Ο K A I N O Υ Ρ Γ Ι O Σ Κ Ι Ν Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ο Σ
Ηταν κάποιες εποχές παλιές. Πόσο παλιές ; Ας πούμε από τη δεκαετία του τριάντα και ύστερα, μέχρι τη δεκαετία του εβδομήντα, κάπου σαράντα χρόνια όλα κι όλα. Αυτά τα σαράντα χρόνια, ήταν η χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Και πριν από άλλα δεκαπέντε χρόνια από τη δεκαετία του τριάντα, υπήρχαν κινηματογραφικές ταινίες, πρώτη « κανονική » ταινία που επίσημα αναγνωρίζεται σαν η απαρχή του κινηματογράφου, ήταν η « Γέννηση ενός έθνους » του Γκρίφφιθ. Ταινία που βλέπεται και σήμερα, δεν έχει και πολλή σχέση με τις μικρής διάρκειας ταινίες της εποχής του. Και από εκεί και ύστερα, αρχικά με το βωβό, και αργότερα - από το 1929 - με τον ομιλούντα, ο κινηματογράφος ήταν το κύριο μέσο για την ψυχαγωγία των ανθρώπων, από τον πιό αμόρφωτο μέχρι τον καθηγητή του Πανεπιστημίου και τον ακαδημαϊκό.
Η « Γέννηση ενός έθνους » γυρίστηκε το 1915. Από τότε και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ίσως και λίγο παραπέρα, ο κινηματογράφος και οι ταινίες του, έπαιζαν κατά κάποιο - ίσως περιορισμένο - ρόλο σαν κι εκείνο της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας. Υπήρχε η πλοκή στην ταινία, μιά σειρά από καταστάσεις, μιά διαγραφή χαρακτήρων που το καθένα είχε τη δική του δράση στο φιλμ, μικρή ή μεγάλη. Και στο τέλος - όπως γινόταν και στην αρχαία Ελληνική τραγωδία - ερχόταν η « κάθαρσις ».
Τι ήταν αυτή η « κάθαρσις » ; Εχουν προταθεί τουλάχιστον τρεις ορισμοί γι αυτήν. Για λόγους ευκολίας όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει το ηθικό δίδαγμα που βγαίνει από όλη αυτή την ιστορία, στην οποία επικρατούν πάθη, μίση, δολοπλοκίες και πολλά άλλα ανθρώπινα, όπου υπάρχει το « καλό » και το « κακό », αλλά στο τέλος κερδίζει πάντοτε το « καλό » και ηττάται το « κακό », Γίνεται ένας καθαρισμός από ότι το άσχημο, και ύστερα από αυτό, ο θεατής φεύγει έχοντας πάρει απ΄την παράσταση ένα μήνυμα που τον ανυψώνει σε μιά υψηλότερη σφαίρα. Ετσι, καταλαβαίνουμε γιατί λέγεται ότι η αρχαία τραγωδία « διδάσκει », όπως συνηθίζεται να λέγεται.
Λοιπόν, το καλό νικά πάντοτε το κακό, έτσι έλεγαν οι αρχαίοι, έτσι έλεγαν και οι κινημα-τογραφικές ταινίες των πρώτων πενήντα ετών του κινηματογράφου. Αλλά έτσι συμβαίνει στην πραγματικότητα, στη ζωή ; Ασφαλώς όχι, αυτό το ξέρουν όλοι οι κατοικούντες αυτόν τον κόσμο. Μάλιστα, φαίνεται ολοκάθαρα, ότι συμβαίνει το αντίθετο. Οι κακοί, αυτοί που προκαλούν θλίψη στους άλλους, είναι αυτοί που νικούν, αυτοί κερδίζουν σ΄αυτό τον κόσμο.
Υστερα από αυτή τη διαπίστωση, τίθεται το εύλογο ερώτημα : Δεν γνώριζε ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής ότι οι κακοί επικρατούν στον κόσμο ; Κι αν το γνώριζαν, ποιά μπορούσε να ήταν η αξία της « κάθαρσης » με την οποία έκλειναν τα έργα τους ; Και οι κινηματογραφιστές, που τιμωρούσαν στο τέλος της ταινίας τούς « κακούς », δεν ήξεραν τίποτε κι αυτοί ;
Βέβαια, και οι τραγωδοί της αρχαιότητας και οι δημιουργοί των ταινιών, γνώριζαν πολύ καλά τον κόσμο, γνώριζαν άριστα ότι αυτοί που ωφελούνται σ΄αυτό τον κόσμο είναι οι « κακοί ». Γνώριζαν ότι ο άτιμος εκμεταλλεύεται τον έντιμο που υποφέρει απ΄αυτό το λόγο. Ότι ο κλέφτης κερδίζει, ενώ ο άνθρωπος που δεν κλέβει, υποφέρει συχνά από στερήσεις Ότι ο ψεύτης είναι που γίνεται πιό πιστευτός από τον ειλικρινή, ο απατεώνας έχει το πάνω χέρι από τον άνθρωπο που πηγαίνει - όπως λέγεται από το λαό - με το σταυρό στο χέρι.
Όλα αυτά τα ήξεραν οι παλιοί και οι καινούργιοι δημιουργοί. Και εν τούτοις, παρουσίαζαν στα έργα τους έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, όπου η αρετή κατατροπώνει πάντοτε την κακία και βγαίνει θριαμβεύτρια από τη μάχη αυτή. Αλλά γιατί αυτή η παραμόρφωση της πραγματικότητας ; Δεν είναι η ρεαλιστική απεικόνιση των πραγμάτων, αυτή που δείχνει ποιά ακριβώς είναι η πραγματική κατάσταση ; Που δείχνει ότι το κακό κυβερνά αυτόν τον κόσμο, που όλα είναι υποταγμένα στους κακούς ;
Θα αφήσουμε τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο στην ησυχία τους, και θα ασχοληθούμε με τους δημιουργούς του κινηματογράφου, πάντοτε για την περίοδο που αναφέρθηκε. Όπως ξέρουμε, για να γίνει μιά ταινία κινηματογραφική, πρώτα απ΄ όλα χρειάζεται το σενάριο, δηλαδή το κείμενο με την πλοκή και τους διαλόγους που θα πούνε οι ηθοποιοί. Μετά το σενάριο -που μπορεί να στηρίζεται σε κάποιο μυθιστόρημα - υπάρχουν οι διάφοροι τεχνικοί, φωτογραφίας, ενδυματολόγοι, οι ασχολούμενοι με το μοντάζ των σκηνών, και τελικά ο σκηνοθέτης που θα βάλει και τους ηθοποιούς να κινούνται και να μιλάνε, και τους τεχνικούς που θα χρησιμοποιηθούν - οπερατέρ και λοιπούς - πώς να εργαστούν. Ετσι γίνεται μιά ταινία, αυτά τα ξέρουν όλοι χαρτί και καλαμάρι και δεν χρειαζότανε να τα αναφέρω, με παρέσυρε η τάση μου για φλυαρία, μιά κακή συνήθεια που να την κόψω την άτιμη δεν μπορώ.
Όταν ο σεναριογράφος έγραφε το σενάριό του, τα κατάφερνε με κάποιο τρόπο, ώστε στο τέλος της ταινίας, να τσακίζει τους λεγομενους « κακούς » - t h e b a d g u y s -και να δικαιώνει τους « καλούς » κατά πανηγυρικό τρόπο. Το πώς το κατάφερνε αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο να το καταλάβουμε. Ο κάθε συγγραφέας, με την πέννα του - ή τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή στις μέρες μας - κινεί τους ήρωές του, κατά τον τρόπο που αυτός θέλει, εντελώς δηλαδή αυθαίρετα. Τους βάζει να κάνουν ετούτο κι εκείνο, τους βάζει στη δράση και τους αποσύρει απ΄ αυτήν. Τους βάζει να κάνουν εγκλήματα - δικαίωμά του και καπέλλο του είναι -ενώ άλλους τους βασανίζει αγρίως, τους βάζει σιδηροδέσμιους στη φυλακή ενώ είναι παντελώς αθώοι. Και στο τέλος, φέρνει τα πράγματα όπως αυτός θέλει, όχι όπως θα μπορούσαν να συμβούν στην καθημερινή ζωή.
Οταν ολοκλήρωνε ο παλιός εκείνος σεναριογράφος το σενάριό του, φρόντιζε επιμελώς να έχει αυτό που αγγλιστί λέμε h a p p y e n d, έτσι ώστε, όταν θα φεύγει ο θεατής από την αίθουσα προβολής, να νοιώθει μιά ηθική ικανοποίηση. Γιατί προτιμούσε-συνήθως -αυτή τη λύση ; Επειδή προφανώς η πλειοψηφία των θεατών, ήθελε να υπάρχει στο τέλος του φιλμ η δικαίωση των « καλών », αν δεν την είχε, έφευγε με σφιγμένη την καρδιά. Και το ζήτημα που προκύπτει, είναι το πώς ο άνθρωπος που είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του κακός, θέλει να δικαιώνονται οι καλοί. Ακόμα κι αν ο θεατής είναι ένας διαρρήκτης, φαίνεται ότι τις περισσότερες - ή τουλάχιστον αρκετές -φορές, δεν θα ήθελε να ξεφύγει ο κλέφτης απ΄τις δαγκάνες της δικαιοσύνης. Ακριβώς όπως συμβαίνει με μερικούς « δράκους », τους γνωστούς διεθνώς με το όνομα « κατά συρροή εγκληματίες » - s e r i a l k i l l e r s στα αγγλικά - που θέλουν ασυνείδητα ίσως να συλληφθούν, ώστε να σταματήσει η δράση τους που ξεκινά όπως ξέρουμε από μιά έντονη παρορμητικότητα που δεν μπορούν να την ελέγξουν, όπως οι τοξικομανείς δεν μπορούν να κόψουν την τοξικομανία τους, όσο κι αν το θέλουν. Ετσι είχαν τα πράγματα στον κινηματογράφο από το 1915 μέχρι περίπου το 1965, ή και λίγο πιό πέρα. Ακόμα κι αν ήθελαν οι παραγωγοί των ταινιών να δώσουν άλλα μηνύματα από αυτά που αναφέραμε, αν ήθελαν να αφήσουν το κακό ατιμώρητο, ερχόταν η λογοκρισία και τους τα έκοβε αυτά τα μηνύματα. Και δεν έκοβε μόνο αυτά, έκοβε και όλες τις ερωτικές σκηνές, εκτός από ένα δυό φιλιά, έστω και κάπως παρατεταμένα. Και έκοβε και όλες τις σκηνές όπου σε ένα έγκλημα φαινόταν να πέφτει κάτω το θύμα του κακοποιού, και να φαίνονται αίματα που να γεμίζουν την οθόνη απ΄την μιά άκρη της μέχρι την άλλη. Το έγκλημα έπρεπε να « διαφαίνεται » κάπως μουντά στην οθόνη, ένα χέρι να υψώνεται με ένα μαχαίρι και να κατεβαίνει με ορμή στο κενό. Οι σκηνές βίας ήσαν απαγορευμένες εντελώς, έπρεπε να υπονοούνται και όχι να φαίνονται καθαρά. Αυτά στις περισσότερες των περιπτώσεων, υπήρχαν και κάποιες εξαιρέσεις των κανόνων αυτών σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατο εκ των πραγμάτων να προέλθει οποιοσδήποτε επηρεασμός στις μικρές ηλικίες - αυτές είναι που αντιγράφουν τα διάφορα πρότυπα - και ως εκ τούτου, ο κινηματογράφος ασκούσε μιά ευνοϊκή επιρροή πάνω σ΄αυτές τις ηλικίες. Και δεν θυμάμαι καμμιά περίπτωση, στην οποία να υπήρχε κάποια αντιγραφή από τον κινηματογράφο, άλλωστε τί θα μπορούσαν να αντιγράψουν, καθώς δεν υπήρχε τίποτε « κατάλληλο » προς αντιγραφήν ;
Γύρω στο 1960, καταργήθηκε η λογοκρισία των ταινιών στις Ενωμένες Πολιτείες. Το Χόλλυγουντ ήταν το πρότυπο όλων των κινηματογραφικών « σχολών » του κόσμου. Έσπευσαν λοιπόν όλοι οι εκτός Αμερικής να εγκαταλείψουν την ανεπίσημη και μή επιβεβλημένη σε μερικές χώρες λογοκρισία. Και από τότε, άρχισαν τα πράγματα - με βραδύ αλλά σταθερό ρυθμό - να ξεχαρβαλώνονται, για να φτάσουμε μετά από αρκετά χρόνια, στην πλήρη κατάργηση κάθε αισθήματος ενοχής στους κινηματογραφικούς παραγωγούς, κυριώτατα στους σκηνοθέτες. Και στο τέλος, επειδή οι εκτός Αμερικής δεν μπορούσαν να εξοβελίσουν εντελώς την αυτολογοκρισία που οι ίδιοι είχαν επιβάλει στους εαυτούς τους, προτίμησαν να σταματήσουν - όχι βέβαια γι αυτό μόνο το λόγο, υπήρχαν και πολλοί άλλοι λόγοι -να σταματήσουν την παραγωγή ταινιών. Και έμειναν με κινηματογραφική παραγωγή μόνο οι Ενωμένες Πολιτείες.
Πριν από μερικά - όχι πολλά - χρόνια, είχα διαβάσει μιά δήλωση που είχε κάνει ένας Αμερικανός κριτικός του κινηματογράφου, που έλεγε ότι εγκαταλείπει αυτό το επάγγελμα, επειδή έλεγε ότι ήταν πανεύκολο να κατονομάσει τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, καθώς όπως ανέφερε δεν υπήρχαν παρά μόνο ελάχιστες. Και ότι του ήταν πολύ δύσκολο να βρεί τις χειρότερες της χρονιάς, καθώς υπήρχε αμέτρητο πλήθος από σκάρτες ταινίες. Και πρόσθετε, ότι είχε συχαθεί τις σκηνές πορνό που υπήρχαν σε όλες σχεδόν τις ταινίες, και μάλιστα χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Είναι - έλεγε -ολωσδιόλου εξευτελιστικό να παρουσιάζεται το σεξ με τον τρόπο αυτό, και εκεί μάλιστα που δεν χρειάζεται καθόλου, απλώς σαν διακοσμητικό.
Προφανώς ο άνθρωπος έβλεπε ότι ούτε και η « κάθαρσις » υπήρχε πιά, κανένα ηθικό δίδαγμα δεν εύρισκε στις καινούργιες ταινίες. Οι κακοί δεν διέφεραν απ΄ τους καλούς, το κακό ήταν μπλεγμένο τόσο με το κακό, ώστε δεν έβλεπες κάποια οφθαλμοφανή διαφορά. Εβλεπε επίσης, ότι στο πανί υπήρχε άμετρη και άσκοπη βία, οι σφαίρες έπεφταν σαν το χαλάζι και τρομακτικές εκρήξεις γέμιζαν τον ουρανό με τα εκπληκτικά εφφέ των τεχνικών του σινεμά. Οι θεατές έβλεπαν - και βέβαια ανάμεσα σ΄αυτούς και οι πιτσιρίκοι και οι έφηβοι - το αίμα να πλημμυρίζει την οθόνη, και τα πτώματα να στοιβάζονται το ένα επάνω στο άλλο. Και όταν ένα παιδί που δεν έχει ακόμα αναπτύξει την κρίση του, βλέπει αυτά τα πράγματα, τα συνηθίζει και δεν του κάνουν καμμιά εντύπωση. Κι όταν φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο κορεσμού, είναι αρκετά πιθανό ότι κάτω από κάποια ιδιαίτερη συγκυρία, θα αντιγράψει κάτι που είδε στην οθόνη, θα έχετε ακούσει για εγκληματικές πράξεις παιδιών που έγιναν σαν αντιγραφές από την οθόνη του σινεμά ή της τηλεόρασης. Κλασσικό παράδειγμα, η απαγωγή και ο φόνος ενός παιδιού δυό χρονών στο Λίβερπουλ της Αγγλίας, από δυό παιδιά δέκα περίπου χρόνων, που έγινε πριν πέντε περίπου χρόνια. Ακούμε επίσης και για εισβολές παιδιών σε σχολεία, όπου δολοφονούν μαθητές των σχολείων αυτών.
Βάζω μιά κασέττα στο βίντεο και παρακολουθώ μιά ταινία, που βέβαια είναι αμερικανικής παραγωγής και πρόφατης μάλιστα. ( Την ταινία την έχω γράψει από την τηλεόραση μιά προηγούμενη νύχτα, σε ώρα που όλοι κοιμούνται, αλλά το βίντεο αγρυπνεί σαν φύλακας στα σύνορα ). Το « στόρυ » της ταινίας έχει προχωρήσει αρκετή ώρα, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτε από τα διαδραματιζόμενα επί της μικρής οθόνης. Ε, πού θα πάει, όπου να΄ναι θα αρχίσει να ξεδιαλύνει το πράγμα, έτσι λέω. Αλλά δεν ξεδιαλύνει η κατάσταση, παρ΄ όλο που η ώρα περνά. Και κάποτε, φτάνει το φιλμ στο τέλος του, και βλέπω ότι δεν έχω καταλαβει απολύτως τίποτε. Το φαινόμενο αυτό, όχι μόνο δεν είναι σπάνιο, αλλά είναι μάλλον πολύ συχνό. Σε τέτοιο σημείο, που όταν πρόκειται για μιά ταινία όπου στο τέλος της έχω καταλάβει τί έγινε και γιατί έγινε, να απορώ πραγματικά. Εκεί έχουμε καταντήσει τώρα.
Να προστεθεί εδώ και κάτι ακόμα. Τις παλιότερες εποχές, υπήρχε απαγόρευση σε πολλές ταινίες, να τις βλέπουν άτομα μικρότερα των δεκαοκτώ ετών. Δεν επρόκειτο βέβαια για ταινίες που περιείχαν σκηνές σεξ - που ήσαν ανύπαρκτες άλλωστε - αλλά για ταινίες αστυνομικές, για ταινίες « φιλμ νουάρ » με κακοποιούς, για ταινίες γενικά όπου υπήρχε έστω και λίγη συγκεκαλυμμένη βία. Και τα παιδια δεν πήγαιναν να τις δούνε, ήσαν « ακατάλληλες δι ανηλίκους », και ο άνθρωπος που στεκόταν στην είσοδο του κινηματογράφου, απαγόρευε στους νεαρούς να μπούνε στην αίθουσα, μάλιστα μπορεί να υπήρχε και αστυνομικός που να επέβλεπε την τήρηση της απαγόρευσης. Αυτές οι « απαγορευμένες » ταινίες, θα χαρακτηρίζονταν σήμερα σαν απόλυτα κατάλληλες και για παιδιά τεσσάρων χρόνων, τέτοιου είδους ήσαν.
Πολύ θόρυβος έχει δημιουργηθεί πρόσφατα, με την απόφαση να εισαχθεί το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής στα γυμνάσια και τα λύκεια. Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω καθόλου, ούτε την απόφαση ούτε και τον θόρυβο πέριξ αυτής. Δεν έχει γίνει φαίνεται αντιληπτό από τον υπουργό και άλλους παράγοντες που θορυβούν, ότι τα παιδιά βλέπουν καταπληκτικά μαθήματα σεξουαλικής αγωγής επάνω στην μικρή οθόνη, κι αυτό γίνεται καθημερινά. Και δεν έχουν καμμιά ανάγκη να τους φορτωθεί ένα επί πλέον μάθημα, που άλλωστε το μαθαίνουν καλά δι΄άλλης οδού. Και το μαθαίνουν καλύτερα απ΄ ότι το ξέρει ο ίδιος ο υπουργός, που μπορεί να έχει και μαύρα μεσάνυχτα πάνω στο επίμαχο ζήτημα. Μάλιστα, όλη αυτή η εκπαίδευση πάνω στο μάθημα αυτό, γίνεται με την ευλογία του αρμόδιου ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, που έχει καθορίσει και διάφορα σήματα για το ποιές ταινίες είναι κατάλληλες, ποιές χρειάζονται γονική παρακολούθηση και τα τοιαύτα. Αυτές λοιπόν οι ταινίες, χαρακτηρίζον-ται σαν κατάλληλες με υποχρεωτική ή όχι γονική συγκατάθεση ( που άλλωστε δεν την επιβάλουν σχεδόν ποτέ οι γονείς, μ΄αυτά θα ασχολούνται τώρα ; ). Προς τί λοιπόν όλη αυτή η φασαρία ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου