Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΝΕΡΓΩΝ

Μ Ε Θ Ο Δ Ο Ι Π Α Ρ Α Γ Ω Γ Η Σ Α Ν Ε Ρ Γ Ω Ν

Είναι όντως αλήθεια, ότι το να εργάζεται κανείς, είναι για πολλούς, για πάρα πολλους ανθρώπους, μιά αγγαρεία που θα ήθελαν να την αποφύγουν με κάποιο τρόπο. Όμως, αυτό είναι σχεδόν πάντοτε δύσκολο, για να μην πούμε αδύνατο. Αν έχει κανείς μεγάλη περιουσία από κληρονομιά, είναι φανερό ότι μπορεί να κάθεται και να απολαμβάνει αυτά που ζητά η ψυχούλα του, χωρίς να κουνά το δάχτυλό του. Βάζει κάποιους να διαχειρίζονται την μεγάλη περιουσία του, και δεν νοιάζεται καθόλου να πάει να σπουδάσει με όλες τις στενοχώριες και την κούραση που προκαλεί η μελέτη και οι εξετάσεις, και κατόπιν αυτών, η εργασιακή απασχόληση. Που ζητά να σηκωθεί ο άνθρωπος νωρίς το πρωϊ, να πάει στην εργασία του, να περνάει στον χώρο όπου εργάζεται πολλές ώρες, και με ανακούφιση μεγάλη να επιστρέφει στο κονά-κι του. Ψέμματα είναι αυτά ;
Αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται, και επειδή αυτοί που διαθέτουν πολύ μεγάλες περιουσίες από τις οποίες μπορούν να αντλούν μεγάλα εισοδήματα, είναι ελάχιστοι, είμαστε όλοι αναγκασμένοι, εκόντες άκοντες, να εργαζόμαστε. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η εργασία δεν αρχίζει με το να ξεκινάς να πηγαίνεις το πρωϊ στο γραφείο σου ή στο μαγαζί σου ή στην οποιαδήποτε δουλειά που σου δίνει τον επιούσιον, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι η εργασία αρχίζει από την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου ; Υπάρχει καμμιά αμφιβολία γι αυτό ; Θυμηθείτε τα μικρά σας χρόνια, όταν με το πρωϊνό ξύπνημα, αναγκαζόσασταν να ξεκινήσετε για το σχολείο, να καθήσετε στο θρανίο επί πέντε ώρες, να σας πιέζει ο δάσκαλος με τις ερωτήσεις του και τα άλλα σχετικά, και τότε θα παραδεχτείτε ότι έτσι έχει η κατάσταση. Η δουλειά, ο καταναγκασμός, αρχίζει εξ απαλών ονύχων.
Φυσικά, η ιστορία της εργασίας που την ονομαζουμε εκπαίδευση, δεν σταματά στο δημοτικό σχολείο. Σενεχίζεται και ακόμη παραπέρα, στο γυμνάσιο, στο Λύκειο, και άντε κατόπιν να μπής στο βάσανο των εισαγωγικών εξετασεων στις ανώτατες και ανώτερες σχολές. Και α-φού μπής σε κάποια απ΄αυτές, άντε πάλι διάβασμα μέχρι εξάντλησης, εξετάσεις και κόντρα εξετάσεις για να περνάς από το ένα έτος σπουδών στο άλλο, κι από εκεί στο πτυχίο. Και μερικές φορές, και μεταπτυχιακά πράγματα που δέν έχουν άκρη, και πάς στα τριάντα και τριανταπέντε χρόνια. Και σας ρωτώ ευθέως τώρα : Είναι κατάσταση πραγμάτων αυτή ;
Θα πάμε τώρα πίσω καμποσες δεκαετίες, αρκετές μάλλον. Και θα δούμε πώς ήσαν τα πράγματα τις εποχές εκείνες από πλευράς ανώτατων σχολών, καθώς οι σύγχρονες ανώτερες λεγόμενες σχολές, μαλλον δεν υπήρχαν τότε. Λοιπόν, δυό ήσαν τα Πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα, το ένα στην πρωτεύουσα, και το άλλο στη λεγόμενη συμπρωτεύουσα. Υπήρχε και το Πολυτεχνείο, η τότε γνωστή Ανώτατη Γεωπονική σχολή, η Ανώτατη Παιδαγωγική Ακαδημία – που τώρα έχει αντικατασταθεί από τις Διδασκαλικές σχολές – και κάποια Ανώτατη σχολή, που δεν μπορώ να θυμηθώ το ονομά της, ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι, πού να φτάσει. Στα δυό Πανεπιστήμια που είπαμε, υπήρχαν μερικές σχολές, που ήσαν λιγότερες από αυτές που είναι σήμερα.
Τις εποχές εκείνες τις αρκετά μακρινές, οι εισερχόμενοι στα Πανεπιστήμια και στις λίγες Ανωτατες σχολές, ήσαν πολύ λίγοι σε σύγκριση με ότι συμβαίνει σήμερα. Οι δε περισότεροι από τους φοιτητές που έμπαιναν τότε στις σχολές, ήσαν της πολύ χαμηλής τάξης, χωριατόπαιδα τα περισσότερα. Και όταν τέλειωναν τις σπουδές τους, δεν χρειαζόντουσαν μεταπτυχιακές εργασίες να κάμνουν, ούτε Μάστερς και άλλα σχετικά, που γίνονται σήμερα και καθυστερούν πολύ να βάλουν τους νέους στη δουλειά. Μόλις έπαιρνες τότε το πτυχίο σου από τη σχολή σου, αμέσως έμπαινες στον τομέα εργασίας τον οποίο είχες σπουδάσει, δεν υπήρχε πληθώρα αποφοίτων, έτσι ώστε να περιμένεις επί χρόνια να αρχίσες να εργάζεσαι, να διοριστείς σε κάποια κρατική υπηρεσία ή να ασκήσεις ελεύθερο επάγγελμα. Λιγοστοί σχετικά οι σπουδαστές, λιγοστοί οι απόφοιτοι των σχολών, εύκολη πολύ η εύρεση εργασίας τις παλιές εκείνες εποχές.
Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά τους σημερινούς καιρούς. Κατά πρώτο λόγο, ο αριθμός των Πανεπιστημίων ακούστηκε τις προάλλες, ότι τώρα είναι εικοσιένα, δεν ξέρω αν σε αυτά – και μάλλον έτσι θα πρέπει να είναι – περιλαμβάνονται και κάποιες ανώτατες σχολές εκτός των Πανεπιστημίων, που είναι ισότιμες με τα Πανεπιστήμια. Και ο αριθμός των εισαγομένων κάθε χρόνο σπουδαστών, μπορεί να είναι τουλάχιστον πενταπλάσιος ή επταπλάσιος από ότι ήταν τις παλιές εποχές, για τις οποίες έγινε πιό πάνω αναφορά.
Είναι λοιπόν φυσικό απολύτως, ότι οι απόφοιτοι γενικά των ανώτατων και ανώτερων σχολών, είναι πολλαπλάσιοι κατά πολύ απ΄ότι ήταν παλιότερα. Και όλοι αυτοί, όταν αποφοιτήσουν από τις σχολές τους, αρχίζουν να ζητούν εργασία. Η οποία όμως, δεν βρίσκεται και τόσο εύκολα τους σημερινούς καιρούς. Πολλοί οι ζητούντες εργασία, λίγες οι θέσεις όπου μπορούν να τη βρούνε. Με αυτό τον τρόπο, περιμένουν κάποιοι επί χρόνια, μέχρι να βρεθεί - αν μπορεί να βρεθεί – εργασία γι αυτούς, μετά από τόσους κόπους, αγωνίες, έξοδα πολλά και πολλά χρόνια μελέτης.
Δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που πολλοί νεοι άνθρωποι μένουν – για κάποιο λίγο ή πολύ καιρό – εκτός εργασίας. Υπάρχουν και άλλες πηγές παραγωγής ανέργων. Κορεσμένα επαγγέλματα, δεν χρειάζονται ανθρώπους που θέλουν να εργαστούν αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο. Τα μηχανήματα που έχουν κατακλύσει τον κόσμο, στερούν από πολλούς να εργαστούνε και να βγάλουν ένα έστω και μέτριο μεροκάματο. Κι άλλη φορά, έφερα ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή αυτή η κατάσταση. Ηταν κάποτε μιά δουλειά, στην οποία απασχολούνταν με τα χέρια τους, ας πούμε είκοσι άτομα, για να ανοίξουν μιά δίοδο, μία μικρή σήραγγα, έναν δρόμο, μιά οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία. Ηλθε όμως μιά μηχανή, μιά μπουλντόζα, και τους έδιωξε όλους, αφήνοντας μόνο τον οδηγό του μηχανήματος και τον συντηρητή του. Πού θα πάνε να εργαστούν οι άνθρωποι, ύστερα από αυτή την εισβολή της τεχνολογίας ;
Κάποτε, για να ανοίξουν μιά σήραγγα για να τοποθετηθουν σιδηροτροχιές για σιδηροδρόμους ή για σήραγγες του υπόγειου σιδηρόδρομου στις πόλεις, εργαζόντουσαν δεκάδες και εκατοντάδες εργάτες. Υπάρχει τώρα ανάγκη για εργάτες, όταν χρησιμοποιούνται ειδικά μηχανήματα αυτούς τιυς σκοπούς ; Να και αλλη μιά αιτία δημιουργίας ανέργων, Και το ίδιο ισχύει και για τα έργα οδοποιίας, και εκεί είναι πιά άχρηστα τα ανθρώπινα χέρια.
Τα παλιά χρόνια, όλες οι αγροτικές εργασίες γινόντουσαν με ανθρώπινα χέρια. Τώρα πιά, αυτά είναι διωγμένα από τα αγροτικά μηχανήματα, τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές, τα τρακτέρ και τα άλλα μηχανικά μέσα. Και πολλοί εργατοαγρότες, δεν βρίσκουν εκείνες τις δουλει-ές που άλλοτε ανθούσαν. Και με τον τρόπο αυτό, το μεγάλο πλήθος που είχε αγροτικές εργασίες, σπρώχτηκ στις πόλεις, αναζητώντας εκεί κάποιου είδους χειρωνακτική εργασία, που ό-
μως όπως φαίνεται, δεν είναι πιά χρειαζούμενη.
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι δημιουργίας ανέργων, όπως τώρα η οικονομική κρίση, που κλείνει τα μαγαζιά, και διώχνει και πλήθος από εργαζόμενους στις επιχειρήσεις. Και το τελικό συμπέρασμα ύστερα από όλα αυτά που αναφέρθηκαν είναι, ότι ενώ άλλοτε υπήρχαν τεμπέληδες που δεν ήθελαν να εργάζονται, και τώρα υπάρχουν πρόθυμοι μεν να εργαστούνε, αλλά δουλειά γιόκ.
Τώρα, να μην το παρακάνουμε, θέλουμε τη δουλειά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και αγαπάμε τη δουλειά, ότι μας αρέσει να εργαζόμαστε. Αλλωστε, στην ελληνική κοινή γλώσσα, η λέξη « δουλειά », προέρχεται από την αρχαία λέξη « δουλεία ». Κατά βάσιν λοιπόν, είμαστε δούλοι, και ένας δούλος εργάζεται μεν, αλλά δεν αγαπά την εργασία του, με το ζόρι την κάνει επειδή δεν μπορεί να την αποφύγει. Με τον ίδιο τρόπο, και σήμερα, όταν μιλάμε για δουλειά – εργασία, νομίζω ότι εννοούμε ότι αναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε. Και αυτό, επειδή δεν μπορούμε να έχουνε κανένα εισόδημα που να μπορεί να μας συντηρήσει.
Το να σηκωθείς νωρίς το πρωί μέσα στον γλυκό ύπνο, για να ετοιμαστείς και να ξεκινήσεις να περνάς ολοκληρη τη μέρα αναγκαστικά στη δουλειά σου, νομίζω – κι ας διαφωνήσει καποιος αν τολμά – ότι δεν είναι το πιό επιθυμητό πράγμα. Αν εξαιρέσουμε τους Γιαπωνέζους, που για κάποιον ανεξήγητο για μένα λόγο είναι εργασιομανείς, δεν βλέπω ποιοί θα ήθελαν να τσακίζονται στη δουλειά, ακόμα κι αν είναι προσωπική δική τους. Εκτός βέβαια, από τους καλλιτέχνες, ζωγράφους, γλύπτες, μουσικοσυνθέτες και άλλους παρόμοιας « εργασίας », που εργάζονται – όσες ώρες τους καπνίσει και όχι όπως τους επιβάλλει ο κανονισμός της εργασίας τους – με τη μόνη προϋπόθεση, ότι η καλλιτεχνική τους απασχοληση, θα μπορεί να τους δίνει έστω και μόνο τα απόλυτα αναγκαία για την συντήρησή τους.
Αυτά εν συντομία για το πρόβλημα της ανεργίας, ένα φαινόμενο που το έχουμε έντονο αυτόν τον καιρό της οικονομικής δυσπραγίας, και το βλέπουμε μάλιστα να φουντώνει από μέρα σε μέρα. Μπορεί να βελτιωθεί άραγε η κατάσταση αυτή, με τις συνθήκες που επικρατούν αυτούς τους δύσκολους καιρούς ; Πολύ δύσκολα, αλλά ας μην χάνουμε και εντελώς την ελπίδα μας ότι κάποτε θα αλλάξει η κατάσταση. Πότε ; Αγνωστο εντελώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου