Βαδίζω στο δρόμο, και μετρώ με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια τα πεζοδρόμια. Είναι τα ίδια όπως και χθες και προχθές, δεν έχουν αλλάξει καθόλου από αμνημονεύτων ετών. Είναι βέβαια σε κάποια σημεία στενά κι αυτό εμποδίζει την ακώλυτη κίνηση, αλλά η πόλη είναι παλιά, πολύ παλιά, και καινούργιο σχέδιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί Υπήρχε ένα σχέδιο πόλης πριν από πολλές δεκαετίες, αλλά με τις συνεχείς παραβιάσεις του από τους συμπολίτες μας, και με την ανοχή και ενθάρρυνση των τοπικών αρχόντων, κατάντησε σε τέτοιο χάλι που άφησε την πόλη - εννοώ την παλιά πόλη χωρίς τους συνοικισμούς της - στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν επί της εποχής του διάσημου συμπολίτη μας, του στρατηγού Μαχμούτ πασά Δράμαλη - αυτουνού που πιάστηκε στα χέρια με τον Κολοκοτρωνη - κι ακόμα πιό προηγούμενα.
Πάντως, υπάρχουν και δρόμοι - έστω και μαιανδρικά χαραχμένοι - και πεζοδρόμια που αλλού είναι κάπως φαρδυά και αλλού στενά. Και βαδίζοντας επάνω στα πεζοδρόμια αυτά, βλέπω κατά διαστήματα, καφενεία παλιά και αρχοντικά, αλλά και καινούργια, μέσα στα οποία κάθονται αναπαυτικά, κάποιοι συμπολίτες μας, οι περισσότεροι κάποιας ηλικίας και μάλλον συνταξιούχοι. Και κάποιοι απ΄αυτούς, παίζουν τα επιτρεπόμενα από το νόμο καφενειακά παιχνίδια, όπως τάβλι, ξερή, κοντσίνα κι άλλα παρόμοια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν εργάζονται καθόλου, αυτό είναι ολοφάνερο. Και αυτή η απραξία, αυτή η έλλειψη απασχόλησης, δεν φαίνεται να τους στεναχωρεί καθόλου, μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο, είναι φανερό ότι το διασκεδάζουν το πράγμα. Και γιατί να μην το διασκεδάζουν ; Μιά ζωή εργαζόντουσαν, και τί κατάλαβαν με τις εργασίες τους ; Κουράστηκαν πολύ και χαϊρι δεν είδαν οι άνθρωποι, τώρα με την απλωμένη αρίδα τους, περνάνε πολύ καλύτερα.
Εκτός από τα καφενεία παλαιού τύπου, υπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια, και οι καφετέριες, που δεν διαθέτουν τα « αθλητικά » παιχνίδια των καφενείων, αλλά που ενώ ξεκίνησαν - υποτίθεται - από τον τύπο της αμερικάνικης καφετέριας, δεν έχουν και πολλά κοινά μ΄αυτήν, καθώς οι αμερικάνικες καφετέριες προσφέρουν και γεύματα - μάλλον τύπου « σνακ » - ενώ οι ελληνικές προσφέρουν μόνο καφέ και διάφορα ποτά, αναψυκτικά και αλκοολούχα. Και ενώ τα καφενεία παλαιού τύπου συχνάζονται από ανθρώπους κάποιας ηλικίας, οι καφετέριες έχουν νεανική κατά το πλείστον πελατεία. Αλλά είτε πρόκειται για καφενεία είτε για καφετέριες στις οποίες συχνάζουν αργόσχολοι κι άνεργοι, γεγονός είναι ότι οι πελάτες των κέντρων αυτών, περνούν ευχάριστα τις ώρες τους παίζοντας κάποιο παιχνίδι ή απλώς κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων.
Σε όλη την υπόλοιπη πόλη, οι άνθρωποι εργάζονται πυρετωδώς, με προθυμία - σπανίως - ή και χωρίς αυτήν, για να κερδίσουν τον επιούσιον, να εξωφλήσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες, την εφορία, και ίσως και για να αγοράσουν και κάποιες μετοχές. Που ίσως να τους δώσουν μερικά κέρδη, και πιό πιθανόν, να τους κάνουν να « εγκλωβιστούν » σε χαμηλά επίπεδα τιμών και να μην μπορούν να απεγκλωβιστούν με καμμιά κυβέρνηση, « σοσιαλιστική » ή συντηρητική. Εργάζονται λοιπόν, θέλοντας και μη θέλοντας, και όταν τους βλέπω, μου έρχονται στο νού οι στίχοι του παλιού εκείνου αρχοντορεμπέτικου :
Ό λ η μ έ ρ α ε ρ γ α σ ί α,
κ ο ύ ρ α σ η κ ι ο ρ θ ο σ τ α σ ί α,
κ ι α π ό τ η ζ έ σ τ η ρ έ ζ η μ ι ά,
ν α σ ο ύ ΄ρ χ ε τ α ι λ ι π ο θ υ μ ι ά, κ.λ.π.
Και κάθομαι και σκέφτομαι. Γιατί ρε άνθρωπε να χρειάζεται να εργάζεσαι όλη μέρα με ή χωρίς ορθοστασία, για να αποχτήσεις χρήματα, με τα οποία θα καλύψεις ένα πλήθος από ανάγκες, που εσύ - αυτό το « εσύ » δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα - που εσύ επαναλαμβάνω δημιούργησες ; Γιατί να είσαι υποχρεωμένος να ξυπνάς στις εξήμισυ το πρωϊ για να ξυριστείς - αν είσαι άντρας - ή να καλλωπιστείς - αν είσαι γυναίκα - να κάνεις και τις άλλες προετοιμα-μασίες, πρόγευμα κ.λ.π., να ξεκινήσεις από τα άγρια χαράματα να πάς στη δουλειά σου, προσωπική ή υπαλληλική, να κάθεσαι στη δουλειά σου με τις ώρες που κυλούν ατέλειωτες, σαν τις μέρες που κάνει κανείς στη φυλακή, περιμένοντας να τελειώσουν γιά να βγή και να ξανάβρει την ελευθερία του ; Πώς έγινε και μπήκες και σύ - όχι προσωπικό επαναλαμβάνω, απλώς γενικό - μπήκες στο λούκι και τραβάς το δρόμο σου σαν να είσαι μέσα σε ένα κοπάδι προβάτων που ακολουθεί τον τσομπάνη του ;
Και τρέχει ο νούς μου προς τα περασμένα, και σκέφτομαι τους πρωτόγονους εκείνους προγόνους μας, αυτούς που κατοικούσαν στα σπήλαια και στις καλύβες που ήσαν φτιαγμένες με κλαδιά δέντρων, που ήσαν ίσως και ανθρωποφάγοι. ( Για τους μη γνωρίζοντας, το ανθρώπινο κρέας είναι καταπληκτικής γεύσης, δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο, ίδίως όταν είναι καλοψημένο στη σούβλα ). Εκείνοι λοιπόν οι πολύ μακρυνοί πρόγονοί μας, δεν είχαν ανάγκη να εργάζονται με το τακτικό ωράριο που έχουν οι σημερινοί τους απόγονοι. Ηθελαν κρέας για το φαγητό τους ; Επαιρναν το τόξο και τα βέλη τους, και ξαμολιόντουσαν στα πέριξ, κυνηγώντας ότι κινείται, και όταν έβρισκαν τη λεία τους, επέστρεφαν οίκαδε, παρέδιδαν το κρέας στις συζύγους που περίμεναν με ανυπομονησία αλλά και με πείνα να καταφθάσει το φαγητό τους, να το ετοιμάσουν στο φούρνο τους ή στη σχάρα ή όπως αλλοιώς ήθελαν, να το πάρουν με τα χέρια - τα πηρούνια άργησαν πολύ να ανακαλυφθούν - και να καλμάρουν την πείνα όλων των μελών της οικογένειας. ( Πρέπει να έχουμε υπ΄ όψιν, ότι οικογένειες υπήρχαν και τότε, τώρα είναι που πάνε για διάλυση ).
Ολη αυτή η διαδικασία που γινότανε με σκοπό την προμήθεια τροφής, δεν είχε τίποτε το καταναγκαστικό, ήταν περισσότερο ένα « χόμπυ » παρά εργασία με την έννοια που της δίνουμε σήμερα. Ο υποτιθέμενος « εργαζόμενος » για να εξασφαλίσει τον επιούσιον, περισσότερο έπαιζε ή διασκέδαζε παρά εργαζόταν, όχι βέβαια πάντοτε, υπήρχαν και αντίξοες περιστάσεις, κυρίως λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών. Τώρα, αν εκείνον τον πρωτόγονο, τον φέρναμε με κάποιο μαγικό τρόπο στη σημερινή εποχή, και έβλεπε το πώς βγάζουν οι άνθρωποι τα χρήματα που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις βιοτικές ανάγκες τους, σίγουρα θα απορούσε βλέποντας να γίνεται τόσο μεγάλη φασαρία, για να μπορούν οι μεταγενέστεροί του να επιβιώσουν μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο. Και βέβαια, θα το έβαζε αμέσως στα πόδια για να επιστρέψει πίσω στην εποχή του, μη μπορώντας να αντέξει το απαράδεκτο αυτό θέαμα.
Ας καθήσουμε να σκεφτούμε τώρα, πόσοι από αυτούς που εργάζονται, κάμνουν την εργασία τους με ενθουσιασμό, με χαρά, με αγάπη γι αυτό που κάμνουν. Βέβαια, θα υπάρχουν και κάποιοι που θα εργάζονται χωρίς να νοιώθουν καμμιά καταπίεση, αλλά νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε στο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων, θεωρεί τη δουλειά του λίγο ή πολύ σαν αγγαρεία. Μερικοί θα προτιμούσαν να κάνουν ένα άλλο επάγγελμα, άλλοι θα προτιμούσαν να είναι εισοδηματίες που θα εισέπρατταν τα αναγκαία προς το ζήν μέσω των εισοδημάτων τους. Αλλοι θα ήθελαν να κάνουν τουρισμό, και αρκετοί θα έμεναν ευχαριστημένοι αν δεν έκαμναν τίποτε απολύτως, εκτός βέβαια από το να διασκεδάζουν.
Ετσι, θα πρέπει να σκεφτούμε αν η δουλειά είναι κάτι το φυσικό στον άνθρωπο. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι, εσείς όμως μπορείτε να έχετε διαφορετική γνώμη και δεν σας αδικώ. Θα παραθέσω όμως τα επιχειρήματά μου, με τα οποία στηρίζω την άποψή μου. Ένα απ΄αυτά, είναι το γεγονός ότι όλοι - ή σχεδόν όλοι - δεν θέλουμε να τελειώνουν οι θερινές διακοπές μας, οι μέρες της άδειάς μας, δυσανασχετούμε και με μόνη τη σκέψη ότι σε λίγες μέρες ή αύριο, πρέπει να επιστρέψουμε στην εργασία μας. Ένα άλλο επιχείρημα που θα παραθέσω, είναι το ότι περιμένουμε με ανυπομονησία την ώρα που θα σταματήσει η εργασία της ημέρας, για να του δίνουμε δρόμο. Θα μπορούσαν να παρατεθούν και άλλα επιχειρήματα, αλλά προς το παρόν μου τέλειωσαν. Θα προσθέσω μόνο, ότι η λέξη « δουλειά », δεν είναι τίποτε άλλο από τη « δουλεία », μόνο μιά αλλαγή τονισμού υπάρχει στη νεοελληνική γλώσσα. Μ΄ άλλα λόγια, στα ελληνικά τουλάχιστον, το να εργάζεσαι σημαίνει ότι είσαι δούλος, μάλιστα αυτό συμβαίνει. Βέβαια, αυτό το βλέπουμε στην ελληνική γλώσσα, δεν ξέρω αν σε καμμιά άλλη γλώσσα θα μπορούσε να υπάρχει μιά τέτοια ταύτιση εννοιών.
Ο γνωστός Γάλλος ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, ο Τριστάν Μπερνάρ, είχε κάποτε γράψει τα εξής για την εργασία. ( Παραθέτω τη σκέψη του, όχι τα λόγια του με την ακριβή τους σειρά, δεν μπορώ να τα θυμάμαι ύστερα από δεκαετίες ). Είπε λοιπόν - και μάλλον θα το επανελάμβανε αυτό συχνά - ο Μπερνάρ : « Mπορούμε να πηγαίνουμε στο θέατρο να δούμε μιά παράσταση, αλλά κανένας δεν μας πληρώνει για να πάμε. Μπορούμε να πάμε ταξείδι για τουρισμό, αλλά κανένας δεν μας πληρώνει γι αυτό. Μπορούμε να πάμε σε μιά ταβέρνα για να διασκεδάσουμε, αλλά κανένας δεν μας πληρώνει γι αυτό. Αλλά για να μας υποχρεώσουν να εργαστούμε, αναγκάζονται να μας πληρώνουν, είναι το μόνο πράγμα για το οποίο είναι υποχρεωμένοι να δώσουν χρήματα, γιατί κανένας δεν θα εργαζότανε αν δεν τον αποζημίωναν με χρήμα ».
Αυτά έλεγε ο Γάλλος ευθυμογράφος, και αν το σκεφτούμε καλά, μάλλον θα τον δικαιώσουμε. Αλλά, ας ακούσουμε και μιά άλλη γνώμη, που την διατύπωσε ένας αμερικανός συγγραφέας που το όνομά του δεν το θυμάμαι. Είπε λοιπόν ο άνθρωπος αυτός κάμνοντας χιούμορ : « Οι πίθηκοι θα μπορούσαν να μάθουν γράμματα αλλά δεν το κάνουν, γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι τότε θα τους βάλουν να εργαστούν ». Ισως οι πίθηκοι να είναι πιό ενημερωμένοι σχετικά με το τι σημαίνει « εργασία », μπορεί να είναι και έτσι.
Εδώ θα κάνω μιά παρατήρηση. Οι ζωγράφοι, οι γλύπτες, οι ποιητές, οι συγγραφείς και μερικοί άλλοι που έχουν πάθος μ΄αυτό που κάμνουν και δεν το θεωρούν αγγαρεία, δεν πρέπει να θεωρούνται σαν αληθινοί εργαζόμενοι, το « χόμπυ » τους κάνουν οι άνθρωποι, κανένας δεν τους υποχρεώνει να το κάνουν, και δεν τους κουράζει ποτέ να « εργάζονται » γι αυτόν το σκοπό. Αλλά αυτοί είναι λίγοι σε σχέση με τους πολλούς, έτσι δεν είναι ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου