Ν Α ΄ Τ Α Ν Η Ε Π Ο Χ Η Τ Η Σ « Τ Ο Ν Γ Κ Α Σ » !
Μιά φορά κι έναν καιρό, ήταν η εποχή που σουπερμάρκετς δεν υπήρχαν στη χώρα μας και ίσως μονάχα στις Πολιτείες τα έβρισκες. Πότε ήταν αυτή η εποχή ; Οχι πολύ μακρυνή από την τωρινή, άντε να πούμε καμμια εικοσιπενταριά ή το πολύ τριάντα χρόνια. Κι αν δεν είχε σουπερμάρκετς, από πού αγόραζαν οι άνθρωποι της χώρας μας και της ειδικώτερα της πόλης μας τα τρόφιμά που χρειαζόντουσαν ; Από τα παντοπωλεία, που όπως το λέει η λέξη, έπρεπε να «πουλάνε τα πάντα ».
Δεν είχαν βέβαια τα πάντα, κανένα κατάστημα, ούτε και τα σημερινά πολυκαταστήματα, μπορούν να πουλάνε τα « πάντα ». Αυτά που είχαν τα παντοπωλεία, ήσαν πολύ περιορισμένα σε αριθμό, παρά το πομπώδες όνομα των μαγαζιών αυτών που μερικά από αυτά είχαν και ένα άλλο όνομα, το « Εδώδιμα και αποικιακά », πιό εκλεπτυσμένο σε σχέση με το παντοπωλείο, και πολύ πιό ελληνικό από το τουρκογενές όνομα «μπακάλικο » που είχαν τα παντοπωλεία.
Τα παντοπωλεία εκείνα που τα λέγαμε απλά μπακάλικα, ήσαν μικρομάγαζα στη μεγάλη πλειοψηφία τους. Μόνο μερικά που ήσαν στο κέντρο της πόλης - εννοώ εδώ της πόλης μας - ήσαν κάποιου μεγεθους και είχαν και κάπως περισσότερα πράγματα προς πώληση. Τα πολλά τέτοια μαγαζιά, ήσαν στους συνοικισμούς και σε κάποιες απόμερες περιοχές του κέντρου, μακρυά όμως από την αγορά. Ησαν τα πολλά μικρομπακάλικα της γειτονιάς, από τα οποία συνήθως ψώνιζαν οι νοικοκυρές των παλιών εποχών.
Στα μικρά αυτά απόμερα από την αγορά παντοπωλεία, υπήρχε και ένας ιδιαίτερος τροπος πληρωμής των αγοραζόμενων πραγμάτων. Ηταν η επί πιστώσει αγορά, δηλαδή αυτό που λαϊκά το λέγανε « βερεσέ ». Ένα βερεσέ σύστημα, που χρειαζότανε όμως μιά γρήγορη εξώφληση του λογαριασμού, ας πούμε μέσα σε λίγες μέρες, όχι περισσότερο, καθώς τα αποθεματικά του μπακάλη για ανανέωση των προϊόντων που πουλούσε ήσαν περοιρισμένα. Αν και αυτός μπορούσε να προμηθεύεται τα εμπορεύματά του επι πιστώσει από τους εμπόρους, βερεσέ δηλαδή. Και μέχρι να εξωφληθεί ο λογαριασμός αυτός που άνοιγε η νοικοκυρά, το οφειλόμενο ποσό γραφότανε στο κλασσικό της εποχής εκείνης « τεφτέρι ».
Αυτό το σύστημα του βερεσέ - τουρκική λέξη κι αυτή - ήταν από πολύ παλιά, ίσως από αιώνες. Όταν δεν έχεις μιά ορισμένη ημερομηνία που θα εισπράξεις το μισθό σου ή ότι άλλο έχεις προς είσπραξη, όταν κι εσύ πουλάς επί πιστώσει - αυτός είναι ο ελληνικός όρος - τότε θα πρέπει να εισπράτεις πρώτα από αυτούς που έχεις λαμβάνειν, κι ύστερα να πάς από μαγαζί σε μαγαζί να πληρώσεις τα οφειλόμενα. Κι αν δεν μπορείς να τα δώσεις όλα - που είναι και το συνηθισμένο - δίνεις ένα μέρος από τα χρωστούμενα, που αφαιρούνται από το λογαριασμό των οφειλών. Τα υπόλοιπα θα τα δώσεις εν καιρώ, όταν θα έχεις μετρητά, όταν θα εισπράξεις και σύ από εκείνους που έχεις γραμμένους στα τεφτέρια σου. Και εν τω μεταξύ, έχοντας ανάγκη από καινούργιες αγορές και προτού εξωφλήσεις τα παλιά, πρσθέτεις τα καινούργια στο λογαριασμό σου.
Περισσότερο αυτό το σύστημα εφαρμοζότανε στο νομό μας. Επειδή οι αγρότες που κατά κύριο λόγο καλλιεργούσαν καπνά και εισέπραταν μιά φορά το χρόνο στη λεγόμενη « καπνοπούληση », ή αργοτερα και σε μιά άλλη περίοδο προκαταβολών - έτσι θα το πώ γιατί δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη - μόνο σ΄αυτές τις περιόδους είχαν χρήματα. Και ενώ ολόκληρη τη χρονιά ψωνίζανε βερεσέ και γέμιζαν τα κιτάπια των μαγαζάτορων μ΄αυτά, ερχόταν η περίοδος των πληρωμών, και τότε περνώντας από μαγαζί σε μαγαζί, εξωφλούσαν τα βερεσέδια ολόκληρης της χρονιάς.
Ο τρόπος αυτός αποπληρωμής των χρεών προς τους μαγαζάτορες, ήταν ο πιό συχνός για πολλούς από τους συντοπίτες μας. Και στη συντριπτική πλειοψηφια τους, πλήρωναν τα όσα χρωστούσαν και δεν άφηναν υπόλοιπα, εκτός από τα λίγα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν και τα άφηναν για αργότερα. Υπήρχε όμως και μιά μερίδα αγοραστών, που ήσαν όπως τους έλεγαν « κακοπληρωτές », με το ζόρι μπορούσες να τους αποσπάσεις κάποια χρήματα από τα οφειλόμενα.
Φυσικά, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καθόλου καλή φήμη στην αγορά, και οι μαγαζάτορες αποφεύγανε να τους δίνουν εμπορεύματα επί πιστώσει. Και λεγότανε στην περίπτωση που δεν πληρώνανε τα χρωστούμενα, ότι άφηναν « τόνγκα », αυτός ήταν ο όρος που συνήθως μεταχειριζότανε ο κόσμος σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι άνθρωποι που άφηναν « τόνγκα » στα μαγαζιά, έφερναν διάφορες δικαιολογίες για τη συμπεριφορά τους αυτή, κάποτε δικαιολογημένη λογω « αφραγκίας » - άλλος όρος της εποχής - συνήθως όμως δεν υπήρχε καμμιά δικαιολογία.
Αλλά δεν υπήρχε μονάχα η « τόνγκα » την εποχή εκείνη την παλιά. Ένας άλλος όρος που χρησιμοποιούσαν τότε για τους απρόθυμους να εξοφλούν τις χρηματικές υποχρεώσεις που είχαν έναντι των αγορών που έκαμναν, ήταν και το « μπαταχτσήδες », που είναι κι αυτή λέξη του τουρκικού λεξιλογίου, και σημαίνει επίσης τους κακοπληρωτές ή τους μηδέποτε εξοφλούντες τα χρέη τους. Μάλιστα, πολύ περισσότερο χρησιμοποιούσαν τω καιρώ εκείνω τη λέξη αυτή παρά την « τόνγκα », που μάλλον ανήκε στην αργκώ, την ιδιαίτεη μορφή ομιλίας, που έρχεται σε κάποιον καιρό και εξαφανίζεται κατόπιν. Για να αντικατασταθεί με μια άλλη αργκώ, που κι αυτή θα δώσει τη θέση σε άλλη μεταγενέστερη.
Πρέπει εδώ να προστεθεί,, ότι όταν ένας μαγαζάτορας, ένας μπακάλης, είχε λανβάνειν από κάποιον κακοπληρωτή πελάτη του, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να εισπράξει τα οφειλόμενα, δεν μπορούσε να τα διεκδικήσει μεσω καποιας νομικής οδού. Κι αυτό που μόνο μπορούσε να κάνει, ήταν να μην ξαναδώσει εμπόρευμα σ΄αυτόν τον « μπαταχτσή ». Και ίσως να αφήσει να διαρρεύσει στην αγορά της πόλης και της γειτονιάς του, ότι δεν πρέπει να του έχουν εμπιστοσύνη, ότι είναι ένας « μπαταχτσής ».
Πολύ όμορφη πάντως εκείνη η εποχή για τους μπαταχτσήδες και εκείνους που άφηναν « τόνγκα » στους οφείλοντες τα χρέη τους. Δυστυχώς γι αυτούς, σήμερα τέτοιου είδους κακοπληρωτές δεν μπορούν να υπάρχουν, δεν σου δίνουν τίποτε επί πιστώσει. Μπαίνεις στο σουπερμάρκετ, βάζεις στο καλάθι αυτά που προμηθεύτηκες, και αναγκαστικα - εκών άκων - πρέπει να περάσεις απο το ταμείο, αλλοιώς δεν γίνεται. Τέρμα τα μπαταχτσηλίκια και οι τόνγκες λοιπόν. Στο παρελθόν ανήκουν, που πίσω δεν γυρνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου