Τον συναντώ στο δρόμο και ποτέ δεν έχει δουλέψει στη ζωή του, πάντοτε φαίνεται oτι τον πλήττει η άτιμη η ανεργία. Εχει καταντήσει μιά μεγάλη πληγή τα τελευταία χρόνια,δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε ποτέ. Δεν τον ρωτώ από λεπτότητα, είναι βλέπεις άσχημο να μιλάς για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Ετσι, ανταλλάσουμε μερικές τυπικές κουβέντες, και αυτό είναι όλο.
Αλλά μιά μέρα μαθαίνω - εντελώς τυχαία - ότι του προσφέρθηκαν δυό - τρεις φορές κάποιες ευκαιρίες για να δουλέψει, όμως τις απέρριψε, δεν ξέρω για ποιό λογο. Ετσι, όταν τον ξαναβλέπω, τον ρωτώ γι αυτό το ζήτημα.
« Τι σου είπαν », μου λέγει, « ότι δεν θέλω να εργαστώ ; Πρόκειται για κακοήθεια, τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει, σε διαβεβαιώνω ». « Καλά, θέλεις να εργαστείς αλλά δεν σού άρεσαν οι δουλειές που σου πρότειναν ; ». Με κυττάζει με αμηχανία. « Πρέπει να σου εξηγήσω πώς είναι η κατάσταση. Κάτσε εδώ, στο καφενεδάκι, να σου πώ τι συμβαίνει ».
Παίρνω ένα κάθισμα του καφενείου και παραγγέλνω δυό καφέδες. Και περιμένω τι έχει να μου πεί, κάποια δικαιολογία θα πρέπει να υπάρχει για να απορρίψει κανείς μιά προσφορά για δουλειά μια τέτοια εποχή σαν κι αυτή. Ερχονται οι καφέδες, και τότε μου αναφέρει τα παρακάτω καταπληκτικά πράγματα.
« Με ρώτησες γιατί δεν πήρα τις δουλειές που μου προτείνανε. Σου απαντώ λοιπόν ευθέως, έχω όλη τη διάθεση να εργαστώ, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος ».
Τον κυττάζω έκπληκτος. « Τι πάει να πεί ότι δεν υπάρχει χρόνος, δεν κατάλαβα απολύτως τίποτε ».
« Θα σου δώσω τις απαραίτητες εξηγήσεις τώρα. Δεν μου λες, πόσες μέρες έχει ο χρόνος ; ». « Τριακόσιες εξήντα πέντε », του απαντώ, « και κάθε τέσσερα χρόνια που έχουμε δισεκτο έτος, είναι μιά μέρα παραπάνω, τριακόσιες εξήντα έξι μέρες ».
Συνεχίζει : Πες μου τώρα, πόσες Κυριακές έχει ο χρόνος ; ». « Πενήντα δύο, τι σημαμασία έχει αυτό το πράγμα ; ». « Αφαίρεσέ τις » μου λέγει « και πες μου υπόλοιπο ».
Στην πρακτική αριθμητική δεν ήμουν και τόσο καλός, αλλά αυτό αφορούσε τους τόκους, τα επιτόκια και άλλα τέτοια πράγματα. Όμως στις τέσσερις πράξεις ήμουν ασυναγώνιστος. Λοιπόν δεν χρειάζομαι χαρτί και μολύβι για να κάνω την αφαίρεση. « Μένουν τριακόσιες δώδεκα μέρες ».
« Πολύ ωραία. Επειδή οι δουλειές που μου πρότειναν είχαν αργία τα Σάββατα, αφαίρεσε και τα Σάββατα και πες μου υπόλοιπο ». Τον κυττάζω με κάποια υποψία, πού θέλει να το πάει το πράγμα ; Πάντως κάνω την αφαίρεση και λέω « Είναι πενήντα δύο Σάββατα, τα βγάζουμε και μένουν διακόσιες εξήντα μέρες ».
« Ενας άνθρωπος χρειάζεται κάπου οκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο για ύπνο, ψεμματα ; Λογάριασε τώρα πόσες ώρες κάνουν τον μήνα και το χρόνο, αφαίρεσε και πες μου υπόλοιπο ». Λογαριάζω τις ώρες - εδώ είναι κάπως περίπλοκο το πράγμα. Οκτώ ώρες επί τριάντα μέρες που έχει ο μήνας, μας κάνουν διακόσιες σαράντα ώρες, δηλαδή δέκα μέρες. Επί δώδεκα μήνες, κάνουν εκατόν είκοσι μέρες. Τις αφαιρώ και βρίσκω το λογαριασμό. « Μένουν εκατό σαράντα μέρες », συμπεραίνω.
« Πολύ σωστά. Τώρα θα σου κάνω μιά ερώτηση. Δεν χρειάζεσαι μισή ώρα το μεσημέρι για το φαγητό ; Και άλλη μισή ώρα για να ανοίξεις την εφημερίδα σου να ρίξεις μιά ματιά στα νέα ; Είναι μιά ώρα την ημέρα. Λογάριασε τώρα για ένα μήνα και για ολόκληρο το χρόνο, αφαίρεσε και πες μου υπόλοιπο ».
Αρχίζω να τα μπερδεύω. Τι θα γίνει μ΄ αυτές τις αφαιρέσεις ; Αλλά κάνω πρόχειρα τους υπολογισμούς. Μιά ώρα τη μέρα, τριάντα ώρες το μήνα, τριακόσιες εξήντα πέντε ώρες το χρόνο. Πόσες μέρες μας κάνουν. Εδώ δυσκολεύομαι, βγάζω μολύβι και χαρτί και τα βρίσκω. « Τριακόσιες εξήντα πέντε διά του εικοσιτέσσερα, είναι δεκαπέντε μέρες. Τις αφαιρώ και μένουν εκατόν εικοσιπέντε μέρες ».
« Εδώ στην Ελλάδα που το κλίμα είναι ιδιότροπο, όλοι σχεδόν κοιμούνται δυό ώρες το απόγευμα, γιατί να με αποκλείσεις εμένα από τον γενικό κανόνα ; Λογάριασε τώρα τις δυό ώρες αυτές για έναν χρόνο, αφαίρεσε και πες μου υπόλοιπο ».
Αυτό ήταν εύκολο. Πριν είχε γίνει υπολογισμός για μιά ώρα και βγήκαν δεκαπέντε μέρες. Με δυό ώρες απλώς τις διπλασιάζομε. « Τριάντα μέρες. Τις αφαιρώ και μένουν πάλι, ενενήντα πέντε μέρες ».
« Ξεχάσαμε κάτι πολύ ουσιώδες. Πόσες γιορτές το χρόνο έχουμε, στις οποίες υπάρχει αναγκαστική αργία ; Μέτρησέ τις, αφαίρεσε και πες μου υπόλοιπο ».
Μετρώ τις αργίες. Πρωτοχρονιά. Των Θεοφανείων. Καθαρή Δευτέρα. Δεύτερη μέρα του Πάσχα. Πρωτομαγιά. Απελευθέρωση της Δράμας την 1η Ιουλίου. Το Δεκαπεντάυγουστο. Η 29 Σεπτεμβρίου, μνήμη της σφαγής από τους Βουλγάρους. Η 28 Οκτωβρίου, το Οχι. Η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Σύνολο δέκα αργίες. « Είναι δέκα μέρες. Τις αφαiρώ. Μένουν ογδόντα πέντε μέρες ».
« Το πρωϊ για να πάς στη δουλειά, λογαριάζοντας και το ξύρισμα, δεν κάνει μισή ώρα τουλάχιστον ; Πόσες ώρες το χρόνο, πόσες μέρες ; Λογάριασε και πες μου υπόλοιπο ».
Με τη μιά ώρα ήταν δεκαπέντε μέρες, Με τη μισή ώρα είναι επτάμισυ. « Ας πούμε επτά μέρες. Τις αφαιρώ. Μένουν εβδομήντα επτά μέρες ».
« Βραδυνό φαγητό, μισή ώρα, δεν το λογαριάσαμε αυτό. Αφαίρεσε και πές μου υπόλοιπο »
« Είναι άλλες επτά μέρες. Τις αφαιρούμε και μενουν εβδομήντα μέρες ».
« Μετά από ολόκληρης μέρας δουλειά, δεν θέλεις και λίγη αναψυχή ; Ολος ο κόσμος κάθεται μιά δυό ή και περισσότερες ώρες στην τηλεόραση. Βάλε δυό ώρες, ειδήσεις, καμμιά ταινία, έγιναν οι δυό ώρες. Υπολόγισέ τις, αφαίρεσε και πες μου υπόλοιπο ».
« Είναι τριάντα μέρες. Αν τις αφαιρέσουμε κι αυτές, μας μένουν σαράντα μέρες. Λοιπόν, τι θα κάνουμε ακόμα ; ».
« Σαν εργαζόμενος άνθρωπος, δεν έχω δικαίωμα για μια άδεια ενός μηνός μετά αποδοχών ; Ετσι δεν λέει ο νόμος ; Αφαίρεσέ τις κι αυτές και πες μου υπόλοιπο ».
Τις αφαιρώ. « Μένουν δέκα μέρες ». Τώρα τα έχω μπερδέψει ολότελα τα πράγματα, τί είδους ταχυδακτυλουργίες είναι αυτές ;
« Και φαντάζεσαι αγαπητέ μου, ότι θα δεχτεί κανένας εργοδότης να σε προσλάβει για να εργάζεσαι μόνο δέκα μέρες το χρόνο και να παίρνεις και άδεια ενός μηνός μετ΄αποδοχών ; Ξέρεις εσύ κανένα τέτοιο εργοδότη ; Οχι, πες μου αν ξέρεις ».
Ρουφά την τελευταία γουλιά απ΄τον καφέ του. « Όπως βλέπεις, δεν υπάρχει χρόνος για να εργαστώ. Τώρα τα κατάλαβες όλα. Γειά σου ».
Καταλάβατε τίποτε απ΄ όλα αυτά ; Εχει δίκαιο ο άνθρωπος ; Πείτε μου, έχει δίκαιο ; »
Υστερόγραφο : Όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, όλη αυτή η ιστορία δεν είναι δική μου, πρόκειται για ένα ανέκδοτο που είχα ακούσει πριν από δεκαετίες στο ραδιόφωνο. Και αυτός που δεν εύρισκε χρόνο να εργαστεί, ήταν ο αμίμητος Μίμης Φωτόπουλος. Είναι πιθανόν ότι το μικρό αυτό ραδιοφωνικό σκετς, ήταν ένα νούμερο από θεατρική επιθεώρηση της εποχής εκείνης. Όπως και να έχει το ζήτημα, έχω κάνει εδώ λογοκλοπή που απαγορεύεται από το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Επειδή όμως λογοκλοπή εξομολογημένη παύει να είναι λογοκλοπή ( κατά το αμαρτία εξομολογημένη κ.λ.π. ), έτσι και εδώ νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για λογοκλοπή. Πάντως, είναι αξιοθαύμαστη η επινοητικότητα του τεμπέλη όταν θέλει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Λογαριάζει δυό και τρεις φορές πάνω στις ίδιες μέρες τις οποίες είχε περιλάβει στους προηγούμενους υπολογισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου