Z Η Τ Ω Η Σ Π Α Τ Α Λ Η !
Στα χρόνια τα σημερινά, έχουν αλλάξει πολλά, πάρα πολλά πράγματα, σε σχέση με αυτά που ξέραμε πριν από αιώνες, πριν από αρκετές δεκαετίες, ακόμα και πριν λίγες δεκαετίες. Οι νεώτεροι μάλιστα, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα του πώς ήσαν τα πράγματα ακόμα και πριν από σαράντα χρόνια. Κι αν τα ακούνε από τους παλιούς, είτε δεν τα πιστεύουν καθόλου, είτε τα θεωρούν παραφουσκωμένα, υπερβολικά, για να φαίνεται μιά τεράστια διαφορά που λένε ότι δεν υπάρχει.
Ας κάνουμε μιά μικρή βόλτα προς τα πίσω τώρα. Όχι πολύ πίσω, μόνο καμμιά πενηνταριά ή και λιγότερα χρόνια. Και να δούμε πώς περνούσε ο κόσμος – ο πολύς κόσμος, όχι οι πάμπλουτοι βέβαια, εκείνες τις όχι μακρινές εποχές. Να δούμε την καθημερινότητά τους, τον τρόπο με τον οποίο ντυνόντουσαν, πού πήγαιναν να κάνουν τα ψώνια τους, πως ήσαν οι διασκεδάσεις τους και γενικά ότι χαρακτήριζε την ζωή των ανθρώπων τις όχι – είπαμε – μακρινές εκείνες εποχές.
Ας αρχίσουμε από τον τρόπο με τον οποίο έκαμναν τις μετακινήσεις τους μέσα στην πόλη, αλλά και σε εκτός της πόλης κοντινές ή μακρινές αποστάσεις. Οι πολλοί κάτοικοι της πόλης μας – για τα δικά μας θα πούμε κυρίως – έμεναν σε κοντινές αποστάσεις από το κέντρο και από τους τόπους εργασίας τους. Η πόλη μας είναι μακρόστενη και έχει σχήμα που προσομοιάζει με έναν ασύμμετρο ρόμβο, θα θυμάστε από τη γεωμετρία τι εστί ρόμβος. Αυτός ο ρόμβος λοιπόν, έχει μεγίστη διάμετρο περίπου πέντε χιλιομέτρων, και η κάθετη γραμμή που χωρίζει τον ρόμβο αυτόν από τη μεριά του κέντρου – από το Νοσοκομείο ως τα νότια προάστεια - είναι περίπου δυόμισυ χιλιόμετρα, αυτό είναι κατά προσέγγιση το διάγραμμά της.
Λοιπόν, αυτοί που είχαν το σπίτι τους στο κέντρο της πόλης ή κοντά σ΄αυτό – ας πούμε στο ενάμισυ χιλιόμετρο από την κεντρική πλατεία της πόλης, έκαμναν όλες τις διαδρομές τους με τη χρήση των κάτω τους άκρων, πεζή δηλαδή. Το ίδιο έκαμναν πριν παρουσιαστούν στην πιάτσα τα αστικά λεωφορεία, και οι μακράν του κέντρου, αυτοί που ήσαν στις άκρες της πόλης, στους ακραίους συνοικισμούς Κάποιοι από αυτούς, χρησιμοποιούσαν ένα ποδοκίνητο μεταφορικό μέσον, το ποδήλατο. Αυτά από πλευράς μετακινήσεων.
Όπως και τώρα συμβαίνει, τρεις ήσαν οι τάξεις των ανθρώπων – από οικονομική πλευρά - που κατοικούσαν στην πόλη. Οι λιγοστοί της ανώτερης λεγόμενης τάξης, οι πολλοί της μεσαίας τάξης και οι αρκετοί της κατώτερης τάξης, του λεγόμενου προλεταριάτου. Και όπως πάντοτε συμβαίνει, αλλοιώς περνούσαν οι άνθρωποι της κάθε τάξης, πλουσιοπάροχα της ανώτερης, αρκετά καλά της μεσαίας, και φτωχικά της κατώτερης τάξης.
Ας δοκιμάσουμε μιά προσπάθεια, να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις ανάμεσα στις απολαυές των εργαζόμενων της εποχής εκείνης, με αυτές των σημερινών εργαζόμενων, πράγμα που δεν είναι και τόσο εύκολο, πρέπει να το ομολογήσουμε αυτό. Λοιπόν, κατά την εκτίμησή που κάμνω – είπαμε, αυθαίρετα κάπως, μιά αντιστοιχία των μισθών και γενικά των απολαυών της μεσαίας τάξης σε μεταφορά από δραχμές σε ευρώ, θα μας οδηγούσε σε μιά αντιστοιχία που θα έλεγε, ότι οι τότε της μεσαίας τάξης, είχαν περίπου μηνιαίο εισόδημα εφτακοσίων με χιλίων Ευρώ. Ισως και κάπως πιο κάτω ή λίγο πιο πάνω, αδύνατο να κάνεις τέτοιου είδους συγκρίσεις, όταν δεν είσαι οικονομολόγος με πτυχίο.
Την εποχή εκείνη, υπήρχαν οικογένειες, όλοι σχεδόν βρισκόντουσαν μέσα σε μιά οικογένεια. Είχε από ένα κι από δύο κι από τρία κι από τέσσερα παιδιά η κάθε οικογένεια. Που πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο, και λίγα απ΄αυτά και στο γυμνάσιο. Οσο για Πανεπιστήμιο και άλλες ανώτερες και ανώτατες σχολές, άς΄τα να πάνε. Ελάχιστα από αυτά, μετρημένα στα δάχτυλα, πήγαιναν να γίνουν δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και τα άλλα « ανώτερα » επαγγέλματα. Οι υπόλοιποι – αγόρια μονάχα πρέπει να πούμε – έκαμναν δουλειές « χαμηλού » επιπέδου, τεχνίτες πάσης φύσεως, τσαγκάρηδες, μπακάληδες, μπακιρτζήδες και λοιπόι, αφού πρωτύτερα εθήτευαν σαν υπάλληλοι παντοπωλείων, σαν « μπακαλόγατοι » δηλαδή - ράφτες σε μιά εποχή που έτοιμα ρούχα δεν υπήρχαν τότε παρά μόνο για λίγους, τενεκετζήδες – δηλονότι τεχνίτες ασχολούμενοι με λαμαρίνες και τα τοιαύτα - μανάβηδες και πλήθος μέγα άλλων τεχνικών ειδικοτήτων, που τότε ήσαν πολύ χρήσιμες, τώρα όμως σχεδόν δεν υπάρχουν. Και το εξήντα και παραπάνω στους εκατό, είχαν σαν μοναδική ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Συντάξεις μέχρι το χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε είχαν μόνο οι επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι και άλλοι, καθώς και δημόσιοι υπάλληλοι, κι αυτές ήσαν πενιχρές, ας πούμε εφτακόσια Ευρώ το μήνα. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ; Δωρεάν μόνο για τους φτωχούς, αφού πρώτα έπαιρναν πιστοποιητικό απορίας από το αρμόδιο γραφείο και έμπαιναν στο νοσοκομείο. Στο οποίο νοσοκομείο, οι μη όντες άποροι, πλήρωναν τα μάλλον χαμηλά νοσήλεια.
Στον γιατρό θα έπρεπε να πληρώσεις επίσκεψη όταν αρρώσταινες. Σου έγραφε τη συνταγή, και μ΄αυτή, πήγαινες στο φαρμακείο όπου και σου την εκτελούσαν επί πληρωμή. Τα φάρμακα ήσαν κυρίως γαληνικά, δηλαδή σου τα έφτιαχνε ο ίδιος ο φαρμακοποιός. Εννιά με δέκα ήσαν τα φαρμακεία στην πόλη, που εξυπηρετούσαν – βερεσέ βέβαια μέχρι να πουληθούν τα καπνά – ολόκληρο τον νομό, φαρμακείο στην περιφέρεια του νομού, είχε μονάχα η Προσοτσάνη. Αυτά για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Μετακινήσεις προς τα χωριά και τις άλλες πόλεις ; Στα μεν κοντινά χωριά, με αραμπάδες, ζώα μεταφοράς ανθρώπων ( μουλάρια, γαϊδούρια - μετά συγχωρήσεως ) και στα μακρινά χωριά με λεωφορεία που μπήκαν σε ενέργεια λιγάκι πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για τις πόλεις εκτός του νομού και τις μακρινές– Θεσσαλονίκη, Αθήνα και λοιπές – με το τραίνο, που ήταν και το μόνο μεταφορικό μέσο για μακρινές αποστάσεις. Για το μόνο νησί που ήταν κοντά μας, τη Θάσο, πήγαινες με λεωφορείο μέχρι την Καβάλα, κι από εκεί με πλοίο μέχρι τον Λιμένα και τα Λιμενάρια.
Να μην πούμε περισσότερα για την τότε κατάσταση, αυτά δείχνουν την λιτότητα της εποχής εκείνης. Μικρά εισοδήματα, λιτά περνούσαν οι άνθρωποι, πολλά παιδιά έκαμναν οι οικογένειες, διαζύγια ουσιαστικά δεν υπήρχαν, και με τα σημερινά δεδομένα, οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, περνούσαν πολύ φτωχικά. Και παρ΄όλα αυτά, και οι πιό φτωχοί, είχαν οικονομίες τοποθετημένες σε τραπεζικά ταμιευτήρια, για την « ώρα της ανάγκης » Μάλιστα, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται αυτό.
Θα αναφερθούμε τώρα σε έναν τομέα που πολύ λίγοι – κυρίως αυτοί που έζησαν τα γεγονότα – γνωρίζουν. Αφορά τους όρους και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες σπουδάζανε οι φοιτητές την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Λοιπόν, οι περισσότεροι, η πλειοψηφία των φοιτητών, προερχότανε από τα χαμηλά οικονομικά στρώματα της τότε κοινωνίας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σπούδαζαν, ήσαν κάθε άλλο παρά καλές. Ενας μεγάλος αριθμός από αυτους, προερχόταν από αγροτικές οικογένειες, και υπήρχε μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσής τους. Αρκετοί από αυτούς, κατοικούσαν σε ακατάλληλους χώρους, μέχρι και σε υπόγεια πολυκατοικιών. Κι όσο για την τροφή, από τα σπίτια τους στα χωριά τους, ερχόταν κάθε βδομάδα το καλάθι με τα τρόφιμα με τα οποία θα περνούσε ο φοιτητής τα της διατροφής του. Αυτή ήταν η κατάσταση.
Παρ΄όλη όμως αυτή την κατάσταση λιτότητας, οι άνθρωποι ήξεραν και εύρισκαν τους τρόπους να διασκεδάσουν. Να πάνε στα σινεμά – όπου ήσαν φτηνά τα εισιτήρια – και να γεμίζουν τις αίθουσες προβολών. Και αν ερχόταν κάποιος θεατρικός θίασος από τη Θεσσαλονίκη – σπανίως αυτό – έσπευδαν να γεμίσουν την αίθουσα. Πήγαιναν ακόμα και σε θερινά κέντρα διασκέδασης με ορχήστρες και χορούς και τα παρόμοια. Και γενικά, ήσαν πολύ πιό ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι μ΄όλες αυτές τις δυσκολίες που είχαν τότε και που δεν υπάρχουν τη σημερινή εποχή.
Και από εκεί και ύστερα ; Τα χρόνια και οι εποχές περνούσαν, και τα ήθη – όπως πάντοτε σχεδόν συμβαίνει – άλλαζαν σιγά σιγά και ανεπαίσθητα. Με βραδύ ρυθμό που δεν γινόταν αντιληπτός, από την παλιά εκείνη κατάσταση, άρχισε ο κόσμος να περνά στην κάπως μεγαλύτερη κατανάλωση. Μιά καταναλωτική τάση, που με αργό αλλά σίγουρο ρυθμό, όλο και περίσσευε. Και περνούσε με το διάβα του χρόνου σε μεγαλύτερη καταναλωτική μανία, καθώς τα εισοδήματα περίσσευαν, και ο κόσμος ήθελε να προχωρήσει βήμα βήμα σε πιό προχωρημένες μορφές ζωής. Ακολουθώντας βέβαια και τη μόδα, όπως γίνεται πάντοτε και σε όλα τα πράγματα της καθημερινότητας.
Και έτσι, σιγά σιγά αλλά σταθερά, βαδίσαμε με αυξανόμενο ρυθμό στην υπερκατανάλωση. Φτάσαμε στη μόδα των πιστωτικών καρτών των τραπεζών, που όλο και περίσσευε με την προπαγάνδα – Γκαιμπελσική ως συνήθως – των ίδιων των τραπεζών. Καταθέσεις στα ταμιευτήρια έπαψαν να υπάρχουν σχεδόν εντελώς, και χρέη μεγάλα ή και πολύ μεγάλα που απαιτούσαν την εξώφλησή τους, δημιουργήθηκαν σε σύντομο σχετικά διάστημα. Και σήμερα, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι καταχρεωμένο σε τράπεζες, σε κάρτες και σε πολλά άλλα πράγματα, Είναι όμως τώρα τόσο ευτυχισμένοι, όπως τα παλιά φτωχά χρόνια ; Η απάντηση είναι πολύ απλή και δεν χρειάζεται να τη δώσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου