Θ A Π E Ρ A Σ O Y N Π O Λ Λ A X Ρ O N I A A K O M A
Πολύ αισιόδοξους βλέπω μερικούς συμπατριώτες μου, σχετικά με το πόσο γρήγορα θα τερματιστεί αυτή η περιπέτεια της οικονομικής κατάστασης, στην οποία έπεσε – πρώτη και καλύτερη από όλες τις άλλες χώρες – η δική μας χώρα. Αντε, λένε οι αισιόδοξοι, να περάσει αυτη η καταιγίδα σε κανά δυό τρία χρόνια, άντε να τα πάμε σε τέσσερα, αν αργήσουν κάποιες ευνοϊκές εξελίξεις στα οικονομικά. Αυτό θεωρούν ότι θα είναι το ανώτατο το όριο της ταλαιπωρίας της χώρας, ύστερα όλα θα πάρουν μιά ομαλή εξέλιξη.
Tώρα, το πού στη στηρίζονται όταν λένε αυτές τις ανέξοδες προβλέψεις οι συμπατριώτες μας αυτοί, δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Να είναι τελείως ακατατόπιστοι ως προς τα πράγματα της οικονομίας μας ; Να κατέχονται από υπέρμετρη αισιοδοξία σχετικά την παγκόσμια οικονομία και πολύ μικρή γνώση για τη δική μας ; Να φοράνε άραγε ειδικά γυαλιά, με τα οποία βλέπουν τα πράγματα όπως θα τα ήθελαν να είναι και όχι όπως είναι ; Κάτι πρέπει να συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους με την υπεραισιοδοξία τους, που καθόλου δεν δικαιολογείται από την πραγματικότητα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Τη μέρα που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση με τη γνωστή κατάρρευση των δυό αμερικανικων τραπεζών – έφτασε μόνο αυτό το γεγονός για γκρεμιστεί η παγκόσμια οικονομία – το χρέος της χώρας μας προς τις ξένες τραπεζες έφτανε τα διακόσια ενενήντα εφτά δισεκατομμυρια Ευρώ. Και να θυμηθουμε με την ευκαιρία,ότι το χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, το χρέος μας ήταν μόλις εφτάμισυ δισεκατομμύρια δολλάρια – δεν υπήρχε τότε Ευρώ, αλλά τα δολλάρια είχαν την ίδια περίπου αξία με το κατοπινό Ευρώ. Χρωστούσαμε δηλαδή ψίχουλα μονάχα στις τραπεζες, επειδή η σπατάλη δεν είχε εισβάλει ακόμα στην ελληνική οικονομία,
Πέρασαν κάπου οχτώ χρόνια από τότε, και μιά μέρα ανακοινώθηκε επίσημα, ότι το χρέος μας στις τράπεζες του εξωτερικού, είχε ανέβει στα εικοσιεφτά δισεκατομμύρια δολλάρια, είχε αρχίσει η εποχή της σπατάλης και της διόγκωσης του δημόσιου τομέα, που απαιτούσε μεγαλύτερο δανεισμό. Αλλά επειδή όπως ξέρουμε, τα έσοδα του ελληνικού κράτους είναι πενιχρά – μικρές εξαγωγές, φοροδιαφυγή και κάποια άλλα – έπρεπε να παίρνουμε δάνεια για να πληρώνουμε τους τόκους των προηγούμενων δανείων, που δεν τους βρισκαμε από άλλη πηγή. Μ΄αυτόν τον τρόπο, δανειζόμενοι και για τις κρατικές δαπάνες αλλά και τη πληρωμή των τόκων των τραπεζικών δανείων, κάθε χρόνο έπρεπε να παίρνουμε τραπεζικά δάνεια, και επειδή το ύψος των δανείων όλο και μεγάλωνε μ΄αυτόν τον τρόπο, έπρεπε να παίρνουμε κάθε χρόνο και μεγαλύτερα δάνεια.
Και έτσι τα πράγματα φούσκωσαν πολύ, και δεν μας έφτανε το ποσό των είκοσι και εικοπέντε δισεκατομυρίων Ευρώ – είχαμε μπή και στη ζώνη του Ευρώ – για να πληρώνουμε μοναχά τους τόκους των προηγούμενων δανείων, συν τα έξοδα που απαιτούσαν οι κρατικές δαπάνες που όλο και μεγάλωναν χρόνο με το χρόνο. Κι έτσι φτάσαμε σε ένα σημείο, που δεν μας δάνειζαν πιά, παρά μόνο με πολύ υψηλό τόκο. Και τότε ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, τη στιγμή που το χρεός προς τις τράπεζες, είχε φτασει τα διακόσια ενενήντα εφτά δισεκατομύρια Ευρώ, ένα ποσό που και χωρίς καμμιά οικονομικη κρίση, δεν θα μπορούσαμε να το εξοφλήσουμε ούτε σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Παρεκτός κι αν έμπαινε στη χώρα, μιά ξένη μεγάλη οικονομική δύναμη, και έχτιζε εκατονταδες βιομηχανίες και βιοτεχνίες, που θα έκαμναν πολύ μεγαλες εξαγωγές και θα έφερναν πλήθος από έσοδα. Με τα οποία θα εξωφλούσαμε σιγά σι-γά και με το μαλακό, τις οφειλές μας προς τις ξένες τράπεζες.
Μόνο όμως για την ώρα, για να περάσουμε το σκόπελο που στεκότανε μπροστά μας. Άλλο όμως αυτό – που είναι μιά προσωρινή λύση για λίγα χρόνια – και άλλο η τακτοποίηση του τεράστιου χρέους στις τράπεζες, που θα γίνει πολύ μεγαλύτερο, μπορεί και διπλάσιο και τριπλάσιο τις επόμενες δεκαετίες. Αν εν τω μεταξύ δεν αλλάξουν εκ θεμελίων τα δεδομένα, κι αν ο ταλαίπωρος αυτός πλανήτης, θα αντέξει πάνω από εκατό, εκατόν είκοσι χρόνια, πράγμα που δεν το βλέπω να γίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου