που έκαναν  όπως φαίνεται την μικρότερη μετανάστευση, έμειναν σχεδόν στον αρχικό τόπο των λεγόμενων Ινδοευρωπαϊκών φυλών.

Εκτός από αυτές τις μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, ένας  σχετικά μικρός αριθμός ανθρώπων, άρχισαν να ταξιδεύουνν πέρα από τον τόπο τους, έξω  απ΄τη χώρα τους. Κυρίως για εμπορικούς λόγους, συνηθως μέσα σε εμπορικά ιστιοφόρα καράβια, σπανιώτερα διά ξηράς. Και κατά  κανόνα πάντως, δεν  έμεναν μακρυά από  τον τόπο τους, παρά μόνο για όσο διάστημα  απαιτούσαν οι δουλειές που τους  έστελναν  μακρυά από την  οικογένεια και τους δικούς τους. Αλλά αυτές οι εμπορικές μετακινήσεις, δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν μεταναστεύσεις, που προϋποθέτουν μόνιμη εγκατάσταση σε έναν ξένο τόπο.

Και φτάσαμε στον  δέκατο έβδομο  και τον δέκατο  όγδοο αιώνα. Οπότε  άρχισε να δημιουργείται - μικρό στην  αρχή, μεγαλύτερο στη συνέχεια - μεταναστευτικό ρεύμα από την Ευρώπη προς την Αμερικανική ήπειρο. Οι πρώτοι που μετανάστευσαν, ήσαν οι Αγγλοι στη Βόρεια Αμερική, οι Ισπανοί  και οι Πορτογάλοι  στην Κεντρική  και στη Νότια Αμερική. Οι Αγγλοι εξ αιτίας κυρίως  θρησκευτικών διωγμών, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι από τυχοδιωκτική τάση, με σκοπό να βρούνε στις άγνωστες μέχρι τότε χώρες, πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσάφι, ασήμι και τα παρόμοια.

Από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τις αρχές του εικοστού, ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα  προς τις τις  Ενωμένες Πολιτείες, δημιουργήθηκε ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς. Ποιός ήταν ο λογος αυτής της μεγάλης σε έκταση  μετανάστευσης ; Τί άλλο από την αναζήτηση καλύτερων όρων ζωής από  τους φτωχούς  της Ευρώπης. Που  πήγαιναν στη Βόρεια Αμερική για  να βρούνε  την τύχη τους, να πραγματοποιήσουν το γνωστό  « αμερικανικό όνειρο ». Οπου έβρισκαν εύκολα μιά  εργασία, μιά  « ταπεινή » στην αρχή δουλειά, και για πολλούς από αυτούς, αυτό ήταν μιά αρχή για να πλουτίσουν με τον καιρό.

Ξέρουμε για τους συμπατριώτες μας, ότι πήγαιναν στην αρχή να εργαστούν σαν γκαρσόνια σε εστιατόρια, που  πολύ συχνά, ήσαν  ελληνικής  ιδιοκτησίας. Μετά  από λίγα  χρόνια, ο άνθρωπος που είχε αρχίσει να εργάζεται σαν σερβιτόρος, άνοιγε δικό του εστιατόριο, ύστερα  από λίγα χρόνια ένα  δεύτερο, κατόπιν ένα  τρίτο, και τελικά αποκτούσε μιά αλυσσίδα από εστιατόρια - όπως θα τη λέγαμε σήμερα, κατά το πρότυπο της αλυσσίδας σουπερμάρκετς.

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μεταφέρθηκε η μετανάστευση  και σε άλλες χώρες. Στον Καναδά, στη Βραζιλία, στην Αυστραλία. Και σε μιά αρκετά μεγάλη περίοδο, μιά προσωρινόύ τύπου μετανάστευση από τη χώρα μας και  από άλλες χώρες  ευρωπαϊκές, προς την τότε Δυτική Γερμανία. Και σ΄αυτές τις  περιπτώσεις, ο σκοπός ήταν ο ίδιος : Να ξεφύγουν ολοι αυτοί οι μεταναστεύοντες από τη φτώχεια και τη στέρηση. Να πάνε σε χώρες όπου προσδοκούσαν - και εύρισκαν  μάλιστα - δουλειά αυτοί  οι άνθρωποι που εγκαταλείπανε τις πατρίδες τους, για να φύγουν μακρυά από αυτές, πολύ μακρυά. Και η τελευταία αλλά και πολύ παράξενη περιοχή όπου γίνεται μεταναστευση από Ελληνες, είναι το Σαντάνσκι.

Το Σαντάνσκι ; Και πού να  βρίσκεται  άραγε αυτή  η χώρα, αυτό  το μέρος ; Μήπως στη Νότια Αμερική, μήπως σε  κανένα νησί  του Ειρηνικού, κάπου κοντά  στην Αυστραλία ή στη Νέα Ζηλανδία ; Οχι, όχι, δεν είναι σε τόσο μεγάλη απόσταση αυτό το άγνωστο μέχρι τα χθες μέρος. Είναι μάλιστα  πολύ κοντά  μας, μόλις  εικοσιεπτά  χιλιόμετρα από τα  βόρεια σύνορα της χώρας μας, ένα τέταρτο της ώρας δηλαδή με το αυτοκίνητο ή το τραίνο, τόσο λίγο.

Λοιπόν, αυτό το Σαντάνσκι είναι τώρα, εδώ και λίγο καιρό, ο νέος τόπος όπου πηγαίνουν μετανάστες από τη χώρα μας, και μάλιστα όχι για προσωρινή διαμονή, αλλά πάνω σε μόνιμη βάση. Αλλά  πώς γίνεται να  πηγαίνουν - υποτίθεται για να βρούνε  την τύχη τους - άνθρωποι από μιά σχετικά πλούσια χώρα σαν την Ελλάδα, σε μιά πολύ φτωχή σήμερα χώρα σαν τη γειτονική Βουλγαρία ; Ιδού η απορία, στην οποία όμως υπάρχει πολύ εύκολη απάντηση.

Αυτοί που πήγαιναν σε παλιότερες εποχές μετανάστες σε μακρυνές αλλά πλούσιες χώρες, ήσαν άνθρωποι  νέοι, λίγο πάνω από τα είκοσι ή το πολύ τριάντα χρόνια, δεν ήταν η μετανάστευση για τους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους, και  ασφαλώς όχι για  τους ανθρωπους της λεγόμενης  « τρίτης » ηλικίας. Ησαν φτωχοί, και πήγαιναν - όπως είπαμε - να βρούνε την τύχη τους, το όνειρο του κάθε μετανάστη, σε ξένες χώρες. Στην τωρινή  όμως περίπτωση που αναφέρθηκε, τη μετανάστευση στο κοντινό Σαντάνσκι, οι μεταναστεύοντες εκεί δεν είναι νέοι άνθρωποι, ούτε καν μέσης ηλικίας. Είναι μεγάλης  ηλικίας, και  είναι μάλιστα μικροσυνταξιούχοι, που η πενιχρή για  τα ελληνικά δεδομένα σύνταξή τους, δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μιά στοιχειωδώς υποφερτή διαβίωση.

Αυτό το Σαντάνσκι - για να μπούμε και σε λεπτομέρειες - είναι μιά μικρή πόλη, που έχει γύρω στις  δεκαεπτά χιλιάδες κατοίκους. Βρίσκεται  στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμώνα,  στην περιοχή  της λεγόμενης  « Μακεδονίας του Πιρίν », και επάνω σε οδική αρτηρία και πολύ κοντά στη  σιδηροδρομική  γραμμή  που ξεκινά από τη συνοριακή βουλγαρική πόλη της Κούλα, και πηγαίνει στην πρωτεύουσα Σόφια. Θα λέγαμε ότι πρόκειται μάλλον για μιά μεγάλη κωμόπολη, έτσι την περιγράφουν αυτοί που κατοικούν εκεί, και αυτοί που την επισκέφθηκαν αυτούς τους καιρούς και μας δίνουν τις σχετικές πληροφορίες.

Λοιπόν, γνωστόν είναι  εις τους παροικούντας  την Ιερουσαλήμ - και διατί  να το κρύψω-μεν άλλωστε ; - ότι ένας στους  τέσσερις Ελληνες συνταξιούχους, παίρνει πολύ μικρή σύνταξη, σε σχέση με τα ευρωπαϊκά στάνταρντς. Ανάμεσα στα τριακόσια και τετρακόσια Ευρώ, εκεί μέσα βρίσκονται  αυτοί με τις πολύ  μικρές συντάξεις. Κάποιοι παίρνουν παραπάνω, πεντακόσια ή και  εξακόσια Ευρώ μηνιαίως, αυτοί  τα καταφέρνουν  κουτσά στραβά να βγάζουν το μήνα, οι παρακατιανοί δεν βγαίνουν, παρά με αιματηρές  οικονομίες. Και φυσικά, υπάρχουν και αυτοί με τις μεσαίες συντάξεις, υπάρχουν κι εκείνοι με τις πολύ υψηλές συντάξεις.

Τί να σου κάνει ο άνθρωπος που παίρνει  τριακόσια Ευρώ ( ή  και λίγο παραπάνω ), όταν η ελληνική αγορά - έτσι λένε οι στατιστικές - είναι πολύ ακριβή ; Ο άνθρωπος με τη μικροσύνταξη αυτή, να αγοράσει καινούργια παπούτσια και καινούργια ρούχα δεν μπορεί, τριγυρίζει στους δρόμους με ότι παλιό του έχει απομείνει. Και θα μπορούσε να κόβει τις βόλτες του στους δρόμους του χωριού ή της πόλης του, τραγουδώντας τα λόγια του παλιού - αλλά πάντα επίκαιρου - τραγουδιού του Τσιτσάνη :

Π ά λ ι ω σ ε   τ ο   σ α κ κ ά κ ι   μ ο υ,

κ ι   α υ τ ό  ΄ν α ι   τ ο   μ ε ρ ά κ ι   μ ο υ.

Κ α ι   κ α ϋ μ ό - κ α ι   κ α ϋ μ ό   έ χ ω   μ ε γ ά λ ο,

π ο ύ   ν α   β ρ ώ - π ο ύ   ν α  β ρ ώ  ν α   π  ά ρ ω   ά λ λ ο.

Ομως, όλα τα μεγέθη είναι  σχετικά. Στη διπλανή χώρα, η  οικονομία βρίσκεται σε άθλιο χάλι από τότε που έφυγε από το παλιό καθεστώς και το ΄ρριξε στην ελεύθερη οικονομία, αντί της κρατικής που είχε πρωτύτερα. Ετσι, όταν  περάσει  ένας Ελληνας  μικροσυνταξιούχος τα σύνορα και βρεθεί στη διπλανή χώρα, δείχνει άλλο πρόσωπο από αυτό που έχει στην πατρίδα του. Αν έχει  σύνταξη  τριακόσια Ευρώ, θεωρείται  αρκετά υπολογίσιμος  από πλευράς ευμάρειας, αν έχει τετρακόσια Ευρώ εισόδημα, αυτό  μετράει πολύ. Αν η σύνταξη φτάνει τα πεντακόσια, θεωρείται πλούσιος, ενώ με τα εξακόσια Ευρώ, είναι κάτι σαν Ελληνας Ροκφέλλερ.

Και περνά πολύ μπέϊκα σε έναν τόπο που τα φράγκα του πιάνουν τόπο. Εχοντας αυτά υπ΄όψιν  τους, μερικοί παραμεθόριοι  μικροσυνταξιούχοι Ελληνες, αποφάσισαν μιά μέρα πριν από πέντε χρόνια, να ταξιδέψουν στα βόρεια. Λίγα χιλιόμετρα ήταν μακρυά τους το Σαντάνσκι, είπαν  να πάνε μιά βόλτα  εκεί και να δούνε τα πράγματα εκ του σύνεγγυς. Και  είδαν το πόσο  τους υπολόγιζαν σαν επισκέπτες  οι γείτονές  τους. Κάποιοι από αυτούς τους επισκέπτες - δυό ή τρεις από αυτούς - αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί, στην αρχή προσωρινά και βλέπουμε στη συνεχεια. Μετά από λίγο καιρό, έφτασαν τα μαντάτα από το Σαντάνσκι στην πέρα της μεθορίου ελληνική πλευρά, εκεί στα κοντινά χωριά. Και σε λίγο διάστημα, δεκαεπτά  νότιοι, πήραν τα μπογαλάκια  τους και μετακόμισαν προς το βορρά. Αυτή είναι η σημερινή ελληνική αποικία στο Σαντάνσκι.

Ενας από αυτούς, άνοιξε σε λίγο μιά επιχείρηση εκεί, ένα εστιατόριο. Αυτό έγινε η αφορμή να αρχίσουν να πηγαίνουν εκεί τα Σαββατοκύριακα, αρκετοί - και ύστερα πολλοί - κάτοικοι από τα νότια, στην αρχή από το  νομό Σερρών, αργότερα κι από  μακρυνότερα μέρη, και να περνάνε τις δυό  αυτές μέρες εκεί. Ησαν κι αυτοί  συνταξιούχοι, όχι μόνο χαμηλών συντάξεων, αλλά και υψηλότερων. Η αγορά της πόλης ζωήρευε όσο πήγαινε με τον  καιρό. Και τα πράγματα ακολούθησαν τον δρόμο τους, όπως ήταν αναμενόμενο.

Εκδρομές άρχισαν να  οργανώνονται από  τους γειτονικούς  νομούς και όχι μόνο. Μέχρι από τη Λευκάδα πηγε  εκεί λεωφορείο  με εκδρομείς Επτανήσιους  για ένα Σαββατοκύριακο.

Κίνηση μεγάλη δηλαδή, το μέρος έγινε ένα είδος Κυανής Ακτής. Αναφέρθηκε μάλιστα μεταξύ άλλων, ότι ένα Σάββατο βρέθηκαν στην πόλη  του Σαντάνσκι, ούτε  λίγα, ούτε πολλά, πενήντα οκτώ εκδρομικά λεωφορεία. Όταν οι ερχόμενοι  επισκέπτες έχουν  κάποια Ευρώ στην τσέπη τους, είναι πολύ φυσικό ότι θα τους επιδαψιλεύονται μεγάλες τιμές  και περιποιήσεις. Αυτό θα πεί τουριστική ανάπτυξη.

Μερικοί από μόνιμους  μετανάστες, που έχουν  μείνει χωρίς γυναίκα και γι αυτό μετακόμισαν εκεί, αγόρασαν  σπίτια στο μέρος  αυτό. Ενας από  τους πρώτους  μετανάστες, δήλωσε ότι αγόρασε ένα καλό  σπίτι ενενήντα τριών τετραγωνικών μέτρων, με ακριβώς τρία εκατομμύρια δραχμές, έβαλε  επί πλέον και  τέσσερα ακόμα  εκατομμύρια  και το εκμοντέρνισε, καλοριφέρ, κουζίνα ηλεκτρική, πατώματα καινούργια, ψυγείο και τα τοιαύτα. Σύνολο επτά εκατομμύρια δραχμές, με τα οποία  εδώ δεν αγοράζεις ούτε γκαρσονιέρα σήμερα. Μάλιστα, πρόσθεσαν κάποιοι από τους  μετανάστες, ότι το ενοίκιο ενός  μεγάλου και  σε καλή κατάσταση σπιτιού, είναι πενήντα Ευρώ, μάλιστα, τόσο πολλά.

Οι άνθρωποι που επισκέπτονται  την παραμεθόρια  αυτή πόλη, ψωνίζουν πολλά πράγματα από την αγορά της. Τα μαγαζιά έχουν πολύ χαμηλές τιμές, μιάς και τα προϊόντα που διαθέτουν - δερμάτινα, ρούχα και άλλα - είναι αντιγραφές που γίνονται  στη γειτονική χώρα, κυρίως από ελληνικές βιοτεχνίες που μετακόμισαν από τους νομούς  της βόρειας Ελλαδας εκεί. Οπου το μεροκάματο που πληρώνουν στους εργαζόμενους, είναι γύρω  στα οκτώ Ευρώ. Στα μαγαζιά των ντόπιων, μιλούν σχεδόν όλοι  ελληνικά, πράγμα που διευκολύνει  πολύ τις συναλλαγές με τους  « μετανάστες » και τους επισκέπτες.

Οι μετανάστες - έτσι πρέπει να  τους λεμε τώρα - μένουν  όλες τις μέρες  του χρόνου στο Σαντάνσκι. Εκτός από τις μέρες των πληρωμών των συντάξεων, οπότε επαναπατρίζονται για μιά - δυό μέρες, και κατόπιν επιστρέφουν στα ίδια. Επίσης, κατεβαίνουν  στην πρωτεύουσα του δικού τους νομου, τις Σέρρες, όταν έχουν κάποιο ιατρικό πρόβλημα, ή θέλουν να κάνουν  κάποιες ιατρικές εξετάσεις  ρουτίνας. Θα μπορούσαν να κάνουν τις οδοντιατρικές τους εργασίες στην πόλη που  μένουν, και ίσως να το  κάμνουν, μιάς και  το σφράγισμα ή η εξαγωγή ενός δοντιού, στοιχίζει  μόνο δέκα Ευρώ ή  και λιγότερο, οπότε δεν συμφέρει να κατέβουν μόνο γι αυτό το λόγο  στις παλιές τους πατρίδες γι αυτή την υπόθεση. Δεν γνωρίζω τις ικανότητες των Βουλγάρων οδοντιάτρων, αλλά για  σφραγίσματα και εξαγωγές, δεν χρειάζεται να είναι κανείς εθνικής κατηγορίας, είναι πράγματα απλά και εύκολα για  κάθε οδοντίατρο. Ακούστηκε μάλιστα, ότι από την Ελλάδα πηγαίνουν εκεί κάποιοι για τέτοιες οδοντιατρικές εργασίες, η φτήνεια τρώει τον παρά, λέει το λαϊκό ρητό.

Θα ρωτήσει ίσως τώρα  κάποιος : Και ποιός  περιποιείται  αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν έχουν τη γυναίκα  τους ; Ε, λοιπόν, κι αυτό το ζήτημα έχει λυθεί. Με τριάντα Ευρώ τον μήνα, έρχεται μιά γυναίκα κάθε μέρα στο σπίτι - εκτός από τις Κυριακές - κάθεται όλη τη μέρα στο σπίτι και κάμνει όλες τις οικιακές εργασίες. Αυτό δήλωσε ένας από τους εκεί διαμένοντες, που έχει στη διάθεσή του μιά  τέτοια υπηρεσία. Αν δώσεις φυσικά σαράντα ή πενήντα Ευρώ μηνιαίως, τότε θα σου έχουν περιποίηση βασιλιά, έτσι δεν είναι ;

Και κάτι άλλο  ακόμα. Ενας από τους συνταξιούχους - ογδόντα έξι παρακαλώ χρόνων -έχει πάρει γυναίκα ( που την ηλικία της δεν  θυμάμαι ), νομίζω νόμιμα. Αυτή  του κάμνει όλες τις δουλειές ( όλες ; ), και κάνει μάλιστα πολύ καλά. Αυτή θα κληρονομήσει την πενιχρή για μας, μεγάλη όμως για κείνη σύνταξή του. Πιθανόν το  παράδειγμα, να το  ακολουθήσουν και άλλοι από τους μετανάστες, είναι μιά καλή ιδέα και γι αυτούς αλλά και για τους ντόπιους.

Μήπως θα φτάσουμε μίαν των ημερών, να έχουμε και άλλες πολλές παρόμοιες   εξόδους μικροσυνταξιούχων στη  διπλανή και ίσως και σε άλλες κοντινές και φτωχικές χώρες ; Και όχι μόνο από τον όμορο νομό, αλλά και από  άλλες μακρυνές ελληνικές περιοχές. Καθόλου απίθανο, ο σκοπός ήταν να γίνει η πρώτη  αρχή. Σιγά σιγά θα δούνε  και άλλοι το αποτέλεσμα, και μάλλον πολλοί θα τους  μιμηθούν. Θα πεί κανείς  τώρα, ότι  με τον τρόπο  αυτό, πολύ συνάλλαγμα θα  φύγει από  τις περιοχές  της χώρας, από  όπου θα φύγουν οι μετανάστες αυτοί. Μάλιστα, εκροή συναλλάγματος είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει. Αλλά τί να γίνει ; Δεν μπορούν να σκέφτονται οι άνθρωποι με τις αστείες  συντάξεις, την έξοδο του  συναλλάγματος σε άλλη χώρα. Αρκετά είναι τα βάσανα που έχουν, ας μην τους φορτώσουμε τώρα και με ένα ακόμα.

Και κάτι σχετικό με το όνομα της πόλης  « Σαντάνσκι », που το έμαθα μόλις χθές. Το πήρε από το  επίθετο - το μικρό του όνομα δεν το ξέρω - ενός Βουλγάρου αρχικομιτατζή του τέλους του δέκατου ένατου  και των αρχών του εικοστού αιώνα, του Σαντάνσκι. Που κυνηγούσε αλύπητα, μέχρι να πατήσουν  « μαύρο  χιόνι », τους Ελληνες  της Ανατολικής Ρωμυλίας, δηλαδή του Μελένικου, της Στενημάχου, της Στρώμνιτσας. Και προς τιμήν - ή ατιμίαν κατά την άποψή μου - δόθηκε το όνομά του στην πόλη  αυτή, που πρωτύτερα  βέβαια είχε άλλο όνομα, το οποίο αγνοώ. Αλλά δεν είναι ντροπή για έναν λαό, να έχει δώσει το όνομά ενός κακοποιού - έτσι θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Σαντάνσκι - σε μιά πόλη, γειτονική με τη χώρα των ανθρώπων που κατεδίωκε αυτός ; Που τώρα χρησιμεύει σαν πηγή εσόδων των κατοίκων της πόλης αυτής, από μέρους των άλλοτε κυνηγημένων από τον « ήρωα » αυτόν ;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου