Α Ν Η Σ Υ Χ Ι Α, Α Τ Α Ξ Ι Α Κ Α Ι Α Ν Α Σ Φ Α Λ Ε Ι Α
Kάθεσαι αναπαυτικά στην πολυθρόνα σου, έχεις γυρίσει στο σπίτι ύστερα από μιά ολόκληρης μέρας κοπιαστική και αγχωτική εργασία. Και θέλεις να ξεκουράσεις τον εαυτό σου από όλα αυτά που τραβάς κάθε μέρα, από τους πελάτες σου, τις τράπεζες με τις επιταγές τους, τους ελέγχους από την οικονομική εφορία, και από πολλά άλλα πράγματα που σε βάζουν σε καθημερινή δοκιμασία. Και αφού κάθησες στην πολυθρόνα - όσο μπορείς πιό αναπαυτικά - ανάβεις ένα τσιγάρο. ( Οχι, δεν ανάβεις κανένα τσιγάρο, βλάπτει σοβαρά την υγεία λέει στο κουτί, λέει και κάποια καινούργια και λίαν απειλητικά ). Δεν ανάβεις λοιπόν το τσιγάρο, αλλά παίρνες ανά χείρας το χειριστήριο της τηλεόρασης, και μιάς και είναι η ώρα του νυχτερινού δελτίου ειδήσεων, αρχίζεις να τις παρακολουθείς. Με όλες τις λεπτομέρειες, και με όλα τα ρεπορτάζ που στέλνουν τα εξωτερικά συνεργεία του πομπού.
Και τί παρατηρείς σ΄αυτό το δελτίο των ειδήσεων ; Ότι και στα δελτία και των άλλων ημερών, πολλά και ποικίλα. Αλλά αυτά που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος, είναι τα σχετικά με το αστυνομικό ρεπορτάζ. Κλοπές, διαρρήξεις, αρπαγές τσαντών από γυναίκες μέσα από τα αυτοκίνητά τους ή έξω από αυτά. Απαγωγές κάποιων προσώπων για τα οποία ζητούνται από τους απαγωγείς λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Μυστηριώδη εγκλήματα με άγνωστα κίνητρα και εξ ίσου άγνωστους δράστες. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών από παλιούς λογαρισμούς που είχαν μεταξύ τους. Συλλήψεις λαθρεμπόρων πάσης φύσεως. Θανάτους νεαρών ανθρώπων από χρήση ναρκωτικών. Αγρια συμπλοκή μεταξύ μελών συμμορίας και αστυνομικών. Και άλλα πολλά παρόμοια. Αυτά ακούς, και ίσως διερωτάσαι : Μήπως έτσι ήταν πάντοτε τα πράγματα και δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι, και τώρα που απλώθηκαν παντού τα δελτία των ειδήσεων της τηλεόρασης, τώρα μας έγιναν γνωστά ; Μήπως υπήρχαν από πάντοτε, εδώ και πολλές δεκαετίες όλα αυτά που έρχονται στ΄αυτιά μας ; Ετσι, στα καλά καθούμενα, ξεφύτρωσαν όλες αυτές οι ιστορίες της καθημερινής ειδησεογραφίας, που αναφέρονται σε ληστείες, σε αναρίθμητες διαρρήξεις σπιτιών, σε επιθέσεις εναντίον πολιτών και ιδίως γυναικών, σε φόνους που γίνονται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε μέλη συμμμοριών, όπως γινότανε στις Ενωμένες Πολιτείες την εποχή της ποτοαπαγόρευσης ; Και η πάσης φύσεως εγκληματικότητα που ακούμε να δρά σε όλη την επικράτεια κάθε μέρα και κάθε νύχτα ; Μήπως λοιπόν, όλα αυτά υπήρχαν κι από τα παλιά χρόνια εν αγνοία μας ; Ιδού η απορία, t h a t΄ s t h e q u e s t i o n, όπως λέγεται στον Αμλετ.
Λοιπόν, υπήρχαν κι από παλιά πράξεις εγκληματικές, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και παντού όπου υπάρχουν και υπήρξαν άνθρωποι. Το έγκλημα, η εκτός νόμου και ηθικής τάξης πράξη, είναι θαρρείς έμφυτα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτά τα πράγματα. Από τις πολύ παλιές εποχές, από τις απαρχές της ανθρωπότητας. Και είναι αυτή η κλίση προς το κακό, προνόμιο του ανθρώπινου γένους, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι. Τα ζώα, τα θηρία της ζούγκλας, δεν κάμνουν ποτέ εγκληματικές πράξεις, αν ο λύκος πνίγει πενήντα πρόβατα, αυτό δεν είναι εκτός νόμου για τον λύκο, δεν είναι « κακό ». Δεν υπάρχει κακός και καλός λύκος, όλοι είναι λύκοι και ενεργούν όπως υπαγορεύει το ένστικτό τους.
Μπορούμε να γυρίσουμε αρκετά πίσω, και να αναφερθούμε στην εγκληματικότητα που υπήρχε στη χώρα μας, αυτή που θα μας απασχολήσει αποκλειστικά τώρα. Γνωστό είναι ότι εγκλήματα τιμής - έτσι τα ονομάζουν - γινόντουσαν από εκδίκηση και αντεκδίκηση, που κρατούσαν επί γενεές και γενεές. Το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στη Μάνη και στην Κρήτη, πολύ λίγο σε άλλες περιοχές. Ακόμα, ληστρικές συμμορίες υπήρχαν από τον δέκατο ένατο αιώνα στη νότια Ελλάδα, και έχουν μείνει διάσημα μερικά ονόματα λήσταρχων των εποχών εκείνων, όπως του Νταβέλη και του Γιαγκούλα. Οι ληστές αυτοί, συχνά δημιουργούσαν φήμη « Ρομπέν των δασών », προφανώς επειδή βοηθούσαν τους φτωχούς αγρότες σε κάποιες περιπτώσεις. Εκτός από αυτά, υπήρχε και σποραδική εγκληματικότητα και από άλλες αιτίες που δεν χρειάζεται να τις αναφέρουμε, λόγω του ότι ήσαν μάλλον σπάνιες.
Μιά περίπτωση που έμεινε στα χρονικά και στη μνήμη του λαού, ήταν αυτή της δολοφονίας του Αθανασόπουλου στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, κάπου εκεί έλαβε χώρα το γεγονός αυτό που συντάραξε την τότε κοινή γνώμη. Σε μιά εποχή, που εκτός από τις εφημερίδες, δεν υπήρχε κανένα άλλο μέσο πληροφόρησης στη χώρα μας. Ο Αθανασόπουλος είχε πέσει θύμα - όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο, που μπορεί να έκανε και κάποιο λάθος - της πεθεράς του, της Κάστρο και της γυναίκας του Φούλας. Υπήρχαν και δυό τρεις συνεργοί στην υπόθεση αυτή. Πεθερά και σύζυγος καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ποινή που αργότερα μειώθηκε και ίσως δόθηκε και χάρη, δεν θυμάμαι καλά την ιστορία αυτή, αν και πριν λίγα χρόνια την είχα περιγράψει με λεπτομέρες. Που τις ξέχασα στο μεταξύ.
Οσοι είχαν κάποια ηλικία στα τέλη της δεκαετίας του 30 - πρέπει να υπάρχουν αρκετοί - θα θυμούνται ίσως τη δίκη της Ρωξάνης από την Αλεξανδρούπολη ή από κάποια άλλη περιοχή του νομού Εβρου. Η δίκη αυτή, που αφορούσε υπόθεση ανθρωποκτονίας με δόλο, έγινε στην πόλη μας, καθώς και οι δυό νομοί - Εβρου και Δράμας - ανήκουν στο ίδιο Εφετείο. Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω τίποτε για την υπόθεση εκείνη, που πάντως δημιούργησε μεγάλο θόρυβο την εποχή εκείνη. Αν υπήρχε τότε τηλεόραση, το πράγμα θα γινότανε θέμα για όλόκληρο το Πανελλήνιο. Επειδή τα τότε μέσα ενημέρωσης δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, φαίνεται ότι η ιστορία αυτή έμεινε εδώ, εντός των τειχών.
Από διαρρήξεις και ληστείες, πολύ λίγα πράγματα φαίνεται ότι υπήρχαν μέχρι πριν από κάπου τριανταριά χρόνια. Περίπου εκείνη την εποχή, ακούστηκαν κρούσματα διαρρήξεων στην πόλη μας, αν και ήσαν μάλλον περιορισμένα. Φαίνεται ότι κάποιοι τοξικομανείς άρχισαν μετά από λίγα χρόνια να παραβιάζουν πόρτες και να αρπάζουν μερικά πράγματα, κυρίως κοσμήματα. Χωρίς να αποκλείονται και άλλης φύσεως δράστες, που μπορεί να ήσαν από άλλες περιοχές, είναι μάλλον δύσκολο να αναπτυχθεί « ντόπια » διαρρηκτική δράση σε μιά μικρή πόλη. Αν διαθέτει αυτή τέτοιους « επαγγελματίες », αυτοί θα πάνε σε κάποιο διπλανό νομό να ασκήσουν την τέχνη τους, εκεί όπου είναι άγνωστοι.
Πριν να παρουσιαστεί αυτό το φαινόμενο, έκαναν την εμφάνιση τους, και μόνο στους δρόμους της πρωτεύουσας, οι πρώτοι « τσαντάκηδες ». Ειδικότητα που την ασκούσαν νεαρά άτομα, που βεβαια δεν άρπαζαν τις τσάντες μέσα από τα αυτοκίνητα, οι γυναίκες την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν πεζή στα Αθηναϊκά πεζοδρόμια. Την τέχνη αυτή είναι πολύ εύκολο να τη μάθει κανείς, μόνο κάποιο θράσος απαιτεί, και κάποια ταχύτητα στα πόδια, αυτό είναι όλο κι όλο και τίποτε άλλο. Οι τσαντάκησες επανεμφανίστηκαν και πρόσφατα, και μάλιστα είναι τώρα πολύ πιό τολμηροί, αρπάζουν τη λεία τους μέσα από αυτοκίνητα σταματημένα στο κόκκινο της τροχαίας.
Οι διαρρήξεις σπιτιών αυξήθηκαν πολύ την τελευταία δεκαετία, κι αυτό έγινε κυρίως στις δυό μεγάλες πόλεις, πολύ λιγότερο στις « μεσαίες », και ελάχιστα στις μικρές. Μεγάλη έκταση πήραν σε εξοχικές κατοικίες, που χρησιμοποιούνται, είτε τα Σαββατοκύριακα, είτε το καλοκαίρι. Στις κατοικιες αυτές, δεν βρίσκεις κανέναν ένοικο τις υπόλοιπες μέρες της βδομάδας, ούτε στα θερινά εξοχικά την περίοδο του χειμώνα. Είναι λοιπόν μέγας πειρασμός για έναν συνηθισμένο διαρρήκτη - όχι πολύ εξειδικευμένο - που δεν χρειάζεται να είναι καθόλου τολμηρός, να μπή μέσα στη διάρκεια μιάς νύχτας ( ή και ημέρας, ποιός θα δώσει σημασία στο τί γίνεται εκεί κοντά του ; ) και να αδειάσει το σπίτι αυτό από ότι έχει μέσα του. Αφήνοντας βέβαια τα κρεββάτια και ότι άλλο είναι βαρύ και άχρηστο σ΄αυτόν.
Ακούμε στην τηλεόραση ανθρώπους που αφηγούνται το τί συμβαίνει σ΄αυτά τα σπίτια που δεν κατοικούνται μόνιμα, αλλά περιστασιακά. Νομίζω - αν δεν κάνω λάθος - ότι είχε εμφανιστεί και ένας ηθοποιός, που ανέφερε ότι δεκαεπτά φορές του αδειάσανε το εξοχικό του, ούτε μία, ούτε δύο. Υστερα από όλες αυτές τις διαρρήξεις, στις οποίες οι διαρρήκτες ( που μπορεί να ήταν ένας και ο ίδιος σε όλες ), ο ιδιοκτήτης της κατοικίας αυτής την άδειασε ολωσδιόλου, δεν άφησε τίποτε μέσα εκτός από κάποια σιδερένια κρεββάτια. Αλλοι που έχουν εξοχικές κατοικίες μακρυά από την Αθήνα, είπαν ότι πηγαίνουν τα έπιπλά τους - μαζύ και τα ηλεκτρονικά τους - το καλόκαίρι, και τα παίρνουν μαζύ τους φεύγοντας στο τέλος του καλοκαιριού. ¨Όμως έτσι, χάνουν τη δουλειά τους οι αξιοσέβαστοι διαρρήκτες, που μένουν άνεργοι ως προς τον τομέα αυτό τουλάχιστον.
Αλλά έτσι είναι αυτός ο κόσμος. Ολοι αυτοί που έχουν τις εξοχικές τους κατοικίες, ανθρωποι που ανήκουν στην αρκετά προνομοιούχο μεσαία τάξη, σκέπτονται μονάχα τον εαυτό τους. Το τί θα απογίνουν αυτοί οι δυστυχείς που χάνουν τη δουλειά του διαρρήκτη, που έχουν οικογένειες να θρέψουν, που δεν έχουν ασφάλιση και σύνταξη, που τα περιμένουν όλα από τα λίγα πράγματα που θα « ξαφρίσουν » από τα εξοχικά, κανένας δεν το λαμβάνει υπ΄όψιν του ; Αυτή είναι η άτιμη κοινωνία, κανείς δεν σκέφτεται τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτούλη του. Συμφωνείτε βέβαια μ΄αυτή την άποψη. Και δεν σκέφτονται ακόμα, ότι ο απελπισμένος αυτός διαρρήκτης που έχασε τη δουλειά του, θα αναγκαστεί να στραφεί σε πιό βαρειές ποινικά κολάσιμες πράξεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε παρακάτω.
Λοιπόν, όταν δεν μπορεί ο διαρρήκτης να κάμνει διαρρήξεις - που είναι η ειδικότητά του - θα ασχοληθεί με ληστείες, αυτό πρέπει να κάνει. Και ποιούς θα ληστεύει ; Μα όποιους βρεί πιό πρόσφορους, πιό κατάλληλους να ληστευθούν. Μπορεί να αρχίσει με τα διανυκτερεύοντα βενζινάδικα, μάλιστα, αυτή είναι μιά καλή ιδέα. Κανένας δεν φυλάγει αυτά τα μαγαζιά μέσα στη νύχτα και μετά τα άγρια μεσάνυχτα. Εκεί θα πάμε - αυτό το « θα πάμε » το λεει ο ληστής, όχι ο γράφων που δεν ασχολείται βέβαια με ληστείες. Θα πάμε λοιπόν, και με την απειλή όπλου θα ζητήσουμε να μας δώσει ότι υπάρχει στο ταμείο του μαγαζιού. Και θα μας το δωσει βέβαια, κανένας δεν είναι τόσο κορόϊδο να αντισταθεί, όταν αντικρύζει ένα περίστροφο στραμμένο καταπάνω του, έτσι δεν είναι ;
Εκτός όμως από τα βενζινάδικα, υπάρχουν και άλλα μαγαζιά κατάλληλα προς λήστευση. Η αγορά είναι γεμάτη από πάσης φυσεως καταστήματα. Και καθώς κανένας αστυνομικός δεν βρίσκεται εκεί κοντά - άλλωστε θα λάβουμε και τα μέτρα μας, θα βάλουμε και κάποιες « τσίλιες » να κατοπτεύουν τον ορίζοντα - θα κάνουμε τα ίδια που κάναμε στο πρατήριο των υγρών καυσίμων. Ο αρμόδιος υπάλληλος, με μεγάλη προθυμία θα μας δώσει τα ζητούμενα. Οπότε, τα παραλαμβάνουμε και αναχωρούμε. Μιά πρώτης τάξης δουλειά είναι κι αυτή.
Ισως - θα πείτε - τα φράγκα που θα αποκομίσουμε από αυτές τις ληστείες δεν είναι αρκετά, ίσως θα ήταν προτιμότερο να ληστέψουμε μιά τράπεζα. Εκεί βρίσκονται τα πολλά χρήματα, εκεί θα μπορούσαμε να πάμε και να ζητήσουμε να μας ελεήσουν. Όμως, αυτοί οι άτιμοι, τα φράγκα τα πολλά τα έχουν διπλοκλειδωμένα μέσα σε χρηματοκιβώτια, που χρειάζεται να περάσουν δεκαπέντε και είκοσι λεπτά για να ανοίξουν, ανοίγουν με χρονοδιακόπτη τα άτιμα. Και καθώς θα περιμένουμε να μας τα φέρουν, αυτοί θα φέρουν τους αστυνομικούς, με τους οποίους δεν έχουμε και τις καλύτερες σχέσεις. Αν πάλι τους ζητήσουμε να μας δώσουν από αυτά που έχουν στο συρτάρι τους, λοπόν δεν είναι και τόσο πολλά, περισσότερα βέβαια από ότι στα μαγαζιά, αλλά θα το σκεφτούμε το πράγμα. Και αν το αποφασίσουμε, βάζουμε σε εφαρμογή το σχέδιο και το εκτελούμε, τόσοι και τόσοι έχουν κάνει αυτή τη δουλειά και κανέναν σχεδόν δεν έχουν πιάσει. Γιατί λοιπόν να πιάσουν εμάς που είμαστε οι πρώτοι, οι ασυναγώνιστοι πραγματικά σ΄αυτόν τον τομέα ;
Αυτά λένε οι άνθρωποι που επιδίδονται στο πολύ προσοδοφόρο επάγγελμα του ληστή. Που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε κατά την εκτέλεση της « εργασίας » τους. Τους βλέπουμε - ή μάλλον ακούμε - τη δράση τους, καθημερινά στα δελτία ειδήσεων. Αυτοί όμως που εμφανίζονται μπροστά στις κάμερες, είναι οι ίδιοι οι ληστευθέντες μαγαζάτορες, που συνεχώς και αδιαλείπτως διαμαρτύρονται για την ανυπαρξία προστασίας της περιοχής τους από την αστυνομία, ποτέ δεν κάνουν περιπολίες στη γειτονιά μας, έχουμε να τους δούμε από πέρισυ. Και γιατί δεν προσλαμβάνετε ιδιωτικούς φύλακες για να προστατεύουν τα μαγαζιά όλης της περιοχής ; Δεν έχουμε τα χρηματα να πληρώσουμε ιδιωτικούς φύλακες, αυτή είναι δουλειά της επίσημης αστυνομίας, αυτή πρέπει να μας προστατεύει. Και επειδή δεν το κάμνει, η ανησυχία μας είναι μεγάλη, και πώς να μην ανησυχούμε από αυτά που γίνονται εδώ γύρω μας ;
Μάλιστα, σε πολλές περιοχές των δυό μεγάλων πόλεων της χώρας, υπάρχει μιά καθημερινή και έντονη ανησυχία αυτές τις τελευταίες εποχές. Αστυνομική περιπολία δεν βλεπουν, κι οσο δεν τη βλέπουν, θα πρέπει να περιμένουν μιά άλλου είδους περιπολία, την περιπολία των ευγενών επισκεπτών που ζητούν ευσεβάστως να τους αδειάσουν τα ταμεία τους, και να τους δώσουν ότι έχουν μέσα σ΄αυτά. Αλλά δεν γίνεται αλλοιώς. Αν θέλουμε να έχουμε περιπολίες αστυνομικών σ΄ολόκληρη την πόλη, στα προάστεια και τους μαχαλάδες, θα πρέπει να διαθέτουμε κάπου πενήντα χιλιάδες - τουλάχιστον - αστυνομικούς, κι αυτούς μόνο για την πρωτεύουσα. Τους έχουμε αυτούς ; Οχι βέβαια, πώς θα μπορούσαμε να τους έχουμε, αφού θα πρέπει και να τους πληρώνουμε, και λεφτά δεν έχουμε ;
Αλλά δεν είναι μόνο τα μαγαζιά που ληστεύονται. Εχουμε ακούσει πάλι από τα δελτία των ειδήσεων, ότι οι ληστές αυτοί, μπαίνουν και σε σπίτια μέρα μεσημέρι. Και ενώ οι ένοικοι κάθονται στο σαλόνι και βλέπουν τηλεόραση, νά σου και αυτοί οι απρόσκλητοι, που εισβάλλουν με αντικλείδια στο σπίτι. « Μην ανησυχείτε ρε παιδιά », λένε οι επισκέπτες, « θα κάνουμε μιά μικρή επίσκεψη και θα φύγουμε αμέσως. Κι επειδή μερικά από τα πράγματα που έχετε εδώ στο σπίτι σας, δεν είναι πιά της μόδας και πρέπει να τα αντικαταστήσετε, θα σας κάνουμε τη χάρη να τα απομακρύνουμε από εδώ. Και πάλι μας συγχωρείτε ».
Και τί θα μπορούσαν να κάνουν στην περίπτωση αυτή οι άνθρωποι που ληστεύονται ; Να καλέσουν την αστυνομία ; Δεν μπορούν βέβαια, δεν πρόκειται να τους αφήσουν οι εισβολείς να πλησιάσουν την τηλεφωνική συσκευή, δεν είναι και τόσο κορόϊδα οι άνθρωποι. Θα καθήσουν λοιπόν και θα βλέπουν να βγαίνουν τα πράγματά τους από την εξώπορτα του διαμερίσματος, κι αν κάποιοι γείτονες ή περαστικοί, δούνε τη σκηνή αυτή, θα πούνε ότι γίνεται μιά μετακόμιση ή κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν περνούν από εκεί αστυνομικά όργανα, αυτό θα υποθέσουν. Σε τέτοιες υποθέσεις, η θρασύτητα είναι αυτή που έχει το πάνω χέρι. Που αν δεν την έχεις, καλύτερα να μην ασχοληθείς μ΄αυτό το ευγενές επαγγελμα του εν καιρώ ημέρας διαρρήκτη, και να καθήσεις ήσυχος στο σπιτάκι σου. Όπως όλα τα επαγγέλματα, χρειάζεται κι αυτό ειδικές ικανότητες, που αν δεν τις έχεις, μην ασχοληθείς καθόλου μ αυτό. Και δεν μπορείς να αποκτήσεις αυτή την ειδικότητα με κάποιον άλλο τρόπο, δεν λειτουργούν σχολές όπου να διδάσκεται αυτή η ειδικότητα, με τα μεταπτυχιακά της και τα μάστερς που θα έδινε σε όσους θα ήθελαν να αποκτήσουν ένα τέτοιο δίπλωμα.
Αυτά για την ανησυχία που έχουν οι άνθρωποι σε μερικές περιοχές των μεγάλων πόλεων. Και εμφανίζονται στις τηλεοπτικές κάμερες και παραπονούνται για την κατάσταση. Αλλά εκτός από την ανησυχία για τις ληστείες και τις διαρρήξεις, υπάρχει και μιά κατάσταση αταξίας σε πλήθος από τομείς της καθημερινότητας. Σε ποιές περιπτώσεις παρατηρείται αταξία ; Σε ένα μέγα πλήθος, τόσο πολλές είναι, που αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει πουθενά κάποια τάξη. Το έχουμε φαίνεται στο αίμα μας, είμαστε φανατικοί οπαδοί της αταξίας, και πρέπει να το δείχνουμε αυτό σε πρώτη ευκαιρία. Του κεφαλιού μας θέλουμε να καμνουμε, και ποιός μπορεί να μας βάλει σε τάξη ; Κοιτάξτε τί γίνεται κάθε Σαββατοκύριακο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, και θα αντιληφθείτε του λόγου το αληθές.
Αυτά για την ανησυχία και την αταξία που βασιλεύουν από καιρό πολύ ή από πρόσφατα. Αλλά δεν είναι αυτά μόνο που βλέπουν οι πολίτες, και πάλι στις μεγάλες πολεις, και ειδικά στην πρωτεύουσα. Είναι και κάποιες σκηνές που τις βλέπανε στο Σικάγο πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια. Μάχες στους δρόμους ανάμεσα σε συμμορίες και αστυνομικούς. Μάλιστα, εκεί έχουμε φτάσει, έφυγαν αυτά από το Σικάγο και ήλθαν στα καθ΄ημάς. Πολύ περίεργο βέβαια, αλλά είναι η αλήθεια. Γι αυτό το λόγο, προσοχή μεγάλη να δίνετε όταν ακόύτε να πέφτουν κοντά σας πυροβολισμοί, δενπρόκειται για προπόνηση των αθλητών της σκοποβολής για τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Και η φράση που λέμε όταν μας ρωτάνε πώς πάνε τα πράγματα ; Τί συνηθίζουμε να απαντάμε ; « Ησυχία, τάξις και ασφάλεια », είναι μιά πολύ συνηθισμένη απάντηση στην ερώτηση αυτή. Και ιδού, ούτε ησυχία βλέπουμε μ΄αυτά που είπαμε, ούτε τάξη και ούτε και ασφάλεια. Η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο που λέμε ένα λαϊκό γνωμικό, το « μπάτε σκύλοι αλέστε, και αλεστικά μη δώστε », εκεί φτάσαμε τώρα.
Και κάτι χιουμοριστικό για να κλείσουμε το θέμα. Πριν από τριανταπέντε χρόνια, κάποιοι παλαβοί συνταγματάρχες, αποφάσισαν ότι έπρεπε να ανάλάβουν να κυβερνήσουν μιά χώρα που δεν μπορεί να κυβερνηθεί με καμμιά κυβέρνηση. Με την ανάληψη της εξουσίας, έστειλαν στην εξορία ή στα σπίτια τους, όλους σχεδόν τους πολιτικούς της εποχής εκείνης. Κι ανάμεσά τους, και έναν πρώην πρωθυπουργό, που τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι του σε εξοχική περιοχή της Αθήνας, όπου πολλή ησυχία υπήρχε. Και μιά μέρα, κάποιος φίλος του, ζήτησε άδεια να πάει να τον επισκεφτεί. Του δόθηκε η άδεια, και μόλις μπήκε και είδε τον φίλο του, του έκανε την γνωστή τυπική ερώτηση : « Πώς πάνε τα πράγματα; »
Ο παλιός πολιτικός - που φημιζότανε για το χιούμορ του και την ετοιμότητά του λόγου του - τον πηρε αγκαζέ, τον πήγε στο παράθυρο, και του έδειξε μερικά άρματα μάχης και αρκετούς αστυνομικούς της Ασφάλειας που τριγύριζαν συνεχώς έξω από το σπίτι του, προσέχοντας μήπως και παρεισφρύσει κάποιος ανεπιθύμητος. Και του είπε : « Μα δεν βλέπεις ; Ησυχία, τ α ν κ ς και Α σ φ ά λ ε ι α ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου